28 Αυγούστου 2018 at 23:57

Ο Μίλτον Φρίντμαν και το τελικό ζητούμενο του νεοφιλελεύθερου δόγματος

από

Ο Μίλτον Φρίντμαν και το τελικό ζητούμενο του νεοφιλελεύθερου δόγματος

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Σχετικά με την ευθύνη που μπορεί να έχουν στην κοινωνία οι εταιρείες ο Μίλτον Φρίντμαν στο βιβλίο του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» (ίσως τη σπουδαιότερη δεξαμενή σκέψης για τους νεοφιλελεύθερους) ξεκαθαρίζει: «Έχει κερδίσει ευρεία αποδοχή η άποψη ότι τα στελέχη των εταιρειών και οι ηγέτες των συνδικάτων έχουν μια “κοινωνική ευθύνη” που εκτείνεται πέρα από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μετόχων τους ή των μελών τους. Η άποψη αυτή δείχνει μια θεμελιώδη παρανόηση για το χαρακτήρα και τη φύση μιας ελεύθερης οικονομίας». (σελ. 194).

Η έννοια της «κοινωνικής ευθύνης» φαίνεται εντελώς άγνωστη στον Φρίντμαν, αφού ακόμη και στο ζήτημα της άδειας για την άσκηση ενός επαγγέλματος είναι απολύτως αντίθετος. Ο κακός γιατρός που παρέχει ζημιογόνες υπηρεσίες δεν αφορά την κοινωνία που θα έπρεπε να προστατευτεί από αυτές τις περιπτώσεις, αλλά μόνο τα συμβαλλόμενα πρόσωπα, δηλαδή τον ασθενή και το γιατρό που προχώρησαν σε μια οικειοθελή συμφωνία, η οποία ατύχησε. «Καθ’ όσον βλάπτει» (ο γιατρός εννοείται) «μόνο τον ασθενή του, πρόκειται απλώς για ζήτημα οικειοθελούς συμφωνίας και ανταλλαγής του ασθενούς και του γιατρού του. Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης». (σελ. 212). Σε τελική ανάλυση, ο Φρίντμαν ρίχνει την ευθύνη στον ασθενή που δεν ενημερώθηκε σωστά και πήγε στο γιατρό που δεν έπρεπε.

Όλα τίθενται σε επίπεδο καθαρά ατομικό, το κράτος ως διαχειριστής της κοινωνικής συμβίωσης δεν έχει κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνει κι οποιαδήποτε παρέμβαση αποτελεί πλήγμα της ατομικής ελευθερίας: «… το πρόβλημα με τις άδειες άσκησης επαγγέλματος είναι κάτι παραπάνω από απλή έκφανση του προβλήματος του κρατικού παρεμβατισμού, ο οποίος συνιστά ήδη σε αυτή τη χώρα» (την Αμερική εννοείται) «σοβαρή παρακώλυση της ελευθερίας των ατόμων να ασκούν δραστηριότητες της επιλογής τους». (σελ. 206).

Κατά τον Φρίντμαν, αφού ο πολίτης είναι σε θέση να ψηφίζει, οφείλει να κάνει και τις σωστές καταναλωτικές επιλογές: «Αυτό είναι σαν να λέμε ότι πρέπει ως ψηφοφόροι να προστατεύουμε εαυτούς ως καταναλωτές από την ίδια μας την αδαημοσύνη, μεριμνώντας ώστε ο κόσμος να μην εξυπηρετείται από ανεπαρκείς γιατρούς, υδραυλικούς ή κουρείς». (σελ. 213). Συγκεκριμένα για την ιατρική προτείνει: «Ας υποθέσουμε ότι ο καθένας θα ήταν ελεύθερος να ασκήσει την ιατρική χωρίς άλλους περιορισμούς εκτός από τη νομική και οικονομική ευθύνη για βλάβες που τυχόν προκαλούσε σε άλλους από δόλο ή αμέλεια». (σελ. 227).

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Το ότι αναγνωρίζει τη νομική και οικονομική (ποτέ όμως κοινωνική) ευθύνη του γιατρού απέναντι σε αυτούς που προκαλεί βλάβη είναι παρήγορο, αν και κάπως αντιφατικό, αφού οι ασθενείς πήγαν οικειοθελώς στο συγκεκριμένο γιατρό και (σύμφωνα με τα προηγούμενα) όφειλαν να ξέρουν την ανεπάρκειά του (αλλιώς τι ψηφοφόροι είναι;) Σύμφωνα με τον Φρίντμαν ο νόμος δικαιούται να φέρει τους γιατρούς μπροστά στις υψηλές τους ευθύνες, αλλά η άδεια της άσκησης επαγγέλματος δεν πρέπει να υπάρχει γιατί η ευθύνη είναι του ασθενή. Το πώς γίνεται από τη μια ο νόμος (που ορίζεται επίσης από το κράτος) να πρέπει να προστατεύει τον πολίτη από τις βλάβες του κακού γιατρού κι από την άλλη να είναι αθέμιτη η προσπάθεια εξασφάλισης αξιόπιστων γιατρών μέσω της επαγγελματικής αδειοδότησης (αφού η επιλογή του γιατρού είναι αποκλειστική ευθύνη του ασθενή), ο Φρίντμαν δεν το διευκρινίζει. Τελικά την ευθύνη στη σχέση ασθενή και γιατρού ποιος την έχει; Γιατί αν την έχει πλήρως ο ασθενής, ώστε να μη χρειάζεται ιατρική άδεια άσκησης επαγγέλματος βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν παράλογο νόμο που επιρρίπτει ευθύνες σε ανθρώπους που δεν έχουν.

Αξίζει, όμως, να παρακολουθήσει κανείς και τη συνέχεια του συλλογισμού όπου «ο καθένας θα ήταν ελεύθερος να ασκήσει την ιατρική χωρίς άλλους περιορισμούς εκτός από τη νομική και οικονομική ευθύνη για βλάβες που τυχόν προκαλούσε…»: «Εικάζω ότι όλη η ανάπτυξη της ιατρικής θα ήταν τότε διαφορετική. [… …] Η ομαδική ιατρική, σε σύνδεση με τα νοσοκομεία, θα είχε αναπτυχθεί ραγδαία. Αντί για εξατομικευμένη ιατρική συν μεγάλα ιδρυματικά νοσοκομεία υπό τη διοίκηση του κράτους ή φιλανθρωπικών οργανισμών, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ιατρική συνεταιρισμοί ή ιατρικές εταιρείες – ιατρικές ομάδες». (σελ. 227).

Για να ολοκληρώσει: «Αυτές οι ιατρικές ομάδες – πολυκαταστήματα ιατρικής, αν προτιμάτε – θα ήταν μεσάζοντες ανάμεσα στους ασθενείς και το γιατρό. Όντας μακροχρόνια και ακίνητα, θα είχαν μεγάλο συμφέρον να εδραιώσουν μια φήμη αξιοπιστίας και ποιότητας. Για τον ίδιο λόγο, οι καταναλωτές θα μάθαιναν τη φήμη τους. Θα είχαν την ειδικευμένη δεξιότητα για να κρίνουν την ποιότητα των γιατρών· μάλιστα, θα ήταν οι πράκτορες του καταναλωτή ως προς αυτό, όπως είναι τώρα το πολυκατάστημα για πολλά προϊόντα». (σελ. 228).

Ο Φρίντμαν μπαίνει επιτέλους στην ουσία. Το κράτος καταπιέζει τις ελευθερίες υποχρεώνοντας τον επαγγελματία για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ενώ αυτό θα μπορούσαν να το εγγυηθούν οι μεγάλες εταιρείες που θα έμπαιναν ως μεσάζοντες ανάμεσα στο γιατρό και τον καταναλωτή. Και μάλιστα η εγγύηση αυτή είναι τόσο αξιόπιστη που «ο καθένας θα ήταν ελεύθερος να ασκήσει την ιατρική χωρίς άλλους περιορισμούς εκτός από τη νομική και οικονομική ευθύνη για βλάβες που τυχόν προκαλούσε…». Τίποτε πιο αξιόπιστο από τη φερεγγυότητα του μεσάζοντα! Στο ερώτημα γιατί ο καταναλωτής-ψηφοφόρος, ενώ δεν έχει ανάγκη τη μέριμνα για την άδεια άσκησης του επαγγέλματος (αφού είναι ικανός να κρίνει ως υπεύθυνος ψηφοφόρος), χρειάζεται όμως την εγγύηση των μεγάλων εταιρειών δε δίνεται απάντηση.

Όπως δε διευκρινίζονται και οι σχέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν από τη μετατροπή του γιατρού σε υπάλληλο εταιρείας, που θα καθορίζει τη μισθοδοσία κατά το δοκούν. Όσο για τη φερεγγυότητα των εταιρειών στις παρεχόμενες υπηρεσίες και το κατά πόσο είναι «μακροχρόνιες και ακίνητες» μπορεί κανείς να το δει στο χρονικό της Enron, που πρόσφερε τις χειρότερες υπηρεσίες και τα μεγαλύτερα μπλακ-άουτ στην Καλιφόρνια, όταν ανέλαβε την ηλεκτροδότηση, και την οποία ουδέποτε βγήκε ο Φρίντμαν να καταδικάσει, (ενώ ζούσε κι ενώ επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα), έστω για να διαχωρίσει τη θέση του από αυτού του είδους τις εταιρικές πρακτικές.

Εξάλλου, η πεποίθηση ότι οι εταιρείες πρέπει να έχουν κοινωνική ευθύνη «δείχνει μια θεμελιώδη παρανόηση για το χαρακτήρα και τη φύση μιας ελεύθερης οικονομίας». Κι αν κάποιος δεν το κατάλαβε αυτό ο Φρίντμαν θα το διευκρινίσει: «Λίγες τάσεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν περισσότερο τα ίδια τα θεμέλια της ελεύθερης κοινωνίας μας από το να αποδεχθούν τα στελέχη των εταιρειών μια κοινωνική ευθύνη άλλη από το να βγάζουν όσο γίνεται περισσότερα χρήματα για τους μετόχους τους». (σελ. 195).

Τα πράγματα τίθενται απολύτως απλά. Οι εταιρείες δεν έχουν καμία άλλη ευθύνη από το να φέρνουν λεφτά στους μετόχους και ταυτόχρονα αποτελούν την ύψιστη φερεγγυότητα για τους καταναλωτές. Ο Φρίντμαν μάλιστα διερωτάται: «Αν οι επιχειρηματίες έχουν όντως μια κοινωνική ευθύνη άλλη από το να φέρνουν τα μέγιστα κέρδη στους μετόχους, πώς θα ξέρουν ποια είναι αυτή; Μπορούν να ξέρουν αυτόκλητοι ιδιώτες ποιο είναι το κοινωνικό συμφέρον; Μπορούν να αποφασίσουν πόσο μεγάλο βάρος νομιμοποιούνται να φορτωθούν οι ίδιοι ή οι μέτοχοί τους προκειμένου να υπηρετήσουν αυτό το κοινωνικό συμφέρον;» (σελ. 195).

Η έννοια του κοινωνικού συμφέροντος απορρίπτεται από θέση αρχής, αφού οι επιχειρηματίες είναι αδύνατο όχι μόνο να το υπηρετούν, αλλά ούτε και να το γνωρίζουν. Ο Τζόελ Μπάκαν στο βιβλίο του «the Corporation» θα δώσει ένα παράδειγμα από το χώρο του πετρελαίου επικαλούμενος τη μαρτυρία του Μπάρκετ: «Το 1998 άρχισε η πτώση της παραγωγής στην περιοχή του κόλπου Προύντο και η επικίνδυνη λογική ανάλυσης του “κόστους ανά βαρέλι” άρχισε να αμφισβητείται. “Το Λονδίνο γνώριζε τι έπρεπε να κάνει ώστε να συνεχίσει να έχει έσοδα. Περικοπές. Περικοπές στον προϋπολογισμό, περικοπές στους εργαζομένους, περικοπές στους μισθούς, περικοπές στη συντήρηση, περικοπές στην επίβλεψη – απλώς ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ!” λέει ο Μπάρκετ. Το 1992 η ΒΡ ξεκίνησε ένα πρόγραμμα περικοπών, που τελικά θα άφηνε τους εργαζομένους στο Προύντο κατά ένα τρίτο λιγότερους, και αυτός είναι ο λόγος, σύμφωνα με τον Μπάρκετ, που πλέον υπάρχουν πολύ λίγοι τεχνικοί που παρακολουθούν και συντηρούν την παλαιά υποδομή και μπορούν να εξασφαλίσουν ότι η εταιρεία ακολουθεί τους κανόνες ασφαλείας». (σελ. 81).

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Η συνέχεια της ιστορίας είναι μάλλον αναμενόμενη: «Στις 16 Αυγούστου του 2002 ο Ντον Σούγκακ, ένας τεχνικός της ΒΡ, πραγματοποιούσε το συνηθισμένο έλεγχο για διαρροές ή άλλα προβλήματα στις εγκαταστάσεις πετρελαίου της εταιρείας στον κόλπο Προύντο στην Αλάσκα. Ένα από τα καθήκοντά του ήταν να επανενεργοποιήσει μια πετρελαιοπηγή της οποίας τη λειτουργία είχε διακόψει λόγω επισκευών. Οι μηχανικοί της ΒΡ γνώριζαν ότι η πηγή εξακολουθούσε να έχει προβλήματα και θα λειτουργούσε υπό επικίνδυνα υψηλές πιέσεις αν επανενεργοποιούνταν, παρόλα αυτά ο Σούγκακ πήρε ρητές εντολές». (σελ. 79).

Για να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα: «Ο Σούγκακ ξύπνησε στη μονάδα εγκαυμάτων του νοσοκομείου του Σιάτλ δύο εβδομάδες αργότερα με εγκαύματα που κάλυπταν το 15% του σώματός του, ένα σπασμένο πόδι, κατεστραμμένα γόνατα και προβλήματα στη σπονδυλική στήλη. Ήταν τυχερός που επέζησε». (σελ. 79).

Οι ευθύνες της ΒΡ σύμφωνα με τις καταθέσεις των τεχνικών κρίνονται αδιαπραγμάτευτες: «Αρκετοί συνάδελφοι του Σούγκακ θεωρούν υπεύθυνη για το ατύχημα την εμμονή της ΒΡ να μη συμμορφώνεται με τους κανονισμούς λειτουργίας και ασφάλειας, και μάλιστα είχαν πολλές φορές εκφράσει τα παράπονά τους πριν συμβεί το ατύχημα. Σε μια επιστολή προς τον πρόεδρο της ΒΡ Τζον Μπράουν, οι χειριστές υποστήριζαν ότι η εταιρεία “δε συμμορφωνόταν με τις προβλεπόμενες από το νόμο απαιτήσεις”. Ανέφεραν μια βαλβίδα που είχε διαρροή το 1998 ως το λόγο για τη διασπορά 1.200 γαλονιών πετρελαίου και χιλιάδων κυβικών μέτρων αερίου. Το περιστατικό έφτασε ως τα υψηλότερα στελέχη της εταιρείας, αναδεικνύοντας τον κίνδυνο για πιθανούς θανάτους των εργαζομένων και περιβαλλοντικές καταστροφές. “Μια απλή σπίθα έφτανε για να τυλιχθεί το εργοστάσιο στις φλόγες”». (σελ. 80).

Όσο για το ενδιαφέρον της εταιρείας, ο Μπάκαν καταθέτει: «Καμία από τις προτάσεις δεν εφαρμόστηκε, σύμφωνα με τους χειριστές της εταιρείας, και οι βαλβίδες είχαν διαρροές συνεχώς. Ακόμη και όταν τρία χρόνια μετά, την άνοιξη του 2001, οι επιθεωρητές της πολιτείας ανέφεραν ότι το ένα τρίτο (εννέα στα τριάντα) από τα ελαστικά καλύμματα των πύργων γεώτρησης στις πλατφόρμες ήταν ελαττωματικά, η εταιρεία δε συμμορφώθηκε με τις προδιαγραφές ασφαλείας». (σελ. 80).

Υπό αυτές τις συνθήκες το ατύχημα ήταν απλώς θέμα χρόνου (όπως κι έγινε). Με δεδομένο ότι ως ατύχημα ορίζεται ένα αιφνίδιο γεγονός που δε θα μπορούσε να προβλεφθεί, γίνεται σαφές εδώ δε γίνεται λόγος για ατύχημα αλλά για συγκεκριμένη εταιρική πολιτική που έχει υπολογίσει εκ των προτέρων τα κέρδη και τις ζημιές και πράττει αναλόγως. Ο Μπάκαν επεξηγεί: «… για την ΒΡ οι κανόνες ασφαλείας είναι απλώς ένας παράγοντας που θα εξεταστεί με βάση τις αναλύσεις κόστους-κέρδους. Όπως και άλλες μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, η ΒΡ προσδιορίζει τον προϋπολογισμό λειτουργίας της στις περιοχές άντλησης πετρελαίου με βάση το “κόστος ανά βαρέλι”. Όταν μειώνεται η παραγωγή, μειώνεται και ο προϋπολογισμός για τη λειτουργία των περιοχών». (σελ. 80-81).

Ο Φρίντμαν ουδέποτε καταδίκασε τέτοιες εταιρικές πρακτικές, αν και πήραν τόση μεγάλη δημοσιότητα που θα ήταν αδύνατο να μην τις γνωρίζει. Ούτε θεώρησε σκόπιμο να ανακαλέσει ή έστω να αναπροσαρμόσει τις απόψεις του σχετικά με την κοινωνική ευθύνη των εταιρειών. Αντιθέτως δηλώνει ρητά: «Λίγες τάσεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν περισσότερο τα ίδια τα θεμέλια της ελεύθερης κοινωνίας μας από το να αποδεχθούν τα στελέχη των εταιρειών μια κοινωνική ευθύνη άλλη από το να βγάζουν όσο γίνεται περισσότερα χρήματα για τους μετόχους τους». (σελ. 195). Η ΒΡ έβγαλε τα περισσότερα δυνατά χρήματα, αφού το ατύχημα κρίθηκε επικερδέστερο. Ο Φρίντμαν πρέπει να είναι ευχαριστημένος.

Ο Μπάκαν θα δώσει το γενικότερο πλαίσιο της δράσης των εταιρειών: «Για μια εταιρεία η συμμόρφωση με το νόμο, όπως και με οτιδήποτε άλλο, είναι θέμα εκτίμησης του κόστους και των κερδών. “Το μόνιμο πρόβλημα στην Αμερική είναι ότι η υπακοή των εταιρειών στους νόμους αποτελεί ζήτημα ανάλυσης της οικονομικής αποδοτικότητάς τους” υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Μονκς. “Ας πάρουμε την περίπτωση που η εταιρεία οδηγείται στη δικαιοσύνη και το πρόστιμο που της επιβάλλεται είναι μικρότερο από το κόστος που θα είχε αν συμμορφωνόταν με τους νόμους. Οι επιχειρηματίες, τότε, αντιμετωπίζουν το θέμα σαν να πρόκειται για επιχειρηματική απόφαση”. Όταν τα στελέχη των εταιρειών αποφασίζουν για το αν θα υπακούσουν στο νόμο ή θα τον παραβιάσουν, “συμπεριφέρονται ορθολογικά και … καταλήγουν στις αποφάσεις τους με βάση την οικονομική αποδοτικότητα” υποστηρίζει ο Μονκς, που σημαίνει ότι εξετάσουν “ποιο είναι το πρόστιμο, ποια είναι η πιθανότητα να μας πιάσουν, πόσο θα μας στοιχίσει αυτό, πόσο θα μας στοιχίσει αν συμμορφωθούμε με το νόμο και ποιο από τα δύο είναι μεγαλύτερο κόστος;”» (σελ. 78).

Αυτό που μένει είναι οι απορίες του Φρίντμαν: «Αν οι επιχειρηματίες έχουν όντως μια κοινωνική ευθύνη άλλη από το να φέρνουν τα μέγιστα κέρδη στους μετόχους, πώς θα ξέρουν ποια είναι αυτή; Μπορούν να ξέρουν αυτόκλητοι ιδιώτες ποιο είναι το κοινωνικό συμφέρον;» (σελ. 195). Αλήθεια, πώς να ξέρουν τα μεγαλοστελέχη της ΒΡ ότι υπάρχει ευθύνη για την προστασία των εργαζομένων από ατυχήματα; Πώς να γνωρίζουν ότι οφείλουν να μεριμνούν για την προστασία του περιβάλλοντος; Κι όχι μόνο: «Μπορούν να αποφασίσουν πόσο μεγάλο βάρος νομιμοποιούνται να φορτωθούν οι ίδιοι ή οι μέτοχοί τους προκειμένου να υπηρετήσουν αυτό το κοινωνικό συμφέρον;» (σελ. 195).

Αφού λοιπόν οι εταιρείες αδυνατούν να καταλάβουν αυτού του είδους τις κοινωνικές ευθύνες, δεν έχουν παρά να αποταθούν στο νόμο. (Ή μήπως πρέπει κι αυτό να τους το εξηγήσει κανείς;) Όμως κι εκεί τα πράγματα περιπλέκονται. Ο Μπάκαν θα εξηγήσει: «Η δομή της ανώνυμης εταιρείας ευθύνεται κατά κύριο λόγο για το γεγονός ότι οι παρανομίες αποτελούν επιδημία στον εταιρικό κόσμο. Από το σχεδιασμό τους, οι ανώνυμες εταιρείες γενικά προστατεύουν τους ιδιοκτήτες τους και τα στελέχη που τις διοικούν από τη νομική ευθύνη που έχουν, αφήνοντας την εταιρεία, ένα “άτομο” με ψυχοπαθή αδιαφορία για τους νομικούς περιορισμούς, ως τον κύριο υπόδικο για εγκληματικές πράξεις. Οι μέτοχοι δε θεωρούνται υπεύθυνοι για τα αδικήματα που διαπράττουν οι εταιρείες λόγω της περιορισμένης ευθύνης που έχουν, σκοπός της οποίας είναι να δημιουργήσει ασπίδα προστασίας γι’ αυτούς, απαλλάσσοντάς τους από τη νομική ευθύνη των πράξεων της εταιρείας». (σελ. 77).

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Όσο για το διευθυντή και τα στελέχη, το πράγμα δεν αλλάζει: «Οι διευθυντές παραδοσιακά προστατεύονται από το γεγονός ότι δεν έχουν άμεση εμπλοκή στις αποφάσεις που συνήθως οδηγούν στη διάπραξη ενός αδικήματος εκ μέρους της εταιρείας. Τα στελέχη προστατεύονται από την απροθυμία του νόμου να τα καταστήσει υπεύθυνα για τις παράνομες πράξεις των εταιρειών, εκτός αν αποδειχθεί ότι ήταν “τα ιθύνοντα μυαλά” πίσω από αυτές τις πράξεις. Τέτοιου είδους αποδείξεις είναι υπερβολικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προσκομιστούν στις περισσότερες περιπτώσεις, καθώς οι αποφάσεις των εταιρειών προκύπτουν μέσω πολυάριθμων και συγκεχυμένων ανεξάρτητων εισροών, αλλά και γιατί τα δικαστήρια τείνουν να αποδίδουν την εκάστοτε συμπεριφορά στο εταιρικό “άτομο” και όχι στο πραγματικό άτομο που διοικεί την επιχείρηση». (σελ. 78).

Με αποτέλεσμα: «… η ίδια η εταιρεία αποτελεί τον πιο ορατό στόχο ποινικής δίωξης και, επειδή “δεν έχει ψυχή ώστε να κατακριθεί ούτε σώμα ώστε να τιμωρηθεί”, όπως παρατήρησε ο Έντουαρτ Θάρλοου, λόρδος καγκελάριος της Αγγλίας το 18ο αιώνα, η τιμωρία της δε θα επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα». (σελ. 78). Τα στελέχη των εταιρειών και ο ίδιος ο Φρίντμαν μπορεί να αδυνατούν να κατανοήσουν τα σχετικά με την κοινωνική ευθύνη, αλλά φαίνεται να κατανοούν πλήρως τη σημασία της εξασφάλισης της ατιμωρησίας, που είναι ήδη διαπιστωμένη από το 18ο αιώνα. Υπάρχει μια σχετική επιλεκτικότητα ως προς το τι κατανοεί και τι όχι ο καθένας.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κατανοούν πλήρως και τη σημασία της ακόμη μεγαλύτερης συρρίκνωσης του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τη δράση των εταιρειών. Την κοινωνική ευθύνη μπορεί να μην την ξέρουν, αλλά ξέρουν ότι δεν πρέπει να τη φορτωθούν, όπως κι ότι είναι καλό ο νόμος να περιορίζεται. Ο Μπάκαν ολοκληρώνει: «Σε όλη την οικονομία το ρυθμιστικό σύστημα συχνά αποτυγχάνει λόγω των χαλαρών κανονισμών και της ανεπαρκούς επιβολής τους. Μέχρι να αλλάξει αυτή η κατάσταση θα συνεχίσουμε να ζούμε καταστροφές και να αντιμετωπίζουμε βλάβες στους ανθρώπους και στο περιβάλλον. Αυτό είναι το τίμημα που όλοι πληρώνουμε από την τάση των εταιρειών για απόκτηση κέρδους σε βάρος κάποιων άλλων». (σελ. 82).

Και βέβαια δεν είναι μόνο η ΒΡ υπόλογη για τέτοιες εγκληματικές μεθοδεύσεις σε βάρος των ανθρώπων και του περιβάλλοντος. Ο Ζαν Ζιγκλέρ στο βιβλίο του «Η Ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι Κοσμοκράτορες» θα δώσει ένα άλλο ενδιαφέρον περιστατικό με τη Shell: «Με περισσότερους από 100.000.000 κατοίκους, τέταρτη στην παραγωγή πετρελαίου παγκοσμίως, η Νιγηρία είναι μια ισχυρή χώρα. Δυο δεκαετίες τώρα κυβερνάται από στρατιωτικούς δικτάτορες, κατά κανόνα προερχόμενους από το μουσουλμανικό Βορρά, τον ένα πιο διεφθαρμένο και πιο βάναυσο από τον άλλον. Το καθεστώς μπορεί να υπολογίζει στην οικονομική αλληλεγγύη των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών και κυρίως της Shell». (σελ. 110-111).

Οι σχέσεις πολυεθνικών με χούντες είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «No Logo» καταθέτει αρκετές τέτοιες εξόχως ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Ο Ζιγκλέρ όμως θα συνεχίσει την ιστορία στη Νιγηρία: «Ένας θαρραλέος λαός ψαράδων και χωρικών, με χιλιόχρονο πολιτισμό, ζει σ’ αυτό το δέλτα, οι Ογκόνι. Τα χωράφια τους, η πανίδα και η χλωρίδα καταστράφηκαν από τη ρύπανση που προκαλούν οι γεωτρήσεις της Shell. Με τις οδηγίες του διεθνούς φήμης συγγραφέα Κεν Σάρο-Ουίουα, που ανήκει στη φυλή τους, οι κάτοικοι του δέλτα άρχισαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 να οργανώνονται για να διαμαρτυρηθούν κατά του πετρελαϊκού τραστ. Αυτή η κίνηση είχε ευρεία απήχηση και στηρίχτηκε κυρίως από οικολογικές οργανώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας». (σελ. 111).

Η συνέχεια ευκόλως προβλέψιμη: «… η καταστολή που εξαπέλυσαν οι νιγηριανοί στρατηγοί υπήρξε άγρια: την Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου του 1995, ο στρατηγός Σάνι Αμπάσα, αρχηγός του κράτους, κρέμασε στην αυλή των φυλακών της Χαρκούρ τον Κεν Σάρο-Ουίουα και οχτώ άλλους οικολόγους αγωνιστές. Συμπέρασμα. Στην κυριολεξία, τα αρπακτικά απεργάζονται την καταστροφή του πλανήτη». (σελ. 111).

Η Ναόμι Κλάιν στο «No Logo» θα συμπληρώσει για τον υποψήφιο για Νόμπελ δολοφονηθέντα συγγραφέα Σάρο-Ουίουα: «Στις 10 Μαΐου του 1994 […] ο Κενούλε Σάρο Ουίουα δήλωσε: “Αυτό ήταν. Ο νιγηριανός στρατός θα μας συλλάβει και θα μας εκτελέσει όλους. Μονάχα για τη Shell”. Δώδεκα ημέρες αργότερα συνελήφθη και δικάστηκε για φόνο. Προτού δεχθεί την απόφαση του δικαστηρίου, ο Σάρο Ουίουα είπε: “Εγώ και οι συνεργάτες μου δεν είμαστε οι μόνοι που δικαζόμαστε. Και η Shell δικάζεται… Η εταιρεία πράγματι κατάφερε ν’ αποφύγει τη συγκεκριμένη δίκη, αλλά η ημέρα που θα δικαστεί δε θα αργήσει να έρθει”. Και στις 10 Νοεμβρίου του 1995 – παρά την πίεση που είχε ασκήσει η διεθνής κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων της καναδικής και αυστραλιανής κυβέρνησης, και σε μικρότερο βαθμό των κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Γαλλίας – η νιγηριανή στρατιωτική ηγεσία εκτέλεσε τον Σάρο Ουίουα, μαζί με άλλους οχτώ ηγέτες των Ογκόνι που είχαν διαμαρτυρηθεί εναντίον της Shell». (σελ. 466-467).

Η Κλάιν θα καταγγείλει και ανάλογες συμπεριφορές της πετρελαϊκής εταιρείας Chevron επίσης στη Νιγηρία. Ο Marc Roche στο βιβλίο «Καπιταλισμός εκτός Νόμου» ξεσκεπάζει την Transocean που μαζί με την ΒΡ πρωταγωνιστεί στην υπόθεση της πετρελαιοκηλίδας στον κόλπο του Μεξικού το 2010. Τα εγκλήματα σε βάρος του περιβάλλοντος δεν έχουν τελειωμό… Όσο για τις άθλιες εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν στα εργοστάσια κάτεργα, θα λέγαμε ότι εμπλέκονται οι περισσότερες πολυεθνικές.

Η Ναόμι Κλάιν στο «No Logo» επισημαίνει: «Τα σκάνδαλα των εργατικών κατέργων της Nike έχουν γίνει αντικείμενο άνω των 1.500 ειδησεογραφικών άρθρων και άρθρων γνώμης. Τα εργοστάσιά της στην Ασία έχουν εξεταστεί από τις κάμερες σχεδόν όλων των μεγάλων οργανισμών ΜΜΕ, από το CBS μέχρι τον αθλητικό σταθμό της Disney, τον ESPN». (σελ. 446).

Για να συνοψίσει: «Κατά τη διάρκεια των χρόνων του απαρχάιντ, εταιρείες όπως η Royal Bank του Καναδά, η Barclays Bank της Αγγλίας και η General Motors θεωρούνταν ως επί το πλείστον ηθικά ουδέτερες δυνάμεις, οι οποίες απλώς τύχαινε να έχουν εμπλακεί σε επιχειρήσεις με μια διεστραμμένα ρατσιστική κυβέρνηση. Ενώ σήμερα, όλο και περισσότεροι ακτιβιστές αντιμετωπίζουν τις πολυεθνικές και τις πολιτικές, που τους δίνουν το ελεύθερο να δράσουν, ως τη ρίζα των πολιτικών αδικιών που πραγματοποιούνται σε ολόκληρο τον κόσμο. Απλώς κάποιες φορές οι εταιρείες διαπράττουν τα εγκλήματά τους σε συμπαιγνία με τις κυβερνήσεις και κάποιες άλλες τα διαπράττουν παρά το ότι οι κυβερνήσεις καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες [να τα αποτρέψουν]». (σελ. 415).

Ο Φρίντμαν δεν κατήγγειλε ποτέ κάτι μεμπτό στη δράση των εταιρειών. Η μόνη δολιότητα που διαβλέπει είναι η προσπάθεια των εργαζομένων να εξασφαλίσουν συλλογικούς μισθούς: «Σε κάθε τομέα, από τους μαραγκούς και τους υδραυλικούς μέχρι τους δασκάλους, η πλειοψηφία των εργαζομένων υποστηρίζουν τις τυποποιημένες μισθολογικές κλίμακες και αντιδρούν στις διαφορές βάσει της αξίας, για τον προφανή λόγο ότι οι εξαιρετικά ταλαντούχοι είναι πάντοτε λίγοι. Πρόκειται για μια ειδική περίπτωση της γενικής τάσης των ανθρώπων να συνεργούν για τη σταθεροποίηση των τιμών, είτε μέσω συνδικάτων είτε μέσω βιομηχανικών μονοπωλίων. Όμως οι δόλιες συμφωνίες κατά κανόνα καταστρέφονται από τον ανταγωνισμό, εκτός αν τις καθιστά υποχρεωτικές η κυβέρνηση ή αν τουλάχιστον τις υποστηρίζει επαρκώς». (σελ. 146).

Η δολιότητα των εργαζομένων, που φυσικά αναπαράγεται από το κράτος (παραβιάζοντας την ελευθερία) και που (ασφαλώς) θα συντριβεί από τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς, είναι το μόνο μεμπτό που βλέπει ο Φρίντμαν και που πρέπει άμεσα να σταματήσει. Οι εταιρείες δεν έχουν καμία υποχρέωση, αγνοούν πάσης φύσεως κοινωνική ευθύνη, στέλνουν τους εργαζομένους τους κυριολεκτικά στη φωλιά του λύκου (όπως τον Σούγκακ) για να μην πληρώσουν τα μέτρα ασφαλείας που οφείλουν, αλλά θα εκτιμήσουν τους «εξαιρετικά ταλαντούχους» που βέβαια είναι πολύ σπάνιοι αποδίδοντας μισθούς σύμφωνα με την αξία. Και βέβαια είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει εξαιρετικά ταλαντούχος για μια εταιρεία. Γιατί ταλαντούχος δεν είναι ο Σούγκακ που μπαίνει στη φωτιά, αλλά το στέλεχος που τον ρίχνει εκεί μέσα εξασφαλίζοντας κέρδη. Εξάλλου, αυτή πρέπει να είναι και η μοναδική του μέριμνα, καθώς πέραν τούτου δεν υπάρχει καμία άλλη ευθύνη.

Η έννοια της αξίας (που τόσο την επικαλείται ο Φρίντμαν) αποτελεί πάγια επίφαση του νεοφιλελευθερισμού, που διατείνεται ότι η ελεύθερη αγορά θα προσφέρει στον καθένα αυτό που πράγματι αξίζει. Ο Robert B. Reich στο βιβλίο του «Καπιταλισμός για τους πολλούς, όχι για τους λίγους» θα δώσει το στίγμα της νεοφιλελεύθερης αξιοκρατίας βασιζόμενος σε μια προσωπική εμπειρία: «Πριν μερικά χρόνια, με είχαν προσκαλέσει να μιλήσω σε μια ομάδα εργαζομένων ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι εξέταζαν το ενδεχόμενο να δημιουργήσουν συνδικάτο. Ένας νεαρός, που σκόπευε να καταψηφίσει την ίδρυση του συνδικάτου, μου είπε ότι δεν άξιζε περισσότερο από τα δεκατέσσερα δολάρια την ώρα με τα οποία αμειβόταν. “Είναι φοβεροί όσοι βγάζουν εκατομμύρια. Θα μπορούσα να είχα κάνει το ίδιο, αν είχα σπουδάσει και αν ήμουν αρκετά έξυπνος για να το κάνω. Δεν είμαι, και γι’ αυτό είμαι εργάτης”». (σελ. 151).

Ο Reich θα συνεχίσει: «Ο νεαρός προφανώς δε γνώριζε ότι, στη δεκαετία του 1950, περισσότεροι από το 30% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα, με συνέπεια να διαθέτουν αρκετή διαπραγματευτική ισχύ ώστε να αμείβονται με το ποσό των τριάντα δολαρίων την ώρα (κατά μέσο όρο και σε σημερινά δολάρια) – παρόλο που πολλοί δεν είχαν απολυτήριο λυκείου. Δεν το είχαν επιτύχει χάρη στην ευφυΐα τους, αλλά χάρη στη διαπραγματευτική ισχύ τους». (σελ. 151).

Θα φέρει μάλιστα κι ένα παράδειγμα επιτυχημένου εκατομμυριούχου για να καταστήσει με απόλυτη σαφήνεια το νόημα που αποδίδεται στην αξιοκρατία: «Το 2013, ο Στίβεν Α. Κοέν, ο διαχειριστής του κεφαλαίου αντιστάθμισης κινδύνων SAC Capital Advisors, κέρδισε 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά τη διάρκεια της εικοσαετίας που κρατούσε το πηδάλιο του SAC Capital Advisors, ο Κοέν απέκτησε μια περιουσία που αποτιμάται σε 11 δισεκατομμύρια δολάρια. “Άξιζε” να την αποκτήσει;» (σελ. 152).

Ασφαλώς η κοινή παραδοχή αποφαίνεται ότι πράγματι το άξιζε, αφού είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει πολλούς επενδυτές χάρη στη φερεγγυότητα των κινήσεών του και την εμπιστοσύνη που ενέπνεε. Ο Reich θα θέσει και μια άλλη παράμετρο: «Ίσως, όμως, να υπήρχε και ένας ακόμη λόγος για τον οποίο κάποιοι άνθρωποι είχαν αποφασίσει να επενδύσουν τα χρήματά τους στο κεφάλαιο αντιστάθμισης του Στίβεν Α. Κοέν – ένας λόγος που θέτει ένα ουσιαστικό ερώτημα για την “αξία” του Κοέν». (σελ. 152-153).

Και θα εξηγήσει: «Σύμφωνα με μια μήνυση που κατέθεσε το 2013 το Υπουργείο Δικαιοσύνης, οι συναλλαγές που βασίζονταν σε εμπιστευτική πληροφόρηση και πραγματοποιήθηκαν την περίοδο που ο Στίβεν Α. Κοέν διαχειριζόταν το SAC Capital Advisors ήταν “σημαντικές, εκτεταμένες και σε πρωτοφανή κλίμακα στον κλάδο των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνων”. Εννέα νυν και πρώην υπάλληλοι του SAC Capital Advisors ομολόγησαν ότι χρησιμοποιούσαν εμπιστευτικές πληροφορίες. Το SAC Capital Advisors παραδέχτηκε την ενοχή του στο πλαίσιο ενός διακανονισμού και πλήρωσε πρόστιμο ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι επενδυτές τοποθετούσαν επί πολλά χρόνια τα χρήματά τους στο SAC Capital Advisors προφανώς επειδή απέφεραν τεράστια κέρδη οι συναλλαγές που βασίζονταν σε εμπιστευτικές πληροφορίες. Αν είχε αποκαλυφθεί νωρίτερα ότι το SAC Capital Advisors πραγματοποιούσε συναλλαγές που βασίζονταν σε εμπιστευτική πληροφόρηση και αν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του, τα κέρδη δε θα ήταν τόσο μεγάλα, οι επενδυτές δε θα τοποθετούσαν τα χρήματά τους σε αυτό και η περιουσία του Κοέν δε θα έφτανε ποτέ στα 11 δισεκατομμύρια δολάρια (μείον το πρόστιμο του 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων)». (σελ. 153).

Το συμπέρασμα είναι απολύτως σαφές: «Με άλλα λόγια, αν τα συνδικάτα ήταν σήμερα τόσο ισχυρά όσο ήταν πριν από έξι δεκαετίες, ο νεαρός με τον οποίο είχα συζητήσει θα κέρδιζε τριάντα δολάρια την ώρα αντί για δεκατέσσερα. Και αν ο νόμος που απαγορεύει τις συναλλαγές που βασίζονται σε εμπιστευτική πληροφόρηση ήταν πιο αυστηρός και εφαρμοζόταν με πιο αποτελεσματικό τρόπο, ο Στίβεν Α. Κοέν δε θα είχε αποκτήσει μια περιουσία 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων και οι πελάτες του δε θα είχαν αποφασίσει “εκούσια” ότι “άξιζε” να επενδύσουν τα χρήματά τους στο κεφάλαιο αντιστάθμισης κινδύνων που διαχειριζόταν». (σελ. 153).

Το μέτρο της αξίας παρουσιάζεται με τρόπο άκρως διαπραγματεύσιμο. Αυτό όμως που τίθεται αδιαπραγμάτευτα είναι τρόπος που έχει περάσει στον κόσμο. Ο Reich θα δώσει την πραγματική διάσταση του θέματος: «Η ιδέα ότι αμειβόμαστε ανάλογα με ό,τι “αξίζουμε” έχει χαραχτεί τόσο βαθιά στη συνείδηση των ανθρώπων, ώστε πολλοί που κερδίζουν πολύ λίγα θεωρούν δεδομένο ότι ευθύνονται οι ίδιοι. Νιώθουν ντροπή, καθώς εκλαμβάνουν αυτή την κατάσταση ως μια προσωπική τους αποτυχία – ως έλλειψη ευφυΐας ή ως ελάττωμα στο χαρακτήρα τους. Η ίδια ιδέα επιτρέπει σε όσους κερδίζουν πολλά να πιστεύουν ότι είναι ευφυείς, τολμηροί και ανώτεροι· διαφορετικά, δε θα ήταν τόσο επιτυχημένοι. Αυτή η καθησυχαστική πεποίθηση δε δικαιολογεί φαινομενικά μόνο τον μεγάλο πλούτο τους, αλλά και την ανώτερη κοινωνική θέση τους. Προτιμούν να προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται πως απέκτησαν τον πλούτο τους στο πλαίσιο ενός οικονομικού παιχνιδιού, τους κανόνες του οποίου επηρεάζουν δυσανάλογα οι ίδιοι και οι όμοιοί τους. Και, προφανώς, προτιμούν να διακατέχεται από την ίδια αντίληψη και το ευρύτερο κοινό». (σελ. 152).

Η ανάδειξη του άξιου, όπως τίθεται από το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν είναι τίποτε άλλο από τη νομιμοποίηση του απύθμενου πλούτου των ελαχίστων στα μάτια των πολλών. Το ζήτημα είναι ο αγώνας που πρέπει να καταβληθεί, ώστε να γίνει αυτό επικρατούσα αντίληψη. Κατόπιν αυτού ο Φρίντμαν δεν έχει παρά να διευθετήσει και το ζήτημα της φορολόγησης, που, βέβαια, πρέπει να αποφεύγουν οι εταιρείες: «Πέραν τούτου, το πιο σημαντικό και αποτελεσματικό βήμα για την ελάττωση της μονοπωλιακής εξουσίας θα ήταν μια διεξοδική μεταρρύθμιση της φορολογικής νομοθεσίας. Ο φόρος επί των εταιρειών πρέπει να καταργηθεί». (σελ. 193).

Ο Φρίντμαν κόπτεται για την καταπολέμηση των μονοπωλίων, για τα οποία ευθύνονται (ασφαλώς) οι κρατικές παρεμβάσεις. Το ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει οδηγήσει στα νέα πανίσχυρα μονοπώλια των πολυεθνικών που διαρκώς συνενώνονται σε βάρος του ανταγωνισμού δε φαίνεται να τον έχει απασχολήσει, αφού δεν το κατήγγειλε ποτέ ως στρέβλωση της θεωρίας του. Αυτό που τον βασάνιζε μέχρι λίγους μήνες πριν πεθάνει ήταν να πετύχει την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης με τα κουπόνια στη Νέα Ορλεάνη.

Όσο για το ζήτημα της φορολογίας ο Μάικλ Μουρ στο βιβλίο του «Ηλίθιοι Λευκοί» είναι κατατοπιστικός: «Η νέα πολιτική […] είναι να εστιάσουν τις προσπάθειές τους σ’ εκείνους που βγάζουν τα λιγότερα. Σύμφωνα με στοιχεία της αρμόδιας υπηρεσίας του Κογκρέσου (General Accounting Office), οι φορολογικοί έλεγχοι σε όσους βγάζουν λιγότερα από είκοσι πέντε χιλιάδες δολάρια το χρόνο έχουν διπλασιαστεί, ενώ σ’ αυτούς που βγάζουν παραπάνω από εκατό χιλιάδες δολάρια έχουν μειωθεί κατά 25%». (σελ. 92).

Και θα συμπληρώσει: «Τι σημαίνει αυτό για τα δημόσια έσοδα; Είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 26% του συνόλου των φόρων που πληρώνουν οι επιχειρήσεις, ενώ οι φόροι που πληρώνεις εσύ, ο μέσος Αμερικανός, αυξήθηκαν κατά 13% τουλάχιστον. Στη δεκαετία του ’50, τα φορολογικά έσοδα από τις επιχειρήσεις αποτελούσαν το 27% των συνολικών εσόδων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης· σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει κάτω από το 10%. Και ποιος πλήρωσε τη διαφορά; Εσύ και η δεύτερη δουλειά σου». (σελ. 92).

Milton Friedman: «Καπιταλισμός και Ελευθερία», εκδόσεις Παπαδόπουλος, για λογαριασμό της εφημερίδας ΗΜΕΡΗΣΙΑ, Αθήνα 2014.

Naomi Klein: «No Logo», εκδοτικός οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2005.

Μάικλ Μουρ: «Ηλίθιοι Λευκοί», εκδόσεις ΑΙΩΡΑ, Αθήνα 2004.

Τζόελ Μπάκαν: «the Corporation, το παθολογικό κυνήγι των εταιρειών για κέρδος και εξουσία», εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007.

Ζαν Ζιγκλέρ: «Η Ιδιωτικοποίηση του Κόσμου και οι Νέοι Κοσμοκράτορες», εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ», Αθήνα 2004.

Robert B. Reich: «Καπιταλισμός για τους πολλούς, όχι για τους λίγους», Εκδοτικός Οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2016.

Τα σκίτσα είναι από εδώ: https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/?tn-str=k*F

(Εμφανιστηκε 1,118 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.