Κατάλυσις του Φραγκικού κράτους της Κωνσταντινουπόλεως. Ανάκτησις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Ελλήνων.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, όστις, καθά είπομεν ανωτέρω, μετά τον θάνατον του Θεοδώρου Β’ εγένετο επίτροπος, είτα δε συμβασιλεύς του ανηλίκου βασιλέως Ιωάννου Δ’, κατήγετο εξ οικογενείας ευπατριδών, γνωστών ήδη κατά τον 11 αιώνα εκ της ιστορίας Αλεξίου του Κομνηνού. Ήτο δε υιός του Κομνηνού Ανδρονίκου Παλαιολόγου εκείνου, όν ο Βατατζής καταλύσας τω 1246 την αυτοκρατορίαν της Θεσσαλονίκης είχε καταλίπει εν Ευρώπη ως επίτροπον των ενταύθα κτήσεων αυτού. Ο Μιχαήλ, γενόμενος βασιλεύς (και κατ’ ουσίαν μόνος άρχων), εστράτευσεν επί τους Φράγκους της Κωνσταντινουπόλεως και αφαιρέσας παρ’ αυτών και αυτάς τας περί την Κωνσταντινούπολιν μικράς πόλεις (εν αίς και την Σηλυβρίαν), περιώρισε το Φραγκικόν κράτος εις μόνην την περιοχήν Κωνσταντινουπόλεως, είτα δε συνεμάχησε μετά των Γενουαίων ίνα διά του στόλου τούτων επιτεθή κατ’ αυτής της Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά της συμμαχίας ταύτης, ής χάριν πολλαί εμπορικαί προνομίαι εδίδοντο εις τους Γενουαίους, ουδεμία εγένετο χρήσις προς ανάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως· αύτη επήλθεν όλως σχεδόν απροσδοκήτως.

Ο Μιχαήλ παρασκευαζόμενος να επέλθη κατά της Κωνσταντινουπόλεως ήθελε να προλάβη εν πρώτοις πάντα αντιπερισπασμόν από των Βουλγάρων και του Μιχαήλ Β’ Κομνηνού της Ηπείρου. Διά τούτο δε έπεμψεν εις την Ευρώπην τω 1261 τον καίσαρα Αλέξιον Στρατηγόπουλον μετά στρατιωτικής δυνάμεως ουχί μεγάλης, έχοντα εντολήν συγχρόνως να εξετάση και την εν Κωνσταντινουπόλει κατάστασιν των πραγμάτων. Αλλ’, όταν ούτος αποβάς εις την ευρωπαϊκήν όχθην της Προποντίδος εγένετο εγγύς της Σηλυβρίας (της ανηκούσης εις το κράτος του Μιχαήλ), περιεστοιχίσθη ευθύς υπό πλήθους εθελοντών Ελλήνων, εκ των πέριξ της Κωνσταντινουπόλεως και εξ αυτής της πρωτευούσης συρρεόντων, οίτινες παρέστησαν αυτώ ως ευχερεστάτην την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, διότι οι Φράγκοι είχον επιχειρήσει μικράν στρατείαν εις την εν τη περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως κειμένην Δαφνούντα. Ο Στρατηγόπουλος τότε συνεννοηθείς μετά των εν Κωνσταντινουπόλει εισήγαγεν εις την πόλιν νύκτωρ διά τινος υπογείου εισόδου πεντήκοντα άνδρας, οίτινες ηνέωξαν τας πύλας εις τον εγγύς στρατόν. Ο στρατός ούτος εισήλασε νυν εις την πόλιν και έθηκε πυρ προς εκφοβισμόν των Λατίνων, ιδίως των κατ’ εκείνην την ώραν επιστρεφόντων εκ της στρατείας, εν οίς ην και ο Βαλδουίνος. Η πόλις ευχερώς κατελήφθη, αφού οι Έλληνες κάτοικοι συνέρρεον εν ευφημίαις προς τον Έλληνα αρχιστράτηγον και εφόνευσαν ικανούς των Λατίνων. Ο Βαλδουίνος ευρισκόμενος επί του στόλου έφυγεν επ’ αυτού μετά των άλλων Φράγκων μεγιστάνων και επλανήθη επί μακρόν εν τη Δύσει, εξαιτούμενος παρά των ενταύθα ηγεμόνων βοήθειαν προς ανάκτησιν του κράτους αυτού και εκθέτων εις πώλησιν αντί χρημάτων τα επί το Βυζάντιον δικαιώματα αυτού.

Η τη 26 Ιουλίου 1261 γενομένη αύτη ανάκτησις ηγγέλθη διά ταχυδρόμου εις τον εν Νυμφαίω της Μικράς Ασίας ου μακράν της Σμύρνης διατρίβοντα Μιχαήλ Παλαιολόγον. Ούτος δε λαβών την απροσδόκητον ευφρόσυνον είδησιν ώδευσεν εις την Κωνσταντινούπολιν, εις ήν εισήλθε πανηγυρικώς τη 15 Αυγούστου 1261. Ούτως ηνωρθώθη το προ 57 ετών καταλυθέν Ελληνικόν κράτος του Βυζαντίου.
