Ο βασιλεύς Ισαάκιος (Β’) Άγγελος (1185-1195). Αλέξιος Γ’ (1195-1203). Στρατεία των Σταυροφόρων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο τω 1185 ανελθών εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως Ισαάκιος Β’ ήτο ανήρ αδρανής και ανίκανος, το δε πρώτον ευτυχές γεγονός της βασιλείας αυτού, την ήτταν και την καταστροφήν των εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως στρατευσάντων Νορμανδών, την προελθούσαν εκ της ευνοίας μάλλον της τύχης (εκ της τρικυμίας) ή εκ της δυνάμεως και ενεργείας του βασιλέως, διεδέξαντο πολλά ατυχήματα.

Το δεύτερον έτος της βασιλείας αυτού (1186), οι Βούλγαροι, οι από 200 περίπου ετών διατελούντες υπήκοοι του κράτους, πιεζόμενοι υπό φόρων βαρέων επανέστησαν και ενωθέντες μετά των πέραν του Δανουβίου οικουσών Βλαχικών νομαδικών φυλών ίδρυσαν νέον φοβερόν Βουλγαροβλαχικόν κράτος, αποβάν κινδυνωδέστατον εις το Ελληνικόν κράτος. Και άλλαι δε εγένοντο στάσεις και αποστασίαι εν άλλαις επαρχίαις του κράτους και ιδίως εν Κύπρω, επενεγκούσαι την απώλειαν της μεγάλης ταύτης νήσου. Την αδράνειαν δε της κυβερνήσεως του Ισαακίου Β’ και την επικρατούσαν κατ’ αυτού δυσαρέσκειαν επωφελούμενος ο του βασιλέως αδελφός Αλέξιος Άγγελος εξέβαλεν αυτόν του θρόνου διά συνωμοσίας και τυφλώσας ενέκλεισεν εν φυλακή (1195). Αλλά και ο Αλέξιος Γ’, ο διά τοιαύτης ασεβούς πράξεως ανελθών εις τον θρόνον, ουδαμώς εφάνη κρείττων του αδελφού εν τη κυβερνήσει του κράτους και ουδέν έπραξεν υπέρ του κράτους, εξωτερικώς τουλάχιστον, δικαιολογούν τον τρόπον, καθ’ όν κατέλαβε την αρχήν. Στάσεις εν ταις επαρχίαις και Βουλγάρων επιδρομαί εξηκολούθουν και επ’ αυτού αυξάνουσαι την του κράτους ασθένειαν. Εν μέσω της τοιαύτης καταστάσεως των πραγμάτων ο του εκβληθέντος του θρόνου βασιλέως υιός και του Αλεξίου αδελφιδούς Αλέξιος (Δ’) κατώρθωσε να φύγη από Κωνσταντινουπόλεως (1201), όπως ζητήση βοήθειαν εν Ευρώπη υπέρ του εκπτώτου πατρός και υπέρ εαυτού εναντίον του Αλεξίου Γ’. Μεταβάς δε εις Γερμανίαν προς τον επ’ αδελφή γαμβρόν αυτού Φίλιππον τον δούκα Σουηβίας επέμφθη υπ’ αυτού μετά συστάσεων προς τους Βενετούς, καθ’ όν ακριβώς χρόνον συνωμολόγουν ούτοι συνθήκην μετά των Σταυροφόρων (της Δ’ Σταυροφορίας) ίνα μεταβιβάσωσιν αυτούς επί πλοίων Βενετικών εις Παλαιστίνην (1203).
Στρατεία των Σταυροφόρων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως.
Οι Σταυροφόροι της Δ’ Σταυροφορίας ήσαν το πλείστον Ιταλοί και Γάλλοι, έχοντες αρχηγούς Ιταλούς και Γάλλους ευγενείς ή φεουδάρχας, και ουχί βασιλείς και αυτοκράτορας ως η Β’ και η Γ’. Επισημότατοι δε των αρχηγών ήσαν ο κόμης Φλανδρίας Βαλδουίνος και ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός της Σαβοΐας. Συνέρρεον δε οι Σταυροφόροι εις την Βενετίαν, ίνα αποφεύγοντες τας κακουχίας και τας διά ξηράς πορείας μεταβώσιν εντεύθεν κατά θάλασσαν εις τους Αγίους τόπους. Ο τότε δόγης (δουξ δηλαδή, ήτοι αιρετός ισόβιος άρχων), ο γηραιός, αλλά πανούργος Δάνδολος, έπεισε τους αρχηγούς των Σταυροφόρων ίνα μέρος της χρηματικής αμοιβής, ήν συνεφωνήθη να δώσωσιν ούτοι ως πορθμεία εις τους Βενετούς, αποτίσωσι δι’ άλλης υπηρεσίας βοηθούντες αυτώ εις την καθυπόταξιν της τότε από των Βενετών αποστάσης παραλίοτ Δαλματικής πόλεως Ζάρας. Ότε δε ήλθεν ενταύθα ο του Ισαακίου υιός Αλέξιος μετά συστάσεως του Φιλίππου της Σουηδίας, ο Δάνδολος έπεισε πάλιν τους αρχηγούς ίνα την εις Παλαιστίνην πορείαν εκτελέσωσι διά Κωνσταντινουπόλεως, αφού πρώτον πλεύσαντες ενταύθα αποκαταστήσωσιν εις τον θρόνον τον Ισαάκιον Β’. Ούτως η Σταυροφορική στρατεία διηυθύνθη προς την Κωνσταντινούπολιν, παρά πάσας τας διαμαρτυρίας του πάπα Ιννοκεντίου Γ’, κατά Ιούνιον δε του 1203 ο στόλος των Σταυροφόρων εφάνη προ της μεγάλης πόλεως. Οι Σταυροφόροι απέβησαν ευθύς εις την Ασιατικήν όχθην και εκείθεν επί πλοιαρίων μετεβιβάσθησαν εις τον Γαλατάν καταλαβόντες δε εξ εφόδου τον τε Γαλατάν και το Πέραν και περιοδεύσαντες τας ακτάς του Κερατίου Κόλπου (ήτοι του λιμένος Κωνσταντινουπόλεως) αφίκοντο έμπροσθεν των χερσαίων τειχών. Εξ άλλου δε οι Βενετοί πλησίστιοι πλέοντες εις τον Κεράτιον κόλπον διά των πλοίων αυτών έθραυσαν διά του εμβόλου ενός μεθ’ ορμής πλέοντος πλοίου την μεγάλην σιδηράν άλυσιν την εκτεινομένην από του πύργου του Γαλατά μέχρι της απέναντι παραλίας του Βυζαντίου και φράττουσαν την είσοδον του λιμένος. Ο στόλος ο Βενετικός εναυλόχει και οι Σταυροφόροι εστρατοπέδευον ου μακράν των ανακτόρων των Βλαχερνών. Τη 17 Ιουλίου εγένετο μεγάλη από γης και θαλάσσης έφοδος εναντίον των τειχών, αλλ’ απέτυχε, γενναίως αποκρουσάντων των εν τη πόλει Βαράγγων την επίθεσιν. Αλλ’ οι Βενετοί πλησιάσαντες διά των πλοίων εις τα τείχη είχον θέσει πυρ εις τας παρακειμένας οικίας. Τούτο επτόησε τον δειλόν Αλέξιον Γ’, όστις, ενώ η έφοδος απεκρούσθη, έφυγε διά νυκτός από της πόλεως λαβών μεθ’ εαυτού μόνον τους θησαυρούς αυτού, εγκαταλιπών δε εις την τύχην αυτών και πόλιν και λαόν και την ιδίαν αυτού γυναίκα και θυγατέρας. Τότε οι κάτοικοι περιελθόντες εις απορίαν εξήγαγον τον Ισαάκιον εκ της φυλακής και αποκατέστησαν αυτόν εις τον θρόνον.

Ο Ισαάκιος συνενοήθη νυν διά του εν τω στρατοπέδω των Σταυροφόρων υιού αυτού Αλεξίου (Δ’) μετά των Σταυροφόρων, και φιλικαί νυν συνήφθησαν σχέσεις μεταξύ αυτού και των αρχηγών του Σταυροφορικού στρατού, συνωμολογήθη δε και συνθήκη, δι’ ής ο Ισαάκιος υπισχνείτο να συνδράμη τοις Σταυροφόροις και διά χρημάτων και διά στρατού. Αλλά μέχρις εκπληρώσεως των υπό του Ισαακίου αναληφθεισών υποχρεώσεων οι Σταυροφόροι έμενον εν τη πόλει, έχοντες μεν το στρατόπεδον αυτών έξωθεν της πόλεως, ελευθέρως δε κοινωνούντες τη πόλει. Αλλ’ ο μεν Ισαάκιος δεν ηδύνατο να εκπληρώση τας υποσχέσεις αυτού, οι δε Σταυροφόροι μείναντες εν Κωνσταντινουπόλει μέχρι του επομένου έτους από φίλων εγένοντο εχθροί, άτε μισούμενοι υπό των κατοίκων. Τέλος δε, ότε οι Σταυροφόροι υπό θρησκευτικού φανατισμού ελαυνόμενοι επεχείρησαν να καταστρέψωσι το τέμενος το μωαμεθανικόν, όπερ προ ολίγων ετών είχε κτισθή εν Κωνσταντινουπόλει (διά συνθήκης του αυτοκράτορος Ισαακίου προς τον σουλτάνον Σαλαδίνον, χάριν των ενταύθα παρεπιδημούντων μωαμεθανών εμπόρων, οι δε Έλληνες προσέδραμον εις βοήθειαν των υπέρ του ευκτηρίου ναού αυτών αμυνομένων μωαμεθανών, οι Σταυροφόροι έθεσαν πυρ και κατέστρεψαν μέρος της πόλεως. Τούτο επέτεινε το κατά των Φράγκων μίσος. Ο δε λαός οργιζόμενος κατά του Ισαακίου ως φίλου των Φράγκων εξέβαλεν αυτόν του θρόνου και ανεβίβασεν εις αυτόν επίσημόν τινα πολίτην, τον Νικόλαον Καναβόν. Αλλά τότε φαύλος τις και πανούργος ανήρ, ο συγγενής των Αγγέλων, Αλέξιος Μούρζουφλος, εφόνευσε διά δόλου τον τε Καναβόν και τον του Ισαακίου υιόν Αλέξιον (Δ’) και εσφετερίσθη την εξουσίαν. Μικρόν δε μετά το γεγονός αποθανόντος και του γέροντος Ισαακίου, οι Φράγκοι μετ’ ατυχείς τινας περί ειρήνης διαπραγματεύσεις επετέθησαν τη 9 Απριλίου εναντίον της πόλεως. Η έφοδος της ημέρας εκείνης απέτυχεν. Αλλ’ εν τω μεταξύ ο Αλέξιος Ε’ ο Μούρζουφλος έφυγεν, οι δε Φράγκοι τότε ορμήσαντες εις τα τείχη από τινων λίαν πλησιασάντων εις αυτά πλοίων έθεσαν αύθις πυρ εις την πόλιν, καί τινες των Σταυροφόρων κατελθόντες εκ των τειχών εντός αυτής ηνέωξαν μίαν πύλην των χερσαίων τειχών. Τότε οι Σταυροφόροι εν τω μέσω της εκ του πυρός επελθούσης συγχύσεως των κατοίκων εγένοντο κύριοι της πόλεως και υπό το φως του επί ημέρας ολοκλήρους και νύκτας διαρκέσαντος πυρός διέπραξαν φοβεράς ωμότητας εν αυτή, σφαγάς, αιχμαλωσίας, ατιμίας, βεβηλώσεις ιερών και μυρία άλλα πολλώ χείρονα των μετά 249 έτη υπό των μωαμεθανών Τούρκων διαπραχθέντων, καταισχύνοντα την ιδιότητα των διαπραξάντων αυτά ως χριστιανών και δη και ιπποτών και Σταυροφόρων. Διηρπάγησαν δε τότε και πλείστα μνημεία τέχνης μετενεχθέντα εις την δυτικήν Ευρώπην και ιδίως εις την Βενετίαν.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.»