12 Σεπτεμβρίου 2014 at 19:41

Ο Άνταμ Σμιθ και η τιμή της εργασίας

από

Ο Άνταμ Σμιθ και η τιμή της εργασίας

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Η εργασία δεν είναι τίποτε άλλο από τον προσωπικό μόχθο του ανθρώπου – εργαζόμενου για την παραγωγή οποιουδήποτε προϊόντος ή την προσφορά οποιασδήποτε υπηρεσίας. Η εργασία είναι η ενέργεια που δίνει την αξία σε κάθε προϊόν. Έχει δηλαδή την τιμή της, που, φυσικά, είναι ανάλογη με την αξία που προσθέτει σε όλα τα αγαθά. Όσο πιο εξειδικευμένη είναι, όσο μεγαλύτερη εκπαίδευση προϋποθέτει ή όσο πιο επίπονη είναι τόσο μεγαλύτερη αξία προσθέτει στο αγαθό, επομένως τόσο πιο μεγάλο οικονομικό αντίκτυπο μπορεί να έχει. (Μιλάμε βέβαια καθαρά θεωρητικά κι όχι στην καθημερινή εκμεταλλευτική πρακτική, που πολλές φορές ανατρέπει όλα αυτά). Ο παραγωγός που δρα ανεξάρτητα, πουλά τα προϊόντα του σε μια τελική τιμή που εμπεριέχει τόσο τα έξοδα της παραγωγής (πρώτες ύλες, λειτουργικό κόστος κτλ.), όσο και την αξία της προσωπικής του εργασίας, την οποία και καρπώνεται, συνηθίζοντας να την αποκαλεί κέρδος. Ο καταναλωτής είναι αυτός που αγοράζει το προϊόν για προσωπική χρήση, αυτός δηλαδή που πληρώνει και τις πρώτες ύλες και το λειτουργικό κόστος και την εργασία του παραγωγού. Ο καταναλωτής αυτού του είδους είναι ο καταναλωτής του προϊόντος, το οποίο φυσικά αποτελεί αντικείμενο αγοροπωλησίας, όπως όλα τα προϊόντα που παράγονται με σκοπό την πώληση.

Η μετατροπή του ανεξάρτητου παραγωγού σε κομμάτι της τυποποιημένης παραγωγής για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου – κατόχου των μέσων παραγωγής, συνιστά, επί της ουσίας, την αποκοπή του εργαζόμενου από την τελική κοστολόγηση του μόχθου του.
Η μετατροπή του ανεξάρτητου παραγωγού σε κομμάτι της τυποποιημένης παραγωγής για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου – κατόχου των μέσων παραγωγής, συνιστά, επί της ουσίας, την αποκοπή του εργαζόμενου από την τελική κοστολόγηση του μόχθου του.

Από τη στιγμή όμως που η μαζική παραγωγή, με τη συμβολή των μηχανών, επέβαλε τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, επέβαλε δηλαδή τον κάτοχο των μηχανών που χρειάζεται πολλούς εργαζόμενους προκειμένου να τις αξιοποιήσει, η εργασία όχι μόνο εξειδικεύτηκε πολύ περισσότερο, αλλά και πέρασε σε μια νέα φάση εκμίσθωσης, αφού πλέον ο κεφαλαιοκράτης αγοραστής δεν καταναλώνει προϊόντα (για την ακρίβεια, δεν καταναλώνει μόνο προϊόντα), αλλά καταναλώνει την καθαυτό εργασία αποσκοπώντας σε προσωπικό όφελος. Η μετατροπή του ανεξάρτητου παραγωγού σε κομμάτι της τυποποιημένης παραγωγής για λογαριασμό ενός άλλου προσώπου – κατόχου των μέσων παραγωγής, συνιστά, επί της ουσίας, την αποκοπή του εργαζόμενου από την τελική κοστολόγηση του μόχθου του. Γιατί αν δεχτούμε ότι, σε τελική ανάλυση, πάντοτε η εργασία αποτελούσε εμπόρευμα, αφού αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της πληρωμής, τα νέα εργασιακά δεδομένα δεν απομακρύνουν τον εργαζόμενο μόνο από τη δημιουργία του τελικού προϊόντος, αλλά και από τον καθορισμό των εργασιακών συνθηκών, που πλέον οριοθετεί ο κάτοχος του χρήματος που καταναλώνει και τις πρώτες ύλες και τα μέσα παραγωγής και την ανθρώπινη εργασία (προς ίδιον όφελος) και που φυσικά κατέχει και το μαχαίρι και το καρπούζι σε όλες τις εργασιακές διαπραγματεύσεις. Με άλλα λόγια, τόσο η αμοιβή όσο και το ωράριο εργασίας δεν καθορίζονται καθόλου από τον εργαζόμενο που αναγκαστικά βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από το αφεντικό του. Η εργασία ως εμπόρευμα δεν θα μπορούσε να έχει άλλη επιλογή από την οριοθέτηση μιας κοινώς αποδεκτής κοστολόγησής της, δηλαδή μιας τιμής, που παρουσιάζεται ως διαπραγμάτευση ανάμεσα στο αφεντικό και τον εργαζόμενο, αλλά στην ουσία εκπληρώνει περισσότερο την επιθυμία του πρώτου και το συμβιβασμό του δεύτερου. Είναι η αντίληψη ότι το αφεντικό δικαιούται να βγάλει κέρδος από το μόχθο του εργαζόμενου, δηλαδή να καρπωθεί μέρος από την αξία της εργασίας του (αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία), και που πρέπει όλοι να αποδεχτούν ως κάτι αυτονόητο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, αυτό που μένει, ως κοινωνικό όφελος, είναι η επιθυμία των υψηλών ημερομισθίων, ώστε οι εργαζόμενοι να εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή ζωή: «Αυτό που προκαλεί την αύξηση του μισθού της εργασίας δεν είναι το πραγματικό μέγεθος του εθνικού πλούτου, αλλά η συνεχής του αύξηση. Κατά συνέπεια, οι υψηλότεροι μισθοί της εργασίας παρατηρούνται όχι στις πιο πλούσιες χώρες, αλλά στις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες, σε αυτές που γίνονται εύπορες με τους ταχύτερους ρυθμούς. Σήμερα, η Αγγλία είναι ασφαλώς μια πολύ πλουσιότερη χώρα απ’ οποιοδήποτε μέρος της Βόρειας Αμερικής. Ωστόσο, ο μισθός της εργασίας είναι πολύ υψηλότερος στη Βόρεια Αμερική από οποιοδήποτε μέρος της Αγγλίας». (σελ. 100 – 101). Κι αν η άποψη αυτή του Άνταμ Σμιθ δικαιολογεί την διαρκή επιθυμία του καπιταλισμού για ανάπτυξη, αφού μόνο η ανάπτυξη θα φέρει νέες δουλειές, δηλαδή απασχόληση, δηλαδή αύξηση των μεροκάματων, αφού η εργασία θα είναι περιζήτητη και η τιμή της θα ανεβεί στο εμπορικό παζάρι (κλασικός νόμος της προσφοράς και της ζήτησης), ταυτόχρονα καθιστά σαφές ότι η τιμή του μεροκάματου είναι επίσης συνδεδεμένη και με την ποσότητα του πληθυσμού, καθώς ένας άπειρος αριθμός κατοίκων, δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άπειρο αριθμό χεριών εργασίας, κι ένας άπειρος αριθμός χεριών εργασίας είναι αδύνατο να υπερκαλύψει της ανάγκες της ζήτησης, αφού η εργασιακή προσφορά θα είναι ανεξάντλητη.

Σε μια χώρα σαν την Ινδία για παράδειγμα, όσο κι αν καλπάζει η ανάπτυξη, είναι αδύνατο να υπάρξουν σοβαρές διεκδικήσεις, αφού πάντα ο αριθμός των υποψήφιων εργαζομένων θα είναι περισσότερος δίνοντας στις εταιρίες το πάνω χέρι σε όλες τις διαπραγματεύσεις. (Χωρίς βέβαια να λαμβάνουμε υπόψη τη διαφθορά που θέλει την παιδική εργασία ή την εκμετάλλευση φυλακισμένων κτλ.): «Η αποφασιστικότερη ένδειξη ευημερίας μιας χώρας είναι η αύξηση του αριθμού των κατοίκων της. Στη Μεγάλη Βρετανία και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν αναμένεται ότι ο πληθυσμός θα διπλασιαστεί σε λιγότερο από πεντακόσια χρόνια. Αντίθετα, στις βρετανικές αποικίες της Βόρειας Αμερικής έχει βρεθεί ότι ο πληθυσμός διπλασιάζεται κάθε είκοσι ή είκοσι πέντε χρόνια. Η αύξηση αυτή σήμερα δεν οφείλεται τόσο στη συνεχιζόμενη εισαγωγή νέων εποίκων, αλλά στο γοργό πολλαπλασιασμό του είδους. Λέγεται ότι οι ηλικιωμένοι που ζουν εκεί, βλέπουν συχνά να έχουν πενήντα ως εκατό απογόνους και μερικές φορές ακόμα περισσότερους. Η εργασία αμείβεται τόσο καλά, ώστε μια οικογένεια με πολλά παιδιά δεν αποτελεί βάρος, αλλά πηγή πλούτου και ευημερίας για τους γονείς». (σελ. 101). Κι ενώ για τον Άνταμ Σμιθ το 1776 η ανάπτυξη τίθεται ως προϋπόθεση της αύξησης του πληθυσμού, σήμερα βλέπουμε ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, αφού όλες οι πολυεθνικές μεταφέρονται σε ασιατικές χώρες, που ο υπερπληθυσμός,  το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, οι πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης κλπ, εξασφαλίζουν τη μισθοδοσία στο κατώτερο δυνατό σημείο. Κι όταν λέμε αύξηση του πληθυσμού δεν εννοούμε βέβαια το βαθμό της τεκνοποίησης, αλλά την ποιότητα της ανατροφής και της διαβίωσης αυτών των τέκνων: «….η φτώχεια, παρόλο που δεν αποτρέπει την τεκνοποιία, είναι εξαιρετικά δυσμενής απέναντι στην ανατροφή αυτών των παιδιών……. Σε μερικά μέρη, τα μισά από τα παιδιά που γεννιούνται, πεθαίνουν πριν από την ηλικία των τεσσάρων ετών, σε πολλά μέρη πριν από την ηλικία των επτά και σχεδόν παντού πριν από την ηλικία των εννέα ή δέκα. Ωστόσο, αυτή η μεγάλη θνησιμότητα εντοπίζεται παντού μεταξύ των παιδιών των απλών ανθρώπων, που δεν έχουν τα μέσα να τα αναθρέψουν με την ίδια φροντίδα όπως αυτά των ανώτερων κοινωνικών βαθμίδων». (σελ. 110).

Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε στην πιο απόλυτη αντιστροφή. Γιατί ενώ ο Σμιθ πρεσβεύει την ανάπτυξη ως συνθήκη της κοινωνικής ευημερίας, ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για την ανάπτυξη, που όμως μεταφράζεται μόνο σε υπερκέρδη των πολυεθνικών και σε καμία περίπτωση του συνόλου. Με δυο λόγια, οι σύγχρονες οικονομικές πρακτικές (ο Σμιθ είναι ξεπερασμένος) θέλουν την ανάπτυξη, χωρίς όμως να δώσουν δεκάρα (και δεν υπάρχει πιο πρόσφορο έδαφος από τις ασιατικές χώρες), πρεσβεύοντας ότι μόνο η πτώση των μισθών θα συντελέσει στην ανάπτυξη. Η διαρκής αύξηση του πληθυσμού στην Ινδία, που εν πολλοίς στηρίζεται στην κουλτούρα, τη θρησκεία, το επίπεδο διαβίωσης ή τη φιλοσοφία αυτού του λαού κάνει τις πολυεθνικές να τρίβουν τα χέρια τους γιατί τα εφεδρικά εργασιακά χέρια (ο εφεδρικός στρατός του κεφαλαίου κατά το Μαρξ) θα είναι ανεξάντλητα. Για να ανταγωνιστεί κανείς την Ινδία, πρέπει να έχει και μεροκάματα Ινδίας. Όμως για να έχει μεροκάματα Ινδίας πρέπει να γίνει Ινδία. Κι αν κανείς δε θέλει να ινδιοποιηθεί, η ευθύνη είναι δική του, αφού δεν καταλαβαίνει τις σύγχρονες οικονομικές επιταγές, που επιβάλλει η ανάπτυξη.  Κι αυτή ακριβώς είναι η έννοια του εκβιασμού που επιβάλλει ο κάτοχος των παραγωγικών μέσων, ο οποίος πλέον είναι απρόσωπος και παγκόσμιος, απέναντι σε όλους τους εργαζόμενους της γης, έννοια εκ διαμέτρου αντίθετη μ’ αυτό που οραματίστηκε ο Σμιθ. (Χώρια η εγκληματική καταστροφή του περιβάλλοντος, που αποφέρει τεράστια κέρδη). Και μη βιαστεί κανείς να υποστηρίξει ότι πράγματι έπεσαν οι τιμές των αγαθών. Γιατί οι τιμές των αγαθών δεν έχουν κανένα νόημα από μόνες τους. Οι τιμές των αγαθών είναι ακριβές ή φτηνές μόνο σε σχέση με τους μισθούς των εργαζομένων που μπορούν να τα καταναλώσουν. Οι εκμηδενισμένοι μισθοί, από θέση αρχής, καθιστούν τα πάντα πανάκριβα. Και η ακρίβεια δε μετριέται μόνο από τις τιμές των ρούχων ή των τεχνολογικών προϊόντων που εμφανίζονται φτηνότερα, αλλά και από τα είδη της πρώτης ανάγκης, όπως το ρεύμα ή το γάλα, που μόνο φτηνά δε μπορούν να χαρακτηριστούν. Η ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης δεν επέφερε τίποτε στον πλούτο των εθνών. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τη διάψευση του Σμιθ που υποστήριζε την κατάργηση των δασμών στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας, αλλά και την επιλεκτικότητα των νεοφιλελεύθερων, που δήθεν έχουν το Σμιθ ως ιδεολογική βάση και τον επικαλούνται μόνο εκεί που συμπλέει με τα συμφέροντά τους. Γιατί από κει και πέρα είναι παρωχημένος.

Για παράδειγμα οι απόψεις του περί βελτίωσης των συνθηκών ζωής του συνόλου και περί δικαίου, στην εργασιακή πραγματικότητα τουλάχιστον, φαίνονται μάλλον ντεμοντέ: «Αυτό που βελτιώνει τις συνθήκες της μεγάλης πλειονότητας δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί δυσχέρεια για το σύνολο. Καμία κοινωνία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ζει στη φτώχεια και τη δυστυχία, δεν μπορεί να προκόψει και να ευτυχήσει με βεβαιότητα. Πέραν αυτού, το δίκαιο απαιτεί αυτοί που προσφέρουν την τροφή, την ένδυση και τη στέγαση ολόκληρου του πληθυσμού, να καρπούνται από την εργασία τους ένα τέτοιο μερίδιο του προϊόντος της ίδιας τους της εργασίας, ώστε να τρέφονται, να ενδύονται και να στεγάζονται σε ένα ανεκτό επίπεδο». (σελ. 109). Θα λέγαμε ότι η βελτίωση των συνθηκών της πλειονότητας κρίνεται μάλλον επικίνδυνη, γιατί μπορεί να φέρει και τίποτα διεκδικήσεις. Άμα καλομάθει κανείς μετά δε θέλει να χάσει τα κεκτημένα. Χώρια που αν βελτιωθούν οι συνθήκες μπορεί να ανέβει και το μορφωτικό επίπεδο. Ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός δε θέλει τέτοια. Θέλει ανθρώπους να δουλεύουν και να επιβιώνουν με ένα πιάτο ρύζι. Όσο για το δίκιο αυτών που προσφέρουν την τροφή, έχει ξεπεραστεί από καιρό. Το δίκιο είναι μόνο των ανθρώπων που επενδύουν. Που δίνουν θέσεις εργασίας. Που συμβάλλουν στην πρόοδο. Που κάνουν χάρη στις χώρες που απομυζούν ρίχνοντας τα λεφτά τους. Γιατί όποτε θέλουν πηγαίνουν αλλού. Η υπακοή είναι η πιο βασική προϋπόθεση της ανάπτυξης.

 Καμία κοινωνία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ζει στη φτώχεια και τη δυστυχία, δεν μπορεί να προκόψει και να ευτυχήσει με βεβαιότητα.
Καμία κοινωνία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ζει στη φτώχεια και τη δυστυχία, δεν μπορεί να προκόψει και να ευτυχήσει με βεβαιότητα.

Κι ενώ οι νεοφιλελεύθεροι προσπαθούν να μας πείσουν ότι πρέπει να πέσουν οι μισθοί, ο Σμιθ γράφει: «Ο μισθός της εργασίας είναι η ενθάρρυνση της εργατικότητας, η οποία, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη αρετή, αυξάνεται ανάλογα με την ενθάρρυνση που δέχεται. Μια πλήρης ποσότητα μέσων διατροφής βελτιώνει τη σωματική δύναμη του εργάτη και η ευχάριστη προσδοκία της βελτίωσης της κατάστασής του και της ολοκλήρωσης της ζωής του, ενδεχομένως σε άνεση και αφθονία, τον παρακινεί να ασκήσει αυτή τη δύναμη στο μέγιστο βαθμό. Όπου ο μισθός είναι υψηλός, εκεί οι εργάτες είναι πάντα πιο ενεργοί, φίλεργοι και ταχείς, απ’ ό,τι εκεί όπου ο μισθός είναι χαμηλός». (σελ. 112). Κι όσο η νεοφιλελεύθεροι ιδεολογία υποστηρίζει ότι μόνο η πτώση των μισθών θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα βοηθώντας στην ανάπτυξη ο Σμιθ απαντά: «Η αύξηση του μισθού εργασίας αυξάνει κατ’ ανάγκη την τιμή πολλών εμπορευμάτων……. και στο βαθμό αυτό τείνει να μειώσει την κατανάλωσή τους τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Ωστόσο, η ίδια αιτία που αυξάνει το μισθό της εργασίας, η αύξηση του αποθέματος, τείνει να αυξήσει και την παραγωγική της δύναμη και να καταστήσει μια μικρότερη ποσότητα εργασίας ικανή να παράγει μεγαλύτερη ποσότητα δουλειάς». (σελ. 118). Με άλλα λόγια, η αύξηση του αποθέματος (του κεφαλαίου, των πρώτων υλών κλπ) δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει εκσυγχρονιστικά μέσα στην παραγωγή τόσο με τη βελτίωση των μηχανών όσο και με την καλύτερη οργάνωση της εργασίας. (Σχεδόν 250 χρόνια αργότερα κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό). Αυτός ο εκσυγχρονισμός δεν είναι τίποτε άλλο από την αύξηση της παραγωγής, που φυσικά υπόσχεται περισσότερα κέρδη: «Υπάρχουν επομένως πολλά εμπορεύματα, τα οποία, λόγω των βελτιώσεων αυτών, καταλήγουν να παράγονται από τόσο πολύ λιγότερη εργασία απ’ ό,τι προηγουμένως, ώστε η αύξηση της τιμής της εργασίας να υπερκαλύπτεται από τη μείωση της ποσότητάς της». (σελ. 118).

Ο Σμιθ δε λέει τίποτε πέρα από το αυτονόητο. Από τη στιγμή που η βελτίωση της παραγωγής εξασφαλίζει περισσότερα αγαθά με λιγότερη εργασία, ας έχουν όλοι μεγαλύτερη πρόσβαση στα αγαθά αυτά. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα τα θέλει όλα δικά του. Και την υπερπαραγωγή από τις μηχανές και την υπερεργασία και τη διάλυση του περιβάλλοντος και όλα. Γιατί όλα αυτά μεταφράζονται σε κέρδη. Και τα κέρδη δεν είναι σε καμία περίπτωση κοινωνικό κεκτημένο, αλλά αποκλειστικό κεκτημένο του χρήματος. Γι’ αυτό όλοι πρέπει να πιστέψουν στην πτώση των μισθών, που θα ρίξει τις τιμές των προϊόντων ως παγκόσμια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Η απάντηση του Σμιθ είναι απολύτως ξεκάθαρη: «Στην πραγματικότητα, τα υψηλά κέρδη τείνουν να ανυψώσουν την τιμή της εργασίας πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι υψηλοί μισθοί. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι σε μια μανιφακτούρα λινού ο μισθός των διαφόρων εργατών, των λαναριστών, των κλωστών, των υφαντών κ.λπ. αυξάνεται για όλους κατά δύο πένες την ημέρα. Θα χρειαστεί λοιπόν να ανυψωθεί η τιμή ενός λινού ενδύματος μόνο κατά δύο πένες επί τον αριθμό των ανθρώπων που απασχολήθηκαν γι’ αυτό, και επί των ημερών απασχόλησής τους. Αυτό το μέρος της τιμής του εμπορεύματος που αναλύεται σε μισθό στα διάφορα στάδια της μανιφακτούρας, θα αυξάνεται μόνο σε αριθμητική αναλογία με την αύξηση του μισθού. Αν όμως αυξηθούν κατά 5% τα κέρδη των διαφόρων εργοδοτών αυτών των εργατών, τότε το μέρος της τιμής του εμπορεύματος που αναλύεται σε κέρδος θα αυξανόταν, σε όλα τα στάδια της μανιφακτούρας, σε γεωμετρική αναλογία με αυτή την άνοδο του κέρδους. Ο εργοδότης των λαναράδων κατά την πώληση της ίνας του λιναριού θα απαιτεί ένα πρόσθετο 5% επί της συνολικής αξίας των υλικών και των μισθών που προκατέβαλε στους εργάτες του. Ο εργοδότης των κλωστών θα απαιτεί ένα πρόσθετο 5% τόσο επί της προκαταβεβλημένης αξίας της ίνας του λιναριού όσο και επί των μισθών των εργατών του. Και ο εργοδότης των υφαντών θα απαιτεί ένα αντίστοιχο 5% τόσο επί της προκαταβεβλημένης αξίας του λινού νήματος όσο και επί των μισθών των υφαντών. Κατά την αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων, η αύξηση του μισθού λειτουργεί κατά τον ίδιο τρόπο όπως ένας απλός τόκος στη συσσώρευση του δανείου. Η αύξηση του κέρδους λειτουργεί όπως ένας σύνθετος τόκος. Οι έμποροι και οι διευθυντές στις μανιφακτούρες παραπονούνται πολύ για τις άσχημες επιπτώσεις των υψηλών μισθών στην αύξηση των τιμών και, κατά συνέπεια, τη μείωση των πωλήσεων των αγαθών τους τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Δε λένε όμως τίποτα σχετικά με τις άσχημες συνέπειες των υψηλών κερδών. Σιωπούν σε σχέση με τις ολέθριες συνέπειες των δικών τους απολαβών. Παραπονούνται μόνο γι’ αυτές των άλλων ανθρώπων». (σελ. 131 – 132).

Κι αν υπάρχουν ακόμη αμφιβολίες για την τιμή της εργασίας και τα κέρδη των ιδιοκτητών ο Σμιθ γίνεται σαφέστερος: «Σε χώρες που προοδεύουν με ταχείς ρυθμούς προς την ευημερία, είναι δυνατόν το χαμηλό περιθώριο κέρδους στην τιμή πολλών εμπορευμάτων να αντισταθμίζει την υψηλή τιμή της εργασίας και να επιτρέπει σε εκείνες τις χώρες να πωλούν το ίδιο φθηνά με τις λιγότερο ανεπτυγμένες γειτονικές τους χώρες, όπου ο μισθός της εργασίας μπορεί να είναι χαμηλότερος». (σελ. 131). Έτσι αντιλαμβανόταν ο Σμιθ την παγκόσμια ελεύθερη αγορά χωρίς δασμούς και κρατικές παρεμβάσεις, άποψη όχι μόνο ξεπερασμένη, αλλά μάλλον αφελής. Γιατί οι σύγχρονοι οικονομολόγοι μαζί με το άνοιγμα των συνόρων και την ελεύθερη διακίνηση αγαθών ευλόγησαν και τη μεταφορά των μονάδων παραγωγής των πολυεθνικών στις υπανάπτυκτες χώρες για να καρπωθούν αυτές όλα τα κέρδη. Όμως η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και του εμπορίου δε νοείται αν δεν υπάρχει μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στα κράτη που θα λειτουργήσουν ανταγωνιστικά. Γιατί αλλιώς δε μιλάμε για ανταγωνισμό, αλλά για ληστρική επίθεση προς πάσα κατεύθυνση. (Όπερ και εγένετο).

Ο Σμιθ δε λέει τίποτε πέρα από το αυτονόητο. Από τη στιγμή που η βελτίωση της παραγωγής εξασφαλίζει περισσότερα αγαθά με λιγότερη εργασία, ας έχουν όλοι μεγαλύτερη πρόσβαση στα αγαθά αυτά.
Ο Σμιθ δε λέει τίποτε πέρα από το αυτονόητο. Από τη στιγμή που η βελτίωση της παραγωγής εξασφαλίζει περισσότερα αγαθά με λιγότερη εργασία, ας έχουν όλοι μεγαλύτερη πρόσβαση στα αγαθά αυτά.

Κι αν ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός δίνει αγώνα για να επιβάλει και την αύξηση του ωραρίου στην εργασία, αφού μόνο έτσι θα έρθει η ανάπτυξη, ο Άνταμ Σμιθ απαντά: «Η σκληρή εργασία, πνευματική ή σωματική, όταν συνεχίζεται επί πολλά χρόνια, ακολουθείται στους περισσότερους ανθρώπους από μια φυσιολογική επιθυμία χαλάρωσης, η οποία, όταν δεν περιορίζεται βίαια ή από κάποια ισχυρή αναγκαιότητα, είναι σχεδόν ακαταμάχητη…… Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες είναι συχνά επικίνδυνες και μερικές φορές μοιραίες – και ως τέτοιες, αργά ή γρήγορα, προκαλούν τη χαρακτηριστική αναπηρία στο επάγγελμα. Αν οι εργοδότες ήταν πάντα ευήκοοι στις επιταγές της λογικής και του ανθρωπισμού, θα έπρεπε μάλλον να μετριάζουν και όχι να ενθαρρύνουν την προσήλωση πολλών εργατών τους. Πιστεύω ότι θα αποδειχθεί πως σε κάθε επάγγελμα, αυτός που εργάζεται με μέτριους ρυθμούς έτσι ώστε να είναι σε θέση να εργάζεται συνεχώς, όχι μόνο διατηρεί την υγεία του επί μεγαλύτερο διάστημα, αλλά και στη διάρκεια του έτους εκτελεί τη μέγιστη ποσότητα έργου». (σελ. 113 – 114). Ο Σμιθ δε φαίνεται να ταυτίζεται με τις επιταγές της σύγχρονης φιλελεύθερης οικονομολογίας. Οι μαθητές έχουν ξεπεράσει κατά πολύ το δάσκαλο.

Άνταμ Σμιθ: «Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ για λογαριασμό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη Α.Ε. Αθήνα 2010

(Εμφανιστηκε 1,794 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

  1. Pingback: Ο Άνταμ Σμιθ και η τιμή της εργασίας | Ένωση Μακεδόνων Κέρκυρας

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.