28 Μαρτίου 2014 at 21:51

Διαγωνίσματα κι ορθογραφίες

από

Διαγωνίσματα κι ορθογραφίες

Paul Klee
Paul Klee

Γράφει η Titania Matina

Μόλις είχε αναγνώσει φωναχτά τη μαθητική απάντηση και τώρα κράδαινε το διαγώνισμα θριαμβευτικά, ρίχνοντας πλάγιες ματιές προς την πλευρά μου.

«Καλά δύο χρόνια τώρα η φιλόλογος τι του μαθαίνει;» ρώταγε μ’ εκείνη την ειρωνική φωνή που προσιδιάζει στους εκλεκτούς θεράποντες του νεοεισαχθέντος θεσμού της αξιολόγησης, εκείνου του θεσμού ακριβώς που βάζει τον ένα να γίνεται κήνσορας του άλλου για να πηγαίνει καλά το σχολείο…

Ξεροκατάπια κι ένιωσα τη γλώσσα μου να κομποδένεται, αδυνατώντας να επιχειρηματολογήσω πάνω σε τούτες τις γενιές που τη γραμματική της σκέψης τους την μάθανε μάλλον, και δικαιολογημένα, απ’ τις οθόνες των video games παρά απ’ την επίσημη εκπαίδευση. Αδυνατώντας να υπερασπιστώ, μπροστά σε μια αποστεωμένη ομήγυρη δασκάλων, το αφοπλιστικό συντακτικό ενός παιδιού που, απ’ τη μεριά του –και δικαιολογημένα, απάντησε σε ένα διαγώνισμα προσμετρώντας την οικονομική κρίση με το περιορισμένο χαρτζιλίκι που του δίνουν οι γονείς για το internet café.

Α-μηχανία, α-πορία. Επιτιμητικά κι απαθή βλέμματα εκπαιδευτικών μού μπλόκαραν τις μηχανές μου, τα περάσματά μου, ό,τι έχω τέλος πάντων για να κατανοώ τον κόσμο γύρω μου.

Αισθάνθηκα όπως εκείνη τη φορά που μπήκα σε ταξί και ζήτησα «στην οδό Τράλλεων, παρακαλώ», για να εισπράξω από έναν τραμπουκοταρίφα την απάντηση «Τραλλέων – όταν η λήγουσα είναι μακρά, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται – μα, τι σε μάθανε στο σχολείο!» Και τόσο που το συνειδητοποιούσα ότι δεν είχε νόημα η συζήτηση εκείνη, που αδυνατούσα να υπερασπιστώ το φωνητικό δικαίωμα της αντιμεταχώρησης.

Και σε κάθε τέτοια περίπτωση θεάτρου του παραλόγου, τους νιώθω να βαραίνουν την καρδιά μου οι αιώνες της γραμματικής, οι τόνοι τόνων, με τις οξείες, τις περισπωμένες και τις βαρείες τους… Και οι ψιλές και οι δασείες και τα φθογγικά συμπλέγματα κι οι δίφθογγοι κι οι υπογεγραμμένες κι οι τόσες γραπτές αποδόσεις της φωνής <ε> και της φωνής <ι> και της φωνής <ο> κι οι συναιρέσεις κι οι κράσεις με τις κορωνίδες τους κι οι απαλοιφές κι οι συνιζήσεις και οι εκθλίψεις… Συνθλίψεις οι γραμματικές ντιρεκτίβες, συνθλίψεις της γλώσσας της ζωντανής.

Κάποτε, ανώμαλα ρήματα δεν υπήρχανε. Κανονικά ήταν πάντοτε τα ρήματα και μάλιστα αυτά, που αργότερα τα είπαν ανώμαλα, ήτανε τα πιο εύχρηστα. Ούτε γραμματικές υπήρχανε για να τα ονοματίσουν έτσι. Γιατί γραμματικές δεν χρειάζονταν. Οι άνθρωποι σκέφτονταν με τη μητρική τους γλώσσα, μιλούσαν μ’ αυτήν. Για την ακρίβεια, μιλούσαν και σκέφτονταν με τις διαλέκτους και τις ιδιολέκτους τους. Κι ούτε και λεξικά υπήρχαν.

Μέχρι που ήρθανε τα χρόνια τα αλεξανδρινά κι ένας εσμός γραμματικών και φιλολόγων ακολούθησε τον αλαζόνα μακεδόνα στις εκστρατείες του (μαζί μ’ έναν εσμό μηχανικών και γεωγράφων και βοτανολόγων και λοιπών εμπειρογνωμόνων), για να συστηματοποιηθεί δια της βίας μια γλώσσα που θέλανε να γίνει  Η  γλώσσα μιας αυτοκρατορίας. Για να μπορούν να συνεννοούνται με τους αλλόφωνους διοικητές τους οι υποταγμένοι πληθυσμοί. Πώς το ’λεγε ειρωνικά ο Καβάφης στο 200 π.Χ.;

«Εμείς, οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς.»

Μάλιστα, η αλεξανδρινή Κοινή και οι φιλόλογοί της (πόσο κουτή επινόηση λέξης, αλήθεια). Αυτήν πληρώνουμε μέχρι και σήμερα…

Αυτήν πλήρωνε και ο καημένος ο μικρός, κάπου στην Αίγυπτο κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, που τον έβαλε ο δάσκαλος να γράψει ορθογραφία ένα κείμενο. Και το έγραψε το κείμενο ο μικρός και παρέδωσε τον πάπυρό του γεμάτο ορθογραφικά λάθη και με γράμματα να λείπουνε. Θα έφαγε ξύλο ο μικρός. Και σίγουρα πήρε κακό βαθμό στο τρίμηνο. Αλλά ο πάπυρός του σώθηκε μέσα στον χρόνο και, με αποκαταστημένο το κείμενό του τώρα, λέγεται 3.125 της Κολωνίας:

ἄγε νυν, ὦ ξεῖν,’ ἐπὶ ποιοφύτων
ἵστω σηκῶν φοβερᾶ<ς> λίμνας
ὑπὸ τ’ αὐχένιον λαιμὸν ἀμήσας
τοῦδε σφαγίου ποτὸν ἀψύχοις
αἷμα μεθίει
δονάκων εἰς βένθος <ἀ>μαυρόν.
Χθόνα δ’ ὠγυγίαν ἐπικεκλομένος
χθόνιόν θ’ Ἑρμῆ<ν> πομπὸν φθιμένων,
[αἰ]τοῦ χθ<ό>νιον Δία νυκτιπόλων
ἑσμὸν ἀνεῖναι ποταμοῦ στομάτων.

«Έλα, λοιπόν, ξένε, στον βλαστωμένο
στάσου ιερό περίβολο της φοβερής λίμνης
κι αρπάζοντας απ’ τον λαιμό
ετούτο το σφαχτάρι πρόσφερε χοές
αιματηρές στα βάθη του καλαμώνα
να πιούνε οι άψυχοι.
Κι επικαλούμενος τη γη της Ωγυγίας
και τον χθόνιο Ερμή που οδηγεί τους νεκρούς,
ζήτα απ’ τον χθόνιο Δία
να φέρει από κάτω, μέσα απ’ το στόμα των ποταμών,
το σμήνος των νυχτοπλάνων».

Πόσο μεγάλη τύχη! Κατά τα φαινόμενα, το ανορθόγραφο διαγώνισμα ενός παιδιού έσωσε για μας ένα απόσπασμα και μια φευγαλέα εικόνα του τρομερού Αχέροντα από μια χαμένη τραγωδία. Είναι ανάπαιστοι από τους οι Ψυχαγωγούς του Αισχύλου…..

(Εμφανιστηκε 887 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.