Οι παράπλευρες αφηγήσεις του Θουκυδίδη: περίπτωση Παυσανίας
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Για την περίπτωση του Παυσανία ο Θουκυδίδης δεν διατηρεί ούτε την ελάχιστη επιφύλαξη. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Παυσανίας μήδισε κι ότι ήρθε σε μυστικές συνεννοήσεις με τον Πέρση βασιλιά, προκειμένου να υποδουλώσει την Ελλάδα και να γίνει ο ίδιος ηγεμόνας των Ελλήνων. Η μεγαλομανία του Παυσανία δεν μπορούσε να περιοριστεί ούτε στην αξεπέραστη δόξα που γνώρισε ως αρχηγός των Ελλήνων στη θριαμβευτική νίκη των Πλαταιών, ούτε στη βασιλική εξουσία που ασκούσε στη Σπάρτη (επιτρόπευε τον ανήλικο ξάδερφό του Πλείσταρχο, γιο του Λεωνίδα). Αμέσως μετά τις Πλαταιές, έδωσε δείγματα του αλαζονικού του χαρακτήρα όταν στον τρίποδα που αφιέρωσαν οι Έλληνες στους Δελφούς απαίτησε να γραφτεί το δίστιχο:
Ο Παυσανίας, ο αρχηγός των Ελλήνων, όταν κατέστρεψε
το στρατό των Περσών, αφιέρωσε το θυμητάρι αυτό στο Φοίβο.
Φυσικά, η πράξη αυτή του Παυσανία είχε κριθεί παράνομη: «Το δίστιχο αυτό το ‘ξυσαν αμέσως τότε οι Λακεδαιμόνιοι από τον τρίποδα και χάραξαν τα ονόματα όλων των πόλεων που, ύστερα από την κοινή τους νίκη εναντίον των βαρβάρων, στήσανε το αφιέρωμα». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 132).
Ο Παυσανίας θα συνεχίσει να απασχολεί τους εφόρους, όταν ως αρχηγός των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων (μετά τον θρίαμβο επί των Περσών κι όταν την αρχηγία την είχε η Σπάρτη) είχε κυριεύσει το Βυζάντιο: «Όταν, την πρώτη φορά που ο Παυσανίας βρισκόταν στον Ελλήσποντο – ύστερα από την επιστροφή του από την Κύπρο – κυρίεψε το Βυζάντιο, το οποίο κατείχαν οι Πέρσες, ανάμεσα σ’ αυτούς που αιχμαλώτισε ήταν και μερικοί συγγενείς και φίλοι του βασιλιά. Αυτούς τους πήρε και τους έστειλε στο βασιλιά κρυφά από τους άλλους συμμάχους, στους οποίους είπε ότι δραπέτευσαν. Συνεργάτη στις μυστικές αυτές συνεννοήσεις του είχε τον Ερετριέα Γογγύλο, στον οποίο είχε εμπιστευτεί και το Βυζάντιο και τους αιχμαλώτους. Το Γογγύλο τον έστειλε στο βασιλιά και με επιστολή στην οποία, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, έγραφε τα ακόλουθα: “Ο Παυσανίας, ο ηγεμόνας της Σπάρτης, επιθυμώντας να σ’ ευχαριστήσει, σου στέλνει τους αιχμαλώτους αυτούς πολέμου. Σου προτείνω, αν και συ συμφωνείς, να παντρευτώ τη θυγατέρα σου και να φέρω στην εξουσία σου τη Σπάρτη και την υπόλοιπη Ελλάδα. Νομίζω πως μπορώ να τα κατορθώσω αυτά, αν βρίσκομαι σε συνεννόηση μαζί σου. Αν τούτα που γράφω είναι της αρεσκείας σου, στείλε στα παράλια έμπιστό σου άνθρωπο με τον οποίο θα συνεννοούμαστε στο μέλλον”». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 128).
Ο Ξέρξης, όπως ήταν φυσικό, ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση, αφενός για το απρόσμενο δώρο της επιστροφής των αιχμαλώτων κι αφετέρου γιατί αναζωπυρώθηκαν οι χαμένες του ελπίδες για την κατάκτηση της Ελλάδας. Υπακούοντας στην παραγγελία του Παυσανία έστειλε στα παράλια τον Αρτάβαζο – απομακρύνοντας τον Δασκύλειο που είχε ως εκείνη τη στιγμή τη σατραπεία – με την εντολή να βρίσκεται σε επαφή με τον Παυσανία και να υλοποιεί κάθε πρότασή του. Του ανέθεσε μάλιστα να παραδώσει και την απαντητική του επιστολή στην οποία έγραφε ότι αποδέχεται τα σχέδια του Παυσανία κι ότι είναι πρόθυμος να βοηθήσει με κάθε τρόπο. Υποσχόταν επίσης στον Παυσανία απεριόριστη οικονομική στήριξη. Μετά την απάντηση αυτή ο Παυσανίας έχασε κάθε μέτρο: «Όταν πήρε την επιστολή αυτή ο Παυσανίας – τον οποίο και πιο μπροστά είχαν οι Έλληνες σε μεγάλη υπόληψη για την αρχηγία του στις Πλαταιές – συνεπάρθηκε ακόμη περισσότερο και δεν μπορούσε πια να ζει με το συνηθισμένο στους συμπολίτες του απλό τρόπο, αλλά έβγαινε από το Βυζάντιο ντυμένος σαν Μήδος, κυκλοφορούσε στη Θράκη έχοντας για ακολουθία Μήδους και Αιγυπτίους κι έδινε γεύματα με τον περσικό τρόπο. Δεν μπορούσε πια να κρύψει τους σκοπούς του και με ασήμαντες πράξεις του άφηνε να φανερωθούν τα όσα σημαντικά σχεδίαζε να κάμει στο μέλλον. Έγινε, εξάλλου, τόσο δυσκολοπλησίαστος κι η συμπεριφορά του σ’ όλους ανεξαίρετα ήταν τόσο κακή, ώστε κανένας πια να μην μπορεί να τον συναντήσει. Αυτό, άλλωστε, στάθηκε κι η κυριότερη αιτία να πάνε οι σύμμαχοι με τους Αθηναίους». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 130).
Βρισκόμαστε στη στιγμή που οι Αθηναίοι αναλαμβάνουν την αρχηγία του συμμαχικού στρατού, κατ’ απαίτηση των ίδιων των συμμάχων, λόγω της ανυπόφορης συμπεριφοράς του Παυσανία. Η εξέλιξη της αρχηγίας αυτής έφερε την αθηναϊκή ηγεμονία. Ο Παυσανίας δεν στέρησε απλώς τα ινία του στρατού από τη Σπάρτη, αλλά αποτέλεσε και ντροπή χωρίς προηγούμενο. Τον ανακάλεσαν αμέσως και τον δίκασαν: «Όταν οι Σπαρτιάτες ανακάλεσαν την πρώτη φορά το Λακεδαιμόνιο Παυσανία από την αρχηγία στον Ελλήσποντο κι αφού τον δίκασαν τον αθώωσαν, δεν τον έστειλαν πια με επίσημη ιδιότητα έξω από τη Σπάρτη. Εκείνος όμως, ως ιδιώτης, χωρίς την άδεια των Λακεδαιμονίων, πήρε ένα καράβι ερμιονίτικο κι έφτασε στον Ελλήσποντο με το πρόσχημα να πολεμήσει κι αυτός μαζί με τους άλλους Έλληνες τους Πέρσες, αλλά στην πραγματικότητα για να συνεχίσει τις μυστικές συνεννοήσεις του με το βασιλιά, όπως προσπάθησε να κάμει και την πρώτη φορά, επιθυμώντας να γίνει ηγεμόνας των Ελλήνων». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 128).
Η αλήθεια είναι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν στα χέρια τους ατράνταχτες αποδείξεις για να τον καταδικάσουν από την πρώτη ανάκληση. Επιπλέον, οι Σπαρτιάτες είχαν ως αρχή να μην προβαίνουν σε καμία ενέργεια αν δεν ήταν απολύτως σίγουροι. Κι αυτή ακριβώς ήταν και η ουσία της δικαστικής απόφασης. Δεν ήταν απολύτως σίγουροι για την ενοχή, επομένως δεν προχώρησαν σε καταδίκη, αλλά δεν ήταν και σίγουροι για το αντίθετο, επομένως δεν του έδωσαν κι άδεια να φύγει. Εξάλλου, το κύρος και τα αξιώματα του Παυσανία, σε περίπτωση καταδίκης, θα είχαν αντίκτυπο και στο κύρος ολόκληρης της Σπάρτης. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν η πιο συνετή που θα μπορούσε να παρθεί, αφού και δεν καταδίκασε τον Παυσανία, υπονομεύοντας το κύρος της πόλης, και τον απέσυρε από τη δράση, εξασφαλίζοντας συγχρόνως την ματαίωση σχεδίων και το οριστικό κουκούλωμα του θέματος: «Όταν, για δεύτερη φορά, είδαν ότι, χωρίς εντολή δική τους, έφυγε με καράβι ερμιονίτικο και φανερά έκανε τα ίδια κι αφού οι Αθηναίοι τον ανάγκασαν, ύστερα από πολιορκία, να αποχωρήσει από το Βυζάντιο, τούτος δε γύρισε στη Σπάρτη, αλλά πήγε κι εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας κι έφταναν στη Σπάρτη πληροφορίες πως εκεί δεν έμενε για καλό, αλλά για να συνεννοείται με τους βαρβάρους, τότε πια οι έφοροι δε δίστασαν να του στείλουν κήρυκα με σκυτάλη (Ραβδί ορισμένου πάχους και μάκρους που χρησιμοποιούταν για γραπτές εντολές. Οι έφοροι είχαν δυο όμοια τέτοια ραβδιά. Το ένα το κρατούσαν στη Σπάρτη και το άλλο το έδιναν στον ηγέτη που πήγαινε σε αποστολή. Στο ραβδί τυλιγόταν μια λουρίδα από δέρμα – ή πάπυρο – πάνω στην οποία, και στο μάκρος του ραβδιού, γραφόταν το μήνυμα. Ξετυλιγμένο το γραπτό δεν μπορούσε να το διαβάσει κανείς. Το ηγέτης το τύλιγε στο δικό του ραβδί (σκυτάλη) και το διάβαζε. Ο κήρυκας που κρατούσε μόνο το ξετυλιγμένο μήνυμα, αγνοούσε το περιεχόμενό του. {διευκρίνιση του Γεωργοπαπαδάκου σελ. 77}), διατάζοντάς τον να γυρίσει στη Σπάρτη με τον κήρυκα, αλλιώς οι Σπαρτιάτες θα του κήρυτταν τον πόλεμο. Ο Παυσανίας θέλοντας να θεωρηθεί όσο γινόταν λιγότερο ύποπτος και πιστεύοντας πως με δωροδοκίες θα μπορούσε να ανατρέψει τις εναντίον του κατηγορίες, γύρισε για δεύτερη φορά, στη Σπάρτη. Στην αρχή οι έφοροι τον έκλεισαν στη φυλακή (οι έφοροι μπορούν να το κάμουν αυτό στο βασιλιά), ύστερα όμως από διάφορες ενέργειες, κατόρθωσε να αποφυλακιστεί και δήλωσε πως είναι έτοιμος να δικαστεί και να ελεγχθεί, απ’ όποιους θα το ήθελαν, για τις εναντίον του κατηγορίες». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 131).
Οι κατηγορίες και η δικαστική δίωξη ενός βασιλιά είναι η δυναμικότερη απάντηση των θεσμών που οφείλουν να λειτουργήσουν διασφαλίζοντας την κοινωνική συνοχή. Οι έφοροι δεν διστάζουν να τον φυλακίσουν, καθιστώντας σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να δρα ανεξέλεγκτα, ούτε ο ίδιος ο βασιλιάς. Κι εδώ δεν τίθενται υπό δοκιμασία τα πρόσωπα, αλλά οι ίδιοι οι μηχανισμοί της εξουσίας, αφού, αν τελικά οι θεσμοί υποκύψουν υπό το βάρος των προσώπων, τότε όλα ματαιώνονται καθώς μετατρέπουν την ανομία της αυθαίρετης ατομικής βούλησης σε συλλογική συνθήκη, δηλαδή στο πιο αδιαπέραστο ανελεύθερο. Στο μεταξύ διαρκώς καταφτάνουν πληροφορίες: «Έμαθαν ακόμη – κι ήταν αλήθεια – πως βρισκόταν σε μυστικές συνεννοήσεις και με τους είλωτες. Τους υποσχόταν ότι θα τους ελευθερώσει κι ότι θα τους δώσει πολιτικά δικαιώματα αν επαναστατήσουν και τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του στο σύνολό τους. Ωστόσο, ακόμη κι όταν μερικοί είλωτες κατάγγειλαν το πράγμα, οι έφοροι δεν έδωσαν πίστη ούτε έκριναν σωστό να πάρουν αυστηρά μέτρα εναντίον του, ακολουθώντας την καθιερωμένη ανάμεσά τους συνήθεια, να μην παίρνουν δηλαδή βιαστικά, όταν πρόκειται για Σπαρτιάτη, αποφάσεις με αγιάτρευτες συνέπειες, χωρίς αναμφισβήτητες αποδείξεις». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 132).
Η χαριστική βολή για τον Παυσανία ήταν η καταγγελία του αγγελιοφόρου, με τον οποίο είχε στείλει την τελευταία του επιστολή προς τον Αρτάβαζο. Ο Παυσανίας, για απόλυτη ασφάλεια, μέσα σε κάθε επιστολή, εκτός των άλλων, έδινε εντολή να θανατώνεται ο αγγελιοφόρος που τη φέρνει. Ο τελευταίος αγγελιοφόρος, υποψιασμένος απ’ το ότι κανείς από τους προηγούμενους δεν επέστρεψε, πλαστογράφησε τη σφραγίδα, άνοιξε την επιστολή και την έφερε ως πειστήριο στους πέντε εφόρους: «Τότε πια οι έφοροι – όταν ο άνθρωπος τους έδειξε την επιστολή – πείστηκαν περισσότερο για την αλήθεια των καταγγελιών, θέλησαν όμως ν’ ακούσουν, με τα ίδια τους τ’ αυτιά, κάτι να λέει κι ο ίδιος ο Παυσανίας. Σύμφωνα λοιπόν μ’ ένα σχέδιο που προετοίμασαν, ο άνθρωπος πήγε και πρόσπεσε ικέτης στο Ταίναρο, στον περίβολο του ιερού του Ποσειδώνα, όπου, για τη διαμονή του, έστησε μια καλύβα χωρισμένη στα δυο. Πίσω από το χώρισμα, στο ένα μέρος, έκρυψε μερικούς εφόρους κι όταν ο Παυσανίας ήρθε και τον ρώτησε για ποια αιτία καθόταν ικέτης, οι έφοροι τ’ άκουσαν όλα καθαρά. Ο άνθρωπος διαμαρτυρόταν για όσα ο Παυσανίας είχε γράψει στην επιστολή του γι’ αυτόν, αποκάλυπτε με λεπτομέρειες όλα τ’ άλλα και παραπονιόταν πως, ενώ εκείνος δεν τον είχε εκθέσει ποτέ σε κίντυνο στις υπηρεσίες που του ανέθετε στο βασιλιά, τούτος, για αμοιβή, του όριζε την κοινή τύχη των άλλων ταχυδρόμων, δηλ. το θάνατο. Ο Παυσανίας τα παραδεχόταν όλα αυτά, προσπαθούσε να τον πείσει να μην αγανακτεί για ό,τι έγινε, του υποσχόταν κάθε ασφάλεια αν έφευγε από το ιερό και ζητούσε επίμονα να ξεκινήσει αμέσως για την αποστολή του και να μη γίνει εμπόδιο στις μυστικές του αυτές συνεννοήσεις». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 133).
Το τέλος του Παυσανία γνωστό. Κατάλαβε ότι οι έφοροι είχαν σκοπό να τον συλλάβουν και κατέφυγε στο ιερό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Όταν μπήκε στο οίκημα, οι έφοροι αφαίρεσαν τη στέγη, χτίσανε τις πόρτες κι έβαλαν φρουρά, για να παραδοθεί από την πείνα. Όταν πια έφτασε να ξεψυχήσει τον βγάλανε από τον ιερό περίβολο και σχεδόν αμέσως πέθανε: «Η πρόθεσή τους ήταν να τον πετάξουν στον Καιάδα, όπου ρίχνουν τους κακούργους, αλλά κατόπιν αποφάσισαν να τον χώσουν κάπου εκεί κοντά. Ο θεός όμως των Δελφών με χρησμό παράγγειλε αργότερα στους Λακεδαιμονίους να τον μεταφέρουν και να τον θάψουν εκεί όπου πέθανε (και σήμερα βρίσκεται στην είσοδο του ιερού χώρου, καθώς το βεβαιώνει μια επιγραφή πάνω σε στήλες). Κι επειδή αυτό που είχαν κάνει ήταν πράξη ανίερη, ο θεός τους παράγγειλε να αποδώσουν στη Χαλκίοικο Αθηνά δυο σώματα αντί ένα. Οι Λακεδαιμόνιοι φρόντισαν να φτιαχτούν δυο χάλκινοι ανδριάντες που τους αφιέρωσαν στο ναό, σαν εξαγνισμό στο θάνατο του Παυσανία». (βιβλίο πρώτο, παράγραφος 134).
Θουκυδίδη Ιστορία, μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκος, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ
Ά έκδοση 1985
http://en.wikipedia.org/wiki/Xerxes_I