Ο Αλέξης Πάρνης και η παρωδία ως πολιτικό σχόλιο
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το όνομα Αλέξης Πάρνης είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Σωτήρη Λεωνιδάκη. Γεννήθηκε το 1924 στον Πειραιά και από μικρός οργανώθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Ο τραυματισμός του στα Δεκεμβριανά τον έφερε σ’ ένα νοσοκομείο στην Κορυτσά και από το 1948 εμφανίζεται στη λογοτεχνία με μια συλλογή διηγημάτων που έφερε τον τίτλο «Είμαι μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού». Με το τέλος του εμφυλίου μεταφέρεται στην Τασκένδη και εργάζεται στην τοπική εφημερίδα των Ελλήνων, ενώ το 1951 τον βρίσκει στη Μόσχα φοιτητή του Λογοτεχνικού Πανεπιστημίου «Μαξίμ Γκόρκι». Συνδέεται φιλικά με σπουδαίες λογοτεχνικές προσωπικότητες όπως ο Μπορίς Πάστερνακ και ο Ναζίμ Χικμέτ. Το ποίημά του «Μπελογιάννης» θα του δώσει το πρώτο παγκόσμιο βραβείο ποίησης στο φεστιβάλ της Βαρσοβίας το 1955. Οι μεγάλες λογοτεχνικές επιτυχίες του, όπως το θεατρικό του έργο «Το νησί της Αφροδίτης» που έκανε πάταγο στη Σοβιετική Ένωση με περισσότερες από 22.000 παραστάσεις, του έδωσαν τη δυνατότητα της επιστροφής στην Ελλάδα το 1963. Αρκετά μυθιστορήματά του έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ» (Ο Διορθωτής, Ο Κινηματίας, Λεωφόρος Πάστερνακ κ.α.) ενώ το 1972 κερδίζει το δεύτερο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το «Λεωφόρος Πάστερνακ». Το 1980 γράφει το μυθιστόρημα «Ο Μαφιόζος» που το εκδίδει επίσης ο εκδοτικός οίκος «ΕΣΤΙΑ».

«Ο Μαφιόζος» είναι η ιστορία του Μάριο Κοντεκόρτο που «ζούσε στο Θησείο, πίσω από τις γραμμές του ηλεκτρικού, σ’ ένα παλιό ισόγειο σπίτι δίχως καμιά άνεση……». Γόνος Ιταλών – στο τέλος αποδεικνύεται Έλληνας – που γεννήθηκε στην Ελλάδα κι ορφάνεψε με τον πόλεμο. Μεγαλωμένος σε ορφανοτροφείο, με στερημένη ζωή, προσπαθεί να βιοποριστεί ως τρομπετίστας στο Κλαμπ «Καλυψώ»: «Το καμπαρέ ήταν σωστό σκυλάδικο, γεμάτο πουντραρισμένες πατσές και παρδαλοβαμμένες σαπιοκοιλιές – φτηνή τροφή για φουκαράδες, περιπλανώμενους καραβόσκυλους». Μια μέρα δυο καλοντυμένοι μπράβοι τον οδηγούν στον κύριο Σορέλο, σ’ ένα πολυτελές σπίτι έξω από την Αθήνα. Ο Σορέλο κάνει λόγο για κάποιον Ιγνάτιο Παγκανίνι που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τον Μάριο. Χωρίς περιστροφές αποκαλύπτει ότι ο Παγκανίνι είναι ο πατέρας του Μάριο, και κάπως έτσι ξεκινά το οδοιπορικό του Μάριο μέσα στην αμερικάνικη μαφία, αφού ο Παγκανίνι είναι ο αρχηγός της διάσημης μαφιόζικης φαμίλιας «Παγκανίνι» που μαζί με τη φαμίλια του άσπονδου εχθρού του Βοκκάτσιο Καρούζο λυμαίνεται ολόκληρο το Μανχάταν.
Σταδιακά, ξετυλίγεται μια ολόκληρη γκανγκστερική ανθρωπογεωγραφία με κοσμικά πάρτι σε γιοτ που καταλήγουν σε όργια, με την ανθρώπινη ζωή να κοστολογείται πολύ φτηνά, με ίντριγκες και προδοσίες, πολυτελή ξενοδοχεία και κοκτέιλς. Ο αμοραλισμός, οι προσωπικές φιλοδοξίες, το μίσος, η εκδικητικότητα, η εξύψωση του εαυτού ως μοναδική συνθήκη επικοινωνίας και πάνω απ’ όλα η αρρωστημένη υποταγή στο χρήμα συνθέτουν την αμερικάνικη κοινωνία της απόλυτης παρακμής, την κοινωνία που πίσω από τα λαμπιόνια και τους τεράστιους ουρανοξύστες κρύβει την πιο επώδυνη ανθρώπινη καταβαράθρωση. Αυτό που μένει είναι η διάλυση των πάντων. Ο πατέρας προδίδει το παιδί του, οι φιλίες αντικαθίστανται από οικονομικές συμμαχίες, ο έρωτας είναι αντικείμενο χρηματικών συναλλαγών. Και δεν είναι το χρήμα που ρυθμίζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά η νοσηρότητα της προσωπικής επιβολής, αφού, σε τελική ανάλυση, το χρήμα είναι το μέσο της επιβολής. Η ατομική αυθαιρεσία σε βάρος των άλλων είναι η μέγιστη ικανοποίηση, καθώς μετατρέπεται σε μέγιστη αυτοεπιβεβαίωση. Η γκανγκστερική ιεραρχία τηρείται αυστηρά μόνο με την προϋπόθεση της υπεροχής του αρχηγού. Η ελάχιστη υπόνοια αδυναμίας ανατρέπει τα πάντα καθώς όλοι, σχεδόν αυτόματα, συνωμοτούν για την καθαίρεση του και τη δική τους ανάδειξη, πράγμα που ο αρχηγός γνωρίζει πολύ καλά. Παρακολουθούμε την κοινωνιολογία της αγέλης σε αδυσώπητο πρώτο πλάνο, την ανελέητη σημειολογία του ανθρώπινου μαρασμού. Ο Πάρνης βρίσκει την ευκαιρία να επιτεθεί ανοιχτά στο αμερικάνικο μοντέλο ζωής, το μοντέλο της εγκληματικότητας και της ανθρωποφαγίας. Γιατί ο γκανγκστερισμός δεν είναι παρά ο αντικατοπτρισμός μιας γενικότερης κοινωνικής νοοτροπίας. Της νοοτροπίας του άκρατου καπιταλισμού που οριοθετείται μόνο μέσα στα πλαίσια του έσχατου ατομικισμού και της απόλυτης κοινωνικής αδιαφορίας. Γιατί ο καπιταλισμός είναι ο μηχανισμός που μετατρέπει το συλλογικό όραμα σε ατομικό, αφού μόνο η ατομική επιτυχία έχει σημασία. Ο μέσος Αμερικανός της δεκαετίας του 80 έμαθε να δυσφορεί με οποιαδήποτε κοινωνική πολιτική, γιατί το δόγμα Ρήγκαν, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, του εξήγησε καλά ότι δεν μπορεί να φορολογείται ο ίδιος για να πληρώνονται επιδόματα σε αποτυχημένους ανέργους – τεμπέληδες. Η ηθική νομιμοποίηση της κοινωνικής αδιαφορίας προς τον αδύναμο, αφού η ευθύνη είναι δική του, είναι ακριβώς η ιδεολογία της ατομικής υπεροχής και της συμφεροντολογίας που στην ακραία της μορφή μόνο ως γκανγκστερισμός εκλαμβάνεται. Γιατί, αν η κατάλυση της συλλογικότητας είναι η απαρχή της ζούγκλας, ο γκαγκστερισμός είναι η επιβεβαίωσή της.

Όμως ο Πάρνης δεν αρκείται στην κατάδειξη των γκανγκστερικών του χαρακτήρων. Θέλει να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Θέλει να τους συνθλίψει, να τους απογυμνώσει ολοκληρωτικά, να τους εξευτελίσει. Τους γελοιοποιεί σε προσωπικό επίπεδο. Ο εχθρός του Παγκανίνι, ο Καρούζο, θέλει ένα γιο αλλά σκοντάφτει μπροστά στην αξεπέραστη σεξουαλική του ανικανότητα. Επιλέγει τις ωραιότερες γυναίκες, αλλά παραμένει ανενεργός. Σκηνοθετεί απίστευτες ιστορίες που θα του ανεβάσουν τις ερωτικές επιδόσεις πηγαίνοντας από αποτυχία σε αποτυχία. Απευθύνεται σε ψυχολόγο, τον οποίο στο τέλος δολοφονεί. Ο Παγκανίνι κάνει γελοίες συμφωνίες με τον Καρούζο κι ετοιμάζεται να θυσιάσει τον Μάριο. Ο αληθινός γιος του Παγκανίνι είναι ένας κρετίνος. Ταυτόχρονα η δράση γίνεται όλο και πιο εξωφρενική. Ο Καρούζο απαιτεί το θάνατο του Μάριο, τον απαγάγει και τελικά θέλει να τον κρατήσει για πάντα γιατί με το άκουσμα της τρομπέτας του ενεργοποιείται σεξουαλικά. Η κωμικά υπερβολική παρουσίαση της Κλαούντια, ως τρομερή fame fatale – πόρνη πολυτελείας, η οποία ξέρει και να δέρνει και να πυροβολεί και να οδηγεί δαιμονισμένα και να τιθασεύει όλους τους μοφιόζους, είναι το απόλυτο τσαλάκωμα όλων αυτών των επιτηδευμένων ερωτικών συμβόλων. Η σκηνή που αφήνει αναίσθητο τον αληθινό γιο του Παγκανίνι, που την έχει ερωτευτεί, με χτύπημα καράτε, μόνο ως ειρωνεία μπορεί να ερμηνευτεί. Η γραφικότητα της εμμονής στο σκορ των νεκρών ανάμεσα στις συμμορίες και το τελικό λουτρό αίματος στο μοτέλ «Χάι – Λάιφ» είναι το επιστέγασμα μιας ανελέητης φαρσοκωμωδίας.
Όμως, η εξωφρενικότητα της πλοκής που μετατρέπει την ιστορία σε κόμικ και οι μαφιόζικες καρικατούρες που την εξελίσσουν έρχονται σε αντίθεση με την αρχική γενεσιουργό ατμόσφαιρα του έργου. Η ανελέητη σάτιρα που προβάλλεται έρχεται σε αντίθεση με τις αρχικές προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, αφού η εστίαση στον αδηφάγο αμερικανισμό διασπάται και τελικά χάνεται σ’ ένα ντελίριο ιλαρότητας. Το λογοτεχνικό οικοδόμημα του Πάρνη γίνεται κομμάτια, αφού στερείται συνοχής, δηλαδή πάσχει από κρίση ταυτότητας. Φυσικά δεν υπονοείται εδώ ότι η σάτιρα δεν είναι ικανή να καταδείξει τα μεγαλύτερα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Ούτε ότι κάθε έργο οφείλει να διατηρεί συγκεκριμένο ύφος από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάθε άλλο. Όμως εδώ πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για σάτιρα – παρωδία που εστιάζει στη χοντροκομμένη οπτική των ηρώων κι ως εκ τούτου αφήνει την κοινωνική κριτική σε δεύτερη μοίρα. Γιατί η χοντροκομμένη καρικατούρα ενός δικτάτορα, για παράδειγμα, και οι προσωπικές του γκάφες σε μια ατμόσφαιρα καθαρά γκροτέσκα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι περνά και αντιδικτατορικά μηνύματα, αφού, ακόμη κι αν αυτά υπάρχουν, αναγκαστικά χάνονται, γίνονται δηλαδή μη ορατά, καθώς σκεπάζονται από τα απέραντα βουνά του χοντροκομμένου αστείου. Όπως ακριβώς και τα πολιτικά μηνύματα του Πάρνη όπου όταν οι μαφιόζοι ψάχνουν το Μάριο που έχει εξαφανιστεί και τελικά τον εντοπίζουν στα γραφεία της Ολυμπιακής, που πήγε να αγοράσει αεροπορικό εισιτήριο για την Ελλάδα, λέει ο Καρούζο: «Μήπως εκεί θα μας ξεφύγει; Και μάλιστα τώρα σε καιρό δικτατορίας;» Όσο για το τελικό χάπυ – έντ, δεν είναι παρά η επισφράγιση της ανώδυνης κωμωδίας, δηλαδή της οριστικής μεταστροφής που μόνο ως έλλειψη ισορροπίας μπορεί να ερμηνευτεί, αφού, στην ουσία, καθρεφτίζει την ασυνέπεια της λογοτεχνικής δομής. Τελικά οι προθέσεις του Πάρνη χάνονται, πράγμα απόλυτα λογικό, αφού στην πορεία χάνεται η εστίαση του θέματος, και κάπως έτσι ο αναγνώστης μένει μετέωρος.