20 Μαΐου 2018 at 20:23

Τα Καΐρεια

από

Τα Καΐρεια

Γράφει ο Μανόλης Πλούσος

Από της ιδρύσεως του το ελληνικό βασίλειο ταλανίστηκε από πλήθος θρησκευτικών ζητημάτων. Αρχικά, αλγεινή εντύπωση προξένησε στους άρτι απελευθερωθέντες Έλληνες ο διορισμός στην κεφαλή του κράτους ενός αλλόδοξου βασιλιά, και δη καθολικού. Εν συνεχεία η προσπάθεια της αντιβασιλείας να εκσυγχρονίσει τα εκκλησιαστικά πράγματα πυροδότησε πλήθος αντιδράσεων και επαναστατικών κινημάτων, κυρίως στην Πελοπόννησο, ενώ η ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της ελλαδικής εκκλησίας κλόνισε συθέμελα τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Προβλήματα δημιουργούσαν και οι εσωτερικές εκκλησιαστικές έριδες, που συχνά συμπαρέσυραν την, σε μεγάλο βαθμό, θρησκόληπτη ελληνική κοινωνία, θυμίζοντας συχνά τις θρησκευτικές διαμάχες του Βυζαντίου. Πέραν τούτων, η εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει την «εισβολή» στην ελληνική κοινωνία των νεωτερικών ιδεών της «άθεης» Εσπερίας καθώς και του κοσμικού κράτους, που κλόνιζαν την πνευματική πρωτοκαθεδρία που ο κλήρος απολάμβανε στα χρόνια της θεοκρατικής οθωμανικής κυριαρχίας. Στη δίνη των θρησκευτικών ερίδων βρέθηκε και ένας από τους πλέον φωτεινούς νόες της εποχής, ο Θεόφιλος Καΐρης.

Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης λίγο πριν την καταστροφή του 1922
Η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης λίγο πριν την καταστροφή του 1922

Γεννημένος στην Άνδρο το 1784 γόνος μιας πολυμελούς οικογένειας, είχε 3 αδερφούς και 3 αδερφές, ήρθε στο νησί σε επαφή με τα πρώτα «κολλυβογράμματα» και έδειξε εξ αρχής τα φιλομαθή στοιχεία του χαρακτήρα του. Οι γονείς του συνειδητοποιώντας τις ικανότητες του νεαρού Θεόφιλου και προς χάριν της παιδείας των υπόλοιπων τέκνων τους μετανάστευσαν στις Κυδωνίες, το σημερινό Αϊβαλί, για να φοιτήσουν τα παιδιά τους στην φημισμένη σχολή που δίδασκαν, μεταξύ άλλων, ο Γρηγόριος Σαράφης και ο Βενιαμίν Λέσβιος. Εκεί ο Θεόφιλος ξεδίπλωσε όλες τις μαθησιακές του ικανότητες γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο. Στα δεκαοκτώ του χειροτονείται ιεροδιάκονος και λαμβάνει το όνομα Θεόφιλος, αντί του Θωμάς που ήταν το πραγματικό του όνομα. Ο θείος του Σωφρόνιος Καμπάνης φρόντισε και τον έστειλε αρχικά στην Πίζα της Ιταλίας και εν συνεχεία στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στα μαθηματικά, την φυσική και την φιλοσοφία. Στο Παρίσι συνδέθηκε φιλικά με τον Αδαμάντιο Κοραή και ήταν εκεί που, σύμφωνα με τον βιογράφο του Δημήτριο Πασχάλη, «ησθάνθη τον πρώτον εις τας χριστιανικάς πεποιθήσεις του κλονισμόν». Εν συνεχεία στα 1810 ο Καΐρης επέστρεψε στα πάτρια και ξεκίνησε να διδάσκει αρχικά στην φημισμένη Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και στην συνέχεια στις Κυδωνίες όπου διεύθυνε το «Ελληνομουσείον ή Ακαδημείαν των Κυδωνίων». Σύμφωνα με τον Αν. Γούδα «ο Καΐρης τότε εθεωρείτο και πράγματι ήτο ο μάλλον πεπαιδευμένος ανήρ του έθνους εν τη Ανατολή».

Λίγο πριν το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης ο Καΐρης μυείται στην «Φιλική Εταιρία» και η σχολή των Κυδωνίων μετατρέπεται σε κέντρο προώθησης της εθνικής ιδέας. Ένα μήνα μετά την έκρηξη της επανάστασης η οικογένεια του επιστρέφει στην Άνδρο, ενώ ο ίδιος ξεκινάει αρχικά για την Πελοπόννησο, όπου ξεσηκώνει τα πλήθη με τα πατριωτικά λόγια του και εν συνεχεία ανεβαίνει στον Όλυμπο για να στηρίξει το εκεί επαναστατικό κίνημα. Στη διάρκεια της δράσης του πληγώνεται αλλά μόλις στέκεται ξανά στα πόδια του τον βρίσκουμε πληρεξούσιο στην συνέλευση στο Άστρος στα 1823. Ο Αν. Γούδας αναφέρει για την συμμετοχή του στις εθνοσυνελεύσεις: «Οι δε επιζώντες μαρτυρούσιν, ότι ο Θεόφιλος κύριον επ΄ αυτών μέλημα είχε να συνάπτη τα διεστώτα, να καταπραΰνη τας διενέξεις και να εμπνέη δια του μειλιχίου ύφους του τον άγιον και αναγκαιότατον κατά τας περιστάσεις εκείνας ενθουσιασμόν υπέρ πατρίδος. Ουδέποτε δε απέβλεψεν ούτε εις δόξας, ούτε εις επιδείξεις, ούτε εις άλλο τι των επί τοιούτων περιστάσεων ενθέρμως επιδιωκομένων». Πράγματι, ο Καΐρης αρνήθηκε στα 1835 να δεχτεί από τον βασιλιά Όθωνα τον χρυσό σταυρό του Σωτήρος τονίζοντας ότι: «Εις εμέ δε, Βασιλεύ, ικανή μένει αμοιβή, ότι επροσπάθησα τουλάχιστον να κάμω το προς την πατρίδα χρέος μου· ικανή ευχαρίστησις, ότι την είδον κατά του άγριου εχθρού και τυράννου θριαμβεύουσαν·…». Αργότερα, στα 1837, αποποιήθηκε και την πανεπιστημιακή έδρα που του προσφέρθηκε λέγοντας πως: «καθηγητής δεν είναι μόνον ο επί μισθώ εν τω Πανεπιστημίω ή εν άλλοις εκπαιδευτικοίς του Κράτους ιδρύμασι διδάσκων αλλ΄ ο πανταχού της γης δια της διδασκαλίας του ή των συγγραμμάτων του ωφελών».

Φιλοσοφικά και φιλολογικά / Θ. Καΐρη, επιμ. Β.Π. Σεκοπούλλου. Έκδοση του 1878
Φιλοσοφικά και φιλολογικά / Θ. Καΐρη, επιμ. Β.Π. Σεκοπούλλου. Έκδοση του 1878

Ο Καΐρης δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Τον Ιανουάριο του 1836 εγκαινιάζει στην πατρίδα του την Άνδρο το δικό του ορφανοτροφείο. Με χρήματα που είχε συλλέξει ο ίδιος σε ταξίδια του στην Ευρώπη από Έλληνες ομογενείς έστησε ένα πρότυπο σχολείο που γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη στην Ανατολή. Εξοπλισμένο με μοναδικά για την εποχή του επιστημονικά όργανα, όπως το πρώτο τηλεσκόπιο στην Ελλάδα, προσήλκυε πλήθος μαθητών όχι μόνο Ελλήνων αλλά και Βουλγάρων και Τούρκων. Στο σχολείο του ορφανοτροφείου διδάσκονταν, από βιβλία που ο ίδιος ο Καΐρης είχε συγγράψει, μαθηματικά, φυσική, χημεία, φιλοσοφία, ρητορική και θρησκειολογία, ενώ ακολουθούσε την αλληλοδιδακτική μέθοδο, με τους προχωρημένους μαθητές να αναλαμβάνουν την διδασκαλία των αρχαρίων. Το κλίμα θύμιζε περισσότερο κοινόβιο παρά σχολείο. Ο Καΐρης συνέτρωγε μαζί με τους μαθητές του, ενώ επιθυμούσε να τον αποκαλούν «αδελφό» και όχι «πάτερ». Πολλές από τις παιδαγωγικές μεθόδους του τις είχε εμπνευστεί από τον Ελβετό Johann Heinrich Pestalozzi, τον επονομαζόμενο και «δάσκαλο των φτωχών». Οι καινοφανείς μέθοδοι διδασκαλίας καθώς και το περιεχόμενο των διδασκομένων βιβλίων γρήγορα τράβηξαν το ενδιαφέρον της Ιεράς Συνόδου και του Πατριαρχείου. Κυρίως ενόχλησε τον κλήρο η διδασκαλία του μαθήματος της θρησκειολογίας, που ξέφευγε από την ορθόδοξη χριστιανική κατήχηση και εμβάθυνε εξ ίσου και στις λοιπές θρησκείες. Το παλάτι θέλοντας να αποκτήσει ξεκάθαρη εικόνα για το ορφανοτροφείο του Καΐρη, έστειλε στην Άνδρο τον σύμβουλο σε θέματα παιδείας Christian August Brandis να παραστεί σε μερικές από τις ομιλίες του και να συντάξει μια έκθεση. Αφού άκουσε και είδε τον τρόπο λειτουργίας του ορφανοτροφείου κατέληξε πως: «…εάν μίαν ακόμη τριετίαν διδάξη ο Καΐρης, ο βασιλεύς Όθων θα φύγη από την Ελλάδα».

Ο Θεόφιλος Καΐρης (19 Οκτωβρίου 1784 - 13 Ιανουαρίου 1853) ήταν κορυφαίος νεοέλληνας διαφωτιστής, φιλόσοφος, διδάσκαλος του Γένους και πολιτικός.
Ο Θεόφιλος Καΐρης (19 Οκτωβρίου 1784 – 13 Ιανουαρίου 1853) ήταν κορυφαίος νεοέλληνας διαφωτιστής, φιλόσοφος, διδάσκαλος του Γένους και πολιτικός.

Αυτό, όμως, που συγκλόνισε τον κλήρο αλλά και τους πιστούς ήταν οι πληροφορίες που έρχονταν στο φως σχετικά με τις «μυστικές» διδασκαλίες του Καΐρη. Ακουγόταν ότι σε νυχτερινά μαθήματα δίδασκε τους μαθητές του μια νέα θρησκεία που αποκαλούσε ο ίδιος «θεοσέβεια». Επρόκειτο περισσότερο για ένα φιλοσοφικό σύστημα παρά για μια οργανωμένη θρησκεία, με επιρροές κυρίως από τον Auguste Comte. Ο τελευταίος θεωρείται ο θεμελιωτής της «Σχολής του Θετικισμού» και είχε οργανώσει και δική του θρησκεία, την επονομαζόμενη «θετική». Επίσης βαθειά επίδραση στις ιδέες του Καΐρη άσκησε και ο Άγγλος George Berkeley, ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του αγγλικού διαφωτισμού, που θεμελίωσε τον εμπειρισμό και τον υποκειμενικό ιδεαλισμό. Ουσιαστικά ο Καΐρης προσπάθησε να δημιουργήσει μια εξορθολογισμένη θρησκεία στα πρότυπα των Ευρωπαίων ντεϊστών. Η «θεοσέβεια» έκανε αναφορές στην ισότητα και την προσωπική ελευθερία των ατόμων, ενώ θεωρούσε όλες τις υπόλοιπες θρησκείες επιβλαβείς διότι στηρίζονται σε σαθρές αρχές και παράλογες τελετές που εμποδίζουν την πραγματική πρόοδο της ανθρωπότητας. Ο χριστιανισμός συγκαταλεγόταν σε αυτές τις θρησκείες, γεγονός που απετέλεσε για τον χριστιανικό κλήρο και το ποίμνιο casus belli. Θεωρούσε, επίσης, ότι έπρεπε να αντικατασταθεί ο χριστιανισμός από την «θεοσέβεια» και πρόκρινε την δημιουργία μια παγκόσμιας «θεοσεβικής» εκκλησίας. Παράλληλα, οργάνωσε και κοινοβιακές «θεοσεβικές» κοινότητες βασισμένες στην διδασκαλία του. Οι πιστοί του απαγορευόταν να έχουν σχέσεις με πιστούς άλλων δογμάτων, οι γάμοι επιτρέπονταν μόνο μεταξύ «θεοσεβών», ενώ είχε εκδώσει και συγκεκριμένες οδηγίες για την ανατροφή των παιδιών καθώς και για τις θρησκευτικά καθήκοντα των ακολούθων του στην αρχαία δωρική γλώσσα. Ακολουθώντας τα πρότυπα του Comte έφτασε να δημιουργήσει και δικό του ημερολόγιο. Κατά βάση είχε δημιουργήσει μια νέα θρησκεία- φιλοσοφία που στηριζόταν όχι στην υπερφυσική αποκάλυψη, αλλά στον ορθό λόγο και απέκρουε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, τα χριστιανικά μυστήρια καθώς και το σύνολο των διατάξεων του χριστιανικού δόγματος. Ο Γ. Κορδάτος στην «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος» αναφέρει πως ο Καΐρης τόλμησε «να διδάξει μια νέα κοσμοθεωρία, με απόχρωση θεολογική και να καταρτίσει και σχέδια πολιτειακής ιδιόρρυθμης οργάνωσης με βάση τον κοινοτισμό και με αρχές δημοκρατικές».

Φιλοσοφικά και φιλολογικά / Θ. Καΐρη, επιμ. Β.Π. Σεκοπούλλου. Έκδοση του 1878. (απόσπασμα)
Φιλοσοφικά και φιλολογικά / Θ. Καΐρη, επιμ. Β.Π. Σεκοπούλλου. Έκδοση του 1878. (απόσπασμα)

Όλα τούτα δεν άργησαν να κινητοποιήσουν την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου, η οποία τον Ιούλιο του 1839 έστειλε γράμμα στον Καΐρη αναφέροντας πως «λυπηρόν και φρικώδες άκουσμα έφθασε μέχρι των ώτων της» και τον κατηγορούσε ότι «αποπλανηθείς εις το χάος της ελεεινοτάτης απάτης αρνείται την Αγίαν Τριάδα και την ενσάρκωσιν του Υιού και Λόγου του Θεού, ότι αποκρούει την μέλλουσαν κρίσιν και ανταπόδοσιν, τα μυστήρια της Εκκλησίας και τας τελετάς, την θεοπνευστίαν των Γραφών, τας οικουμενικάς και τοπικάς αγίας Συνόδους, τας σεπτάς εικόνας και την μεσιτίαν των Αγίων, τας νηστείας και άλλα, εφ ών ωκοδόμειται η αγία και ορθόδοξος ημών πίστις, και αντί τούτων εισάγει Θεόν άλλον παρά τον τρισυπόστατον, νέας τελετάς και προσευχάς και ύπαρξιν ανθρώπων λογικών και εις τους λοιπούς πλανήτας». Η Ιερά Σύνοδος είχε σαφέστατες πληροφορίες για το περιεχόμενο της «θεοσέβειας» και οι «κατηγορίες» ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Ο Ανδρέας Συγγρός, που υπήρξε σε μικρή ηλικία μαθητής του Καΐρη, αναφέρει στα απομνημονεύματα του ότι μόλις ξεκίνησε η λειτουργία της σχολής: «Έκτοτε έπαυσαν αι θείαι χριστιανικαί λειτουργίαι εν τη Εκκλησία, αντικατασταθείσαι δια θρησκευτικών τελετών εν τη Σχολή, εις ας προσήρχοντο εννοείται και οι πλείστοι των εξωτερικών μαθητών. Αι τελεταί αύται συνίσταντο εις ύμνους και προσευχάς προς ένα και μόνο Θεόν, τελούμεναι υπό του Θεοφίλου Καΐρη, όστις και πλήρες ασματολόγιον και ευχολόγιον είχε συντάξει προς τούτο». Το ζήτημα ήταν φλέγον για την Ιερά Σύνοδο διότι αυτές τις ιδέες δεν τις διέδιδε κάποιος λαϊκός, αλλά ένας κληρικός της ορθόδοξης εκκλησίας. Στην απάντηση του ο Καΐρης αρνιόταν να δώσει ομολογία πίστεως διότι αυτό θα καταπατούσε την συνείδηση του και ανέφερε: «Επιτρέπεται εν ευνομουμένω Κράτει, καυχωμένω μάλιστα επί ανεξιθρησκεία να ερευνά τις την συνείδησιν του ετέρου και να ζητή έγγραφον ομολογίαν της πίστεως του; Αν τούτο επιτρέπεται, τότε ας ομολογήσωμεν, ότι δεν αφιστάμεθα πολύ της εποχής των δικαστηρίων της ιεράς εξετάσεως». Δυστυχώς για τον Καΐρη εκείνη την περίοδο η ελληνική κοινωνία βρισκόταν κάτω από την επιρροή των ιδεών των φανατικών θρησκόληπτων Ναπαίων και κάθε παρέκκλιση από το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα θεωρούταν δείγμα αθεΐας ή δάκτυλος αιρετικών.

Η άρνηση του Καΐρη να δώσει γραπτή ομολογία πίστεως έβαλε σε λειτουργία τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης. Τον Οκτώβριο του 1839 ο Κανάρης στέλνεται να παραλάβει τον Καΐρη από την Άνδρο για να τον φέρει στην Αθήνα να απολογηθεί στην Ιερά Σύνοδο. Το αποτέλεσμα ήταν τον αναμενόμενο. Ο Καΐρης καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στην μονή Ευαγγελισμού της Σκιάθου σε ένα υγρό και παγωμένο κελί. Απαγορευόταν σε όλους να του μιλάνε ή να τον βλέπουν. Ουσιαστικά επρόκειτο για θρησκευτική κάθειρξη. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως συντάχτηκε με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου χαρακτηρίζοντας το Ορφανοτροφείο της Άνδρου «φθορείο ψυχών» και τη διδασκαλία του Καΐρη «ψυχοβλαβών φρονήματα φαρμακευμένα με τον ιόν του αντιχρίστου Θεοσεβισμού». Μάλιστα, πληροφορούσε το ποίμνιο των πιστών ότι στο Φανάρι θα λειτουργούσε και ειδική σχολή με σκοπό την «κάθαρση» του νου όσων είχαν μολυνθεί από τα διδάγματα της «θεοσέβειας»… Η μόνη λύτρωση για τον καταδικασμένο καλόγηρο ήταν η υπογραφή δήλωσης μετάνοιας, την οποία πεισματικά αρνούταν. Η διαμονή του επί πεντάμηνο σε άθλιες συνθήκες στο μοναστήρι της Σκιάθου σταδιακά κλόνισε την εύθραυστη υγεία του Καΐρη. Μετά από παρακλήσεις των φίλων του μεταφέρθηκε τον Μάρτιο του 1840 σε καλύτερες συνθήκες, αλλά πάντα υπό περιορισμό, στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία στην Σαντορίνη. Έπειτα από διετή παραμονή του επετράπη να αναχωρήσει για το εξωτερικό και συγκεκριμένα για το Λονδίνο. Ο Ιωάνν. Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του σχολιάζει για τα γεγονότα: «Εις τα 1839 μάθαμεν κι ο περίφημος δάσκαλος Καγίρης δεν πιστεύει την Αγίαν Τριάδα κι άλλα τέτοια. Έστειλε η Σύνοδο του μίλησε. Αυτός δεν τραβάγει χέρι από την δοξασίαν του και κάθε άνθρωπός πρέπει να λυπάται και να κλαίγη, ότι τρελλαθήκαμε μικροί και μεγάλοι. Γέλασε τους γονέους και τους πήρε τα παιδιά τους και τα πρόκοψε. Έστειλε η Σύνοδο και ήρθε εδώ-δεν αλλάζει γνώμη· και του είπε ν΄ αναχωρήση και πάγη εις την κατάρα του Θεού, έξω από το κράτος. Θεέ, τι λέπουμε εις τας ημέρας μας! Σηκώθηκε και πάγει εις την κατάρα του Θεού, έξω από το κράτος».

Στο Λονδίνο έμεινε μέχρι το 1844 οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά και την ψήφιση του συντάγματος, που καθιέρωνε ως νόμο του κράτους την ελευθερία της συνείδησης. Ο Ιω. Κωλέτης, που υπήρξε συμμαθητής του Καΐρη στην Πίζα, εγγυήθηκε για την ασφάλειά του και έτσι επανέκαμψε στην Άνδρο και συνέχισε να διδάσκει. Δεν έμεινε για πολύ, όμως, ανενόχλητος. Στα 1849 η εφημερίδα «Αιώνας», εκφραστής των φανατικών Ναπαίων, κατηγόρησε την κυβέρνηση για την ανοχή της «δια τον βόσκοντα εν Άνδρω Καϊρισμόν» και στα 1850 ανέφερε πως ο Καϊρισμός «δεν απειλεί μόνον την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρον τον χριστιανικόν κόσμον». Η θύελλα ξέσπασε τον Μάιο του 1852 όταν ο εισαγγελέας του Πλημμελειοδικείου Σύρου Ν. Στούπης παραπέμπει σε δίκη τον Καΐρη και τρεις από τους παλαιούς μαθητές του με την κατηγορία «ότι ο μεν πρώτος ως καθιδρυτής και αιρεσιάρχης, οι δε λοιποί τρεις ως αιρεσιώται, καθίδρυσαν εν Άνδρω από του 1839 και εξακολουθούν να πρεσβεύωσι νέαν θρησκευτικήν αίρεσιν, Θεοσέβειαν καλουμένην, μη αναγνωριζομένην υπό του Κράτους και αντιβαίνουσαν εις τα δόγματα της χριστιανικής ορθοδόξου εκκλησίας». Όπως ήταν φυσικό, και παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες του συνηγόρου του Καΐρη καθηγητή Νικ. Σαρίπολου, το δικαστήριο καταδίκασε τον ταλαιπωρημένο καλόγερο σε φυλάκιση 2 ετών και 10 ημερών και τους άλλους τρεις σε κάθειρξη 13 μηνών. Στην φυλακή ο οργανισμός του Καΐρη δεν άντεξε τις κακουχίες. Στις 9 Ιανουαρίου 1853 άφησε την τελευταία πνοή του στις φυλακές Σύρου. Ακόμη , όμως, και νεκρό οι διώκτες του δεν τον παρέδωσαν στην οικογένεια του για να τον Θάψουν στην Άνδρο. Ετάφη στην Σύρο νύχτα και όπως παραδίδει ο βιογράφος του Δημ. Πασχάλης, την επομένη κάποιοι άνοιξαν τον τάφο και παραγέμισαν το άψυχο κορμί του Καΐρη με ασβέστη για να λιώσουν τα κόκκαλά του από φόβο «μη οι μαθηταί αυτού τελέσωσιν ημέραν τινα ευλαβώς τα απαγορευθέντα κατά τον θάνατον αυτού καθήκοντα». Η ειρωνία είναι ότι μόλις δέκα μέρες μετά τον θάνατο στη φυλακή του Καΐρη ο Άρειος Πάγος, που δίκασε την αίτηση αναίρεσης της οικογένειας του, τον αθώωσε…

Μέρος της εκφωνηθείσης ομιλίας υπό Θεοφίλου Καϊρη εις το εν Άνδρω Ορφανοτροφείον κατά το τέλος της σειράς των υπ' αυτού διδασκομένων μαθημάτων. Ο λόγος εκφωνήθηκε το 1839.
Μέρος της εκφωνηθείσης ομιλίας υπό Θεοφίλου Καϊρη εις το εν Άνδρω Ορφανοτροφείον κατά το τέλος της σειράς των υπ’ αυτού διδασκομένων μαθημάτων. Ο λόγος εκφωνήθηκε το 1839.

Για την θρησκόληπτη ελληνική κοινωνία της εποχής που έβλεπε παντού κινδύνους, υπαρκτούς ή φανταστικούς, που απειλούσαν την θρησκεία της ο Καΐρης ήταν ένας αιρετικός. Πολλοί πιστοί, χωρίς πολλές γνώσεις οι ίδιοι, εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στον μορφωμένο καλόγερο με σκοπό να τα διδάξει γράμματα αλλά και το χριστιανικό ορθόδοξο ήθος. Αντί για το χριστιανικό ήθος, όμως, διδάσκονταν τις φιλοσοφίες του ίδιου του Καΐρη. Σωστά ο Αν. Γούδας σχολιάζει για την διδασκαλία του: «Εν τη διδασκαλεία του τελευταίου τούτου μαθήματος (ενν. την θρησκειολογία) ο Καΐρης ανέπτυσσε τας βάσεις πάσης ανεξαιρέτως θρησκείας, χωρίς να εκφέρη ουδεμίαν επ΄ αυτών κρίσιν. Κακόν βεβαίως τούτο και ολέθριο· διότι οι εμπιστευθέντες αυτώ τους παίδας, έπραξαν τούτο εκ πεποιθήσεως, ότι εκ της διδασκαλίας ευσεβούς Κληρικού, οίος ενομίζετο μέχρι της εποχής εκείνης ο Καΐρης, ο μόλις προ σμικρού χειροτονηθείς πρεσβύτερος, ουδείς θα εμπνευσθή περί θρησκείας ενδοιασμός εις τας τρυφεράς καρδίας των παίδων. Αν ο Καΐρης ήθελε να φιλοσοφήση και περί θρησκειών, πρώτον μεν ώφειλε να παραιτηθή του εκκλησιαστικού αυτού αξιώματος· έπειτα δε ώφειλε να προκηρύξη δια προγράμματος, ότι προς τοις άλλοις θα διδάξη και θρησκειολογίαν». Ο Καΐρης, όσο ήταν ντυμένος με το ράσο, τελούσε υπό την πνευματική καθοδήγηση της ελλαδικής εκκλησίας. Ήταν υποχρεωμένος να τηρεί τις εντολές και τα δόγματα της ορθοδόξου πίστεως. Αφ ης στιγμής παρέκλινε δογματικά ήταν αναμενόμενο να στραφεί εναντίον του το σύνολο της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Το σφάλμα του ήταν ότι πίστεψε πως στους κόλπους της εκκλησίας υπήρχε περιθώριο για διαφοροποιήσεις. Από τη στιγμή που ως άνθρωπος άρχισε να έχει αμφιβολίες σχετικά με την πίστη του, έπρεπε να αποστασιοποιηθεί από τους κόλπους της εκκλησίας και να διδάξει ως ελεύθερος πολίτης. Από την άλλη μεριά, αυτό που διακυβευόταν στην δίκη του Καΐρη ήταν το δικαίωμα του καθενός στο ελληνικό βασίλειο να σκέπτεται και να λέει αυτά που επιθυμούσε. Ο Νικ. Σαρίπολος στα απομνημονεύματά του αναφέρει: «προθύμως ανεδέχθην τον αγώνα της συνηγορίας παρακινούμενος από την αντίληψιν, ότι ως διδάσκαλος της ελευθερίας και κήρυξ αυτής από της πανεπιστημιακής έδρας έχει καθήκον να συντελέση εις το να κατασταθή αλήθεια η εν τω Συντάγματι αναγεγραμμένη αρχή, ότι εν Ελλάδι η συνείδησις εκάστου είναι απαραβίαστος». Ο Γ. Κρέμος σημειώνει με την σειρά του ότι: «Ομολογουμένως ο Καΐρης έπταισεν ως διδάξας τους εαυτού μαθητάς παίδας όντας μάλιστα τα της θεοσεβείας δόγματα, ους ώφειλε να παραδώση τοις οικείοις και τη πατρίδι οίους παρέλαβεν· αλλ΄ έτι μάλλον έπταισαν οι αυτόν καταδιώξαντες αυτόκλητοι της ορθοδοξίας προστάται ως εγείραντες θόρυβον επιδείξεως ή υποκρισίας ένεκεν». Στο νεοπαγές ελληνικό βασίλειο, ειδικά μετά την καθιέρωση συντάγματος, η ελλαδική εκκλησία έβλεπε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Αργά αλλά σταθερά, η ελληνική κοινωνία άρχισε να εσωτερικεύει τα διδάγματα του Διαφωτισμού, γεγονός που δημιουργούσε εμπόδια στην πνευματική πρωτοκαθεδρία της ελλαδικής εκκλησίας. Σε κάθε παρόμοια περίπτωση η εκκλησία έδειχνε τα «δόντια» της σε αγαστή συνεργασία και με το ελληνικό κράτος, στους κόλπους του οποίου υπήρχαν οι θρησκόληπτοι Ναπαίοι που κινούσαν τα νήματα ενάντια σε κάθε ευρωπαϊκό νεωτερισμό. Αντίστοιχη ήταν η στάση της εκκλησίας και στις προσπάθειες ίδρυσης αγγλικών και αμερικανικών σχολείων στην Αθήνα, στη Σύρο, την Αίγινα και αλλού. Αυτό που δεν μπορούσε να ανεχθεί η εκκλησία στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν πως ένας εκ των διακόνων της είχε παρεκκλίνει από το ορθόδοξο δόγμα.

Διαβάστε:

Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός.

(Εμφανιστηκε 1,155 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.