Ο Αριστοτέλης και η έννοια της κοινής αίσθησης
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Συνεχίζοντας το τρίτο και τελευταίο βιβλίο από το έργο του Περί Ψυχής ο Αριστοτέλης θα κάνει λόγο για τα κοινά αισθητά: «… ούτε μπορεί να υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο αισθητήριο για τα κοινά αισθητά, τα οποία αισθανόμαστε κατά περίσταση με κάθε αίσθηση· όπως για παράδειγμα την κίνηση, τη στάση το σχήμα, το μέγεθος, τον αριθμό, την ενότητα» (425a 15-18).
Για να εξηγήσει αμέσως: «γιατί όλα αυτά τα αισθανόμαστε με μια κίνηση» (425a 18). Ο όρος κίνηση, όπως τίθεται εδώ, ισοδυναμεί περισσότερο με την έννοια του πάθους, δηλαδή του συναισθήματος που λειτουργώντας ως επικοινωνιακή πύλη με το περιβάλλον επιτρέπει την κατανόησή του και την αντίληψη της θέσης του εαυτού μέσα σε αυτό. Ο μεταφραστής Ι. Σ. Χριστοδούλου διευκρινίζει: «Η “κίνησις” εδώ είναι συνώνυμη με το “πάθος”. Το κοινό αισθητό ασκεί μια δράση πάνω στο “αισθητήριον” και γι’ αυτό δε γίνεται αισθητό κατά συμβεβηκός» (σελ. 317).
Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να προσδιορίσει κανείς την αντίληψη της κίνησης ή της ενότητας ή της στάσης επικαλούμενος μία μονάχα αίσθηση. Η αίσθηση της στάσης μέσα στο τρένο που σταματά να κινείται δεν αφορά ούτε την όραση ούτε την αφή ούτε την ακοή κατ’ αποκλειστικότητα, αλλά προκύπτει από το σύνολο των δράσεων όλων των αισθητηρίων που αποστέλλουν στο νου το δικό τους αισθητηριακό μήνυμα.

Το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι συμβαίνει και με την αντίληψη του σχήματος ή του μεγέθους, πολύ περισσότερο του αριθμού, που αφορά τη νοητική αποκωδικοποίηση των αισθητηριακών ερεθισμάτων. Το δεδομένο ότι τα νούμερα δεν υπάρχουν στο περιβάλλον καθιστά σαφές ότι πρόκειται για νοητική κατασκευή που στοχεύει στην πλήρη αποδελτίωσή του. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί με την αίσθηση της όρασης ότι στο δρόμο υπάρχει μονάχα ένα αυτοκίνητο, αλλά η μέτρηση είναι καθαρά νοητική διαδικασία.
Αποδεχόμενοι ότι και το μέγεθος αφορά την κοινή αίσθηση, αφού σε τελική ανάλυση δεν αφορά μονάχα ένα αισθητήριο όργανο, εμπεριέχει την έννοια της αριθμητικής προσέγγισης και εντάσσεται στην έννοια της κίνησης με την αριστοτελική της ταυτότητα, γίνεται κατανοητό ότι με τον ίδιο τρόπο πρέπει να προσεγγιστεί και η έννοια του σχήματος: «… για παράδειγμα αισθανόμαστε το μέγεθος με την κίνηση· επομένως και το σχήμα· γιατί το σχήμα είναι μια μορφή μεγέθους» (425a 19-20).
Ο Αριστοτέλης θα γίνει κατατοπιστικότερος: «Το πράγμα που βρίσκεται σε ηρεμία το αισθανόμαστε με την απουσία της κίνησης· ενώ τον αριθμό με την άρνηση της συνέχειας και με τα ιδιαίτερα σε κάθε αίσθηση αισθητά· γιατί κάθε αίσθηση αισθάνεται ένα πράγμα» (425a 20-22). Η αναντίρρητα εξατομικευμένη λειτουργία των αισθήσεων (η ακοή αφορά μόνο τους ήχους, η όσφρηση μόνο τις μυρωδιές, η όραση μόνο τα ορατά κλπ) καταδεικνύει ότι για κάποιες πιο σύνθετες αντιληπτικές διαδικασίες, όπως η κίνηση ή η στάση, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι κατατάσσονται στο πεδίο κάποιας συγκεκριμένης αισθητηριακής δυνατότητας, αλλά αφορά το συνδυασμό τους.
Ο Αριστοτέλης θα συμπεράνει: «Είναι φανερό, λοιπόν, ότι είναι αδύνατο να υπάρχει ιδιαίτερη αίσθηση για οποιαδήποτε από αυτά, ας πούμε για την κίνηση· γιατί, αν υπήρχε, θα γινόταν όπως τώρα που αισθανόμαστε το γλυκό με την όραση. Αυτό το τελευταίο, όμως, συμβαίνει επειδή τυχαίνει να έχουμε αίσθηση και για τα δύο, και έτσι, όταν βρεθούν μαζί, τα αναγνωρίζουμε ταυτόχρονα· διαφορετικά δε θα τα αισθανόμασταν καθόλου παρά μόνο από σύμπτωση» (425a 22-27).
Η αντίληψη του γλυκού με την όραση δεν αφορά τη λειτουργία του ματιού, αλλά τη νοητική δυνατότητα της μνήμης που μπορεί να συνδυάσει τα δεδομένα. Η θέαση του γλυκού παραπέμπει στη γεύση, όχι επειδή γίνεται αυτόματα αισθητή, αλλά επειδή υπάρχει πάντα η ανάμνησή της που συνδυάζεται με το συγκεκριμένο οπτικό ερέθισμα. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί η γεύση να συνδυαστεί και με την όσφρηση. Το δεδομένο του συνδυασμού των αισθητηριακών μηνυμάτων καθιστούν την συνολική αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου, που ασφαλώς προϋποθέτει τη μεσολάβηση της νόησης ως εργαλείο καταγραφής και αποθήκευσης των αισθητηριακών ερεθισμάτων.
Και πάλι ο μεταφραστής Ι. Σ. Χριστοδούλου σχολιάζει: «Αν υπήρχε μια ιδιαίτερη αίσθηση των κοινών αισθητών, καθεμιά από τις υπόλοιπες αισθήσεις θα το αντιλαμβανόταν τυχαία μόνο, με τον τρόπο με τον οποίο για παράδειγμα η όραση γνωρίζει το γλυκό. Δε θα ασκούσαν, λοιπόν, καμία ενέργεια πάνω στο όργανο πράγμα που είναι γνωστό πως είναι ανακριβές» (σελ. 317).
Το ότι η αναγνώριση του γλυκού από την όραση δεν είναι κάτι τυχαίο αλλά εμπεριέχει τη μεσολάβηση της νόησης δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού, αφού σε κάθε περίπτωση τα κοινά αισθητά (όπως η κίνηση και η στάση) δεν απευθύνονται σε κάποιο συγκεκριμένο αισθητήριο όργανο, αλλά θα έλεγε κανείς ότι τα αφορούν όλα εξίσου. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι δεν ενεργούν πάνω στο αισθητήριο όργανο δεν ευσταθεί, αφού ενεργούν πάνω σε όλα. Η διαφορά έγκειται στο ότι δεν ενεργούν πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο, αλλά απαιτούν τη συνδυαστική δράση όλων.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί να εξηγήσει και το αριστοτελικό παράδειγμα με το γιο του Κλέωνα που θέτει το ζήτημα αντιστρόφως: «για παράδειγμα ο γιος του Κλέωνα αντιλαμβανόμαστε όχι ότι είναι γιος του Κλέωνα, αλλά ότι είναι λευκός· και συνέβη το λευκό αυτό να είναι ο γιος του Κλέωνα» (425a27-29).
Με άλλα λόγια, η λευκότητα του δέρματος δεν μπορεί να συνδυαστεί με την αντίληψη της πατρικής ταυτότητας κάποιου, επειδή η νοητική αντίληψη, όσο κι αν είναι σε θέση να συνδυάζει τα αισθητηριακά ερεθίσματα προεξοφλώντας χαρακτηριστικά, δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει επακριβώς την πατρική ταυτότητα κάποιου μόνο από το χρώμα του δέρματος. Οπωσδήποτε, αν ο γιος του Κλέωνα ήταν μελαμψός, θα προξενούσε μεγάλη έκπληξη, αφού αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με το αναμενόμενο κοινό αισθητό. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι κάθε λευκός είναι και γιος του Κλέωνα. Είναι λευκός επειδή είναι γιος του Κλέωνα, αλλά δεν είναι γιος του Κλέωνα επειδή είναι λευκός.
Ο Αριστοτέλης θα δώσει την τελική εξήγηση: «Για τα κοινά αισθητά […] έχουμε αίσθηση κοινή, η οποία δεν υφίσταται κατά περίσταση· δεν υπάρχει, επομένως, ιδιαίτερη αίσθηση γι’ αυτά· γιατί, αν υπήρχε, δε θα τα αισθανόμασταν καθόλου παρά μόνο έτσι, όπως είπαμε ότι βλέπουμε το γιο του Κλέωνα» (425a 29-32).
Η κοινή αίσθηση που αντιλαμβάνεται τα κοινά αισθητά δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από το συνδυασμό των αισθήσεων που αποδίδουν το μήνυμα ύστερα από νοητική διεργασία. Κι αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει κάποιο ξεχωριστό αισθητήριο όργανο για τα κοινά αισθητά και κατ’ επέκταση δεν υπάρχει κάποια ξεχωριστή αίσθηση που να τα αποδίδει. Αν υπήρχε, τότε αναγκαστικά η αντίληψή τους θα κινούταν στην ασάφεια, όπως στην περίπτωση του γιου του Κλέωνα που η λευκότητά του κρίνεται ανεπαρκής για να τον προσδιορίσει.
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Οι αισθήσεις […] αντιλαμβάνονται κατά περίσταση τα ιδιαίτερα αισθητά η μια της άλλης, όχι ως ιδιαίτερες αισθήσεις, αλλά ως μία αίσθηση, όταν όλες οι αισθήσεις συγκεντρωθούν στο ίδιο αντικείμενο· όπως για παράδειγμα αντιλαμβανόμαστε πως η χολή είναι πικρή και ξανθή· γιατί δεν είναι έργο άλλης αίσθησης να πει ότι τα δύο αυτά αισθήματα αναφέρονται σε ένα πράγμα· γι’ αυτό η κοινή αίσθηση εξαπατάται και αρκεί για παράδειγμα ένα αντικείμενο να είναι ξανθό, για να πιστέψει κανείς πως είναι χολή» (425a 33 και 425b 1-4).
Η εξαπάτηση των αισθήσεων αφορά ακριβώς το πεδίο της κοινής αίσθησης, δηλαδή της σύνθετης αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που απαιτεί και την παρεμβολή της νόησης. Από κεκτημένη ταχύτητα κάτι που είναι ξανθό και πικρό μπορεί να ερμηνευτεί ως χολή ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Αυτό, όμως, δεν αφορά την απάτη των αισθήσεων, αλλά την κακή ερμηνεία των μηνυμάτων τους. Γιατί το αντικείμενο που παρατηρείται είναι πράγματι ξανθό και πικρό, άσχετα που εν τέλει δεν είναι, αλλά απλώς μοιάζει με χολή.
Ενδεχομένως να βρισκόμαστε στον πυρήνα της διαφωνίας με την πλατωνική οπτική των αισθήσεων που τις υποβιβάζει στο επίπεδο της στρέβλωσης και της άγνοιας. Για τον Πλάτωνα οι αισθήσεις επιφέρουν την απατηλή αντίληψη του κόσμου, αφού οι δεσμώτες συγχέουν τις σκιές με τον πραγματικό κόσμο. Μόνο ο κόσμος των ιδεών έχει αξία στο πλατωνικό ιδεώδες, δηλαδή ο κόσμος που γίνεται αντιληπτός με τη νόηση.
Από την πλευρά του ο Αριστοτέλης λαμβάνει τις αισθήσεις πολύ σοβαρά θεωρώντας τες πηγή γνώσης για την αντίληψη και την ερμηνεία του κόσμου. Στο ζήτημα, όμως, της κοινής αντίληψης παραδέχεται ότι είναι πιθανό οι αισθήσεις να ξεγελάσουν, αφού οτιδήποτε ξανθό δεν είναι χολή. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά παραδείγματα που οι αισθήσεις λειτουργούν παραπλανητικά. Αυτό, όμως, δεν ακυρώνει την αξία που έχουν για τον άνθρωπο ως προς την αντίληψη του κόσμου. Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος δεν έχει κι άλλη επιλογή. Η νοητική δυνατότητα έπεται των αισθήσεων ως δυνατότητα αφαιρετικής επεξεργασίας των δεδομένων που εκείνες προσφέρουν.
![«Οι αισθήσεις […] αντιλαμβάνονται κατά περίσταση τα ιδιαίτερα αισθητά η μια της άλλης, όχι ως ιδιαίτερες αισθήσεις, αλλά ως μία αίσθηση, όταν όλες οι αισθήσεις συγκεντρωθούν στο ίδιο αντικείμενο· όπως για παράδειγμα αντιλαμβανόμαστε πως η χολή είναι πικρή και ξανθή· γιατί δεν είναι έργο άλλης αίσθησης να πει ότι τα δύο αυτά αισθήματα αναφέρονται σε ένα πράγμα· γι’ αυτό η κοινή αίσθηση εξαπατάται και αρκεί για παράδειγμα ένα αντικείμενο να είναι ξανθό, για να πιστέψει κανείς πως είναι χολή» (425a 33 και 425b 1-4).](https://eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/2025/09/aristotelis-2.png)
Ο διαχωρισμός των επιμέρους αισθήσεων και της κοινής αίσθησης είναι καθοριστικός. Κάθε επιμέρους αίσθηση είναι δύσκολο (όχι όμως αδύνατο) να ξεγελάσει. Το πιο επίφοβο κομμάτι αφορά την αντίληψη της κοινής αίσθησης που εμπεριέχει τη νόηση. Το συμπέρασμα αυτό, όμως, δε λειτουργεί ισοπεδωτικά απαξιώνοντας τις αισθήσεις, όπως έκανε ο Πλάτωνας.
Αυτό που μένει είναι η επίταση της προσοχής, ειδικά για τα αντικείμενα των κοινών αισθήσεων. Οτιδήποτε ξανθό δεν είναι χολή, όπως κι ο οποιοσδήποτε λευκός δεν είναι γιος του Κλέωνα. Οι αισθήσεις είναι η πύλη του ανθρώπου για τον κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χρειάζονται βεβιασμένα συμπεράσματα.
Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προλάβει πιθανές απορίες: «Θα μπορούσε κάποιος […] να αναρωτηθεί για ποιο σκοπό έχουμε περισσότερες αισθήσεις και όχι μία και μόνη. Ίσως είναι για να μας διαφεύγουν λιγότερο τα επακόλουθα και κοινά αισθητά, όπως η κίνηση, το μέγεθος και ο αριθμός· γιατί, αν μόνο η όραση αισθανόταν τα κοινά και η ίδια είχε αντικείμενο το λευκό» (όπου σύμφωνα με τον Χριστοδούλου ως λευκό πρέπει εδώ να εννοηθεί η γενική έννοια του χρώματος) «τα κοινά αισθητά θα περνούσαν περισσότερο απαρατήρητα και θα μας φαινόταν ότι όλα τα αισθητά είναι το ίδιο πράγμα, επειδή το χρώμα και το μέγεθος συνοδεύουν το ένα το άλλο» (425b 5-10).
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της ύπαρξης πολλών αισθήσεων. Σε τελική ανάλυση, οι αισθήσεις δεν είναι για να λειτουργούν αυτόνομα προσφέροντας καθεμιά τα δικά της συμπεράσματα σαν κάτι ξεκομμένο (χωρίς, όμως να αποκλείεται και αυτή η εκδοχή), αλλά κυρίως για να συνδυάζονται προσφέροντας πιο σύνθετα αντιληπτικά δεδομένα, όπως η κίνηση, η στάση, το μέγεθος και το σχήμα. Από αυτή την άποψη, η κοινή αίσθηση προτείνεται ως κορωνίδα των αισθήσεων, καθώς είναι σε θέση να παρέχει τις πιο λεπτές αισθητικές αποχρώσεις. Στην ουσία καμία αίσθηση δεν μπορεί από μόνη της να προσφέρει την αντίληψη του κόσμου. Η συν-λειτουργία τους κρίνεται καθοριστική. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι πολλές, αφού έτσι διευρύνεται το πεδίο της συνδυαστικής δράσης. Θα έλεγε κανείς ότι κάθε ον της φύσης είναι αντιληπτικά πλούσιο ή φτωχό ανάλογα με το εύρος των αισθητηριακών του δυνατοτήτων.
Κι όχι μόνο αυτό: «… επειδή τα κοινά υπάρχουν και σε άλλα αισθητά, κάνουν φανερό ότι καθένα τους είναι άλλο από τα ιδιαίτερα αισθητά» (425b 10-12). Πλέον, ο διαχωρισμός ανάμεσα στα κοινά αισθητά και τα επιμέρους έχει ολοκληρωθεί. Όσο κι αν εμπεριέχονται στα επιμέρους ιδιαίτερα αισθητά δεν πρέπει να συγχέονται με αυτά αποτελώντας ένα ξεχωριστό (που ταυτόχρονα ενυπάρχει μέσα στα άλλα) πεδίο του αισθητού.
Αυτό που μένει είναι να ξεκαθαριστεί αν οι αισθήσεις εκπληρώνουν το αισθητηριακό αποτέλεσμα ή αν με τη σειρά τους απευθύνονται σε άλλες αισθήσεις: «Επειδή […] αισθανόμαστε ότι βλέπουμε και ακούμε, είναι ανάγκη ή με την όραση να αισθανόμαστε ότι η όραση βλέπει ή με άλλη αίσθηση» (425b 13-14). Με άλλα λόγια, δεν είναι μονάχα ότι με την όραση βλέπουμε, είναι και ότι έχουμε πλήρη επίγνωση αυτού. Τελικά βλέπουμε με την όραση ή η ίδια η όραση έχει την ιδιότητα να βλέπει ή απευθύνεται σε κάποια άλλη αίσθηση; Το τρίπτυχο αυτό των ενδεχομένων ουσιαστικά παραπέμπει σε άλλη μία εκδοχή της κοινής αίσθησης.
Ο Χριστοδούλου αναφέρει: «Πρόκειται για τη δεύτερη λειτουργία της κοινής αίσθησης. Η κοινή αίσθηση δεν αισθάνεται μόνο τα κοινά αισθητά, αλλά, επίσης, αισθάνεται ότι αισθανόμαστε» (σελ. 318). Τελικά, και η επίγνωση των αισθήσεων ανήκει στην κοινή αίσθηση, αφού κι αυτό αποτελεί μια αίσθηση που επιβεβαιώνει τη λειτουργία των άλλων. Ο Αριστοτέλης επεξηγεί: «Αλλά, τότε, η ίδια αίσθηση θα αισθανόταν και την όραση και το χρώμα, που είναι το αντικείμενό της. Ώστε, είτε θα υπάρχουν δύο αισθήσεις για το ίδιο αντικείμενο είτε η ίδια η όραση αισθάνεται μόνη τον εαυτό της» (425b 14-16).
Αν η όραση είναι υπεύθυνη για να βλέπει κανείς, τότε ποια είναι η αίσθηση που επιβεβαιώνει την επίγνωσή της; Με άλλα λόγια, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πράγματι βλέπουμε αυτά που βλέπουμε ή ότι πράγματι αυτά που βλέπουμε είναι αληθινά; Προφανώς υπάρχει κάποια άλλη αίσθηση που επιβεβαιώνει τη λειτουργία της όρασης. Ένα τέτοιο συμπέρασμα, όμως, κρίνεται επίφοβο: «Πάλι, όμως, αν άλλη ήταν η αίσθηση που αισθάνεται την όραση, είτε έτσι θα προχωρήσουμε στο άπειρο είτε θα πρέπει κάποια από αυτές τις αισθήσεις να αισθάνεται μόνη τον εαυτό της» (425b 16-18).
Το αδιέξοδο της ατέρμονης αναζήτησης (άπειρο) έγκειται στο ότι η αποδοχή μιας άλλης αίσθησης που επιβεβαιώνει την όραση θα οδηγούσε στην αναζήτησή της, που με την ίδια λογική θα οδηγούσε σε μια άλλη καθιστώντας τη διαδικασία αέναη. Προφανώς ένας τέτοιος δρόμος δεν μπορεί να οδηγήσει σε λογικό συμπέρασμα. Η επιλογή που μένει είναι η αίσθηση να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της: «Επομένως, πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτό συμβαίνει με την πρώτη αίσθηση» (425b 18).
Όμως, κι αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι τόσο αυτονόητο. Στην ουσία οδηγούμαστε στη διαφοροποίηση της ενέργειας του αισθητού και της αίσθησης και της ουσίας τους. Κι αυτό είναι το τελικό πεδίο της κοινής αίσθησης.
Ο Θανάσης Μπαντές είναι φιλόλογος και συγγραφέας.
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000.
















































