28η Οκτωβρίου 1940: «αμύνεσθαι του πατρίου εδάφους»
Ο πανηγυρικός όπως εκφωνήθηκε κατά τη δοξολογία στο Ναύπλιο το 2022
«Αἱ ἰταλικαὶ στρατιωτικαὶ δυνάμεις προσβάλλουν ἀπὸ τῆς 5 και 30 πρωϊνῆς τῆς σήμερον τὰ ἡμέτερα τμήματα προκαλύψεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου. Αἱ ἡμέτεραι δυνάμεις ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους»
Αυτό είναι το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του ελληνικού Γενικού Στρατηγείου την 28η Οκτωβρίου 1940 και ακούστηκε από την συγκλονιστική φωνή του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου από τον μοναδικό τότε, Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών.
Θεωρώ εξαιρετικά επίκαιρη την τελευταία πρόταση. Δεν είναι δηλαδή μόνο η συγκίνηση που αναπόδραστα προκαλεί η συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι το πάτριο έδαφος, η εικόνα των στρατευμένων παιδιών μας που πολεμούν για την πατρίδα τους⸱ δεν είναι μόνο ότι η ίδια αυτή φράση διατρέχει όλη την ελληνική ιστορία, όλη την αντιστασιακή παράδοση του νεότερου ελληνισμού από το ομηρικό: εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης (Ιλιάδα, Μ243) και τον Ακάθιστο Ύμνο ως το «Ελευθερία ή θάνατος» του 1821⸱ είναι επίκαιρη η άμυνα του πατρίου εδάφους διότι η σύγχρονη τουρκική απειλή θέτει το έθνος ενώπιον της ιστορικής ευθύνης να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να υπερασπιστούμε κι εμείς την πατρίδα κι ό,τι αυτή περιλαμβάνει.
Ας επιστρέψουμε ωστόσο και πάλι στο 1940 για να δούμε πόσο πολλές είναι οι αναλογίες με το σήμερα όταν και πάλι μια δύναμη που στηρίζεται στην ωμή βία επιχείρησε να επιβάλει το δίκιο του ισχυρότερου στους άλλους λαούς εκμεταλλευόμενη αρχικά τόσο την πολιτική του κατευνασμού που ακολουθούσαν οι μεγάλες δημοκρατικές δυνάμεις της εποχής όσο και την πολιτική της ανοιχτής συμμαχίας με τον Άξονα από χώρες που επίσης ακολουθούσαν επεκτατική και αναθεωρητική πολιτική. Εδώ αναφέρομαι βεβαίως στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η δε αλαζονική έπαρση των Ιταλών και ειδικά του φασίστα Μουσολίνι ότι σε λίγες μέρες θα πίνει τον καφέ του στην Αθήνα και που συνεχίστηκε ακόμη κι όταν οι Έλληνες είχαν απωθήσει την ιταλική επίθεση, θυμίζει έντονα τις καθημερινές απειλές σε βάρος της χώρας μας από έναν άλλον δικτάτορα με αυτοκρατορικές αυταπάτες: «Τώρα με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα, επαναλαμβάνω απόλυτη, σας δηλώνω ότι θα σπάσουμε τα πλευρά της Ελλάδας» είναι τα ίδια τα λόγια του Μουσολίνι τον Νοέμβριο του 1940 σε δημόσια ομιλία του.
Από ελληνικής πλευράς, το καθεστώς Μεταξά είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατόν για να κρατήσει την Ελλάδα έξω από τον Πόλεμο που είχε ήδη ξεκινήσει έναν χρόνο νωρίτερα μην απαντώντας στις ωμές ιταλικές προκλήσεις με πιο γνωστή τον τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο. Για τους ίδιους λόγους, ο Μεταξάς είχε αρνηθεί, παρά την επιμονή του Γενικού Στρατηγείου, την κήρυξη μαζικής επιστράτευσης και οι μονάδες στα ελληνοαλβανικά σύνορα όπου αναμενόταν η ιταλική επίθεση δεν είχαν ενισχυθεί. Κάποια στοιχειώδη ωστόσο μέτρα για την άμυνα είχαν ληφθεί χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στρατιωτικά οι Έλληνες, μόνοι τους, μπορούσαν να συγκριθούν με εχθρική δύναμη που υπερτερούσε σε αεροπορία και τεθωρακισμένα. Σύμμαχος, ωστόσο, της ελληνικής πλευράς, θα σταθεί ο καιρός που μετέτρεψε το κακό ελληνικό ορεινό δίκτυο σε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τα ιταλικά στρατεύματα και περιόρισε την αεροπορική τους δραστηριότητα. Ο κρίσιμος παράγοντας, ωστόσο, υπήρξε ο ενθουσιασμός, η ενότητα και η αποφασιστικότητα του ελληνικού έθνους τη δεδομένη στιγμή να μην παραχωρήσει ούτε σπιθαμή πατρίου εδάφους. Αν σας θυμίζει κι αυτό κάτι από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στους ιταλικούς φασιστικούς κύκλους ήταν διαδεδομένη η ιδέα ότι οι Έλληνες δε θα πρόβαλλαν αντίσταση κι ότι υπήρχαν αξιωματικοί πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους Ιταλούς εισβολείς. Γιατί αυτά ήθελαν να πιστεύουν και αγνοούσαν τον πρεσβευτή Εμανουέλε Γκράτσι που τους διαβεβαίωνε ότι οι Έλληνες θα πολεμούσαν.
Το πόσο αποφασιστική και ψυχωμένη υπήρξε η ελληνική αντίσταση αποδεικνύεται από τον τρόπο που αντιμετώπισαν την ιταλική επίθεση και από το ότι σε μόλις δύο εβδομάδες πολέμου, όταν ολοκληρώθηκε η επιστράτευση, πέρασαν στην αντεπίθεση. Πολύ χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο διεξήχθη ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είναι τα γεγονότα στον τομέα Καλαμά-Καλπακίου. Ο υποστράτηγος Κατσιμήτρος επικεφαλής της VIII Μεραρχίας ενώ είχε διαταγή να υποχωρήσει συγκροτημένα, επέμενε και τελικά έγινε δεκτό να αμυνθεί μέχρις εσχάτων χωρίς να υποχωρήσει. Με μαζικά και εύστοχα πυρά πυροβολικού και πεζικού καθήλωσε τα εχθρικά τμήματα ανακόπτοντας την επίθεση. Παρόλα αυτά, η χιονοθύελλα επέτρεψε στους Ιταλούς και τους Αλβανούς συμμάχους τους την κατάληψη του σημαντικού υψώματος της Γκραμπάλας. Οι εχθρικές δυνάμεις μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις μέχρι τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, όταν τελικά ανακαταλήφθηκε το ύψωμα από τους Έλληνες. Οι Ιταλοί πέτυχαν με τη σειρά τους την ανακατάληψη της Γκραμπάλας. Ακολούθησε μια λυσσαλέα διεκδίκηση του υψώματος και από τις δύο πλευρές, μάχες σώμα με σώμα, αλλά τελικά τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν την οριστική κατάληψη και τον έλεγχο του υψώματος. Στις επόμενες ιταλικές επιθέσεις που κράτησαν ως τις 8 Νοεμβρίου χάρη και πάλι στο φρόνημα και τη μαχητική ικανότητα του Έλληνα στρατιώτη, φάνηκε πως ο ιταλικός «περίπατος» έλαβε τέλος και τα ιταλικά τμήματα υποχώρησαν για να λάβουν αυτά τώρα αμυντικές θέσεις μέσα στο αλβανικό έδαφος. Είναι γνωστή η κρίση που προκάλεσε στο φασιστικό στρατόπεδο η αναπάντεχη, η εκτός προγράμματος ελληνική νίκη σε μία περίοδο που μόνη της η Αγγλία αντιστεκόταν στο ναζιστικό τέρας. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς ότι ο πολύ διαδεδομένος μύθος πως τάχα οι Ιταλοί δεν πολέμησαν ή ότι επέδειξαν αδιαφορία ή ότι είχαν εξαρχής χαμηλό ηθικό και έλλειψη κινήτρου, δεν ισχύει και πως ελληνοϊταλικός πόλεμος υπήρξε σκληρότατος σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες.
Τη διαχρονική αντιστασιακή παράδοση του ελληνισμού συμπυκνώνει ένας από τους επικεφαλής του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Ναυπλιώτης Υποστράτηγος Βάσσος Βραχνός. Παρότι υπάρχει η προτομή του στην είσοδο του Πολεμικού Μουσείου Ναυπλίου, δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι ως διοικητής της 1ης Μεραρχίας Πίνδου (αυτή είναι η περίφημη Σιδηρά Μεραρχία που δίνει το όνομά της σε κεντρική οδό της πόλης μας) αντιμετώπισε νικηφόρα τη Μεραρχία αλπινιστών «Τζούλια» στη Δυτική Μακεδονία. Επισημαίνω ότι το ειδικό αυτό σώμα των αλπινιστών, αντίστοιχο του οποίου δε διέθετε ο Ελληνικός Στρατός, ήταν εκπαιδευμένο και κατάλληλα εξοπλισμένο για να πολεμά στα χιονισμένα βουνά. Ο Βραχνός είχε πολεμήσει σε όλους τους εθνικούς πολέμους από τους Βαλκανικούς, τον Α΄ Παγκόσμιο ως την Κριμαία και τον Μικρασιατικό Πόλεμο. Ο νεότερός και γνωστότερος ίσως Συνταγματάρχης Δαβάκης είχε επίσης πολεμήσει στον Α΄ Παγκόσμιο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία και είχε αποστρατευτεί λόγω βλάβης των πνευμόνων του από τα ασφυξιογόνα αέρια, αλλά στρατεύτηκε και πάλι στην Πίνδο όπου τραυματίστηκε την 6η μέρα της ελληνικής αντεπίθεσης και αφού είχαν κυριολεκτικά συντρίψει τους Ιταλούς αλπινιστές, που έχασε πάνω από το ένα πέμπτο της δύναμής της και υποχώρησε στο ιταλικό έδαφος. Αντίθετα, η Σιδηρά Μεραρχία με το 5ο της Σύνταγμα, θα κρατήσει το κύριο βάρος της μεγάλης εαρινής ιταλικής επίθεσης στο περίφημο ύψωμα 731 στην κεντρική Αλβανία ακυρώνοντας έτσι οριστικά τα ιταλικά σχέδια να καταλάβουν την Ελλάδα.
Δεν ήταν όμως οι επώνυμοι αξιωματικοί και η δική τους στάση που οδήγησαν στην επιτυχία. Ήταν η παλλαϊκή, η πανεθνική κινητοποίηση. Είναι οι «ήρωες που προχωρούν στα σκοτεινά», όπως το έγραψε τότε ο Σεφέρης, είναι τα «παιδιά της Ελλάδος που ψηλά πολεμάνε πάνω στα βουνά», του γνωστού τραγουδιού του Σουγιούλ που ερμήνευσε συγκλονιστικά η Βέμπο, είναι οι «Άγνωστοι Στρατιώτες». Εντυπωσιάζει ιδιαίτερα η επιτυχία της επιστράτευσης και η ταχύτητα με την οποία προωθήθηκαν οι μονάδες μας στο μέτωπο. Το τραγούδι «με το χαμόγελο στα χείλη» δεν αποτελεί κάποια ρομαντική αυτάρεσκη υπερβολή, αλλά αποδίδει με ακρίβεια την πραγματικότητα. Ο ενθουσιασμός των επιστρατευμένων ήταν γεγονός. Οι σοβαρές ελλείψεις σε μηχανοκίνητα μέσα θα καλυφθούν πρώτα πρώτα από τον πληθυσμό των βουνών, που πρόσφερε ό,τι μέσον διέθετε. Η μορφή της ηρωικής γυναίκας της Πίνδου που άνοιγε τους χιονισμένους δρόμους με το φτυάρι και κουβαλούσε πολεμοφόδια και άλλα υλικά αποτελεί ένα ισχυρό σύμβολο της αντιστασιακής μας παράδοσης.
Το κύριο βάρος ωστόσο τόσο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης της χώρας, όσο και για τον ανεφοδιασμό και μεταφορά στρατευμάτων και τραυματιών τον ανέλαβε το Πολεμικό Ναυτικό (ένα φορτηγό πλοίο της εποχής μετέφερε φορτίο όσο 40 τραίνα). Η ελληνική ναυτοσύνη από την πρώτη νίκη του πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα και τον δεσποτισμό, στη Σαλαμίνα, ως τα πυρπολικά της Επανάστασης και το θωρηκτό «Αβέρωφ» στους Βαλκανικούς είχε και πάντα θα έχει σημαντική συνεισφορά στην υπεράσπιση του πατρίου εδάφους.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητά παιδιά,
οι Έλληνες το ’40 πέτυχαν την πρώτη συμμαχική νίκη στον Πόλεμο⸱ η πρώτη νίκη του πολιτισμένου κόσμου ενάντια στη βαρβαρότητα του φασισμού και του ναζισμού σημειώθηκε από τον ελληνικό στρατό στα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας. Κι αυτό το πέτυχαν μόνοι τους, (η βρετανική βοήθεια ήταν εξαιρετικά περιορισμένη), ενωμένοι, με υψηλό πατριωτικό φρόνημα, αμυντική θωράκιση και πάν’ απ’ όλα αποφασισμένοι να αντισταθούν. Μόνον έτσι μπορεί το έθνος να αμυνθεί του πατρίου εδάφους αποτελεσματικά και μόνον τότε μπορεί να εξασφαλίσει τις αναγκαίες συμμαχίες. Ας είναι αυτό το δίδαγμα της επετείου για τις κρίσιμες μέρες που διανύουμε έχοντας πάντα στον νου και στην ψυχή μας εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου. Και κλείνω με την τελευταία φράση και πάλι του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου πριν την κατάληψη του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών από τους Γερμανούς στις 27 Απριλίου 1941: «Έλληνες, ψηλά τις καρδιές»!
Τάσος Χατζηαναστασίου Ναύπλιο, 28 Οκτωβρίου 2022
Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/247379