Οι πυρκαγιές και το βαθύ συστημικό αδιέξοδο του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου
Tου Γιώργου Ρακκά, από την σελίδα huffingtonpost.gr
Ογδόντα μία δασικές πυρκαγιές, και 40 ενεργά πύρινα μέτωπα ξέσπασαν σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις στο 24ώρο της 3ης Αυγούστου 2021. Μεταξύ αυτών, στην Βαρυμπόμπη και την Λίμνη Ευβοίας όπου οι καταστροφές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές, είναι τεράστιες.
Στην περίπτωση του Λεκανοπεδίου δεν είναι μόνον τα δεκάδες σπίτια που κάηκαν ολοσχερώς· είναι οι συχνές διακοπές ρεύματος αλλά και το κιτρινωπό νέφος που κάλυψε όλη την Αθήνα και εξανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν στις πιο επιβαρυμένες περιοχές να κλειστούν μέσα στα σπίτια τους.
Το ξέσπασμα, η εξέλιξη της πυρκαγιάς καθώς και οι συνέπειές της ξεδίπλωσαν σε όλη του την έκταση το συστημικό πρόβλημα που συνεπάγεται η ραγδαία μεταβολή των θερμοκρασιών λόγω της κλιματικής κρίσης.
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, η φωτιά προκλήθηκε από αλλεπάλληλες εκρήξεις σε μετασχηματιστές της ΔΕΗ. Βέβαια δεν θα πρέπει να αποκλείουμε και άλλες αιτίες, έπειτα από την συστηματική διερεύνηση που θ’ ακολουθήσει.
Η τρομακτική εξάπλωσή της, σύμφωνα με το meteo.gr, και το αστεροσκοπείο Αθηνών, οφείλεται στην αλληλεπίδραση φαινομένων που οφείλονται στις πολύ υψηλές θερμοκρασίες:
«Κατά την ώρα εκδήλωσης της πυρκαγιάς (13:25) και κατά τη διάρκεια των πρώτων 2 ωρών εξάπλωσής της (13:30 – 15:30), στην ευρύτερη περιοχή έπνεαν άνεμοι με μέσες εντάσεις 2 – 4 Bf και ριπές στα 5 Bf, όπως προκύπτει από τις μετρήσεις των αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών του δικτύου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) – meteo.gr .
Από τις καταγραφές που υπάρχουν, η πυρκαγιά φαίνεται ότι εκδηλώθηκε αρχικά σε πυκνόφυτη δασική έκταση. Η πυκνή και εξαιρετικά ξηρή διαθέσιμη καύσιμη ύλη, σε συνδυασμό με την απουσία ισχυρού ανέμου, επέτρεψε στην πυρκαγιά να αναπτύξει ισχυρή επαγωγική στήλη, η οποία έγινε ορατή ως ένα πυκνό νέφος καπνού που ανέρχεται σχεδόν κατακόρυφα πάνω από την πυρκαγιά και το οποίο αποτυπώθηκε πολύ χαρακτηριστικά στο επόμενο χρονογράφημα από τις κάμερες του ΕΑΑ – meteo.gr στην Πεντέλη.
Μία πυρκαγιά αναπτύσσει επαγωγική στήλη μέσα από την καύση πυκνής και ξηρής καύσιμης ύλης, η οποία θερμαίνει τον υπερκείμενο αέρα και τελικά οδηγεί σε ισχυρά ανοδικά ρεύματα. Ενδεικτικό της έντασης των ανοδικών ρευματών στην πυρκαγιά της Βαρυμπόμπης είναι το γεγονός πως καταγράφηκαν παροδικά νέφη πυροσωρειτών, ακριβώς πάνω από το πλούμιο του καπνού.
Μία πυρκαγιά που αναπτύσσει επαγωγική στήλη επηρεάζεται ελάχιστα από τον συνοπτικό άνεμο. Αντίθετα, δημιουργεί τη δική της τοπική κυκλοφορία ανέμου (το δικό της καιρό), η οποία ανατροφοδοτείται όσο η πυρκαγιά συνεχίζει να συναντά πλούσια και ξηρή καύσιμη ύλη. Είναι χαρακτηριστικό πώς όταν το πύρινο μέτωπο πλησίασε στην περιοχή που είναι εγκατεστημένος ο αυτόματος μετεωρολογικός σταθμός του Τατοΐου, καταγράφηκε απότομη αύξηση της ταχύτητας του ανέμου (από 6 σε 20 km/h) και της θερμοκρασίας (από 40 σε 45 oC) . Οι παρατηρήσεις αυτές φαίνεται να επιβεβαιώνουν το γεγονός πως πράγματι η φωτιά της Βαρυμπόμπης δημιούργησε το δικό της καιρό, ενισχύοντας τους επιφανειακούς ανέμους που καθοδηγούν την εξάπλωση των μετώπων. Επιπρόσθετα, η δημιουργία της επαγωγικής στήλης συνετέλεσε στην σημαντική αύξηση της πυκνότητας των κηλιδώσεων, δηλαδή στην μεταφορά καιόμενης ύλης (καύτρες) και την έναρξη νέων εστιών». [πηγή, Meteo.gr και Ναυτεμπορική, 04 Αυγούστου 2021].
Ο δε καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών, Ευθύμης Λέκκας, σε ανακοίνωση που εξέδωσε, επισημαίνει τρείς επιπλέον παράγοντες που εξέθρεψαν την πυρκαγιά: «Ο μεικτής ζώνης χαρακτήρας της περιοχής (οικιστική & δασική), το υψηλό φορτίο καύσιμης ύλης, η μορφολογία της περιοχής, η οποία σε μεγάλη κλίμακα προσομοιάζει με χοάνη μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης» (πηγή)
Το τραγικό αυτό συμβάν απέδειξε πόσο εκτεθειμένη είναι η πρωτεύουσα σε τέτοιες συνθήκες, τις οποίες σήμερα ονομάζουμε ακραίες ―αν και οι περισσότερες εκτιμήσεις συνηγορούν στο ότι η συχνότητά επανάληψής τους θα αυξάνει.
Αποτελεί δε και μια «εικόνα απ’ το μέλλον», για το πως ακριβώς θα συντελεστεί η ερημοποίηση, για την οποία κάνουν λόγο οι επιστήμονες, ως συνέπεια της ανόδου της θερμοκρασίας.
Γίνεται σαφές, λοιπόν, πως οι υποδομές της χώρας, πόσο μάλλον στο πυκνά κατοικημένο Λεκανοπέδιο, δεν είναι έτοιμες για παρατεταμένους καύσωνες, συχνότερες πυρκαγιές, υψηλή ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας· έτοιμες οργανωτικά, από άποψη μεγεθών, χρηματοδότησης και διαθεσιμότητας δεν είναι και οι αρμόδιες υπηρεσίες (Πολιτική Προστασία, Πυροσβεστική), ενώ ούτε ο βαθμός συντονισμού τους με την Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να επιτρέψει την εφαρμογή της δέουσας προληπτικής πολιτικής (καθαρισμούς των περιαστικών δασών από την ξερή, καύσιμη ύλη κ.λπ.) .
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, το ότι χθες δεν θρηνήσαμε θύματα οφείλεται στις υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την αντιμετώπιση των συμβάντων έστω και την τελευταία στιγμή.
Κυρίως όμως, ανέτοιμο να αντέξει αυτές τις συστημικές ανατροπές είναι το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση είναι ιδεολογικά απαράσκευη, καθώς ξεκίνησε την θητεία της με προσδοκίες ότι το στοίχημα της ελληνικής ανάκαμψης θα παιχτεί σε επενδύσεις όπως αυτή του Ελληνικού, καθώς και στη γενναία απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας. Αντί αυτών, όμως, βρήκε την όξυνση των ελληνοτουρκικών, τον κορωνοϊό, και εσχάτως, τις τρανταχτές ενδείξεις της κλιματικής κρίσης.
Επομένως, δεν είχε εφόδια, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει ζητήματα όπως η απολιγνιτοποίηση. Την οποία κοσκίνιζαν… επί 20ετίας όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις -δίχως να διαμορφώσουν μια συγκεκριμένη πολιτική- και την υπερεπιτάχυνε εντελώς βεβιασμένα με τις εξαγγελίες του ο ίδιος ο τωρινός πρωθυπουργός. Κι αυτό, χωρίς να εξετάσει την πολύπλοκη εξίσωση που βρίσκεται πίσω από την δέουσα ενεργειακή πολιτική της χώρας.
Αυτή περιλαμβάνει τις παραμέτρους της εθνικής ενεργειακής αυτοδυναμίας, την αποκέντρωση στην παραγωγή με την χρήση ήπιων μορφών ενέργειας, την διατήρηση της βιομηχανικής βάσης της χώρας, και τέλος, την αντιμετώπιση των κοινωνικο-οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται η απολιγνιτοποίηση για τις λιγνιτοπαραγωγικές περιοχές.
Αντί να υπάρξει μια εκτεταμένη συζήτηση στο κοινοβούλιο, και ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα για όλα αυτά τα ζητήματα, περάσαμε σ’ ένα μοντέλο βίαιης, ολιγοπωλιακής απολιγντοποίησης. Όπου κυριαρχούν τα βιομηχανικά πάρκα ηλιοσυλλεκτών και ανεμογεννητριών, στο πλαίσιο ενός ενεργειακού μοντέλου που δεν αντέχει τις τεράστιες αυξήσεις στην ζήτηση που συνεπάγονται οι ακραίες μεταβολές στη θερμοκρασία.
Ως αποτέλεσμα αυτών των ανισορροπιών, χθες η «τιμή επόμενης ημέρας» στο Χρηματιστήριο της ενέργειας, εκτοξεύθηκε στα 185,59€/μεγαβατώρα – η υψηλότερη στην ευρωπαϊκή αγορά.
Την ίδια στιγμή το δίκτυο, προκειμένου να καλύψει το κενό που υπήρχε, στηρίχτηκε αποφασιστικά στις εισαγωγές (από την Αλβανία, τα Σκόπια, την Βουλγαρία και την Τουρκία) και παράλληλα κλιμάκωσε την λιγνιτοπαραγωγή.
Το μείγμα εχθές ήταν: φυσικό αέριο 47%, 16% εισαγωγές, 16% λιγνίτης, 15% ΑΠΕ και 5,7% υδροηλεκτρικά [πηγή], με τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, τις ακριβές εισαγωγές, και το «περιβαλλοντικό καπέλο» που συνοδεύει την λιγνιτοπαραγωγή να είναι οι κύριες αιτίες εκτόξευσης των τιμών, οι οποίες, το Σεπτέμβριο θα μεταφραστούν σε αυξήσεις των τιμολογίων (πάνω από 30%, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Τεχνικών ΔΕΗ, Κώστα Μανιάτη) για τους καταναλωτές.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η κυβέρνηση· η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε για άλλη μια φορά το σπιθαμιαίο της μέγεθος, και πόνταρε στην καταστροφή για να ξεπλύνει το άγος από το Μάτι. Απέδειξε έτσι, ότι δεν διαθέτει θέσεις αρχής ή προγραμματικές θέσεις.
Στο δε πεδίο των κοινωνικών προβληματισμών, έτσι όπως εκφράζονται στρεβλά από τα ΜΚΔ (Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης) επικρατεί μια Βαβέλ αγανάκτησης, καβγάδων και αλληλοκατηγοριών, πασπαλισμένη με τις απαραίτητες θεωρίες άρνησης της βαθιάς κλιματικής κρίσης που διέρχεται ο πλανήτης.
Εν κατακλείδι, αν δούμε την σωρευτική επίδραση όλων των τελευταίων γεγονότων που συντάραξαν την επικαιρότητα –όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, κορωνοϊός, κύμα ακραίων καιρικών φαινομένων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ξέσπασαν σε όλες τις εύκρατες περιοχές του πλανήτη τον τελευταίο μήνα– θ’ αντιληφθούμε ότι το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης έχει παρασυρθεί σε μια βαθιά περιδίνηση. Η συστημική αστάθεια, λοιπόν, ήρθε για να μείνει και αυτό απαιτεί από την Ελλάδα και τους Έλληνες υπερβάσεις σε όλα τα επίπεδα. Άραγε μπορούμε;