Ο Μίλτον Φρίντμαν, ο νεοφιλελευθερισμός και το νόημα της οικειοθελούς συνεργασίας
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Φρίντμαν (συνεχίζοντας τον αγώνα του για την ελευθερία), αφού κατέδειξε ότι η οργάνωση της οικονομίας είναι θέμα πολιτικό κι αφού καταδίκασε το σοσιαλιστικό μοντέλο (που με την αδιαλλαξία της κρατικής παρέμβασης καταπατά τις ανθρώπινες ελευθερίες), αντιπροτείνει την οικοδόμηση της πλήρους ελευθερίας, η οποία, βέβαια, θα επέλθει μόνο μέσα από τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Το οικονομικό μοντέλο που προτείνει στηρίζεται στην ελεύθερη-οικειοθελή συμβολή όλων των συμμετεχόντων.
Στο έργο του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» είναι σαφής: «Κατά βάση, υπάρχουν μόνο δύο τρόποι συντονισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο ένας είναι η κεντρική διεύθυνση, που περιλαμβάνει τη χρήση καταναγκασμού – η τεχνική του στρατού και του σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους. Ο άλλος είναι η οικειοθελής συνεργασία των ατόμων – η τεχνική της αγοράς». (σελ. 38).
Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: ή θα έχουμε την «κεντρική διεύθυνση» που παραπέμπει στον κομμουνισμό (ολοκληρωτικό κράτος) ή την «οικειοθελή συνεργασία» της ελεύθερης αγοράς. Η περίπτωση του κεϊνσιανού μοντέλου δε λαμβάνεται υπόψη. Για τον Φρίντμαν οτιδήποτε βάζει φραγμό στην ελευθερία των αγορών κρίνεται σοσιαλιστικό, δηλαδή κομμουνιστικό, κι ως εκ τούτου ολοκληρωτικό κι ανελεύθερο. Η μόνη εκδοχή καπιταλισμού που υπάρχει είναι η δική του (οτιδήποτε άλλο είναι ανάξιο αναφοράς), που θέλει την αγορά σε πλήρη ελευθερία, η οποία (βεβαίως) θα εξασφαλίσει και την ελευθερία σε όλους με την «οικειοθελή συνεργασία».
Κι αν κάποιος δεν καταλαβαίνει τι θα πει συντονισμός των παραγωγικών δυνάμεων μέσω της οικειοθελούς συνεργασίας, ο Φρίντμαν θα εξηγήσει: «Η δυνατότητα συντονισμού μέσω οικειοθελούς συνεργασίας βασίζεται στη στοιχειώδη – ωστόσο συχνά απορριπτόμενη – πρόταση ότι και τα δύο μέρη σε μια οικονομική συναλλαγή ωφελούνται από αυτήν, αρκεί η συναλλαγή να είναι αμφίπλευρα οικειοθελής και ενημερωμένη». (σελ. 38).
Το ζήτημα είναι να εξαλειφτεί κάθε είδους καταναγκασμός: «Η ανταλλαγή μπορεί επομένως να επιφέρει συντονισμό χωρίς καταναγκασμό. Ένα λειτουργικό μοντέλο μιας κοινωνίας οργανωμένης μέσω της οικειοθελούς ανταλλαγής είναι μια ανταλλακτική οικονομία της ελεύθερης ιδιωτικής επιχείρησης: αυτό που ονομάζουμε ανταγωνιστικό καπιταλισμό». (σελ. 38).
Και βέβαια, οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς είναι η μοναδική εγγύηση για τη διασφάλιση της ελευθερίας όλων: «Όσο διατηρείται η έμπρακτη ελευθερία ανταλλαγής, το κεντρικό γνώρισμα της αγοραίας οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας είναι ότι εμποδίζει ένα πρόσωπο να παρακωλύει ένα άλλο στις περισσότερες από τις δραστηριότητές του. Ο καταναλωτής προστατεύεται από τον καταναγκασμό που μπορεί να του ασκήσει ο πωλητής εξαιτίας της παρουσίας άλλων πωλητών με τους οποίους μπορεί να συναλλάσσεται. Ο πωλητής προστατεύεται από τον καταναγκασμό που μπορεί να του ασκήσει ο καταναλωτής εξαιτίας των άλλων καταναλωτών στους οποίους μπορεί να πουλάει. Ο υπάλληλος προστατεύεται από τον καταναγκασμό που μπορεί να του ασκήσει ο εργοδότης εξαιτίας των άλλων εργοδοτών για τους οποίους μπορεί να εργαστεί, κ.ο.κ. Και η αγορά το κάνει αυτό απρόσωπα και χωρίς να χρειάζεται κεντρικές αρχές». (σελ. 40-41).
Η μοναδική αντίρρηση που μπορεί να υπάρξει στην αρμονική ελευθερία που προάγει η ελεύθερη αγορά είναι το πόσο καλά διευθετεί όλες τις σχέσεις: «Μάλιστα, μια βασική πηγή ενστάσεων απέναντι στην ελεύθερη οικονομία είναι ακριβώς ότι το κάνει αυτό τόσο καλά. Δίνει στους ανθρώπους αυτό που θέλουν, όχι αυτό που μια συγκεκριμένη ομάδα νομίζει ότι θα έπρεπε να θέλουν. Πίσω από τα περισσότερα επιχειρήματα ενάντια στην ελεύθερη οικονομία βρίσκεται μια έλλειψη πίστης στην ίδια την ελευθερία». (σελ. 41).
Είναι προφανές ότι η ελεύθερη αγορά είναι τόσο τέλειος διαχειριστής όλων των ανθρωπίνων αναγκών (και των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων) που εν τέλει τρομάζει γι’ αυτή την τελειότητα. Σε τελική ανάλυση, αυτοί που αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες ιδέες είναι αρνητές της ίδιας της ελευθερίας, αφού δεν την αντέχουν τη στιγμή που τους παρέχεται με τόσο ιδανικό τρόπο. Το ζήτημα είναι ξεκάθαρο: πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε στην ελευθερία;
Το μοντέλο του Φρίντμαν που θέλει την ελεύθερη αγορά ρυθμιστή των πάντων (προς όφελος της ελευθερίας) τίθεται με τέτοια πληρότητα που αναρωτιέται κανείς αν χρειάζεται ή όχι κυβέρνηση. Αλήθεια, από τη στιγμή που οι κανόνες οι οποίοι τίθενται από την ελεύθερη αγορά είναι τόσο τέλειοι («βασική πηγή ενστάσεων απέναντι στην ελεύθερη οικονομία είναι ακριβώς ότι το κάνει τόσο καλά»), για ποιο λόγο χρειάζονται οι κυβερνήσεις; Τι απομένει να ρυθμίσουν αυτές;
Ο Φρίντμαν θα απαντήσει: «Η ύπαρξη ελεύθερης αγοράς ασφαλώς δεν εξαλείφει την ανάγκη για κυβέρνηση. Αντιθέτως, η κυβέρνηση είναι απαραίτητη τόσο ως φόρουμ όπου καθορίζονται οι “κανόνες του παιχνιδιού” όσο και ως διαιτητής που ερμηνεύει και εφαρμόζει τους κανόνες που έχουν αποφασιστεί». (σελ. 41).
Οι λόγοι που πρέπει να υπάρχει ένας διαιτητής μέσα στην τελειότητα της ελεύθερης αγοράς δε διευκρινίζονται. Τι θα χρειαστεί να διαιτητεύσει όταν όλοι είναι τόσο ευχαριστημένοι; Το ζήτημα όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Χρειάζεται και ως φόρουμ για «να καθορίζονται οι κανόνες του παιχνιδιού». Με άλλα λόγια, η ελεύθερη αγορά έχει ανάγκη και μια υποστηριχτική (προς αυτήν) κυβέρνηση που να καθορίζει τους «κανόνες», αφού (προφανώς) η συναίνεση όλου του κόσμου και η επιθυμία του για ελευθερία δεν είναι αρκετή. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και «μια έλλειψη πίστης στην ίδια την ελευθερία».
Η ελεύθερη αγορά δεν καταργεί την κυβέρνηση: «Αυτό που κάνει η αγορά είναι να μειώνει σημαντικά τη γκάμα των ζητημάτων που πρέπει να αποφασίζονται με πολιτικά μέσα, κι έτσι να ελαχιστοποιεί την έκταση στην οποία η κυβέρνηση χρειάζεται να συμμετέχει άμεσα στο παιχνίδι». (σελ. 41). Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση πρέπει να περιορίσει τις αρμοδιότητές της αφήνοντας την ελεύθερη αγορά να παίρνει τις πρωτοβουλίες.
Και βέβαια να συνάπτει διακρατικές οικονομικές κι εμπορικές συμφωνίες που να ανταποκρίνονται στο πνεύμα της ελευθερίας των αγορών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η NAFTA (Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου) που υπεγράφη το 1994 ανάμεσα στην Αμερική, τον Καναδά και το Μεξικό. Η Antonia Juhasz στο βιβλίο της «Η Ατζέντα του Μπους» θα δώσει λεπτομέρειες: «Η NAFTA κατάργησε τους δασμούς και άλλους ελέγχους στις εισαγωγές αγαθών τα οποία διακινούνται ανάμεσα στις τρεις χώρες. Αυτό σημαίνει πως οι αμερικανικές εταιρείες μπορούσαν να στείλουν τα προϊόντα τους για συγκέντρωση σε μεξικανικά εργοστάσια, όπου η εργασία είναι φτηνή, η περιβαλλοντική προστασία αδύναμη, οι φόροι χαμηλοί και η προστασία από περαιτέρω ρυθμίσεις και κρατική εποπτεία ακόμη μεγαλύτερη από ό,τι στις ΗΠΑ. Ύστερα μπορούσαν να στείλουν αυτά τα ολοκληρωμένα προϊόντα πίσω στις ΗΠΑ και να τα πουλήσουν πολύ φτηνότερα από ό,τι αν η αλυσίδα της παραγωγής δεν είχε περάσει τα σύνορα. Αυτά τα εργοστάσια λέγονται μακιγιαδόρας (εγκαταστάσεις καμουφλάζ ή μασκαρέματος)». (σελ. 98).
Το όνειρο του Φρίντμαν σε πλήρη πραγματοποίηση. Η αγορά, ελεύθερη από δασμούς κι άλλους καταπιεστικούς ελέγχους, μπορεί να παράγει όπου η ίδια θέλει (σε πλήρη ελευθερία) και να πουλά επίσης όπου θέλει. Και βέβαια, δε χρειάζεται να ειπωθεί ότι το μοναδικό κριτήριο αυτών των επιλογών είναι το κέρδος. Σε τελική ανάλυση, η ελευθερία της αγοράς σημαίνει ελευθερία στο κέρδος. Και (κατά τον Φρίντμαν πάντα) όταν επιτυγχάνεται αυτό η ελευθερία γίνεται καθολική, καθώς όλοι συνάπτουν οικειοθελώς επικερδείς συμφωνίες (και συνεργασίες).
Φυσικά, η NAFTA είχε μεγάλη απήχηση στις εταιρείες που έσπευσαν στο Μεξικό: «Πολλά μακιγιαδόρας ξεφύτρωσαν στις ζώνες επεξεργασίας εξαγωγών, ανάμεσα στα σύνορα ΗΠΑ και Μεξικού. Οι ζώνες επεξεργασίας εξαγωγών είναι σχεδόν εντελώς αποκομμένες από την τοπική μεξικανική οικονομία, με ακόμη λιγότερους περιβαλλοντικούς και εργασιακούς περιορισμούς, πρακτικά αφορολόγητες και με λιγότερες υποχρεώσεις για τους παραγωγούς από ό,τι η υπόλοιπη χώρα. Από το 1990 ως το 2001 ο αριθμός των εργοστασίων μακιγιαδόρας σε όλο το Μεξικό υπερδιπλασιάστηκε από 1.700 σε 3.600, με τα 2.700 από αυτά να βρίσκονται στις ζώνες επεξεργασίας εξαγωγών». (σελ 98).
Οι περιττοί φορολογικοί και περιβαλλοντολογικοί νόμοι ευνόησαν τα κέρδη. Και η αύξηση των κερδών καταδεικνύει την επιτυχία της ελευθερίας των αγορών. Αυτό που έμενε είναι η εξασφάλιση του εργατικού δυναμικού, που θα δούλευε χωρίς τις απεχθείς κρατικές παρεμβάσεις της εργασιακής νομοθεσίας: «… η θεαματική αύξηση των μακιγιαδόρας συνέπεσε με την παραλίγο κατάρρευση του αγροτικού τομέα εξαιτίας της NAFTA. Η κατάργηση των γεωργικών δασμών και των επιδοτήσεων σε προϊόντα, όπως το καλαμπόκι, που αποτελούν το 60% όλης της μεξικανικής γεωργίας, επέτρεψε σε φτηνά αμερικανικά προϊόντα, που απολάμβαναν την ισχυρή επιδότηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, να κατακλύσουν τη μεξικανική αγορά. Παρόμοιες προβλέψεις βρίσκονται και στην Αγροτική Συμφωνία ΠΟΕ. Οι τιμές που δίνονται στους Μεξικάνους αγρότες για το καλαμπόκι έπεσαν κατά 70%. Επιπλέον, για να γίνει το Μεξικό δεκτό στη NAFTA, αναγκάστηκε να απεμπολήσει μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της Μεξικάνικης Επανάστασης: το Πρόγραμμα Εχίδος, που περιείχε εγγυημένα δικαιώματα γης στους αυτόχθονες. Το συνδυαστικό αποτέλεσμα ήταν πως οι μεξικάνοι αγρότες δεν μπορούσαν πια να ανταγωνιστούν ούτε να κρατήσουν τη γη τους. Ενάμιση εκατομμύριο αγρότες με τις οικογένειές τους εκδιώχτηκαν από τη γη τους και βρέθηκαν να αναζητούν δουλειά». (σελ. 99).
Το εργατικό δυναμικό για τα μακιγιαδόρας είναι έτοιμο. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι κυβερνήσεις (κατά τον Φρίντμαν) δε χρειάζεται να καταργηθούν, αλλά να υπάρχουν «για να καθορίζονται οι κανόνες του παιχνιδιού». Οι Μεξικάνοι αγρότες πρέπει να χάσουν κάθε εχέγγυο από την ιδιοκτησία τους, εν τέλει να εκδιωχτούν από τη γη τους και τελικά να μεταλλαχθούν σε εργάτες των μακιγιαδόρας, όπου εκεί (βεβαίως) δε χρειάζεται πλέον καμία κυβερνητική παρέμβαση, αφού η αγορά πρέπει «να μειώνει σημαντικά τη γκάμα των ζητημάτων που πρέπει να αποφασίζονται με πολιτικά μέσα». Είναι η διαιτησία που προανήγγειλε ως απαραίτητη ενάντια σ’ αυτούς που (προφανώς) αρνούνται την ίδια την έννοια της ελευθερίας.
Η Juhasz θα δώσει το στίγμα των μακιγιαδόρας: «Όσο αυξανόταν η στρατιά των ανέργων, τόσο σκληρότερες θυσίες τους ζητούσαν οι αμερικανικές εταιρείες για να τους δώσουν δουλειά. Τα μακιγιαδόρας έγιναν έκτοτε συνώνυμο της “εργασίας του ιδρώτα” – με κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανύπαρκτο συνδικαλισμό, πολύωρη απασχόληση με χαμηλές απολαβές, κανένα ευεργέτημα και συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας να αποτελούν τον κανόνα. Επιπλέον, το 80% των εργατών στα μακιγιαδόρας είναι γυναίκες, οι οποίες συχνά αντιμετωπίζουν διακρίσεις φύλου και ηλικίας στον εργασιακό χώρο». (σελ. 99).
Η Ναόμι Κλάιν στο καταπληκτικό βιβλίο της «No Logo» θα παραθέσει ακόμη χειρότερες εικόνες από τα εργοστάσια κάτεργα της Ασίας με υποχρεωτικές υπερωρίες, θανάτους από την υπερεργασία, υποσιτισμό, άθλιες συνθήκες διαβίωσης, πενιχρά μεροκάματα και κλίμα τρομοκρατίας μέσα στον εργασιακό χώρο. Πρόκειται για τη σύγχρονη δουλεία, που όμως προϋποθέτει την «οικειοθελή» συναίνεση και την ελεύθερη συγκατάθεση και των δύο μερών. Το ότι η εξαθλίωση θα γεννήσει την εκμετάλλευση δεν φαίνεται να το έλαβε υπόψη του ο Φρίντμαν κατά τον οποίο οι άνθρωποι σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας συνάπτουν συμφωνίες χωρίς να καταπιέζεται κανένα από τα δύο μέρη. Εξάλλου, «ο υπάλληλος προστατεύεται από τον καταναγκασμό που μπορεί να του ασκήσει ο εργοδότης εξαιτίας των άλλων εργοδοτών για τους οποίους μπορεί να εργαστεί».
Για τα μακιγιαδόρας έχει γραφτεί ότι απέλυαν άμεσα όσες γυναίκες βρίσκονταν σε εγκυμοσύνη με αποτέλεσμα τη θεαματική αύξηση των εκτρώσεων. Η απελπισία των εξαθλιωμένων είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της «οικειοθελούς» κι «ελεύθερης» συνεργασίας. Ο Φρίντμαν, αν και όταν εξελισσόταν η NAFTA ζούσε και ήταν απολύτως ενεργός σε εμφανίσεις και δημοσιεύσεις (πέθανε το 2006) δεν έκανε ποτέ την ελάχιστη κριτική για την αθλιότητα των εργαζομένων.
Εξάλλου, κάτι τέτοιο δεν τον απασχόλησε ποτέ. Προφανώς πρόκειται για τους «κανόνες του παιχνιδιού» (προς εξασφάλιση της ελευθερίας πάντα). Ακόμη και το γεγονός ότι η ανισότητα στην αγορά των γεωργικών προϊόντων, που διέλυσε τους μεξικάνους παραγωγούς, προήλθε από τις αμερικανικές επιδοτήσεις (πράγμα απολύτως αντίθετο με τις αρχές του) δεν τον ενέπνευσε, ώστε να πάρει θέση για τα θύματα των μακιγιαδόρας, έστω αποποιούμενος την ευθύνη των θεωριών του. Δε θα μπορούσε κανείς να περιμένει κάτι περισσότερο από το συνεργάτη του Πινοσέτ.
Η διασφάλιση της «ελευθερίας» όμως και της «οικειοθελούς» συνεργασίας δεν αφορά μόνο τους εργάτες των μακιγιαδόρας, αλλά και τους Αμερικανούς εργάτες που δούλευαν στη χώρα τους. Και πάλι η Juhasz θα εξηγήσει: «Η στροφή τέτοιου όγκου παραγωγής προς το Μεξικό είχε τεράστιο κόστος για τους Αμερικανούς εργαζομένους. Το Γραφείο Απογραφής των ΗΠΑ υπολόγισε ότι στα χρόνια της NAFTA οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν τρία εκατομμύρια θέσεις βιομηχανικής κατασκευαστικής εργασίας – δηλαδή μία στις έξι αυτού του κλάδου. Περίπου 525.000 Αμερικανοί εργαζόμενοι καταχωρήθηκαν επίσημα ως “άνεργοι θύματα της NAFTA”. Η αμερικανική κυβέρνηση τους θεώρησε νόμιμους δικαιούχους ενός συγκεκριμένου επιδόματος. Αυτή η νέα δεξαμενή ανέργων άσκησε πίεση σε όλα τα αμερικανικά επαγγέλματα, συμβάλλοντας στη ραγδαία άνοδο της εισοδηματικής ανισότητας στις ΗΠΑ». (σελ. 98-99).
Κι εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας του Φρίντμαν: στις οικονομικές ανισότητες που απογειώνουν τα εισοδήματα ελαχίστων κι εξαθλιώνουν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Η ανεργία θα συμβάλει καταλυτικά στη συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων και στη θεαματική πτώση των μισθών μετατρέποντας την «οικειοθελή» συναίνεση σε εκβιασμό.
Αυτά ο Φρίντμαν απέφυγε να τα εξηγήσει. Και δε χρειαζότανε κάτι τέτοιο. Τα νέα ήθη της «οικειοθελούς» συνεργασίας και της «ελευθερίας» έπρεπε να επικρατήσουν. Η σχολή στο Σικάγο χρηματοδοτήθηκε δεόντως γι’ αυτό. Το 1% που λυμαίνεται πάνω από το 80% του παγκόσμιου πλούτου (σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Βήμα» στις 23 Ιανουαρίου του 2018 το 1% των σούπερ πλουσίων απολαμβάνει το 82% του παγκόσμιου πλούτου) χρειαζότανε κι έναν πολιτικό-οικονομικό-επιστημονικό εκφραστή. Η προπαγάνδα έχει και τους κανόνες της. Ο Φρίντμαν έπαιξε ακριβώς αυτό το ρόλο. Το κεϊνσιανό μοντέλο της φορολόγησης και των δασμών δεν ήταν τόσο επικερδές. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι απείρως προτιμότερος.
Όσο για το Μεξικό, ως χώρα που θέλει να προασπίσει το δημόσιο όφελος, δεν κέρδισε απολύτως τίποτε: «Τα αποτελέσματα, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου, είναι πως οι αμερικανικές εισαγωγές από το Μεξικό αυξήθηκαν 229% ανάμεσα στο 1993 και το 2001. Ενώ οι αμερικανικές εξαγωγές προς το Μεξικό αυξήθηκαν 144%, το 60% από αυτές ήταν συστατικά που πήγαιναν για επεξεργασία στα εργοστάσια μακιγιαδόρας, αφήνοντας ελάχιστα ή καθόλου κέρδη στη μεξικάνικη οικονομία ή στον καταναλωτή. Νόμοι που θα μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα, απαιτώντας π.χ., ένα συγκεκριμένο ποσό ντόπιων επενδύσεων ή μεταφορά νέας τεχνολογίας και τα τοιαύτα, καταπνίγηκαν από τη NAFTA πριν γεννηθούν – ακριβώς όπως μια σειρά τέτοιων νόμων θα είχε καταπνιγεί στο Ιράκ». (σελ. 98).
Το νεοφιλελεύθερο δόγμα όπου κι αν εφαρμόστηκε το πέτυχε με συνθήκες είτε ωμής βίας (Πινοσέτ, Ιράκ) είτε με τη μορφή του εκβιαστικού καταναγκασμού (και βίας), όπως στη Ρωσία. Τα αποτελέσματα ήταν πάντα τα ίδια: εξαθλίωση του πληθυσμού, δημιουργία ελαχίστων πολυεκατομμυριούχων μέσα σε μια νύχτα, υπερκέρδη για τις πολυεθνικές και λεηλασία του κρατικού πλούτου. Με τις ευλογίες του Φρίντμαν, βέβαια, για την εδραίωση της ελευθερίας και της «οικειοθελούς» συνεργασίας.
Το σίγουρο είναι ότι τα νεοφιλελεύθερα ήθη δεν είχαν ποτέ την πραγματική συγκατάθεση του λαού. Ο υπέρμαχος της ελευθερίας δε φαίνεται εξίσου υπέρμαχος της δημοκρατίας. Εξάλλου (αν και πολύ αργότερα καταδίκασε τις απάνθρωπες μεθόδους του Πινοσέτ), όταν συνεργαζότανε ανοιχτά με το δικτάτορα δε φαινόταν να λαμβάνει ιδιαίτερα σοβαρά το ζήτημα της ελευθερίας των πολιτών. Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο «Το Δόγμα του Σοκ» μας πληροφορεί: «Όταν ρωτήθηκε από ένα δημοσιογράφο» (ο Φρίντμαν εννοείται) « “αν το κοινωνικό κόστος αυτών των πολιτικών”» (του Πινοσέτ εννοείται)»“θα είναι υπερβολικό”, απάντησε: “Ανόητη ερώτηση”». (σελ. 117).
Οι κτηνωδίες του Πινοσέτ και τα εγκλήματα σε βάρος του λαού αποτελούν «ανόητη ερώτηση» για τον υπέρμαχο της ελευθερίας, που βεβαίως συνεργάστηκε και με άλλες χούντες προκειμένου να διαδώσει τις ιδέες της ελευθερίας. Η Ναόμι Κλάιν πληροφορεί και πάλι: «Ο Φρίντμαν πήγε στη Βραζιλία το 1973, στο αποκορύφωμα της βαναυσότητας του καθεστώτος, και δήλωσε ότι το οικονομικό πείραμα ήταν “θαύμα”. Στην Ουρουγουάη ο στρατός πραγματοποίησε πραξικόπημα το 1973 και το επόμενο έτος αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της Σχολής του Σικάγο». (σελ. 123).
Η Σχολή από το Σικάγο και ο ίδιος ο Φρίντμαν προσωπικά ασχολήθηκαν σχεδόν με όλες τις χούντες που έγιναν τη δεκαετία του 1970. Το 1976 ο Φρίντμαν έλαβε και το βραβείο Νόμπελ για τις καινοτόμες του ιδέες στην οικονομία. Τα αποτελέσματα των μεθόδων του σε όλες τις χούντες ήταν τα ίδια. Εξαθλίωση των πολιτών και υπερσυσσώρευση του πλούτου σε ελάχιστα άτομα. Το ζήτημα ήταν πώς θα κατάφερναν να φέρουν το μοντέλο Φρίντμαν και στον ανεπτυγμένο κόσμο ακυρώνοντας οριστικά το κεϊνσιανό μοντέλο. Ο Ρήγκαν ανέλαβε αυτό το ρόλο στην Αμερική (και βέβαια είχε τον Φρίντμαν σύμβουλο) και η Θάτσερ στην Αγγλία.
Η παγκοσμιοποίηση που έγινε με τους όρους του νεοφιλελεύθερου δόγματος καθιστά για τις κυβερνήσεις πιο σημαντικές τις απαιτήσεις των αγορών από τις επιθυμίες των λαών που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Ο Κώστας Μελάς στο βιβλίο του «Παγκοσμιοποίηση» είναι σαφής: «Η παγκοσμιοποίηση στηρίζεται σε δομές αυταρχικής επέμβασης, οι οποίες δρουν σε παγκόσμια κλίμακα. Το “διευθυντήριο των Επτά περισσότερο εκβιομηχανισμένων χωρών του κόσμου”, τα πρότυπα “δομικής αναπροσαρμογής” του ΔΝΤ, η “ρυθμιστική” δράση της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι τα μέσα εφαρμογής της. Ούτε ο Τεντ Τέρνερ του CNN, ούτε ο Ρούπερτ Μέρντοκ του News Corporation Limited, ούτε ο Μπιλ Γκέιτς της Microsoft, ούτε ο Τζέφρι Βίνικ της Fidelity Investments, ούτε ο Λάρι Ρονγκ της China Trust, ούτε ο Ρόμπερτ Άλεν του ΑΤΤ, ούτε βέβαια ο Τζορτζ Σόρος, ούτε δεκάδες άλλοι κυρίαρχοι του κόσμου δεν έθεσαν ποτέ τα σχέδιά τους σε ψηφοφορία. Η δημοκρατία δεν είναι γι’ αυτούς». (σελ. 122-123).
Το αστείο είναι ότι ο George Soros, αν και καταγγέλλεται (δικαίως) από τον Μελά που τον συμπεριλαμβάνει στους ισχυρούς του κόσμου, φαίνεται να κατανοεί τα προβλήματα που δημιουργούνται από την κυριαρχία της αγοράς σε βάρος των κυβερνήσεων. Στο βιβλίο του «Η Οικονομική Κρίση του 2008 και η Σημασία της» είναι διαφωτιστικός: «Η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών υπήρξε ένα ιδιαίτερα επιτυχές σχέδιο του φονταμενταλισμού της αγοράς. Αν τα κεφάλαια είναι ελεύθερα να μετακινούνται, είναι δύσκολο για οποιοδήποτε κράτος να τα φορολογεί ή να επιβάλλει ρυθμίσεις, επειδή τα κεφάλαια μπορούν να μετακινηθούν σε κάποια άλλη χώρα. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια τα κεφάλαια να κατέχουν μια προνομιούχο θέση. Συχνά, οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις απαιτήσεις του διεθνούς κεφαλαίου παρά στις προσδοκίες των λαών τους». (σελ. 157).
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στο βιβλίο του «Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού» ο Σόρος καταδεικνύει τους εκ διαμέτρου αντίθετους σκοπούς της αχαλίνωτης καπιταλιστικής ελεύθερης αγοράς και της δημοκρατίας: «Στον καπιταλισμό το θέμα είναι ο πλούτος, στη δημοκρατία η πολιτική εξουσία. Τα κριτήρια μέσω των οποίων μετριούνται τα συμφέροντα είναι διαφορετικά: Στον καπιταλισμό η μονάδα υπολογισμού είναι του χρήμα, στη δημοκρατία είναι η ψήφος των πολιτών. Τα συμφέροντα που υποτίθεται ότι υπηρετούν είναι διαφορετικά: στον καπιταλισμό είναι τα ιδιωτικά συμφέρονται, στη δημοκρατία είναι το δημόσιο συμφέρον». (σελ. 202).
Κι αυτό ακριβώς προσπαθεί να κρύψει ο Φρίνταμν προσπαθώντας να πείσει ότι η ελευθερία της αγοράς είναι προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, καθώς το δημόσιο συμφέρον θα εξυπηρετηθεί με τον καλύτερο τρόπο μέσω της αποχαλίνωσης των αγορών. Γι’ αυτό οι κυβερνήσεις πρέπει να προσαρμοστούν στις επιταγές της αγοράς καθορίζοντας τους «κανόνες» ανάλογα.
Στην ουσία θέτει τις κυβερνήσεις (δηλαδή τη λαϊκή βούληση) στην υπηρεσία της αγοράς, η οποία θα καθορίσει τα πάντα όπως τη συμφέρει, πράγμα που δε χρειάζεται να αναφερθεί. Το ζήτημα είναι να περάσει η προπαγάνδα ότι δήθεν αυτό είναι για το καλό του συνόλου. Ουσιαστικά ο Φρίντμαν προτείνει την άρνηση της δημοκρατίας για να προασπίσει την ελευθερία. Γι’ αυτό του αρέσουν οι χούντες. Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις, αφού θέσουν τους «σωστούς» κανόνες δε χρειάζεται να επεμβαίνουν. Η ελεύθερη αγορά θα εξασφαλίσει τις ελευθερίες.
Εξάλλου, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις οδηγούν σε ομοιομορφία. Ο Φρίντμαν είναι επεξηγηματικός: «Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της δράσης μέσω πολιτικών διαύλων είναι ότι τείνει να απαιτεί ή να επιβάλει την ουσιαστική ομοιομορφία. Το μεγάλο πλεονέκτημα της αγοράς, από την άλλη, είναι ότι επιτρέπει τη διάχυτη ποικιλομορφία. Είναι, με πολιτικούς όρους ένα σύστημα αναλογικής αντιπροσώπευσης. Κάθε άνθρωπος μπορεί να ψηφίζει, τρόπον τινά, για το χρώμα της γραβάτας που του αρέσει και να το έχει· δε χρειάζεται να κοιτάζει πρώτα τι χρώμα αρέσει στην πλειοψηφία και μετά, αν τύχει να ανήκει στη μειοψηφία, να συμμορφώνεται». (σελ. 41).
Και συμπληρώνει: «Σε αυτό το γνώρισμα της αγοράς αναφερόμαστε όταν λέμε ότι η αγορά παρέχει οικονομική ελευθερία. Αλλά το χαρακτηριστικό αυτό έχει επίσης συνέπειες που εκτείνονται πολύ πέρα από το στενά οικονομικό πεδίο. Η πολιτική ελευθερία σημαίνει απουσία καταναγκασμού ενός ανθρώπου από τους συνανθρώπους του. Η βασική απειλή για την ελευθερία είναι η δυνατότητα της εξουσίας να ασκεί καταναγκασμό, είτε αυτή η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός μονάρχη, ενός δικτάτορα, μιας ολιγαρχίας είτε στα χέρια μιας στιγμιαίας πλειοψηφίας». (σελ. 41-42).
Είναι προφανές ότι οι πλειοψηφίες δεν εκφράζουν ιδιαίτερα τον Φρίντμαν, αφού σε κάθε περίπτωση είναι στιγμιαίες. Οι δικτάτορες είναι πιο συνεργάσιμοι. Γι’ αυτό κι έχει πρόβλημα με τις κυβερνήσεις που επιθυμούν να περιορίσουν τον ασύδοτο πλουτισμό των εταιρειών. Είναι προτιμότερο οι εταιρείες και οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι να κάνουν κουμάντο φέρνοντας τα κέρδη στη σούπερ ελίτ του 1% και υποτάσσοντας τις κυβερνήσεις που εκπροσωπούν την (στιγμιαία) πλειοψηφία. Η ελευθερία που προασπίζει ο Φρίντμαν είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των εταιρειών. Οι (στιγμιαίες) πλειοψηφίες δε χρειάζεται να έχουν και τόσο δυνατή φωνή. Τη δύναμη θα την έχουν οι άνθρωποι της ελεύθερης αγοράς, που θα διατάζουν, θα εκβιάζουν ή θα εξαγοράζουν τις κυβερνήσεις. Από κει και πέρα ο καθένας είναι ελεύθερος να ψηφίσει ό,τι θέλει. Δε χρειάζεται να έχουμε την ομοιομορφία των κυβερνήσεων. Στο κάτω – κάτω όλοι έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν ελεύθερα τη γραβάτα τους. Όσο γι’ αυτό ο Φρίντμαν είναι αδιαπραγμάτευτος.
Σε τελική ανάλυση, όλα τα πλήθη των φτωχών που γέννησε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν έχουν άλλη ελπίδα από το κράτος. Ο Adam Przeworski στο βιβλίο του «Δημοκρατία και Αγορά» το θέτει ξεκάθαρα: «Πράγματι, οι κατανομές της κατανάλωσης που δημιουργεί η αγορά και εκείνες που αποτελούν τη συλλογική προτίμηση των πολιτών, θα πρέπει να διαφέρουν, εφόσον η δημοκρατία προσφέρει σε εκείνους που, ως συνέπεια της αρχικής διανομής πόρων είναι φτωχοί, καταπιεσμένοι και εξαθλιωμένοι, μια ευκαιρία να αναζητήσουν κάποια επανόρθωση μέσω του κράτους». (σελ. 156).
Κι όταν γίνεται αναφορά στο κράτος εννοείται στις κυβερνήσεις που διοικούν και που οφείλουν να προστατεύσουν τους πολίτες κάνοντας ορθολογικότερη τη διανομή του πλούτου. Κάτι τέτοιο όμως σημαίνει παρεμβατισμός κι ως εκ τούτου «ομοιομορφία» και «καταπίεση». Πράγματα που είναι αδύνατο να ανεχθεί ένας Φρίντμαν…
Adam Przeworski: «Δημοκρατία και Αγορά», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σειρά Κοινωνία και Πολιτική, Ηράκλειο 2001.
Milton Friedman: «Καπιταλισμός και Ελευθερία», εκδόσεις Παπαδόπουλος για λογαριασμό της εφημερίδας Ημερησία, Αθήνα 2014.
George Soros: «Η Οικονομική Κρίση του 2008 και η Σημασία της», εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2008.
Antonia Juhasz: «Η Ατζέντα Μπους», εκδόσεις «Το Ποντίκι», Αθήνα 2007.
Naomi Klein: «Το Δόγμα του Σοκ», εκδόσεις Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2010.
George Soros: «Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 1999.
Κώστας Μελάς: «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ, νέα φάση της διεθνοποίησης της οικονομίας, μύθοι και πραγματικότητα» εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1999.
Ένα σχόλιο