27 Νοεμβρίου 2018 at 00:16

Ο Μέγας Κωνσταντίνος

από

Ο Μέγας Κωνσταντίνος

Κείμενο: Αργύρης Εφταλιώτης

Είναι ανάγκη, πριν προβάλη πρωταγωνιστής ο Κωσταντίνος, να ρίξουμε βιαστική ματιά σε μερικά χρόνια πριν, τότες που φανερώθηκε στη σκηνή μαζί με το Διοκλητιανό και τους διαδόχους του. Φαίνουνται σαν ξένα ιστορικά, μα είναι και χρειαζούμενα, αφού σε ξένα χώματα βρίσκεται η φύτρα του εθνικού ξαναγεννητή μας.

Ο Διοκλητιανός ήταν από γεννήσιο του πρόστυχος άνθρωπος, μα προόδεψε στο στρατό, κι από κει κατόρθωσε νανέβη ως το θρόνο. Αυτό στα 284. Δυο χρόνους κατόπι, βλέποντας πως δεν τα πρόφταινε όλα στ’ απέραντο εκείνο το Ρωμαϊκό Κράτος, πήρε σύντροφο το Μαξιμιανό, κοινόν άνθρωπο κι αυτόν, όμως γενναίο και δραστήριο. Παίρνει ο Μαξιμιανός τις Δυτικές Επαρχίες και κάμνει πρωτεύουσα του το Μιλάνο. Ο Διοκλητιανός, καθώς είδαμε, έκαμε πρωτεύουσα του στην Ανατολή τη Νικομήδεια της Βιθυνίας.

Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272.
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272.Κεφάλι κολοσσικού αγάλματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Μουσεία Καπιτωλίου – Αυλή του Παλατιού των Συγκλητικών (Palazzo dei Conservatori) στη Ρώμη, περ. 330 μ.Χ.

Άλλα έξι χρόνια μάχητες, έννοιες και βάσανα, και παίρνουν πάλι ο καθένας κι άπονα βοηθό, δηλαδή Καίσαρα. Καίσαρας λοιπόν του Διοκλητιανού γίνεται ο γνωστός μας ο Γαλέριος από τη Δακία, άλλος τιποτένιος κι αυτός, και του Μαξιμιανού ο Κωστάντιος ο Χλωρός (επειδή κ’ ήταν κιτρινιάρης) από την Ιλλυρία. Αυτός είναι ο πατέρας του Κωσταντίνου. Που γεννήθηκε ο Κωσταντίνος καλά καλά δεν το ξέρουμε. Άλλοι λένε στη Βιθυνία, κι άλλοι πιο αξιοπίστευτοι στη Μυσία, κατά τον Αίμο, στα 274. Όντας ακόμα ο Κωστάντιος απλός στρατηγός του Κλαυδίου, συγκατοικούσε με φτωχοπούλα (κόρη ταβερνιάρη λένε πως ήταν), κι αυτή είναι η περιξάκουστη μητέρα του Κωσταντίνου, η Ελένη. Κατόπι, σαν έγινε Καίσαρας ο Διοκλητιανός, τον αναγκάζει και χωρίζεται την Ελένη, και παίρνει γυναίκα του κάποια γενιά του Μαξιμιανού. Άφηκε τότες ο Χλωρός και τον Κωσταντίνο όμηρο του Διοκλητιανού.

Ήταν ο Κωσταντίνος νέος αψηλόκορμος, ωραίος κι αντρίκιος. Και τόσο τονέ συμπάθησε ο Διοκλητιανός που τον έκαμε είδος παραστεκάμενο του. Ως και στις εκστρατείες μαζί του τον έπαιρνε. Και στην Αφρική λοιπόν παραβρέθηκε ο νέος ο Κωσταντίνος και στην Παλαιστίνη. Και σα στεκότανε δεξά του Διοκλητιανού, τον τηρούσε ο κόσμος και θάμαζε την παλικαρίσια κορμοστασιά του, την ώρια του όψη και τη βασιλική του μεγαλοφροσύνη. Δεν έτρεχε στις φλέβες του Κωσταντίνου μήτε Ρωμαϊκό αίμα μήτ’ Ελληνικό, κι ως τόσο φεγγοβολούσαν απάνω του και Ρωμαϊκές κ’ Ελληνικές χάρες, κι όχι κορμί μονάχα, μα και ψυχή. Τις ψυχικές αρετές του τις είδε ο κόσμος κατόπι, όταν έδειξε σιδερένια θέληση, ακλόνιστη πίστη στον εαυτό του κι ακούραστη ενέργεια Ρωμαίου καταχτητή, μαζί με μεγάλους στοχασμούς, παγκόσμιες ιδέες, και σκοπούς βαθιούς και σημαντικούς ενός Αλέξαντρου. Αυτά όμως φανήκαν αργότερα. Στη νιότη του ο Διοκλητιανός άλλο δεν τούβρισκε παρά βασιλική θεωρία, αντρειοσύνη και λεβεντιά, κι αυτά σώνανε για να τον κάμη Χιλίαρχο του. Τέτοια όμως τιμή στης φτωχοπούλας ταγόρι δεν μπορούσε να την καταπιή ο Γαλέριος. Τονέ μισούσε ο ζηλόφθονος Καίσαρας, και δεν τόκρυψε το φαρμάκι της όχτρητάς του.

Βασίλεψε η Τετραρχία αυτή ως είκοσι χρόνια, και θυμούμαστε από την Εισαγωγή ποιο ήταν το μεγάλο κατόρθωμα, του Διοκλητιανού. Παράλαβε όμως ο Διοκλητιανός από την Ασία κι άλλα κάμποσα βαρβαρικά συστήματα, αν κρίνουμε από τις ψεύτικες κατηγορίες που κόλλησε των Συγκλητικών του για να τους θανατώση, από τις χρυσομέταξες του στολές, κι από το περίφημο πρόσταγμα του, όποιος του παρουσιάζεται να πέφτη χάμω και να τον προσκυνά.

Χάρτης: Ο διαμελισμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Χάρτης: Ο διαμελισμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Δεν τονέ γλύτωσαν αυτά όλα ως τόσο από το βαρεμό που τον έπιασε στα γεράματα του. Κι έκαμε ίσως τη φρονιμώτερη πράξη της ζωής του σαν κατέβηκε από το θρόνο, σύγκαιρα με το Μαξιμιανό, κι αποκαταστάθηκε στης Δαλματίας τα Σάλωνα καλλιεργώντας μεγάλο και σύδεντρο περιβόλι. Του κάκου πολέμησε κατόπι ο Μαξιμιανός να τον ξαναφέρη στα μεγαλεία της βασιλείας. «Νάβλεπες, του μήνησε, τα ωραία κρουμπιά μου, που με τα χέρια μου τάχω φυτεμένα, δε θα με παρακινούσες να την αφήσω τέτοια ζωή». Κ’ έτσι έμεινε ο αμαρτωλός ο γέρος στα Σάλωνα ως που απέθανε στα 313.

Σαν τραβήχτηκαν οι δυο γέροι, απόμεινε φυσικά ο Γαλέριος κι ο Κωστάντιος ο Χλωρός, κ’ έγιναν Αύγουστοι στα 305. Δεν περνάει όμως πολύς καιρός κι ο Γαλέριος θέλοντας και καλά να φανή πρώτος, διορίζει στη Νικομήδεια, δίχως να συναγροικηθή με τον Κωστάντιο, άλλους δυο Καίσαρες, τον πρόστυχο το Φλάβιο Σεβήρο, και τον ανιψιό του το Μαξιμίνο, που μήτ’ αυτός παρακάτω δεν πήγαινε. Σάστισε ο κόσμος σαν είδε κι άκουσε αυτούς τους διορισμούς. Όλοι τον Κωσταντίνο προσμένανε να διοριστή, όλοι αυτόν κοιτάζανε. Θαρρέψανε μάλιστα πως λάθος έγινε και πως τον Κωσταντίνο εννοούσε ο Γαλέριος. Ο Γαλέριος όμως, παραμερίζοντας το λαοπόθητο Κωσταντίνο πήρε από το χέρι το Μαξιμίνο και τον κήρυξε Καίσαρα. Έβγαλε τότες ο Μαξιμίνος τα φτωχικά του φορέματα και ντύθηκε την Καισαρική τη στολή.

Άναψε ο Κωσταντίνος βλέποντας τέτοια ταπείνωση, μα ήξερε και να συγκρατιέται· ήξερε και να περιμένει δίχως ν’ αλησμονή. Φεύγει από τη Νικομήδεια και σέρνει βορειοδυτικά να βρη τον πατέρα του. Τον ανταμώνει και τον ακολουθάει ως τη Βρετανία. Πρωτεύουσα του είχε ο Κωστάντιος στη Βρετανία τη Γυόρκη. Από κει πολεμούσε τους Πίκτους, εκεί τέλος απέθανε και στα 306. Ενθουσιασμένος ο στρατός με τον Κωσταντίνο, και για χάρη του πατέρα του που τους φέρθηκε πιο σπλαχνικά και πιο φιλάνθρωπα από το Διοκλητιανό και τους άλλους, τον εκλέγει Αύγουστο. Μόλις τάκουσε αυτό ο Γαλέριος και διορίζει αμέσως Αύγουστο το Σεβήρο και Πρωτοκαίσαρα το Μαξιμίνο. Το καταπίνει κι αυτό ο καρτερικός Κωσταντίνος και στέργει να μείνη δεύτερος Καίσαρας.

Εκεί απάνω στασιάζει κ’ η Ρώμη (306). Οργισμένη που οι Αυτοκρατόροι της δε ζούσανε πια στα παλάτια της παρά πηγαίνανε και θρονιαζότανε στης Αυτοκρατορίας τα πέρατα, αφανισμένη από τους βαριούς φόρους του Γαλερίου και του Σεβήρου, κηρύττει κι αυτή δικό της Αύγουστο τον παράλυτο το Μαξέντιο, γιο του Μαξιμιανού, που ήταν τώρα ξαναγυρισμένος στην εξουσία κι αυτός. Έχουμε λοιπόν πέντε Αυγούστους και Καισάρους αυτή την εποχή χωρίς τον Κωσταντίνο, Μαξιμιανό, Μαξέντιο, Γαλέριο, Σεβήρο, Μαξιμίνο. Γραμμένο τους και των πέντε να κάμουν τόπο του Κωσταντίνου.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, μωσαϊκό στην Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, μωσαϊκό στην Αγία Σοφία (Κωνσταντινούπολη)

Άρχισε, είναι αλήθεια, το στάδιο του ο Κωσταντίνος με τις βαρβαρικές συνήθειες των καιρών και των τόπων εκείνων. Όταν από τη Βρετανία κατέβηκε στη Γαλλία και πολέμησε Φράγκους κι Αλαμανούς, και πανηγύριζε τις λαμπρές του νίκες, απάνω στη νεανική του παράφορα πρόσταξε να γίνη ξεφάντωμα σκληρό και ανωφέλευτο. Τι τάχα κέρδιζε βλέποντας δύστυχους Γερμανούς να σπαράζουνται απο τα θεριά του θεάτρου του; Το μόνο που να πης είναι πως όσο και να μη βαστούσε από το Νέρωνα, λάτρευε όμως τους θεούς του ακόμα.

Πρώτος από τους πέντε αντιπάλους του βγαίνει από τη μέση ο Σεβήρος, που θανατώθηκε στη Ραβέννα (307) πολεμώντας το Μαξιμιανό και το Μαξέντιο. Τρέμοντας τότες ο Μαξιμιανός το φοβερό το Γαλέριο συλλογιέται να κάμη τον Κωσταντίνο γαμπρό του για να τον έχη μαζί του, και του προξενεύει την αδελφή του τη Φάουστα. Δέχεται ο Κωσταντίνος και παίρνει γυναίκα του τη Φάουστα· αγκαλά και δίχως τέτοιο συνοικέσιο θάμνησκε ήσυχος ο γέρος ο Αύγουστος, επειδή άμα έμαθε ο Γαλέριος την τύχη του Σεβήρου, αντίς να τρέξη και να τιμωρήση το Μαξιμιανό, έκρινε φρονιμότερο να τραβηχτή από την Ιταλία για να μην πάθη κι αυτός τα ίδια! Πάλι όμως τη χρειάστηκε τη βοήθεια του γαμπρού του ο Μαξιμιανός όταν άρχισε να μαλλοτρώγεται με το γιο του το Μαξέντιο. Πήγε τότες ίσια στον Κωσταντίνο. Τονέ δέχτηκε ο Κωσταντίνος φιλικά στην αρχή, κατόπι όμως τον υποψιάζεται και τονέ σκοτώνει (310). Αυτή την πράξη του μπορούμε ίσως να την πασαλείψουμε με λόγους αυτοκρατορικούς και πολιτικούς, αφού δα δεν υπάρχει και μοναρχική ιστορία δίχως τέτοια παρατράγουδα.

Ένα χρόνο κατόπι ξεπαστρεύεται κι ο Γαλέριος από φοβερή αρρώστια. Σα να τον αγγύλωνε η συνείδηση του πριν αποθάνη, κ’ είχε κάπως μετριασμένους τους χριστιανικούς του κατατρεγμούς.

Διάδοχο του ο Γαλέριος είχε διορισμένο το Λικίνιο. Έχουμε λοιπόν αυτόν το χρόνο (311) τέσσερεις Αυτοκρατόρους: Λικίνιο και Μαξιμίνο στην Ανατολή, Μαξέντιο και Κωσταντίνο στη Δύση.

Η Αγία Σοφία ή Αγια-Σοφιά (τουρκικά: Ayasofya, λατινικά: Sancta Sophia ή Sancta Sapientia), γνωστή και ως ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Η Αγία Σοφία ή Αγια-Σοφιά (τουρκικά: Ayasofya, λατινικά: Sancta Sophia ή Sancta Sapientia), γνωστή και ως ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.

Στην αρχή δεν έδειξαν και πολλή όρεξη για διχόνοιες. Ο Μαξέντιος όμως δε σύχαζε, μόνο αφορμή πως θέλει να τιμωρήση τον Κωσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του, κάνει να ξεκινήση βόρεια με μεγάλο στρατό. Θέλοντας να τον προλάβη ο Κωσταντίνος, τοιμάζεται κι αυτός να κατέβη στην Ιταλία. Ζυγώνει ως τα βουνίσια της σύνορα, μα δε φαίνεται και να πολυβιάζεται. Κοντοστέκεται, και συλλογιέται ο Κωσταντίνος. Συλλογιέται πως ο στρατός του Μαξεντίου είναι πολύ μεγαλύτερος από το δικό του. Αλήθεια πως τούταζε ο Λικίνιος να του φυλάγη τις βορεινές επαρχίες, αφού σκόπευε να πάρη και την αδερφή του την Κωσταντία γυναίκα. Είχε και φίλους στη Ρώμη, και τονέ δασκάλευαν. Τέλος και στόλο είχε στα ιταλικά τα νερά. Μα δίσταζε πάντα ο Κωσταντίνος. Ανιστορούσε τα πάθια του Σεβήρου, τη φευγάλα του Γαλερίου, έβλεπε και τους στρατηγούς του σα μουδιασμένους — όλα σαν ανάποδα του φαινόντανε. Μέρα νύχτα ταραγμένος κι ανήσυχος. Πως να τον καταπονέση τέτοιον αντίπαλο. Τότες πρωτοφάνηκε η μητέρα του. Παρουσιάζεται η Ελένη, και την ετοιμόοφλεχτη φαντασία του γιου της την κορώνει με ιδέα θεότολμη. Γιατί να μην κάμη το Χριστιανισμό σύμμαχο του ο γιος της; Τάχα δεν ήταν κι ο πατέρας του ο Κωστάντιος πονετικός με τους Χριστιανούς; Τάχα δεν είχε τριγύρω του χιλιάδες Χριστιανούς στρατιώτες, που μπορούσε να τους κάμη για πάντα δικούς του; Κ’ έτσι παίρνει ο Κωσταντίνος τη μεγάλη την απόφαση που άλλαξε τη μορφή του κόσμου. Παραδίνει ψυχή και ζωή στη νέα την πίστη, κι αποχαιρετάει για πάντα την παλιά θρησκεία. Πρέπει ναναστέναξε στερνό αναστεναγμό ο Δίας από τον Όλυμπο σαν πάρθηκε η κρίσιμη εκείνη απόφαση!

Νου και προσοχή κι όνειρα, στο Θεό τα γύρισε όλα. Από κείνον έλπιζε, σε κείνον προσεύκουνταν. Κι απάνω σε μια από τις κατανυχτικές αυτές προσευχές του φανερώθηκε το περίφημο το Ουράνιο Σημάδι του. Ήτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα «Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ’ έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με τα ουράνιο το σημάδι. Βλέπει τον Ιησού Χριστό και βαστάει τον ίδιο το σταυρό, και του παραγγέλνει αυτό να είναι η σημαία του τώρα κι ομπρός, αυτό ο σύμμαχος του, επειδή θα τον προφυλάγη από εχτρούς και θα τονέ δοξάζη. Ξυπνάει ο Κωσταντίνος ταποταχύ και δηγάται τα παράξενο αυτό όνειρο. Και δίχως μήτε μέρα να χάση, φέρνει χρυσοχούς και τους προστάζει να του φτιάξουνε σταυρό απαράλλαχτο σαν το θείο σημάδι, όλο μάλαμα και πετράδια. Αύτη είναι η πρώτη αρχή της μυριοξάκουστης σημαίας που ονομάστηκε Λάβαρο. Ήταν το λάβαρο κοντάρι μακρύ και χρυσωμένο, και ταπάνω του μέρος, σταυρός. Στην άκρη στεφάνι, μάλαμα και πετράδια. Μέσα στο γύρο του στεφανιού τα δυο Ελληνικά γράμματα Χ και Ρ, που τη γνωρίζει μια Χριστιανωσύνη τη σημασία τους. Ως το τέλος τα είχαν αυτά τα γράμματα βαλμένα στα κράτος τους οι Βυζαντινοί οι Αυτοκρατόροι. Από το σταυρό κρέμουνταν πορφυρένια τετράγωνη σκέπη, χρυσοΰφαντη κι αύτη και διαμαντοστόλιστη, που σαν τετράγωνη που ήτανε, δεν κατέβαινε ως τα κάτω του μακρινού κονταριού, μόνο περίπου ως τα μισά. Κατά την κάτω άκρη της σκέπης έβλεπες ζουγραφιστές τις προτομές του Βασιλέα και των παιδιών του. Λεν πως ως στον ένατον αιώνα βάσταξε η σημαία εκείνη μέσα στα παλάτια του Βυζαντίου. Τέτοιο ήταν το μυριοδόξαστο το Λάβαρο, που μαρτύρησε, μπορούμε να πούμε, του κόσμου τη βάφτιση. Σύγκαιρα όμως και τη δική μας την ξαναγέννηση και τα πρώτο γερό μας θεμέλιωμα.

Οι αυτοκράτορες της τετραρχίας: Διοκλητιανός, Μαξιμιανός, Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός και Γαλέριος (Βενετία)
Οι αυτοκράτορες της τετραρχίας: Διοκλητιανός, Μαξιμιανός, Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός και Γαλέριος (Βενετία)

Το πως ο Κωσταντίνος έθρεφε μέσα του βαθιά ευλάβεια προς τη νέα θρησκεία, ολοφάνερο πράμα. Κρίνοντας όμως από τον πραχτικό χαραχτήρα του, γνωρίζοντας κι από την κατοπινή του ιστορία πως ό,τι σπουδαίο και μεγάλο καταπιάνουνταν το είχε με το νου του πραχτικά λογαριασμένο, δύσκολο φαίνεται να πιστέψουμε πως ακολουθώντας τη χριστιανική του πολιτική πήγαινε μόνο κατά τα ουράνια σημάδια. Τόνοιωσε ο Κωσταντίνος πως τα χριστιανικά στοιχείο μεγάλωνε και δυνάμωνε, και πως ταρχαίο ξέπεφτε και μαραίνουνταν. Έδειξε λοιπόν σπάνια πολιτική φρονιμάδα και τόλμη σαν άκουσε στην αμηχανία του απάνω τα λόγια της μάνας του και κηρύχτηκε προστάτης του νέου στοιχείου.

Μια και πάρθηκε η απόφαση, ξεκίνησε το στράτεμά του μ’ ελπίδα και με θάρρος, και πλημμύρισε τα βορεινά της Ιταλίας. Την πρώτη εναντίωση τη βρήκε στο Τουρίνο, κ’ εύκολα την καταπόνεσε. Κατεβαίνει στο Μιλάνο και κείθε στη Βερόνα. Κερδίζει εκεί άλλη λαμπρότερη νίκη, και προχωρεί κατά τη Ρώμη. Βγαίνει τότες ο Μαξέντιος να τον απαντήση, και σε τρίτη μεγάλη μάχη (312) βρίσκει το τέλος του κι αυτός κ’ ή δύναμη του. Μπαίνει ο Κωσταντίνος νικητής μέσα στη Ρώμη, και κάθε Ρωμαίος τηράει και θαμάζει την ομορφιά του, τη μεγαλοπρέπεια, και τέλος τη μαγική εκείνη σημαία που από τα τώρα τούφερνε τόση δόξα.

Άλλη απόδειξη πως δεν τον καθοδηγούσε μόνο θρησκευτική πίστη παρά και λογαριασμένη πολιτική είναι ο τρόπος που τους φέρθηκε τότες τους Ρωμαίους. Λόγο δεν ξεστόμισε μέσα στην πρωτεύουσα που να τονέ δείξη πως ήτανε Χριστιανός. Τις απόφευγε τις αρχαϊκές τελετές, είναι αλήθεια· μα όχι και τόσο που να γεννάη υποψίες. Το νόστιμο είναι που κ’ η Σύγκλητο, σαν τούστησε την αψίδα που σώζεται ακόμα στη Ρώμη, δεν άφηκε ναποφανή μήτε πως με την αρχαία πήγαινε μήτε πάλε με τη νέα θρησκεία· παρά λέει η επιγραφή της αψίδας πως η «Θεότητα» τονέ βοήθησε και νίκησε τον τύραννο. Μάλλους λόγους, θέλοντας η Σύγκλητος να τον κολακέψη, ή και να τον τίμηση, μισόκαμνε το σταυρό της κι αυτή. Πρέπει όμως να παρατηρηθή πως ο Κωσταντίνος δεν έδειχνε πάντα και την ίδια προσοχή και δειλία, αφού όταν έστησε στη Ρώμη τον αδριάντα του έβαλε σταυρό απάνω στην άκρη του κονταριού του.

Άρχιζε και γλυκόφεγγε η μεγάλη του ιδέα στο διάβα του απάνω, και σε κάθε του πάτημα τώρα κι ομπρός ανταμώνουμε τις σωτήριες αχτίδες του.

Δεν πέρασαν πολλοί μήνες (313) και βρέθηκε πάλε στο Μιλάνο. Ξανανέβηκε ως εκεί νανταμώση τον Κυρίαρχο της Ανατολής, τον Λικίνιο, φτασμένο τώρα για να πάρη την αδερφή του Κωσταντίνου, την Κωσταντία, να κανονίσουν κι όσα ζητήματα έμνησκαν ακανόνιστα. Τότες είναι που βγήκε το πρώτο διάταγμα που διαφέντεψε κάπως τη νέα την πίστη, να πηγαίνη δηλαδή ο καθένας μ’ όποια θρησκεία επιθυμεί· κι άλλο πιο γενναιότερο μέτρο, όλα τα σφετερισμένα χτήματα να δοθούνε πίσω στις εκκλησιές.

Ανάγλυφο από την Αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη: ο Γαλέριος επιτίθεται στον Ναρσή.
Ανάγλυφο από την Αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη: ο Γαλέριος επιτίθεται στον Ναρσή.

Έτρεχαν ως τόσο με τέτοια ορμή τα περιστατικά, που οι Αυτοκράτοροι έπεφταν και πήγαιναν ένας ένας, κι άφηναν τόπο για τον καταφρονεμένο του Γαλερίου. Πρώτο θύμα πέφτει ο Μαξιμίνος, που απάνω στην απουσία του Λικινίου έκαμε όρεξη ναρπάξη αυτός την Ανατολή, με σκοπό να κάμη το ίδιο κατόπι και στη Δύση. Χτυπάει λοιπόν το Βυζάντιο και το κυριεύει. Προφταίνει όμως ο Λικίνιος από τα Βορειοδυτικά, ανταμώνει τον Μαξιμίνο στην Αδριανούπολη και τονέ σπάνει. Απελπίζεται τότες ο Μαξιμίνος, σκοτώνεται, και μένει ο Λικίνιος μόνος κυρίαρχος όλης της Ανατολής, καθώς όλης της Δύσης ο Κωσταντίνος.

Σε τέτοιο απέραντο Κράτος είχε φυσικά τόπο και για τους δυο. Του Κωσταντίνου όμως η φιλοδοξία έπαιρνε τώρα το δρόμο της, κ’ ένας Λικίνιος δε δυνότανε να τη σταματήσει. Σ’ ένα χρόνο μέσα πιάστηκαν αναμεταξύ τους. Καταπονιέται ο Λικίνιος κι αναγκάζεται ναφήση του Κωνσταντίνου Ιλλυρία, Μακεδονία, καθαυτό Ελλάδα, κι άλλες μερικές χώρες. Μα μήτ’ αυτό δεν τη σταμάτησε την ορμή της Μοίρας που τον έφερνε, όλο τον έφερνε τον Κωσταντίνο στη δύναμη και στη δόξα.

Ο Διοκλητιανός ή Διοκλής (Gaius Aurelius Valerius Diocletianus, 22 Δεκεμβρίου 244 - 3 Δεκεμβρίου 311) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 284 έως το 305.
Ο Διοκλητιανός ή Διοκλής (Gaius Aurelius Valerius Diocletianus, 22 Δεκεμβρίου 244 – 3 Δεκεμβρίου 311) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 284 έως το 305.

Πριν όμως έρθει του Λικινίου το τέλος, πέρασε ο Κωσταντίνος εννιά απόλεμα, όχι όμως και ήσυχα χρόνια στη Γαλατία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη. Κανόνισε τότες τη διοίκηση και τη νομοθεσία, όσο γίνεται κατά τις χριστιανικές τις ιδέες· επειδή όντας οι χώρες εκείνες ανακατεμένες ακόμα, τέτοια έπρεπε να είναι και τα μέτρα του κ’ η γενική του πολιτική. Παράτολμα πηδήματα δεν εννοούσε να κάμνη μήτε ριζικές αλλαγές να φέρνη στα σύχρονα του συστήματα· μα μήτε ήταν ο κατάλληλος, αφού το νάθρεφε μεγάλη ευλάβεια προς το Χριστιανισμό δε θα πη πως είχε χωνεμένα κι όλα τα ηθικά στοιχεία της νέας θρησκείας. Ο Κωσταντίνος δεν ήταν άνθρωπος μήτε γραμματισμένος μήτε θεωρητικός. Στα θεωρητικά μάλιστα, καθώς αργότερα θα δούμε, ήταν και κάμποσο πεζός. Όντας γέννημα της εποχής του σε όλα, εξόν που αναγνώρισε την υπεροχή του Χριστιανισμού, πίστεψε και στη θαυματουργική δύναμή του. Δεν πετούσαν τόσο αψηλά τα Χριστιανικά του νοήματα που να μην προστρέχη και στα βασανιστήρια σαν τον παρασκότιζαν οι Ειδωλολάτρες. Αυτά δα και σωστοί Χριστιανοί τα μεταχειρίστηκαν, και πολύ αργότερα. Άλλο ένα, που από τη μια απαγόρευε κάθε είδος μαγεία και μαγγανεία, κι από την άλλη άφηνε να μαντεύουν ακόμα τα μέλλοντα από τα σπλάχνα των ζώων. Τέτοιες ανακατωσιές δεν μπορούσανε να λείψουν. Η καρδιά του όμως πήγαινε πάντα με το Χριστιανισμό, κι αυτό ήταν κάτι για τους λαούς του.

Ας ξανάρθουμε τώρα στο Λικίνιο. Δεν μπορούσε ο Λικίνιος να την ξεχάσει την ταπείνωση του. Έβραζε, και την ώρα δεν έβλεπε να ξεσπάση. Άρχισε με τους Χριστιανούς. Δεν τους κατάτρεχε καθώς ο Διοκλητιανός κι ο Γαλέριος, τους έδιωχνε όμως από την Αυλή του, τους αδικούσε όπως μπορούσε, γκρέμισε τέλος και μερικές εκκλησιές. Και σαν πήρε μ’ αυτή την πολιτική από το μέρος του τους Εθνικούς, βγήκε να πολερήση και τον Κωσταντίνο στα 323. Μεγάλοι στρατοί και στόλοι κι από τα δυο μέρη. Του Κωσταντίνου ο στόλος ελληνικός, δηλαδή ελληνικά πλοία και ναύτες. Πως βρέθηκε τέτοιο θαλασσινό υλικό στην Ελλάδα μέσα σε κείνη την παρακμή, μένει κάπως ανεξήγητο, εξόν αν ο Κωσταντίνος ναύλωσε ή αγόρασε τα εμπορικά· και γνωρίζουμε πως στα χεροτερά μας, μαζί με γλώσσα, με θρησκεία, με κάθε άλλο εθνικό φυλαχτήρι, σώζουνταν πάντα και το εθνικό το εμπόριο, πότε στη μια, πότε στην άλλη άκρη της Ρωμιωσύνης.

Μαζεύει λοιπόν ο Κωσταντίνος τα στρατέματα του στη Θεσσαλονίκη, κι ο γιος του ο Κρίσπος, το στόλο στον Πειραιά. Ο Λικίνιος πάλε το στρατό του τον έφερε στην Αδριανούπολη, και το στόλο στα Δαρδανέλια.

Σωστή παράταξη το ξεκίνημα του Χριστιανικού του στρατού. Παντής λογής κληρικοί τονέ συνόδευαν και τονέ βλογούσαν, και πενήντα διαλεχτοί αξιωματικοί προδιάβαιναν κρατώντας το Λάβαρο. Έτσι πηγαίνοντας ανταμώνουν τους αντιπάλους, καλοκαίρι του 323, και τους σπρώχνουν ως στο Βυζάντιο. Σύγκαιρα ξεκινάει κι ο Κρίσπος από τον Πειραιά, χτυπάει το στόλο του Λικινίου στα Δαρδανέλια, και παρουσιάζεται στα πρόθυρα του Βυζαντίου. Ο Λικίνιος, στενοχωρημένος από στεριά κι από θάλασσα, σηκώνεται και περνάει αντικρύ, στη Χρυσόπολη. Τον παίρνει το κατόπι ο Κωσταντίνος, και τις 10 του Σεπτέβρη τονέ σπάνει μια και καλή. Φεύγει τότες ο Λικίνιος στη Νικομήδεια, και για χάρη της γυναίκας του σκόπευε ο Κωσταντίνος να τον αφήση ήσυχο. Μα δε σύχαζε ο γαμπρός του. Τότες κι ο Κωσταντίνος, που καθώς είπαμε δεν πολυέπαιρνε από χριστιανικές μακροθυμίες, τον κρέμασε και γλύτωσε από τα βάσανα του.

Κ’ έτσι απόμεινε ο Κωσταντίνος κατά τα τέλος του 323, ύστερ’ από δεκαεφτά χρονών αγώνες, κυρίαρχος όλης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτη του πράξη ήτανε να ξαναβγάλη το διάταγμα εκείνο του Μιλάνου, που το είχε ακυρωμένο ο Λικίνιος στην Ανατολή. Ξαναβρήκε λοιπόν ο Χριστιανισμός τον προστάτη του, στηρίχτηκε πάλε η νέα θρησκεία στους δυο νόμους εκείνους που δίνανε το δίκιο του σε κάθε Χριστιανό, και γενική ανοχή. Το κείμενο των νόμων αυτών είναι πιστή εικόνα της πολιτικής του Κωσταντίνου. Τους διαβάζει άνθρωπος, και νοιώθει πως δεν ήταν αρπαγμένος ο νους του από θρησκευτικό ενθουσιασμό, παρά μόνο δεμένος από φόβο Θεού, από ευλάβεια κ’ ευγνωμοσύνη για τα όσα του χορήγησε ο Ύψιστος ως τα τώρα, κι αυτά πάλι όχι τόσο που να ταράξουν την πολιτική του κρίση, τη διπλωματική του. «Την δύναμίν σου ευλαβώ (έλεγε) ην εν πολλοίς τεκμηρίοις έδειξας, και την εμήν πίστιν βεβαιοτέραν ειργάσω.» Παρακάτω όμως, «Ειρηνεύειν σου τον λαόν και αστασίαστον μένειν επιθυμώ υπέρ του κοινού της οικουμένης και πάντων ανθρώπων χρησίμου . . . Μηδείς τον έτερον παρενοχλείτω. Έκαστος όπερ η ψυχή βούλεται, τούτο και πραττέτω».

Ήθελε μ’ άλλους λόγους να μην τους ερεθίζη τους Εθνικούς, μόνο να τους φυλάγη ήσυχους, για να μπορέση ναποτελειώση ειρηνικά τη μεγάλη επιχείρηση που λογάριαζε ο νους του.

Που να τα ονειρευτή όμως ο θετικός εκείνος νους τα βάσανα που του μαγείρευε η σοφιστική μανία της αρχαιότητας, κι όχι πια με την παλιά της μορφή, παρά κρυμμένη μέσα στης νέας θρησκείας τα ράσα!

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/

(Εμφανιστηκε 878 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.