Παρατσούκλια Ηπειρωτών:
Όλοι εναντίον όλων!
Κείμενο – φωτογραφίες: Βασίλης Μαλισιόβας*
«Σαρδελάδες» οι Πρεβεζiάνοι, «παγουράδες» οι Γιαννιώτες», «λασπιάδες» και «μαυρογόνατοι» οι καμπίσιοι Ηπειρώτες. Δεν είναι κωμωδία του Αριστοφάνη, αλλά η Ήπειρος του περασμένου αιώνα, όπου ο γλωσσικός πόλεμος καλά κρατούσε! Αν νομίζετε ότι οι Έλληνες ανέκαθεν έβλεπαν τη χώρα ενωμένη, μάλλον ξεχνάτε τον κανόνα: Κάθε τόπος είχε τον δικό του τρόπο να «στολίζει» τον γείτονα. Ποιοι ήταν, λοιπόν, οι «κιόηδες» που τους κορόιδευαν στον στρατό;
Ακολουθεί μία ιστορική και λαογραφική περιήγηση στα πιο «βιτριολικά» παρατσούκλια της Ηπείρου, όπου κάποτε όλοι ήταν, κάπως, εναντίον όλων…

Ταυτότητα και ετερότητα
Ευρέως διαδεδομένη είναι η πεποίθηση ότι «τα παλιά τα χρόνια» οι άνθρωποι ειδικά των αγροτικών κοινωνιών ήταν πάντα μονοιασμένοι, χωρίς να δηλητηριάζονται οι σχέσεις τους από μειωτικούς χαρακτηρισμούς, από υποτιμητικές εκφράσεις της μιας ομάδας προς την άλλη, όχι μόνο κατοίκων γειτονικών χωριών, αλλά πολλές φορές και όσων ζούσαν στην πάνω ή στην κάτω πλευρά ενός οικισμού.
Όχι μόνο σε πανελλήνια και πανευρωπαϊκή αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα είναι ευρέως διαδεδομένοι οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί είτε από άλλους λαούς (Μ’ έκανε Τούρκο), είτε και εντός της εθνικής επικράτειας. Πάντα με υπερβολή, διάθεση μείωσης του άλλου, και βέβαια με κυρίαρχο τον ετεροπροσδιορισμό: Εμείς, που αντικειμενικά είμαστε καλύτεροι, έναντι των Άλλων, οι οποίοι είναι υποδεέστεροι, κατώτεροι.
Η κοινωνιογλωσσική αφετηρία για τέτοιους χαρακτηρισμούς είναι το χτίσιμο της κοινωνικής ταυτότητας μέσω της Ετερότητας. Για να ορίσει (αλλά και να διατηρήσει) μια ομάδα τον εαυτό της («Εμείς»), χρησιμοποιεί τον Άλλο («Οι Άλλοι») ως σημείο σύγκρισης. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και σε όλες τις περιπτώσεις μείωση, ωστόσο η χρήση μειωτικού παρωνύμιου (π.χ. «χωριάτης») για τον Άλλο, αυτόματα αναβαθμίζει την ταυτότητα της δικής μας ομάδας («Εμείς είμαστε οι αστοί, οι έξυπνοι, οι προοδευμένοι»). Έτσι εξηγούνται όλα αυτά τα παρωνύμια όπως Γκάγκαροι, Βλάχοι, Σαρδελάδες, κ.λπ. που κωδικοποιούν γλωσσικά ορισμένα στερεότυπα (σύνθετες και αρνητικές ιδιότητες) στην πραγματικότητα μεγεθύνοντάς τα με τη μέθοδο της καρικατούρας. Και ενώ τα παρωνύμια (παρατσούκλια) συνήθως ξεκινούν από αντικειμενικά χαρακτηριστικά, ωστόσο η χρήση τους καταλήγει να είναι μειωτική. Ενώ πχ η περιγραφή επαγγέλματος/ιδιότητας των κατοίκων της Πρέβεζας ως αλιέων σαρδέλας εκκινεί από τον πραγματικό κόσμο, όμως χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κατώτερη προέλευση ή αφέλεια.
Αρκεί να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τις μειωτικές σημασίες που έχουν οι λέξεις βλάχος, χωριάτης, αλλά και το πλήθος των παροιμιωδών φράσεων που τις εμπεριέχουν. Γκάγκαροι (Αθηναίοι), Γκάντζοι (Εβρίτες), Αυστριακοί (Βολιώτες), Σούρδοι (Κοζανίτες), Ακανέδες (Σερραίοι), Παγανέλια (Κερκυραίοι), Τσαμπίκοι (Ροδίτες) είναι μερικοί μόνο από τους πλέον αναγνωρίσιμους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς κατοίκων διάφορων περιοχών της χώρας.
Φυσικά σήμερα οι σκωπτικές αυτές λέξεις έχουν ραγδαία υποχωρητική τάση, δεν συναντώνται σε καμία περίπτωση σε επίσημο λόγο (πολλώ δε μάλλον εξαιτίας και της ισχύουσας πολιτικής ορθότητας), αλλά χρησιμοποιούνται κυρίως στον ανεπίσημο, προφορικό λόγο, όπως επίσης και σε ορισμένα ειδικά περιβάλλοντα (π.χ. μεταξύ στρατιωτών από διαφορετικές περιοχές της πατρίδας μας).
Εθνικοί προσδιορισμοί: Σκεπετάρια και Αλαμανοί
Η Ήπειρος, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στο «παιγνίδι» των μειωτικών χαρακτηρισμών. Έτσι, το Σκεπετάρι, από το αλβανικό Sqiptar, σήμαινε τον άξεστο, τον αγροίκο – όχι γιατί οι Αλβανοί υστερούσαν σε πολιτισμό, αλλά γιατί η λέξη κουβαλούσε τη μνήμη του μεθοριακού φόβου, της ορεινής απειλής. Ο Τούρκος, πέρα από την εθνική του ταυτότητα, κατέληξε να σημαίνει «ο σκληρός, ο αγέλαστος», ενώ ο Αγαρηνός (πβ. «αγαρηνά στόματα») δηλώνει τον απάνθρωπο, τον εξωτικό εχθρό, τον «άλλον» της πίστης και του ήθους. Ο Ούγγρος, πάλι, γίνεται συνώνυμο του «χαζού»· μια μνήμη λαϊκή, που μάλλον γεννήθηκε από τις παλαιές αναφορές στους Ούγγρους μισθοφόρους, οι οποίοι μιλούσαν μια ακατανόητη γλώσσα. Και ο Αλαμάνος δήλωσε τον απάνθρωπο –δάνειο από τα αλαμανικά φύλα που κατοίκησαν στη βυζαντινή επικράτεια και έμειναν ξακουστά για την αγριότητά τους– και μένει στη φράση «Αλαμανική αγριότητα» ως υπόμνηση των ξένων στρατιωτών που κάποτε πέρασαν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Τέλος, η Φραγκιά, λέξη που από γεωγραφικός όρος γίνεται σύνθημα ηθικής δυσπιστίας: η Δύση ως τόπος πλούτου και εξαπάτησης, η κερατο-Φραγκιά, η γη των επιτήδειων και των δολοπλόκων. Η λέξη έμεινε να σημαίνει όχι πια το έθνος, αλλά τον πολιτισμικό τύπο: τον Φράγκο που χαμογελάει με ύφος, που «ξεγελάει» με ευγένεια.
Παλιοελλαδίτες και νεοχωρίτες
Ένα βασικό στοιχείο για τον αυτοπροσδιορισμό ενός Έλληνα σε σχέση με τον τόπο καταγωγής του είναι το αν είναι νησιώτης ή στεριανός, αν κατάγεται από τη βόρεια ή τη νότια Ελλάδα κ.ο.κ.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, μια πολύ γενική κατάταξη αφορά τους κάτω και πάνω απ’ το «αυλάκι» (Ισθμό Κορίνθου), δηλ. τους Πελοποννήσιους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους Βόρειους (Βορειοελλαδίτες) και τους «χαμουτζήδες» (από τη λ. χάμω «κάτω», που χρησιμοποιούν κυρίως «Νότιοι» και ειδικά οι κάτοικοι της Πελοποννήσου). Μάλιστα το αντιθετικό ζεύγος προσλαμβάνει και μια ιστορική απόχρωση: Παλιοελλαδίτες / Νεοχωρίτες (δηλ. οι καταγόμενοι από περιοχές που απελευθερώθηκαν πρώτες ή τελευταίες απ’ τους Τούρκους). Λίαν γλαφυρή η μαρτυρία αείμνηστης Γιαννιώτισσας:
«Όσοι ήταν κάτω απ’ το λαγούμι (ισθμός) ήταν Παλιοελλαδίτες. Αυτοί λευτερώθ’καν πρώτοι. Αυτοί είχαν 400 χρόνια τ’ς Τούρκους, εμείς τ’ς είχαμαν 500! Αυτοί οι παλιοελλαδίτες, απ’ τ’ν Πελοπόννησο, είχαν γίνει σαΐνια κι μας κορόιδευαν. Όταν γίν’κε το Ελληνικό (όταν δημιουργήθηκε το ελληνικό κράτος), οι υπάλληλοι μάς ήρθαν κάτω απ’ το λαγούμι. Παμπόνηροι! Απατεώνες! Πρόστυχοι! Σειούσαμαν το σιγκούνι μας (παροιμιώδης φράση: τινάζαμε το πέτο του ρούχου μας, για να δείξουμε την απέχθειά μας)! Κι εμάς τ’ς Ηπειρώτες μάς ήλεγαν χαζούς. Ακούς εκεί… Παλιοελλαδίτες;!!! Μακριά!».
Ο διαχωρισμός αυτός έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ήπειρο, καθώς για δεκαετίες βρισκόταν στο μεταίχμιο, αφού όχι μόνο εκεί υπήρχαν τα σύνορα μεταξύ της ελληνικής επικράτειας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ένας ολόκληρος νομός, αυτός της Άρτας, ανήκε και στις δύο χώρες: Επειδή το ποτάμι του Αράχθου αποτελούσε το φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο χωρών, η μισή Άρτα ανήκε στην Ελλάδα (αφού απελευθερώθηκε το 1881), ενώ η πέραν του Αράχθου στην Τουρκία.
«Από ‘δώ απ’ το γιοφύρι (ιστορική γέφυρα Άρτας) ήταν το Ελληνικό, από ’κεί το Τούρκικο», όπως λένε οι ηλικιωμένοι.
Φυσικά, όπως και σε κάθε άλλη περιφέρεια/γεωγραφικό διαμέρισμα, ο κάθε νομός διεκδικεί για τους κατοίκους του την ανωτερότητα, πάντα όμως με αντίστοιχη αρνητική κατάταξη των άλλων, οι οποίοι καταφανώς υστερούν. Από τη μια, κατά το αξιολογικό βαρόμετρο των συμπατριωτών μου, οι εργατικοί, έντιμοι, φιλοπρόοδοι και γενναιόδωροι Ηπειρώτες. Από την άλλη, οι παμπόνηροι και άκρως συμφεροντολόγοι Πελοποννήσιοι, οι αφελείς νησιώτες (ιδίως οι κατά κάποιο τρόπο κοντοπατριώτες μας Επτανήσιοι)…

Οι τουρκανάκατοι ή μισότουρκοι
Στο γλωσσικό στόχαστρο των Ηπειρωτών, όπως δυστυχώς συνέβη και στην υπόλοιπη Ελλάδα, βρέθηκαν οι ξεριζωμένοι από τη Μικρασία πρόσφυγες, οι οποίοι με απροκάλυπτο ρατσισμό ονομάστηκαν (εκτός από τουρκόσποροι) αούτηδες (από την ποντιακή μορφή «αούτος» της αντωνυμίας αυτός), τουρκανάκατοι (ειδικά έτσι ονὀμαζαν τους τουρκόφωνους που ζούσαν σε περιοχές μακριά από τα μικρασιατικά παράλια). Αλλά και ένας εσωτερικός μετανάστης (ακόμη και εντός νομού) δεν γλίτωνε από τη βιτριολική λεξιπλασία. Ανήκε ξεκάθαρα στα φέρματα ή κακοφέρματα.
Όσοι ανήκαν στις λεγόμενες Νέες Χώρες (δηλ. τις περιοχές που απελευθερώθηκαν από τους Οθωμανούς στις αρχές του 20ού αι.) παλαιότερα από τους Ηπειρώτες ονομάζονταν μειωτικά μισότουρκοι. Αυτό μερικές φορές αφορούσε και τους κατοίκους του ίδιου νομού. Για παράδειγμα στον Νομό Άρτας, επειδή –όπως προαναφέραμε– ο Άραχθος αποτελούσε φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο χωρών, όσοι ήταν στην «απέναντι» πλευρά (που απελευθερώθηκε το 1913) ονομάζονταν «μισότουρκοι» (δηλ. ότι δήθεν ήταν κατά το ήμισυ Τούρκοι) από τους συντοπίτες τους που είχαν την τύχη να γεννηθούν στην «από ’δώ» πλευρά του Αράχθου, να είναι δηλαδή τυπικά παλαιοελλαδίτες!
Ενδοηπειρώτικος γλωσσικός πόλεμος!
Και φτάνουμε στον πυρήνα της γλωσσικής διένεξης μεταξύ των κατοίκων των διαφορετικών περιοχών της Ηπείρου:
Οι Γιαννιώτες χαρακτηρίζονται από τους άλλους… συνηπειρώτες παγουράδες και συκωταράδες. Η πρώτη λέξη παραπέμπει σε έναν ευρύτατα διαδεδομένο μύθο, ότι οι κάτοικοι της πόλης των Ιωαννίνων προσπαθούσαν ματαιοπονώντας να αδειάσουν τη λίμνη και χρησιμοποιούσαν παγούρια, προσπάθεια όμως που ήταν εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς όταν υποτίθεται ότι ανέβαιναν στην κορυφή του όρους Μιτσικέλι για να χύσουν το νερό, αυτό κυλούσε πάλι προς την Παμβώτιδα.
Στη λέξη αυτή, σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων, μπορεί να ανιχνευθεί μια αντικειμενική διάσταση, το γεγονός ότι πολλοί παλιοί Γιαννιώτες, ως μνημειώδεις γλεντζέδες, είχαν πάντα μαζί τους ένα παγούρι για να μεταφέρουν το τσίπουρο, το ούζο ή το κρασί. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από την εξέταση του δεύτερου σχετικού λήμματος. Συκωταράδες ονομάζονταν οι κάτοικοι της πόλης των Ιωαννίνων επειδή σύμφωνα με τη στερεοτυπική αντίληψη ήταν επιρρεπείς έως εθισμένοι στην κατανάλωση εντοσθίων («συκωτάκι κι μισολάηνο», δηλ. και μισή λαήνα, πήλινο κανάτι με κρασί ως απαραίτητο συνοδευτικό του νόστιμου αλλά ανθυγιεινού εδέσματος).
Ένα άλλο αρνητικό προσωνύμιο προς τους Γιαννιώτες ήταν βρομούσης, επειδή τα παλιά χρόνια στην πόλη λειτουργούσαν πολλά ταμπάκικα (παραδοσιακά βυρσοδεψεία, όπου η κατεργασία των δερμάτων γινόταν με τον παραδοσιακό τρόπο και μύριζαν πάρα πολύ). «Ζωκοπούσε (βρομοκοπούσε) η Σιαράβα, δίπλα στ’ λίμνη, εκεί ήταν ταμπάκικα. Αφού τά ’χαν βάλει τα τομάρια μέρες μες στ’ν ασβεσταριά (λάκκος με ασβέστη) για να φύγουν οι βρομιές κι οι τρίχες, τά ’βαζαν μες στ’ λίμνη, μες στο νερό, τα τέντωναν κι τ’ άπλωναν στον ήλιο για να στεγνώσουν».
Οι Αρτινοί, ως παραγωγοί εσπεριδοειδών, χαρακτηρίζονταν με το άσεμνο νεραντζόκωλοι (ή και κιτρινόκωλοι). Τους Πρεβεζιάνους τούς έλεγαν σαρδελάδες, λόγω των πλούσιων αλιευμάτων του Ιονίου. Μάλιστα κι εδώ εντοπίζεται μια ανεκδοτολογική αφήγηση, σύμφωνα με την οποία οι Πρεβεζιάνοι έβαζαν τις σαρδέλες στο κλουβί. Αυτό εκκινεί από μια αντικειμενική διαπίστωση, ότι οι σαρδέλες του Αμβρακικού Κόλπου (οι γνωστές παπαλίνες), όταν καταδιώκονται από άλλα ψάρια, αναπηδούν εκτός του νερού, μάλιστα μερικές φορές μπορεί να βγουν μερικές μέχρι την ξηρά!
Για την περιοχή της Θεσπρωτίας παλαιότερα χρησιμοποιείτο η λ. Τσάμικο, η οποία όμως είχε καθαρά γεωγραφική σημασία, φυσικά δεν εμπεριείχε κάποια υποτιμητική διάθεση των συνηπειρωτών, και βέβαια δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τις ανεδαφικές διεκδικήσεις σύγχρονων εθνικιστικών κύκλων της Αλβανίας ως προς το κομμάτι αυτό της ελληνικής επικράτειας.
«Η Θεσπρωτία τα παλιά τα χρόνια ήταν χωριό. Ένα σπίτι εδώ, ένα σπίτι εκεί… Εμείς στα Γιάννινα τ’ς έλεγαμαν Τσιάμηδες όσους ήταν απ’ τ’ Θεσπρωτία. Το χειμώνα κατέβαιναν με τα κοπάδια σαρακατσάνοι απ’ τα Γιάννινα, για να περάσουν το χειμώνα, άλλοι στ’ν Πρέβεζα, άλλοι στ’ Θεσπρωτία. Έκαναν πόσα χωριά σαρακατσάνικα όλοι αυτοί. Τ’ς έλεγαμαν και μαυρογόνατους. Κόσμος παιδεμένος, δε θα πλένονταν τακτικά. “Α, ήρθε ο μαυρογόνατος”, έλεγαν οι Γιαννιώτες. Ο πατέρας μ’, που ’ταν μπακάλης, ήφερνε λάδι απ’ το Τσιάμικο κι ελιές απ’ τ’ν Ουζντίνα. Το λάδι το παρήγγελνε απ’ τ’ν προηγούμενη χρονιά. “Θα μ’ κρατήσεις τόσα ασκιά λάδι”, τ’ς ήλεγε ο πατέρας μ’. Το λάδι το κ’βάλαγαν μέσα σ’ ασκιά με τα μ’λάρια. Μέρες δρόμο. Ήταν πολύς δρόμος…».
Αξιοσημείωτο το ότι και οι τρεις χαρακτηρισμοί αφορούσαν τους κατοίκους της πρωτεύουσας του νομού, όχι όσους έμεναν σε χωριά.

«Τους έπαιρνε όλους η κλάρα…»
Η αποθέωση του συντηρητισμού και των προκαταλήψεων των περίκλειστων και υπερσυντηρητικών κοινωνιών καταφαίνεται στο απόσπασμα από συνομιλία με αείμνηστη Γιαννιώτισσα (γενν. 1935). Κάθε διαφορετικότητα, λοιπόν, ακόμη και εντός νομού στιγματιζόταν με τοξικούς χαρακτηρισμούς. Τα στερεότυπα έδιναν κι έπαιρναν…
«Εδώ στα Γιάννενα όλους τ’ς έξω τ’ς έλεγαν ντατσικαναραίους. Ντατσικανάρ’ς είναι ο βαρύς χωριάτ’ς. Όποιος δεν ήταν απ’ τα Γιάννινα ήταν ντατσικανάρ’ς, ήταν παλιοχώριατος. Τ’ς ήλεγαν και γκούπηδες. “Ντατσικανάρη, ντατσικανάρη, πο’ ’χ’ς (που έχεις) την ψείρα σαν κριθάρι, δεν έχ’ς κ’τάλι, τρως με το ποδάρι”, ήταν στιχοπλάκι αυτό (σκωπτικό ποίημα). Αλλά κι οι χωριάτες μάς έλεγαν μπανταλογιαννιώτες, έτσι έλεγαν για τ’ς πολιτσιάνους (αστούς): Οι μπανταλογιαννιώτες είναι σαν τα κ’τάβια, π’ γεννιόνται με τα μάτια κλειστά. Και μας έλεγαν κι συκωταράδες, συκώτι κ’ μ’σολάηνο. Όλο συκωταριές, μεζεκλίκια κι κρασί! Γιομάτα τα κρασοπ’λειά! Γλεντζέδες κι καλοφαγάδες! Όχι πολύ δουλευτάρ’δες, σαν τ’ς ξωμάχους, τ’ς χωριάτες…
Οι ορεινοί τ’ς καμπίσιους τ’ς έλεγαν μαυρογόνατους, λασπιάδες. Μαυρογόνατοι απ’ τ’ν απλυσιά, γιατί τα κότσια (αστράγαλοι) όλο και κάπου θα βρέχονταν. Χωμένοι μες στ’ λάσπη οι καμπίσιοι. Ότι κοιμάνταν μαζί με τα ζωντανά τ’ς. Δίπλα μούγκριζε το μ’σκάρ’ (μοσχάρι), μούγκριζε κι ο άντρας…
Αλλά είχαν κι κατηγόριες άσωστες (ατελείωτες) κι για τα φαϊά. Έλεγαν ότι κάνουν τ’ς πίτες χοντρές, ένα γόνα (γόνατο) πίτες έλεγαν! Τόσο χοντρές! Λασπιασμένες! Σαν κουρκούτη! Όχι μερακλίτ’κες π’ τ’ς έκαναν στο Ζαγόρι.
Αλλά κι οι καμπίσιοι έλεγαν για τ’ς β’νίσιους ότι είναι ψωροπερήφανοι! Τ’ς πέφτει η μύτη καταή… κι δε σκύβουν να τ’ν πάρουν απ’ τ’ν περηφάνια τ’ς! Κι έλεγαν κι άλλα, παράδειγμα που ’ταν απ’ τα ριζά τ’ Μιτσικελιού (Καλουτά, Μανασσή, Καβαλάρι, Δίκορφο κ.ά.), έβγαινες αμέσως στ’ δημοσιά (δημόσιο, κεντρικό δρόμο) και πάαιναν για ψώνια στα Γιάννενα… Αλλά εκεί πολλές φορές τ’ς γέλαγαν οι μπακάληδες, για μια οκά ζάχαρη ή για λίγο λάδι! “Ζαγορίσια… Μ’ ένα λόγο… ίσια (κατευθείαν)!”, ότι ήταν εύκολες, δε χάλαγαν χατίρι…
Τ’ς Αρτινούς τ’ς έλεγαν από τότε “νεραντζόκωλους”. Κι έλεγαν κιόλα “Παινεσιές και λίμπες (πήλινα πιάτα) άδειες”, ότι πείναγαν αλλά τ’ν παινεσιά τ’ν είχαν (ήταν ψωροπερήφανοι), για να μην καταλάβ’ς ότι είναι για όνομα Θεού (πάμφτωχοι).
Και για τ’ς Πρεβεζιάνους οι Γιαννιώτες δεν είχαν καλό λόγο. Γιατί είχαν λιμάνι… Τ’ς ξέν’ζε αυτό, ότι έρχονταν καράβια, κατέβαιναν ναύτες, από κάθε μιλιέτι (εθνότητα) κι γένονταν ανακάτωμα μεγάλο. Οι Γιαννιώτες ήταν κλειστοί στα σπίτια τ’ς. Γι’ αυτό έλεγαν για τ’ς Πρεβεζιάνους ότι είχαν άλλα χούγια, οι άντρες γύρναγαν στα κρασοπ’λειά, οι γ’ναίκες ήταν εύκολες… Έτσι έλεγαν. Χαζαμάρες!
Τώρα δεν έχουμε καμία διαφορά, είμαστε όλοι ίδιοι…».
Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό μια ευρέως διαδεδομένη παροιμιώδης φράση μεταξύ των υπερηλίκων: «Ο Θεός να σε φυλάει από χ’στιανό Αρτινό, από Τούρκο Γιαννιώτη κι από Οβριό Θεσσαλονικιό». «Οι πιο βαμμένοι (φανατικοί) ήταν αυτοί», όπως μου είχε πει αείμνηστη συνομιλήτρια που γεννήθηκε πριν από το 1930.
Κιόηδες στα… αυτιά των συνελλήνων!
Κι ενώ σε παλαιότερες εποχές σχεδόν όλοι αποδύονταν σε έναν αγώνα δημιουργίας… κατώτερων ανθρώπων, με βάση τον μηχανισμό του ετεροκαθορισμού, δεν έβλεπαν ότι υπήρχε ένα εξώνυμο, ένας γενικότερος χαρακτηρισμός των άλλων που συμπεριελάμβανε όλους τους Ηπειρώτες.
«Είχαν πολλά παραγκώμια (παρατσούκλια) στο στρατό. Τ’ς Ξηρομερίτες (Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας) τ’ς έλεγαν γουρ’νοκοιλιές, γιατί είχαν πολλά γ’ρούνια. Μας βλαχοφάναγαν (μας θεωρούσαν βλάχους, άξεστους) οι πολιτσιάνοι (αστοί) εμάς τ’ς Αρτινούς. Μας έλεγαν “Είστε βλάχοι! Βλαχαδερά!”. Μας έλεγαν και πορτοκαλάδες. Μας έλεγαν και κιόηδες, γιατί εμείς λέμε ολοένα κιο (μα). Ειδικά οι Βολιώτες (συστρατιώτες) μας παρεξήγαγαν πολύ για το “κιο”», μου είπε ηλικιωμένος πληροφορητής (γενν. 1934).
Παλιά τους Ηπειρώτες τούς έλεγαν πλατσικοκέφαλους, δηλ. είχαν πλακουτσωτό, πεπλατυσμένο κεφάλι.
«Μας ήλεγαν πλατσικοκέφαλους, ότι έχουμε πλατσικωτό κεφάλι. Τάχα ότι οι γονέοι έρ’χναν μια μπάτσα (σφαλιάρα) στο κεφάλι των παιδιών κι τ’ς ήλεγαν “Κι στην Πόλη σιμ’τζής (σιμιτζής: πωλητής κουλουριών, αργότερα φούρναρης)”! Αλλά είχαν κι ένα δίκιο, γιατί τα παλιά τα χρόνια οι γ’ναίκες δούλευαν στα χωράφια κι άφ’ναν τα παιδιά στ’ σαρμανίτσα (ξύλινη κούνια), ποιος θα το γύρ’ζε το παιδί ή να το πάρει στα χέρια. Όλη μέρα ξάπλα το παιδί, μαλακό ήταν το κεφάλι, τι θα γένονταν… Παιδεμένη ζωή…».
Επίσης τους έλεγαν μπουζουκοκέφαλους (λόγω, υποτίθεται, του σχήματος του κεφαλιού, αλλά και γενικευμένης ολιγόνοιας και αφέλειας).
«Ο αξιωματικός στο στρατό άμα άκ’γε Ηπειρώτ’ς, μας έλεγε “μπουζουκοκέφαλους” , ήταν παραγκώμι (παρατσούκλι) αυτό, τάχα ότι δε μας έκοβε, ότι δεν ήμασταν ξεβγαλμένοι (έξυπνοι) όπως ήταν παράδειγμα οι Αθηναίοι. Το ’51 πήγα στο στρατό, κατατάχτ’κα στο Μεγάλο Πεύκο, εκεί είχε κέντρο εκπαίδευσης πεδινού πυροβολικού. Τώρα οι αξιωματικοί είναι μορφωμένοι, δεν είναι όπως οι παλιακοί. Ήταν και πολλοί… ντιπ αγράμματοι! Τώρα είναι από σχολές οι αξιωματικοί κι οι υπαξιωματικοί».

Βλάχοι εναντίον λασπιάδων
«Πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος», παρακαλούσε τον σταυραετό ο ορεσίβιος ποιητής μας Κ. Κρυστάλλης, θεωρώντας αφόρητη τη ζωή σε μια πεδινή περιοχή. Τη φανατική προτίμησή τους για τον γενέθλιο τόπο οι «ορεινοί» την εκφράζουν και με έναν άλλο τρόπο: με την υποτίμησή τους…
Μια βασική διαφοροποίηση, λοιπόν, είναι η αντίθεση μεταξύ ορεινών και καμπίσιων, δηλ. μεταξύ ορεσίβιων και κατοίκων πεδινών περιοχών. Οι μεν πρώτοι υποτιμητικά χαρακτηρίζονταν συλλήβδην βλάχοι (με τη σημασία του άξεστου κτηνοτρόφου) ή και σιαπανίσιοι, οι δε δεύτεροι λασπιάδες, βουρλιάδες, βατοκρυμμένοι, βουρλοζωμένοι, μαυρογόνατοι, μαυροπόδαροι.
Η χρήση γλωσσικών ιδιωμάτων γίνεται άμεσα σημάδι κοινωνικής κατωτερότητας και ορίζει την ετερότητα. Τα παρωνύμιο «Βλάχοι» αποτελεί κλασικό παράδειγμα σημασιολογικής μετατόπισης: η λέξη αποσπάται από την εθνική/γλωσσική καταγωγή (Αρωμουνική καταγωγή) και αποκτά την κοινωνική σημασία του «άξεστου, κτηνοτρόφου, βουνίσιου». Αυτό ενισχύεται από το εξώνυμο «σιαπανίσιοι» (από το σιαπάν’, δηλαδή από πάνω), το οποίο δεν περιγράφει απλώς τη γεωγραφική θέση, αλλά αποκτά μειωτικό βάρος, υπονοώντας απομόνωση και οπισθοδρόμηση. Από την άλλη πλευρά, οι καμπίσιοι (που είναι συχνά γεωργοί) στιγματίζονται από τα εξώνυμα «λασπιάδες» (που παραπέμπει στο βαρύ, υγρό χώμα του κάμπου) και «μαυρογόνατοι/μαυροπόδαροι» (που δηλώνει την επαφή με τη λάσπη και την έλλειψη αστικής καθαριότητας).
Το πιο χαρακτηριστικό όμως είναι ότι η αντιπαράθεση εκφράζεται και με φωνολογικά χαρακτηριστικά των τοπικών διαλέκτων: Οι ορεινοί (σιαπανίσιοι) χλευάζονται για τις συνεχείς κωφώσεις (π.χ. Ου Γιώργους, ου Βασίλ’ς αντί Ο Γιώργος, ο Βασίλης), δηλαδή τη διατήρηση των άηχων φωνημάτων, ένα συχνό γνώρισμα των βόρειων ελληνικών ιδιωμάτων. Οι καμπίσιοι (λασπιάδες) στοχοποιούνται για τις ηχηροποιήσεις (τζ’ γάτες αντί τις γάτες), δηλαδή τη χρήση ηχηρών φωνημάτων, που συνδέεται συχνά με την επίδραση της Κοινής ή με νότιες/πεδινές γλωσσικές ποικιλίες. Στην ουσία, η διαφορετική ομιλία γίνεται «σφραγίδα» του στερεοτύπου – ο βουνίσιος «Βλάχος» μιλάει «πιο σκληρά» (κωφά), ενώ ο καμπίσιος «λασπιάς» μιλάει «πιο μαλακά» (ηχηρά), δίνοντας έτσι γλωσσική τεκμηρίωση στην αντιπαλότητα.
Ντόπιοι και ξένοι
Ως προς τους προαναφερθέντες μειωτικούς χαρακτηρισμούς, αξιοπρόσεκτη η συνομιλία μου με ορεσίβιο πληροφορητή του Νομού Άρτας που γεννήθηκε το 1930. Ενδιαφέρουσα η εισαγωγή που κάνει ο συνομιλητής μου όταν τον ρωτώ για το επίμαχο θέμα:
«Κάθε χώρα και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη. Άλλα φαϊά, αλλά εθίματα… Οι ορεινοί έτρωγαν ό,τι έβγανε το σπίτι: γάλα, αυγά, λάχανα… Οι καμπίσιοι ηύρισκαν ψάρια σιμά (κοντά): σαρδέλες, γουβιά… Εμείς οι ορεινοί πού να ήγλεπαμαν (βλέπαμε) ψάρι…
Τ’ς καμπίσιους τ’ς έλεγαμαν βουρλιάδες, γιατί τ’ς ήταν μέσα στα νερά, στα βούρλα. Κι δεν είχε χαλίκι π’θενά. Στον κάμπο, ξέρ’ς, είναι πολλά νερά, γιομάτος αυλάκια ο κάμπος, και στ’ αυλάκια βγαίνουν βούρλα.
Αυτός είναι “βουρλιάς”, έτσι τ’ς κορόιδευαμαν.
Τ’ς έλεγαμαν και “λασπιάδες”, γιατί είχε πολλή λάσπη ο κάμπος. Ο κάμπος βούλιαζε στ’ λάσπη! Δεν είχες πού να πατήσεις απ’ τ’ λάσπη! Οι δρόμοι ήταν γιομάτοι λάσπες, δε μπόρ’γες (μπορούσες) να περάσεις από δρόμο και να μη λασπωθείς. Δεν ήταν αμάξια τότε, με άλογα πάαινε ο κόσμος, ή με κάρα… Κι όποιος είχε και κάρο… Όποιος δεν είχε κάρο, έτρωγε τον έρμο με τα ποδαράκια του (ειρων. φράση)! Ο πλειότερος ο κόσμος ποδαράτοι πάαιναν στ’ν Άρτα (οι περισσότεροι πήγαιναν περπατώντας).
Κι έλεγαμαν ότι οι καμπίσιοι είναι μπεκρήδες, πρώτοι στο πιει (αρχ. επίρ. πιείν: το ποτό), πιοτήδες, δεν είναι στα γράμματα, όπως είναι οι ορεινοί…».
Οι καμπίσιοι χαρακτήριζαν με τη λ. βλάχος (και παράγωγα: παλιόβλαχος, μπουρτζόβλαχος…) όλους τους ορεινούς, προσάπτοντάς τους πονηριά ή και κουτοπονηριά. Συχνά αναφέρονταν σε επιμέρους χαρακτηριστικά, π.χ. την εμμονή, την ξεροκεφαλιά: «Μακριά από Τζιουμέρκο! Τό ’χουν τζιούμα (πολύ σκληρό, όπως η ομώνυμη ξυλώδης ρίζα δέντρων) το κεφάλι»!
Πανωμαχαλιώτες και κατωμαχαλιώτες
Αυτονοήτως αντιπαλότητες και εδραιωμένες προκαταλήψεις υπήρχαν και για κατοίκους γειτονικών χωριών (κυρίως για την ευστροφία, την εργατικότητα, τη φιλοξενία, την εντιμότητα), αλλά ακόμη και εντός του χωριού: πανωμαχαλιώτες και κατωμαχαλιώτες!
Χαρακτηριστική η αφήγηση ευγενέστατης συνομιλήτριας:
«Τα χωριά μας είναι στο πλάι (σε επικλινές έδαφος). Εμείς που ’μαστε στον απάνω μαχαλά, οι πανωμαχαλιώτες, είμαστε καλύτερα, γιατί έχει αέρα το καλοκαίρι, έχουμε και θέα καλύτερη, αγναντεύουμε μέχρι το πέλαγο. Αυτοίνοι π’ κάθονται στον κάτω μαχαλά, στ’ χουναβιά (κλειστό μέρος, σαν χοάνη), δε γλέπουν τίποτα. Ε, καλά, δεν είναι και σαν τον κάμπο π’ δε γλέπ’ς τίποτα, είναι κλεισμένος ο τόπος απ’ τα μπαξέδια (ο μπαξές, τα μπαξέδια)».
Επίσης με υποτιμητικό τρόπο έβλεπαν όσους έμεναν σε απομακρυσμένους οικισμούς (μαχαλάδες), εκτός του χωριού. Πολύ συχνά, ορισμένες οικογένειες έμεναν απολύτως αποκομμένες όχι μόνο από τον οικιστικό ιστό του χωριού, αλλά δεν είχαν απολύτως κανέναν δίπλα τους:
«Άμα έμνησκαν (έμεναν) κάποιοι μέσα στο λόγκο, γι’ αυτ’νούς έλεγαμαν ότι είναι αγριγιάνθρωποι! Από ένα σπίτι μες στο λόγκο! Είναι γίδια! Αγριόιδα! Αγριόκοσμος! Μαναχοί τ’ς, μες στα λόγκια… Άγρεψαν μες στο λόγκο… Τι κ’βέντα θα σ’ πουν αυτοίνοι οι ανθρώποι…», έτσι έλεγαμαν.
Αξιοσημείωτη εδώ η βαρύνουσα σημασία της κοινωνικότητας για τους προγόνους μας.
Ανεξάντλητος πλούτος… μειωτικών χαρακτηρισμών
Κι ενώ νόμιζα ότι για τους κατοίκους των χωριών του Κάτω Ραδοβιζίου Άρτας (όπου ανήκει και το χωριό μου, η Μαρκινιάδα) δεν υπήρχαν μειωτικοί χαρακτηρισμοί, η συζήτηση με έναν 91χρονο πληροφορητή διέψευσε τη βεβαιότητά μου. Ο ίδιος, γέννημα-θρέμμα του ορεινού χωριού Θεοδώριανα, απαριθμεί τα «παραγκώμια» που χρησιμοποιούσαν για τους κατοίκους των κοντινών και μακρινών χωριών, αλλά και το τι έλεγαν οι άλλοι για το δικό του. Καταιγιστική η μαρτυρία του:
«Τ’ς Βουργαρελιώτες (κάτοικοι της κωμόπολης Βουργαρέλι) τ’ς έλεγαν μπέηδες, γιατί το τράβαγαν μεγαλείο, ότι ήταν πλούσιοι. Ήταν κεφαλοχώρι απ’ τα παλιά τα χρόνια. Αγρονομία, δικαστήριο, διοίκηση Χωροφυλακής… Ήταν όλοι οι οργανισμοί εκεί (δημόσιες υπηρεσίες). Χελωνάδες έλεγαμαν τ’ς Μελισσουργιώτες, τέτοιο όνομα είχαν. Εμάς τ’ς Θοδωριανίτες μας έλεγαν κ’φά (κουφά: τυφλοπόντικες). Απ’ το Κάτω Αθαμάνιο κι κάτω εσάς σάς έλεγαμαν λογκίσιους, μέχρι το Πέτα. Τ’ς Πετανίτες τ’ς έλεγαμαν γομαροκέντηδες, γιατί είχαν πολλά γομάρια, πάαιναν ξύλα στ’ν Άρτα κι τα πούλαγαν. Κι κένταγαν τα γομάρια, τα σούφλαγαν μ’ ένα κεντρί για να περπατάν’ γλήγορα (κέντριζαν τα γαϊδούρια, τα τσίγκλαγαν με ένα ξύλο, στο άκρο του οποίου υπήρχε μια βελόνα)».

Επίλογος
Αρχίσαμε το κείμενο αυτό με μια αναφορά στον Αριστοφάνη. Εδώ μπορούμε να τον μνημονεύσουμε εκτενέστερα, γιατί αποτυπώνει πολύ βαθιά χαρακτηριστικά της αρχαίας κοινωνίας. Στους «Ἀχαρνῆς» ο Αθηναίος Δικαιόπολις δέχεται στην αγορά του έναν πάμφτωχο Μεγαρέα, που του πουλάει τις κόρες του μεταμφιεσμένες σε «γουρούνια», και έναν βρομιάρη Θηβαίο, που του φέρνει «σκόρδα, χήνες και τυρί» – προϊόντα τραχιά, αλλά τίμια, όπως και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Κι όταν παραδέχεται ότι οι Αθηναίοι «μόνο φλυαρία και κουτοπονηριά πουλούν», ο ποιητής δεν γελά απλώς· σκιαγραφεί με διαχρονική ακρίβεια την ψυχολογία ενός λαού που αυτοσαρκάζεται για να αντέξει.
Μπορούμε κάλλιστα να φανταστούμε ότι το φαινόμενο της διακωμώδησης του ξένου από τον ντόπιο ήταν πολύ πιο έντονο στην αρχαιότητα, όπου το έθνος, η φυλή απαρτιζόταν από πόλεις-κράτη και οι διαφορές μεταξύ τους ήταν πολύ πιο έντονες από τις σημερινές. Από τους «σκορδοφάγους» Βοιωτούς του Αριστοφάνη μέχρι τους «παγουράδες» και τους «σαρδελάδες» της Ηπείρου, η ίδια διάθεση με τότε, αλλά σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα, επιβιώνει στα καφενεία, στις γειτονιές, στους εύθυμους διαξιφισμούς ανάμεσα σε κάμπους και βουνά, σε «πάνω» και «κάτω» μαχαλάδες, χτίζοντας ταυτότητα μέσα από το αστείο, μετατρέποντας τη διαφορά σε καλαμπούρι και τη διαφωνία σε λόγο.
Ίσως τελικά η ουσία της ελληνικής ψυχής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα να είναι αυτή: ακόμη και όταν βλέπει σκωπτικά τον γείτονα, ακόμη κι όταν χωρίζεται, πάντα υπάρχει κάτι πιο πάνω από τα μικρά και «τοπικά» που δημιουργεί κοινό νόημα και, στο τέλος, ενώνει. Για να θυμηθούμε έναν μεγάλο Έλληνα καλλιτέχνη που μας άφησε πρόσφατα:
«Ας κρατήσουν οι χοροί
και θα βρούμε αλλιώτικα
στέκια επαρχιώτικα βρε
ώσπου η σύναξις αυτή
σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί».
***
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Από τις εκδ. Αλεξάνδρεια κυκλοφορούν τα βιβλία του «Κάτσε να σου μολογήσω» και «Τα γέλια και τα δάκρυα της πέτρας». Στο παρόν άρθρο αξιοποιήθηκε γλωσσικό υλικό από το υπό έκδοση «Ηπειρώτικο Λεξικό».

















































