Το τέλος της γκρίνιας
Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Το μετρό της Θεσσαλονίκης είναι έτοιμο να λειτουργήσει. Είναι ένα μεγάλο έργο που δεν είχε μόνο οπαδούς αλλά και αντιπάλους – υπήρχαν κι άλλες προτάσεις για να λυθεί το κυκλοφοριακό της πόλης. Αλλά κι όταν αποφασίστηκε οριστικά η λύση να είναι το μετρό, και πάλι χάθηκε πολύς χρόνος.
Το μετρό δημοπρατήθηκε το 1992, ως συγχρηματοδοτούμενο από το Δημόσιο, αλλά επί μια δεκαετία μόνο συζητούσαν γι’ αυτό. Ξαναδημοπρατήθηκε το 2004 ως αμιγώς δημόσιο έργο. Αλλά το 2010, που έπρεπε να αρχίσουν οι ετοιμασίες για να δοθεί στην κυκλοφορία, δεν είχαν γίνει οι εργασίες ούτε του 15%. Ακολούθησαν διαξιφισμοί για τις απαλλοτριώσεις, ανακάλυψη αρχαιοτήτων, επιχειρηματικές συγκρούσεις, μια χρεοκοπία, νέες συμβάσεις, ήρθε η εταιρεία Αττικό Μετρό, αργότερα συγκρούστηκε ο Δήμος Θεσσαλονίκης μαζί της για τα αρχαία της Βενιζέλου, έγινε παύση των εργασιών το 2014 και επανέναρξή τους το 2015, ακολούθησε το γνωστό σόου Τσίπρα με τους μουσαμάδες…
Στο τέλος, την αντοχή του έργου καθόρισε η μεγάλη σύγκρουση, η μητέρα των μαχών, της Αττικό Μετρό και του κράτους με την Αριστερά και προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας, που έθεσαν το έργο υπό αίρεση αφού δημιούργησαν ζήτημα με τα αρχαία του σταθμού (πια) Βενιζέλου. Ήταν η πιο σοβαρή κρίση στην τελική ευθεία. Με επιχειρήματα κατευθείαν δανεισμένα από το οστεοφυλάκιο της παραδοσιακής εθνικοφροσύνης: το μετρό θα καταστρέψει τα αρχαία μας και την αρχιτεκτονική μνήμη της πόλης. Γι’ αυτό, οργανώθηκαν κινητοποιήσεις κατά της απόσπασης και της επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων στο σταθμό – που πρακτικά πάγωνε το έργο ποιος ξέρει για πόσο χρόνο ακόμα.
Οι επιθέσεις αυτές περιείχαν στερεότυπα της καθυστέρησης: τυφλή προγονολατρεία, δικαστικούς αγώνες, κινητοποιήσεις στους δρόμους, αρθρογραφία και, ασφαλώς, πολλά υβρεολόγια στα σόσιαλ μίντια. Δεν ήταν φειδωλές σε χαρακτηρισμούς και δεν σεβάστηκαν ούτε σημαντικές προσωπικότητες της επιστήμης, αν είχαν γνωμοδοτήσει υπέρ των έργων – όπως τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου το οποίο ενέκρινε τις μελέτες προστασίας, στερέωσης, αποκατάστασης, συντήρησης επιφανειών και ανάδειξης των ρωμαϊκών και βυζαντινών αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν εντός του κελύφους του Σταθμού Βενιζέλου. Υπενθυμίζω μόνο ότι, σήμερα, η διαμάχη αυτή φαντάζει κενή νοήματος, αφού τα ευρήματα έχουν επανατοποθετηθεί, μετατρέποντας το σταθμό σε ανοικτό μουσείο, ζωντανή μαρτυρία της ιστορίας της Θεσσαλονίκης: της αρχαιότητας, των ρωμαϊκών και των βυζαντινών χρόνων της.
Η διαμαρτυρία ήταν μια συνειδητή επένδυση στο παρελθόν, προκειμένου να μην αντιμετωπίσει η πόλη το παρόν και το μέλλον της. Προσπάθησε να ακυρώσει (ή να παρατείνει) το έργο, για ένα και μόνο λόγο, ψυχολογικής τάξης: επειδή αυτοί που το διεκπεραίωσαν δεν ήταν πολιτικά αρεστοί στην πολιτιστική νομενκλατούρα της πόλης και στην Αριστερά της γκρίνιας. Αυτό τους ενοχλούσε. Και πολέμησαν το έργο με τα ίδια επιχειρήματα που πολεμούσαν στην Αθήνα την επένδυση του Ελληνικού: οχυρωμένοι πίσω από μια καταστροφολογία για αρχαιότητες, που δεν ανταποκρινόταν στα δεδομένα της πραγματικότητας.
Η ήττα αυτών των επιχειρημάτων τροφοδοτεί μεγάλο μέρος της συνεχιζόμενης γκρίνιας για επουσιώδεις λεπτομέρειες, τώρα που το έργο παραδίδεται. Δυστυχώς, εκτός από αυτή την γκρίνια, υπάρχουν ακόμα πολυποίκιλα συμφέροντα και στρατιές εντολοδόχων που απειλούν από την αρχή με καταστροφή του μετρό.
Οι Θεσσαλονικείς υποχρεούνται εκ των πραγμάτων να βάλουν κι αυτοί ένα στοίχημα με τον εαυτό τους: να προστατεύσουν από κάθε είδους δολιοφθορά το νέο απόκτημα των υποδομών της πόλης. Να προστατεύσουν το παρόν και το μέλλον μιας πόλης ανοιχτής και σύγχρονης, για την οποία είναι περήφανοι.
Δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους
Ισως έχετε διαβάσει για τη διαμάχη: ο ζωγράφος Μιχάλης Μαδένης καταδικάστηκε πρωτοδίκως να πληρώσει το πολύ βαρύ ποσό των 130.000 ευρώ στον φωτογράφο Γιώργο Κατσάγγελο. Ο Μαδένης χρησιμοποίησε ως πηγή έμπνευσής του φωτογραφίες του Κατσάγγελου, σε έναν κύκλο έργων που εκτέθηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Τις τελευταίες ημέρες διαβάζω παθιασμένα και φορτισμένα κείμενα, που αφηγούνται λεπτομέρειες αυτής της διαμάχης, χωρίς να αναφέρουν το επίδικο ζήτημα: την ελευθερία της έκφρασης σε συνδυασμό με την αυτόνομη αξία κάθε τέχνης, που απαιτεί τα δικά της υλικά, τους δικούς της τρόπους.
Ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης στο εφετείο, διαβάζω ότι ο φωτογράφος ζήτησε εξωδικαστικό συμβιβασμό (δηλαδή την υποβολή μας συγνώμης από τον ζωγράφο και της αναγνώρισης της οφειλής), αλλά αποπέμφθηκε. Από πηγές της Βιβλιοθήκης, όμως, μαθαίνω ότι όχι μόνο δεν αποπέμφθηκε, αλλά του προτάθηκε αναδρομική έκθεση με κατάλογο. Την αρνήθηκε, προτιμώντας να συνεχίσει την αγωγή και να διεκδικήσει αποζημίωση.
«Δεν είχα την πρόθεση να εξοντώσω κανέναν συνάνθρωπό μου, αλλά να υπερασπιστώ το καλλιτεχνικό μου έργο», δήλωσε επ’ αυτών ο Γιώργος Κατσάγγελος («ΕφΣυν», 24/11/2024). Ίσως γι’ αυτό και ο ίδιος άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, διεκδικώντας όχι 130.000 αλλά 500.000. Καλό πράγμα η τέχνη, αλλά δεν κάνει να τρώμε ανθρώπους.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα “Τα νέα”, στις 29/11/2-24
(Εμφανιστηκε 46 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)