Δεν υφίσταται η έννοια της Ισλαμοφοβίας
Του Πασκάλ Μπρυκνέρ (Pascal Bruckner)
Το 1910 ο Αλαίν Κελιάν, ένας Γάλλος εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Αποικιών, δημοσίευσε το Η μουσουλμανική πολιτική στη γαλλική Δυτική Αφρική (La Politique musulmane dans l’Afrique occidentale française). Το έργο αυτό, απευθυνόμενο στους ειδικούς, είναι συγκρατημένα εγκωμιαστικό για την θρησκεία του Κορανίου, μια «πρακτική και συγκαταβατική» θρησκεία, καλύτερα προσαρμοσμένη στους ιθαγενείς λαούς, ενώ ο Χριστιανισμός είναι «πολύ πολύπλοκος, πολύ αφηρημένος, πολύ αυστηρός για την στοιχειώδη και υλιστική νοοτροπία του Νέγρου». Βλέποντας το Ισλάμ ως μια εκπολιτιστική δύναμη που «απομακρύνει τους λαούς από τον φετιχισμό και τις εξευτελιστικές του πρακτικές» και ως εκ τούτου διευκολύνει την Ευρωπαϊκή διείσδυση, ο συγγραφέας καλεί να δοθεί τέλος στις προκαταλήψεις που εξισώνουν αυτή την πίστη με τη βαρβαρότητα, τον φανατισμό, καταδικάζοντας την «Ισλαμοφοβία» που ήταν διαδεδομένη στην αποικιακή διεύθυνση προσωπικού. Αντιθέτως, πρέπει να είμαστε ανεκτικοί απέναντι στο Ισλάμ και να το αντιμετωπίζουμε αντικειμενικά. Ο Κελιάν έγραφε ως διοικητικός υπάλληλος που τον ενδιέφερε η τάξη. Γιατί να δαιμονοποιούμε μια θρησκεία που διατηρεί την ειρήνη στην αυτοκρατορία, παρά τις καταχρήσεις για τις οποίες είναι ένοχη και τις οποίες θεωρεί δευτερεύουσες, δηλαδή τη δουλεία και την πολυγαμία; Αφού το Ισλάμ είναι ο καλύτερος σύμμαχος της αποικιοκρατίας, πρέπει να προστατεύσουμε τους πιστούς από τη βλαβερή επιρροή των σύγχρονων ιδεών· πρέπει να σεβόμαστε τον τρόπο ζωής τους.
Ο Μωρίς Ντελαφός, ένας αποικιακός διοικητής που ζούσε στο Ντακάρ γράφει περίπου την ίδια εποχή: «Ό,τι και να λένε αυτοί για τους οποίους η Ισλαμοφοβία καθορίζει τη διοίκηση των ιθαγενών, η Γαλλία δεν έχει να φοβάται τίποτε παραπάνω από τους μουσουλμάνους στη Δυτική Αφρική από τους μη-μουσουλμάνους». Και προσθέτει: «Συνεπώς η Ισλαμοφοβία δεν εξυπηρετεί σε τίποτα στη Δυτική Αφρική».
Ο όρος «Ισλαμοφοβία» μάλλον υπήρξε πριν αυτοί οι αυτοκρατορικοί γραφειοκράτες τον χρησιμοποιήσουν. Πάρα ταύτα η γλώσσα αυτή ήταν σπάνια μέχρι τα τέλη του 1980, όταν ο όρος μετατράπηκε σταδιακά σε πολιτικό εργαλείο, υπό την πίεση των Βρετανών μουσουλμάνων που αντιδρούσαν στην φετφά που εξέδωσε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί εναντίον του μυθιστοριογράφου Σαλμάν Ρουσντί μετά την έκδοση του βιβλίου του Σατανικοί Στίχοι. Με τη ρευστή της σημασία, η λέξη «Ισλαμοφοβία» συγχωνεύει δύο πολύ διαφορετικές έννοιες: τη δίωξη των πιστών που είναι έγκλημα· και την κριτική της θρησκείας που είναι ένα δικαίωμα. Νεοεισαχθείς στο εννοιολογικό πεδίο του αντιρατσισμού, αυτός ο όρος φιλοδοξεί να θέσει το Ισλάμ στο απυρόβλητο τοποθετώντας το στο ίδιο επίπεδο με τον αντισημιτισμό.
Στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 2013, ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης, χρηματοδοτούμενος από δεκάδες μουσουλμανικές χώρες οι οποίες αναίσχυντα καταδιώκουν Εβραίους, Χριστιανούς, Βουδιστές και Ινδουιστές, απαίτησε από τις Δυτικές χώρες να βάλουν τέλος στην ελευθερία της έκφρασης σε ό,τι αφορά το Ισλάμ, καταγγέλλοντας ότι η θρησκεία παρουσιάζεται πολύ αρνητικά ως ένα δόγμα που καταπιέζει τις γυναίκες και προσηλυτίζει με βίαιο τρόπο. Η πρόθεση των υπογραφόντων ήταν να καταστήσουν διεθνές έγκλημα την άσκηση κριτικής της θρησκείας του Κορανίου.
Αυτή η αξίωση, όπως είχε διατυπωθεί στην Παγκόσμια Διάσκεψη κατά του Ρατσισμού που διοργανώθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στο Ντέρμπαν ήδη από το 2001, επαναβεβαιώνεται σχεδόν κάθε χρόνο. Ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για τον ρατσισμό Ντουντού Ντιέν, σε μια έκθεση του Οργανισμού του 2007 για το Συμβούλιο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταγγέλλει την Ισλαμοφοβία ως μια από τις «πιο σοβαρές μορφές δυσφήμισης των θρησκειών». Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε σαφέστατα εξισώσει αυτό το είδος δυσφήμισης με τον ρατσισμό και απαιτούσε την απαγόρευση κάθε χλευασμού του Ισλάμ και των θρησκευτικών συμβόλων του. Αυτό ήταν ένα διπλό τελεσίγραφο. Ο πρώτος στόχος ήταν η επιβολή της σιωπής στους Δυτικούς που ήταν ένοχοι για την αποικιοκρατία, την εκκοσμίκευση, και την προώθηση της ισότητας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Ο δεύτερος στόχος, ακόμα πιο σημαντικός, ήταν η δημιουργία ενός όπλου επιβολής εναντίον των φιλελεύθερων μουσουλμάνων που τολμούσαν να ασκούν κριτική στην θρησκεία και διεκδικούσαν τη μεταρρύθμιση των νόμων για την οικογένεια, την ισότητα των φύλων, το δικαίωμα στην αποστασία και την αλλαξοπιστία, και το δικαίωμα να μην πιστεύουν στον Θεό και να μην τηρούν το Ραμαζάνι και άλλα έθιμα. Είναι επιτακτική ανάγκη να καταδικάζονται δημοσίως αυτοί οι αποστάτες για να μην υπάρχει καμία ελπίδα για αλλαγή.
Το νέο έγκλημα σκέψης έχει στόχο να στιγματίσει τις νεαρές γυναίκες που επιθυμούν να απαλλαγούν από τη μαντίλα και να περπατούν στον δρόμο ακάλυπτες χωρίς ντροπή, και να παντρεύονται όποιον αγαπούν και όχι αυτόν που τους επιβάλλεται, καθώς και να πατάξει εκείνους τους πολίτες της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου με Τουρκική, Πακιστανική ή Αφρικανική καταγωγή που τολμούν να διεκδικούν το δικαίωμα στην θρησκευτική αδιαφορία. Τα ζητήματα που αφορούν το Ισλάμ κινούνται από τη διανοητική, ατομική ή θεολογική σφαίρα στην ποινική, έτσι ώστε κάθε αντίρρηση ή επιφυλακτικότητα ως προς την πίστη να υπόκειται σε κυρώσεις. Η έννοια της Ισλαμοφοβίας αποκρύπτει την πραγματικότητα της επίθεσης που διεξάγουν οι σαλαφιστές, οι ουαχαμπιστές και η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική για να ισλαμοποιήσουν εκ νέου τις μουσουλμανικές κοινότητες – ένα προοίμιο, όπως ελπίζουν, του εξισλαμισμού όλου του Δυτικού κόσμου. Ο σεΐχης Γιουσούφ αλ-Καραντάουι[1] της Αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ένας πρόσφυγας στο Κατάρ τον οποίο καταζητούσε η Ιντερπόλ για υποκίνηση δολοφονιών και προώθηση της τρομοκρατίας, εκφράζει συχνά τη λύπη του για το γεγονός ότι το Ισλάμ απέτυχε δύο φορές να κατακτήσει την Ευρώπη: το 732 όταν ο Κάρολος Μαρτέλος σταμάτησε τους Σαρακηνούς στο Πουατιέ· και το 1689 με την αποτυχημένη προσπάθεια των Οθωμανών να κατακτήσουν τη Βιέννη. Τώρα η ιδέα είναι να προσηλυτίσουν την Ευρώπη στην πραγματική πίστη αλλάζοντας εν μέρει το δίκαιο και την κουλτούρα.
Παραμένει το μυστήριο της μετουσίωσης της θρησκείας σε φυλή. Η «φυλετικοποίηση» του κόσμου πρέπει να υπήρξε το πιο αναπάντεχο αποτέλεσμα του αγώνα κατά των διακρίσεων του τελευταίου μισού αιώνα· έχει εξασφαλίσει ότι ο αγώνας θα αναβιώνει συνεχώς την κατάρα από την οποία προσπαθεί να απαλλαγεί. Μια μεγάλη οικουμενική θρησκεία όπως το Ισλάμ περιλαμβάνει έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό λαών και δεν μπορεί να αφομοιωθεί σε μια ιδιαίτερη φυλετική ομάδα. Ο όρος «Ισλαμοφοβία», ωστόσο, προκαλεί τη σύγχυση ανάμεσα σε ένα σύστημα συγκεκριμένων πεποιθήσεων και των πιστών που ακολουθούν αυτές τις πεποιθήσεις. Η αμφισβήτηση ενός είδους υπακοής, η απόρριψη δογμάτων που κάποιος θεωρεί παράλογα ή ψευδή είναι το θεμέλιο της διανοητικής ζωής, αλλά η πίστη στην ύπαρξη της Ισλαμοφοβίας καθιστά αδύνατη τέτοια αμφισβήτηση. Μήπως θα έπρεπε να μιλάμε για αντικαπιταλιστικό, αντιφιλελεύθερο, ή αντιμαρξιστικό «ρατσισμό» ή φοβία;
Αλλά το Ισλάμ επωφελείται από μια ειδική προστασία. Την ίδια στιγμή που μειονότητες Χριστιανών στα Ισλαμικά εδάφη διώκονται, δολοφονούνται ή οδηγούνται στην εξορία –τώρα απειλούνται με εξαφάνιση έως τα μέσα αυτού του αιώνα– ο όρος «Χριστιανοφοβία», παρότι προτάθηκε από αξιωματούχους του ΟΗΕ, δεν καθιερώθηκε, και δεν θα καθιερωθεί ποτέ. Δυσκολευόμαστε να δούμε τον Χριστιανισμό σαν κάτι άλλο πέρα από μια θρησκεία κατάκτησης και μισαλλοδοξίας, αν και σήμερα τουλάχιστον από την Εγγύς Ανατολή έως το Πακιστάν είναι μια θρησκεία μαρτυρίου. Στη Γαλλία, με την αντικληρική της παράδοση, μπορούμε να χλευάζουμε τον Μωυσή, τον Ιησού, τον Πάπα και να τους αναπαριστούμε σε οποιαδήποτε στάση, ακόμα και την πιο χυδαία. Αλλά δεν πρέπει να γελάμε ποτέ με το Ισλάμ· εάν το κάνουμε προκαλούμε την οργή των δικαστηρίων. Γιατί αυτό το διπλό κριτήριο; Η Παρισινή εφημερίδα Le Monde σημειώνει ότι το σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo έχει αφιερώσει μόνο 4% των εξωφύλλων του σε αναπαραστάσεις του προφήτη Μωάμεθ, ενώ χλευάζει τον Ιησού, τον Μωυσή, τον Δαλάι Λάμα εδώ και σαράντα χρόνια – αλλά ήταν αυτό το 4% που προκάλεσε μια μαζική δολοφονία από ισλαμιστές φονιάδες στις 7 Ιανουαρίου 2015. Και επειδή άσκησα κριτική σε δύο γαλλικές Ισλαμιστικές ομάδες που υπήρξαν ιδεολογικοί συναυτουργοί των δολοφόνων του Charlie Hebdo, με έσυραν στο δικαστήριο με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης. Κέρδισα τη δίκη – ευτυχώς, διότι αυτό που έλεγα ήταν η απλή αλήθεια.
Και σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται ο πιο παράδοξος παράγοντας όλης της διαμάχης περί Ισλαμοφοβίας: η στράτευση μέρους της Αμερικανικής και Ευρωπαϊκής Αριστεράς στην υπεράσπιση της πιο ριζοσπαστικής εκδοχής του Ισλάμ – κάποιος μπορεί να την χαρακτηρίσει ως νεο-μπολσεβικική μισαλλοδοξία των χαμένων πιστών του Μαρξισμού. Έχοντας χάσει τα πάντα –την εργατική τάξη, τον Τρίτο Κόσμο– η Αριστερά αγκιστρώνεται από αυτή την αυταπάτη: το Ισλάμ, αναβαπτιζόμενο σε θρησκεία των φτωχών μετατρέπεται στην τελευταία ουτοπία αντικαθιστώντας αυτήν του κομμουνισμού και της αποαποικιοποίησης για τους απογοητευμένους μαχητές. Ο μουσουλμάνος αντικαθιστά τον προλετάριο.
H σκυτάλη φαίνεται να πέρασε περίπου κατά την περίοδο της πτώσης του Σάχη της Περσίας το 1979, με αποτέλεσμα την άνοδο των ισλαμιστών επαναστατών στην εξουσία, την οποία σχολίασε με ενθουσιασμό ο Μισέλ Φουκώ μεταξύ άλλων αριστερών. Η επιστροφή του Θεού στη σκηνή της Ιστορίας τελικά κατάργησε τα μαρξιστικά και αντιαποικιακά προγράμματα. Η πίστη κινητοποιεί τις μάζες καλύτερα από τη σοσιαλιστική ελπίδα. Τώρα ήταν ο πιστός του Κορανίου αυτός που ενσαρκώνει τη διεθνή ελπίδα για δικαιοσύνη, που αρνείται να συμμορφωθεί στην τάξη πραγμάτων, που υπερβαίνει σύνορα και δημιουργεί μια νέα διεθνή τάξη υπό την αιγίδα του Προφήτη: μια πράσινη Κομμουνιστική Διεθνή. Τόσο το χειρότερο για τον φεμινισμό, την ισότητα των γυναικών, την λυτρωτική αμφιβολία, το κριτικό πνεύμα· με λίγα λόγια, τόσο το χειρότερο για οτιδήποτε σχετίζεται παραδοσιακά με μια προοδευτική θέση.
Η πολιτική τάση είναι εμφανής στη σχολαστική ειδωλολατρία των προοδευτικών για τις μουσουλμανικές πρακτικές και έθιμα, ειδικά την ισλαμική μαντίλα: η «σεμνή μόδα» εκθειάζεται τόσο πολύ που για ορισμένους αριστερόστροφους σχολιαστές μια μουσουλμάνα χωρίς μαντίλα η οποία διεκδικεί το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να είναι παρά μια προδότρια, μια αποστάτρια, μια εξωνημένη. Η ειρωνεία αυτής της έγνοιας για τους γενειοφόρους άνδρες και τις μαντιλοφορούσες γυναίκες –και οτιδήποτε μοιάζει με ανατολίτικο παζάρι– είναι πως το ίδιο το Μαρόκο, του οποίου ο βασιλιάς είναι ο «Αρχηγός των Πιστών», πρόσφατα απαγόρευσε τη χρήση, την πώληση και την κατασκευή της μπούρκας στη χώρα του. Μήπως πρέπει να αποκαλούμε τη μοναρχία των Σερίφ «ισλαμοφοβική»; Να είμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως;
Αξίζει να εξετάσουμε αυτή την ισλαμοαριστερά πιο προσεκτικά, αυτή την ελπίδα που τρέφει ένα επαναστατικό περιθώριο ότι το Ισλάμ μπορεί να πρωτοστατήσει σε μία νέα εξέγερση, έναν «ιερό πόλεμο» εναντίον του διεθνούς καπιταλισμού, ακριβώς όπως συνέβη στο Μπακού το 1920, όταν οι ηγέτες των μπολσεβίκων, συμπεριλαμβανομένου του Ζινόβιεφ, δημοσίευσαν μια κοινή έκκληση μαζί με τους πανισλαμιστές για κήρυξη τζιχάντ εναντίον του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Ένας Άγγλος τροτσκιστής, ο Κρις Χάρμαν, ηγέτης του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, το 1994, διατύπωσε μια θεωρία για αυτήν τη συμμαχία μεταξύ μαχητικών επαναστατικών και ριζοσπαστικών μουσουλμανικών οργανώσεων, υποστηρίζοντας την ενότητά τους, σε κάποιες περιπτώσεις, εναντίον του κοινού εχθρού, του καπιταλισμού και της μπουρζουαζίας. Γενιές αριστερών έβλεπαν την εργατική τάξη ως την μεσσιανική μαγιά μιας ακτινοβολούσας ανθρωπότητας· τώρα, πρόθυμοι να φλερτάρουν με την πιο σκοταδιστική μισαλλοδοξία και να προδώσουν τις ίδιες τους τις αρχές, εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στους Ισλαμιστές.
Στο βιβλίο του Οριενταλισμός του 1978, ο Έντουαρντ Σαΐντ παρατήρησε ότι μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, οι γελοιογραφίες στον Δυτικό Τύπο κάποιες φορές απεικόνιζαν τους Άραβες με γαμψές μύτες να στέκονται δίπλα από αντλίες πετρελαίου – ξεκάθαρα Σημίτες, σημείωσε. Επομένως, υποστήριξε ο Σαΐντ, ο στόχος του αντισημιτισμού πέρασε από τον Εβραίο στον Άραβα. Ο Σαΐντ δεν ήταν που αποκάλεσε τον εαυτό του, σε μια συνέντευξή στην Haaretz το 2000, τελευταίο «Εβραίο της Μέσης Ανατολής, έναν Παλαιστίνιο Εβραίο»; Με λίγα λόγια, για εκείνον η εχθρότητα του Δυτικού χριστιανικού κόσμου απέναντι στο Ισλάμ αντιπροσωπεύει το ισοδύναμο του αντισημιτισμού που έρεε από την ίδια πηγή. Ο φιλόσοφος Έντσο Τραβέρσο ισχυρίζεται με παρόμοιο τρόπο ότι «η Ισλαμοφοβία παίζει τον ρόλο του νέου ρατσισμού που άλλοτε έπαιζε ο αντισημιτισμός»: η απόρριψη του μετανάστη, ο οποίος γίνεται αντιληπτός, από την εποχή της αποικιοκρατίας, ως ο Άλλος, ο εισβολέας, το αναφομοίωτο ξένο σώμα στην εθνική κοινότητα· έτσι το φάσμα της τρομοκρατίας αντικαθιστά το φάσμα του εβραιομπολσεβικισμού.
Ήδη από το 1994, στην Γκρενόμπλ, οι νέοι μουσουλμάνοι που έκαναν πορεία για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της κυβέρνησης για την απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας, φορούσαν περιβραχιόνια με μια κίτρινη ισλαμική ημισέληνο –μια παραπομπή στο κίτρινο αστέρι που ήταν υποχρεωμένοι να φορούν οι Εβραίοι κατά τη διάρκεια της Κατοχής– σε μαύρο φόντο και την επιγραφή «Πότε θα έρθει η σειρά μας;». Και όταν το ίδιο έτος ισλαμιστές μαχητές φυλακίστηκαν στη βόρεια Γαλλία ως ύποπτοι για υπόθαλψη του Αλγερινού Ισλαμικού Μετώπου Σωτηρίας[2], αμέσως ανάρτησαν ένα πανό: «Στρατόπεδο Συγκέντρωσης». Στην Ελβετία το 2011, το Κεντρικό Ισλαμικό Συμβούλιο τύπωσε κίτρινα αυτοκόλλητα που συνέδεαν την Ισλαμοφοβία με το Ολοκαύτωμα – ένα κίτρινο αστέρι με την επιγραφή «Μουσουλμάνος». Και ήταν ο φονταμενταλιστής ιεροκήρυκας Ταρίκ Ραμαντάν, για κάποιο διάστημα σύμβουλος του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, αυτός που εξήγησε ότι η κατάσταση των μουσουλμάνων στην Ευρώπη ήταν σαν αυτήν των Εβραίων τη δεκαετία του 1930. Η συνεπαγωγή είναι ξεκάθαρη: η κριτική στο Ισλάμ δεν είναι τίποτα λιγότερο από προετοιμασία για ένα νέο Ολοκαύτωμα.
Προς τι αυτή η ισλαμική επιθυμία να θεωρούνται οι μουσουλμάνοι Εβραίοι; Η απάντηση είναι σαφής: για να αποκτήσουν ιδιότητα παρία. Αλλά η αναλογία είναι διπλά ψευδής. Πρώτον, ο αντισημιτισμός δεν αφορούσε την εβραϊκή θρησκεία αυτή καθαυτήν αλλά την ύπαρξη των Εβραίων ως λαού. Οι αντισημίτες απεχθάνονταν ακόμα και τον άπιστο Εβραίο εξαιτίας του οικογενειακού του ονόματος και της συλλογικής του ταυτότητας. Και, δεύτερον, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, δεν υπήρχαν εξτρεμιστικές ομάδες Εβραίων που έκοβαν τους λαιμούς ιερέων στις εκκλησίες, όπως συνέβη στο Σαν-Ετιέν-ντυ-Ρουβραί στη Γαλλία τον Ιούλιο του 2016, μια ενέργεια δύο νέων τζιχαντιστών· δεν υπήρχαν Εβραίοι που τοποθετούσαν βόμβες σε σταθμούς τρένων, εμπορικά κέντρα ή αεροδρόμια, ή έριχναν φορτηγά στα πλήθη. Υπάρχει συνεπώς και ένας τρίτος αντισημιτισμός από το 1945 που πρέπει να προστεθεί στις κλασικές μορφές του, χριστιανικές και εθνικιστικές: ο φθόνος για τον Εβραίο ως θύματος, το πρότυπο της καταστροφής της Σοά. Αυτός ο Εβραίος λοιπόν γίνεται και παράδειγμα και εμπόδιο για τον ισλαμιστή· θεωρείται σφετεριστής της θέσης που ανήκει δικαιωματικά στους Αφρικανούς, τους Παλαιστίνιους και τους Μουσουλμάνους. Το να καθιστάς τον εαυτό σου αντικείμενο ενός νέου Ολοκαυτώματος, όσο φανταστικό και να είναι, σημαίνει ότι οικειοποιείσαι την μέγιστη δυστυχία και τοποθετείς τον εαυτό σου στην πιο επιθυμητή θέση – σε αυτήν του θύματος που απαλλάσσεται από κάθε κριτική.
Είναι ευρέως γνωστό πόση από τη ναζιστική κληρονομιά, από την ίδρυση του Ισραήλ, έχει περάσει στην Αραβική Μέση Ανατολή, όπου ένα κλασικό έργο της αντι-εβραϊκής προπαγάνδας όπως τα πλαστά Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, χαλκευμένο από το τσαρικό καθεστώς στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, παραμένει μπεστ σέλερ για χρόνια. Δεν ήταν ο προηγούμενος βασιλιάς του Μαρόκου, Χασάν Β΄, ο οποίος είπε: «Το μίσος εναντίον του Ισραήλ είναι το πιο ισχυρό αφροδισιακό του Αραβικού κόσμου»;
Ως περαιτέρω αποδείξεις αυτού του διαβρωτικού φθόνου, αναλογιστείτε το Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας που το 2005 κάλεσε τον τότε πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ να αντικαταστήσει την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος (αφιερωμένη στην Σοά) με την Ημέρα Γενοκτονίας. «Η ίδια η ονομασία Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος ακούγεται υπερβολικά περιοριστική για πολλούς νέους Μουσουλμάνους» υποστήριξε ένα μέλος του Συμβουλίου. «Στέλνει τα λάθος μηνύματα: ότι οι ζωές [κάποιων] ανθρώπων πρέπει να μνημονεύονται περισσότερο από άλλες. Είναι μια αδικία που οι εξτρεμιστές είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν». Ο γενικός γραμματέας του Μουσουλμανικού Συμβουλίου της Μεγάλης Βρετανίας έως το 2006, σερ Ίκμπαλ Σακράνι, πρόσθεσε: «Το μήνυμα του Ολοκαυτώματος ήταν “ποτέ ξανά”, και για να έχει αυτό το μήνυμα πρακτική εφαρμογή στη διεθνή κοινότητα πρέπει να είναι συμπεριληπτικό. Δεν μπορούμε ποτέ ξανά να έχουμε διπλά κριτήρια για την ανθρώπινη ζωή. Οι Μουσουλμάνοι αισθάνονται πληγωμένοι και αποκλεισμένοι που οι ζωές τους δεν είναι εξίσου πολύτιμες με τις ζωές που χάθηκαν την εποχή του Ολοκαυτώματος».
Σύμφωνα με τους φονταμενταλιστές ισλαμιστές και πολλούς προοδευτικούς, ο Μουσουλμάνος θα έπρεπε να αντικαταστήσει τον Εβραίο για άλλον ένα λόγο: ο Εβραίος έχει ατιμάσει την θέση του και έχει γίνει με τη σειρά του αποικιοκράτης με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Η εξιδανίκευση του Εβραίου μετά τον πόλεμο προετοίμασε τη διαδοχική εκστρατεία σπίλωσης· με άλλα λόγια, η Ιουδαιοποίηση των μουσουλμάνων συνεπάγεται την Ναζιστικοποίηση των Ισραηλινών. Υπάρχει ο καλός Εβραίος του χθες, αιώνια διωκόμενος, και ο κακός Ισραηλινός που επικράτησε στη Μέση Ανατολή, αυταρχικός και ρατσιστής. Ο Τραβέρσο κάνει τη σύνθεση ανοιχτά: στο παρελθόν, υποστηρίζει, οι Εβραίοι και οι μαύροι μάχονταν μαζί ως αντιφασίστες και αντιαποικιοκράτες· έπειτα οι Εβραίοι έσπασαν τη γραμμή του χρώματος και έγιναν «λευκοί» – δηλαδή καταπιεστές. Ο αληθινός Εβραίος του σήμερα φοράει κουφί[3] και μιλάει Αραβικά· ο άλλος είναι υποκριτής και σφετεριστής. Για να παραθέσω μια δήλωση από τις χιλιάδες, ορίστε τον Γάλλο πρώην διπλωμάτη Στεφάν Εσέλ να μιλάει στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine το 2011: «Εάν συγκρίνουμε τη Γερμανική κατοχή με τη σημερινή κατοχή της Παλαιστίνης από τους Ισραηλινούς, τότε ήταν σχετικά αβλαβής εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις όπως τις φυλακίσεις, τις εκτελέσεις, τις συλλήψεις και την κλοπή έργων τέχνης».
Αφού εδραιωθεί η ισοδυναμία ανάμεσα στην Εβραιοφοβία και την Ισλαμοφοβία, το επόμενο βήμα είναι να τεθεί σε ισχύ η αρχή της εξάλειψης – μια λεπτή αλλά αποτελεσματική διαδικασία συμβολικής απαλλοτρίωσης. Είναι η σειρά μας, λένε οι φονταμενταλιστές ισλαμιστές. Με αυτόν το τρόπο το Ισλάμ μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν τον πιστωτή της ανθρωπότητας στο σύνολό της: του χρωστάμε λόγω των αδικιών που υπέστη από την εποχή των σταυροφοριών, την πληγή της αποικιοκρατίας, και την κατοχή της Παλαιστίνης από τους Σιωνιστές – και, τέλος, εξαιτίας της κακής εικόνας από την οποία υποφέρει η θρησκεία του Προφήτη.
Πώς πρέπει να αντιδράσουμε σε αυτήν τη σημασιολογική απάτη; Επιβεβαιώνοντας ότι δεν πρέπει να παρεξηγούμε τα χρέη μας. Η Ευρώπη έχει μια υποχρέωση όσον αφορά τον Ιουδαϊσμό, αφού αποτέλεσε μέρος της ιστορίας της από τις απαρχές της. Το Ισλάμ είναι μέρος του σύγχρονου Γαλλικού και Ευρωπαϊκού τοπίου, ναι, και επομένως έχει δικαίωμα στην κατανόησή μας, στην θρησκευτική ελευθερία, στην αστυνομική προστασία, σε κατάλληλους χώρους προσευχής, και στον σεβασμό. Αλλά με τη σειρά του πρέπει να σέβεται τους δημοκρατικούς και κοσμικούς κανόνες και όχι να διεκδικεί ένα υπερεδαφικό καθεστώς με ειδικά δικαιώματα, όπως την εξαίρεση από την κολύμβηση και τη γυμναστική για τα κορίτσια, τους χώρους προσευχής σε επιχειρήσεις, την ξεχωριστή εκπαίδευση και τις διάφορες εξαιρέσεις και τα προνόμια σε νοσοκομεία. Οι πιστοί πρέπει να προστατεύονται, αλλά και οι άπιστοι, οι αποστάτες και οι σκεπτικιστές. Έχω προτείνει ήδη από το 2006 τη δημιουργία ενός τεράστιου συστήματος υποστήριξης για τους αντιφρονούντες από το Ισλάμ, όπως βοηθήσαμε τους Σοβιετικούς αντιφρονούντες. Πρέπει επίσης να υπερασπιζόμαστε την ελευθερία της κριτικής των δογμάτων, όπως κάνουμε για τον χριστιανισμό, τον ιουδαϊσμό και τον βουδισμό. Ο στόχος δεν είναι να κάνουμε την Ευρώπη ισλαμική αλλά το Ισλάμ Ευρωπαϊκό, ούτως ώστε να είναι μια θρησκεία ανάμεσα στις άλλες, που ίσως, μια μέρα, να βοηθήσει στην εξάπλωση της ανεκτικότητας και στην αναζωογόνηση της κριτικής σκέψης στο υπόλοιπο της ούμμα[4].
Αυτή η αντίληψη μιας κοσμικής κοινωνίας που περιλαμβάνει μια μεγάλη μουσουλμανική κοινότητα –πέντε έως έξι εκατομμύρια άτομα– διακρίνει τη Γαλλία από τον Αγγλοσαξονικό κόσμο, που τείνει να πιστεύει ότι μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του από τις τρομοκρατικές επιθέσεις των ισλαμιστών μέσω του σεβασμού των πολιτισμικών διαφορών και την μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των κοινοτήτων. Ωστόσο αυτή η αρχή της μη παρέμβασης δεν απέτρεψε το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο που σκότωσε πέντε άτομα τον Μάρτιο του 2017 ή τη σφαγή στο Μάντσεστερ τον Μάιο του 2017 που σκότωσε είκοσι δύο άτομα. Και πόλεις της Βρετανίας όπως το Μπράντφορντ (όπου κάηκαν εκατοντάδες αντίτυπα των Σατανικών Στίχων του Ρουσντί το 1989, όπως ακριβώς οι Ναζί έκαψαν τα «εκφυλισμένα» βιβλία στη Νυρεμβέργη το 1933) και το Μπέρμιγχαμ, στο οποίο κυριαρχούν οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές περισσότερο από ποτέ, έχουν μετατραπεί σε μικρά εμιράτα που καταπνίγουν τους φίλους της ελευθερίας. Όσον αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά την εκστρατεία του Προέδρου Ομπάμα να προσεγγίσει το Ισλάμ στο Κάιρο το 2009, ο μουσουλμανικός κόσμος εξακολουθεί να τις εχθρεύεται, ό,τι και να κάνουν, μόνο και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι υπάρχουν.
Η Γαλλία δέχεται επίθεση όχι επειδή καταπιέζει τους μουσουλμάνους αλλά επειδή τους απελευθερώνει από τα χέρια της θρησκείας. Τους προσφέρει μια προοπτική που τρομάζει τους πιστούς – αυτή της πνευματικής αδιαφορίας, του δικαιώματος στην πίστη και την αθεΐα, όπως είναι σε θέση να κάνουν οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί. Εάν η Γαλλία ήταν η φυλακή που κάποιοι περιγράφουν, πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή πηγαίνουν να ζήσουν εκεί, κάθε μέρα, τόσο για τις οικονομικές ευκαιρίες της όσο και για τις ελευθερίες που μπορούν να απολαμβάνουν, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας να αφήσουν επιτέλους πίσω τους τη μισαλλοδοξία, τις τελετουργίες και την εξουσία των τζαμιών και των ιμάμηδων; Ας μην ξεχνάμε πως για δύο αιώνες, από την εκστρατεία του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο το 1798, η Γαλλία έχει διατηρήσει στενούς δεσμούς με τον μουσουλμανικό αραβικό κόσμο και έχει τουλάχιστον τη δυνατότητα να γίνει ηγέτιδα ενός ισλαμικού διαφωτισμού, όπως προτείνει ο σπουδαίος ανατολιστής Ζακ Μπερκ.
Η έννοια της Ισλαμοφοβίας έχει σκοπό να προσδώσει ένα καθεστώς εξαίρεσης στην θρησκεία του Προφήτη που στερούνται άλλα συστήματα πνευματικότητας. Έτσι έχουμε τον επαίσχυντο νόμο που ψηφίστηκε στο Καναδικό Κοινοβούλιο τον Μάρτιο του 2017, ο οποίος απαγορεύει την κριτική στο Ισλάμ τη στιγμή που άλλα δόγματα μπορούν να απαξιώνονται χωρίς κανένα πρόβλημα. Τέτοιος νόμος είναι ένα δηλητηριασμένο δώρο που κινδυνεύει να καταλήξει στο αντίθετο από αυτό που έχει πρόθεση, αφού μπορεί να προκαλέσει θυμό και δυσαρέσκεια εναντίον των πιστών της ημισελήνου. Κανονικοποίηση της παρουσίας του Ισλάμ στις ελεύθερες κοινωνίες σημαίνει αναγνώριση της θρησκείας με το ίδιο ακριβώς καθεστώς όπως τα άλλα δόγματα: ούτε βλακώδη δαιμονοποίηση ούτε τυφλή εξιδανίκευση. Οι μουσουλμάνοι στις ελεύθερες κοινωνίες πρέπει να αποδεχθούν ό,τι έχουν αποδεχθεί οι εβραίοι και οι χριστιανοί: ότι δεν είναι μια ανώτερη θρησκεία η οποία πρέπει να απολαμβάνει πλεονεκτήματα που στερούνται άλλες θρησκείες. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν ο φανατισμός δανείζεται τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μεταμφιέζεται σε θύμα προκειμένου να επιβάλλει καλύτερα την εξουσία του. Υπάρχει μια παλιά παροιμία: και στον διάβολο αρέσουν οι παραβολές των Αγίων Γραφών.
Κάντε ένα περίπατο στους δρόμους κάθε μεγάλης Ευρωπαϊκής ή Αμερικανικής πόλης, και θα περάσετε μπροστά από αμέτρητες εκκλησίες Βαπτιστών, Καθολικών, Λουθηρανών, Ευαγγελιστών, ινδουιστικούς ναούς, συναγωγές, τζαμιά, παγόδες και τα λοιπά. Αυτή η ειρηνική συνύπαρξη διαφορετικών εκφράσεων του Θείου είναι ένα θαύμα της Δύσης. «Όταν υπάρχει μόνο μια θρησκεία, κυβερνά η τυραννία· όταν υπάρχουν δύο, βασιλεύει ο θρησκευτικός πόλεμος· και όταν υπάρχουν πολλές έρχεται η ελευθερία», παρατήρησε ο Βολταίρος. Το καλύτερο που μπορούμε να ευχόμαστε για το Ισλάμ δεν είναι «φοβία» ή «φιλία», αλλά μια καλοήθη αδιαφορία σε μια ελεύθερη αγορά πνευματικών ιδεών, ανοιχτή σε όλα τα δόγματα. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η αδιαφορία που θέλουν οι φονταμενταλιστές να εξαλείψουν. Δεν μπορεί να είναι ίση με άλλες θρησκείες αφού πιστεύει ότι είναι ανώτερη από όλες τις άλλες. Αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος.
© 2024 Pascal Bruckner / City Journal
— Μετάφραση-σημειώσεις: Μιμή Βασιλάκη
Το άρθρο του Πασκάλ Μπρυκνέρ δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο City Journal (Καλοκαίρι 2017). Διατηρεί ατόφια την επικαιρότητά του, σαν να έχει γραφτεί σήμερα.
[1] Ο Yusuf al-Qaradawi πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2022 σε ηλικία 96 ετών. Νεαρότατος γνώρισε τον ιδρυτή των Αδελφών Μουσουλμάνων Χασάν αλ-Μπάνα.
[2] Front islamique du salut (FIS).
[3] Μουσουλμανικό κάλυμμα κεφαλής.
[4] Κοινότητα των απανταχού μουσουλμάνων.
Πηγή: https://athensreviewofbooks.com/arxeio/teyxos162/5516-den-yfi-statai-i-e-nnoia-tis-islamofovi-as