Η Τουρκία του Ερντογάν και οι «Πρέσπες του Αιγαίου»
Tου Γιώργου Καραμπελιά
Ορισμένες πολιτικές και μιντιακές ελίτ της χώρας συνεχίζουν να φιλοτεχνούν μια ψευδή εικόνα σχετικά με την Τουρκία· γεγονός που καταδείχτηκε τόσο κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκλογών στην επικράτεια του Ερντογάν, καθώς και ως προς την αντιμετώπιση της νέας τουρκικής κυβέρνησης.
Παρά τη σκληρή εμπειρία αιώνων, παρά την πρόσφατη εμπειρία της αναζωπύρωσης της τουρκικής επιθετικότητας στον Έβρο και στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τη σκανδαλώδη συμπεριφορά των Τούρκων αξιωματούχων έναντι των Ελλήνων ομολόγων τους, παρά τις απροκάλυπτες απειλές και τις διεκδικήσεις των Τούρκων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τη Θράκη και την Κύπρο, ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ ψελλίζει και πάλι ένα νέο αφήγημα ελληνοτουρκικής συνεννόησης, αν όχι και «φιλίας».
Ο υπηρεσιακός Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ως μη όφειλε, μετέβη στην Τουρκία για να χαιρετήσει, την ενθρόνιση του Ερντογάν στην προεδρία. Άραγε συμβαίνει κάτι ανάλογο όταν ορκίζεται η κυβέρνηση στην Ελλάδα; Και εάν όλοι οι δορυφόροι της Τουρκίας έσπευσαν να δώσουν το παρών στο παλάτι της Άγκυρας, σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να παρευρεθεί Έλληνας υπουργός, εκτός από τον πρέσβη της χώρας στην Άγκυρα.
Στη διάρκεια των τουρκικών εκλογών, όπως ήταν φυσικό, οι ακόλουθοι του Πούτιν και της Ρωσίας στην Ελλάδα, με επιχειρήματα υπερπατριωτισμού –«να σπρώξουμε την Τουρκία εκτός Δύσης»– προέβαλαν ως την καλύτερη επιλογή για μας την εκλογή του Ερντογάν…, καθώς ο τελευταίος είναι ο εκλεκτός σύμμαχος του Πούτιν. Ωστόσο, παρόμοια στάση κράτησαν ακόμα και υψηλού κύρους δημοσιογράφοι, με τόσο «στέρεα» επιχειρήματα όπως ότι είναι προτιμότερο να έχουμε τον εχθρό που γνωρίζουμε απέναντι στον απρόβλεπτο Κιλιντσντάρογλου.
Αγνοούσαν άραγε ότι μια εκλογική επικράτηση του υποψήφιου της αντιπολίτευσης θα σήμαινε μία μεγάλη περίοδο αναταραχής και εσωτερικής κρίσης στην ισλαμοποιημένη Τουρκία και συνέφερε από κάθε άποψη τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα;
Αντίθετα, η εκλογή Ερντογάν σηματοδοτεί την απρόσκοπτη συνέχεια του νεοθωμανισμού προς αυτό που θεωρεί πεπρωμένο του. Όπως κατέδειξε και η επιλογή του αρχηγού της ΜΙΤ, και πρωτομάστορα της συνεργασίας με τον ISIS και της επέμβασης στη Συρία και τη Λιβύη, Χακάν Φιντάν, στη θέση του υπουργού Εξωτερικών.
Ο Ερντογάν θέλει να μεταβάλει την Τουρκία σε ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου των δύο δισεκατομμυρίων, και να τον αναδείξει, σε έναν τρίτο πόλο μεταξύ Ρωσίας – Κίνας και Δύσης. Μια Τουρκία που θεωρεί ότι μπορεί να μιλάει επί ίσοις όροις με τις υπερδυνάμεις και προφανώς σκοπεύει να σαρώσει, με το καλό ή με το άγριο, κάθε παρεμπίπτουσα αντίδραση των δύο ελληνικών κρατών, της Ελλάδας και της Κύπρου.
Αυτά, κατά βάθος, όλοι οι Έλληνες τα γνωρίζουν. Πώς λοιπόν κάποιοι μπορούν να αναρωτιούνται για την πολιτική που θα ακολουθήσει ο Ερντογάν στα χρόνια που έρχονται, μετά από ένα πιθανό διάλειμμα μερικών μηνών; Απλούστατα, διότι δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν με σθένος τον «άγριο» Ερντογάν και προτιμούν τους τεμενάδες στον «καλό» Ερντογάν.
Πράγματι, όταν υπάρχουν κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου που εκλέγουν, και επιμένουν στην εκλογή, ενεργούμενων του τουρκικού προξενείου στην ελληνική Βουλή· όταν υπάρχουν πολιτικοί που μιλούν για «Πρέσπες του Αιγαίου»· όταν μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης εθίζουν τους Έλληνες όχι μόνο στην παρακολούθηση των τουρκικών σίριαλ αλλά αναπαράγουν με απίστευτες λεπτομέρειες την εσωτερική πολιτική και κοινωνική ζωή της Τουρκίας· όλα αυτά δεν σκοπεύουν να δώσουν το μήνυμα, «ας τα βρούμε» με όποιο κόστος, διότι ο αντίπαλός μας είναι ιδιαίτερα ισχυρός;
Και όμως η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας είναι ένας από τους βασικούς λόγους –ανομολόγητους, πολύ συχνά– που ο ελληνικός λαός έδωσε αυτά τα μεγάλα ποσοστά στον Κυριάκο Μητσοτάκη στις εκλογές του Μαΐου και πιθανότατα θα τα ξαναδώσει και στις εκλογές του Ιουνίου. Αν και στο περιβάλλον της Νέας Δημοκρατίας ακούγονται φωνές άκαιρων συμβιβασμών και γίνονται απαράδεκτες ενέργειες ή δηλώσεις, ωστόσο, όσο η ελληνική κυβέρνηση παραμένει πιστή στη γραμμή της ομιλίας του Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο, αυτό μετράει για τους Έλληνες πολίτες.
Ας ελπίσουμε να συνεχίσει αυτή την πολιτική, διότι έχουμε εισέλθει σε μία νέα εποχή, εξαιρετικά δύσκολη, καθώς η Τουρκία εκμεταλλεύεται την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία για να μπορεί να εκβιάζει τη Δύση και να απαιτεί συμβιβασμούς που θα πρέπει να πληρώσει και η Ελλάδα.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον που θα αντιμετωπίσει η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν θα είναι τόσο ευνοϊκό όσο εκείνου του 2020, όταν η Τουρκία με την επέμβαση στη Λιβύη, τη ρήξη με το Ισραήλ, την Αίγυπτο , τις χώρες του Κόλπου, και με την απόπειρα να στείλει και πάλι μετανάστες στην Ευρώπη, ερχόταν σε ανοιχτή αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία.
Σήμερα, ο παράγων Ουκρανία έχει ανατρέψει πολλά δεδομένα και έχει αναβαθμίσει εκ νέου τον ρόλο της Τουρκίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα πρέπει να παλέψει πολύ περισσότερο για να επιβεβαιωθούν οι συμμαχίες της με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, θα πρέπει να παλέψει πολύ περισσότερο για να αντιμετωπιστεί η φιλοτουρκική στάση των Γερμανών.
Θα πρέπει να δείξει μεγαλύτερη, και όχι μικρότερη, αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων. Μόνο έτσι, άλλωστε, θα υποχρεώσει και τους συμμάχους να πάρουν μία στάση στήριξης της Ελλάδας, όπως είχε συμβεί και το 2020. Μόνο έτσι θα δώσει το σήμα στην Ομογένεια, και σε φιλέλληνες όπως ο Μενέντεζ, ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα την οποία αξίζει κανείς να υπερασπιστεί.
Όποιοι αντίθετα πιστεύουν ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί η Τουρκία του Ερντογάν με μεθόδους εξευμενισμού μας οδηγούν όχι στις «Πρέσπες του Αιγαίου», τις οποίες καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να δεχτεί, αλλά σε επικίνδυνα μονοπάτια που οδηγούν ακόμα και σε ένοπλη σύρραξη.
Μόνο εάν η Ελλάδα συνεχίσει να εξοπλίζεται, εάν υπογράψει και τη σύμβαση για τα F-35, μόνο εάν συνεχίσει μια διπλωματική υπερδραστηριότητα, μόνο εάν δείχνεται αποφασιστική στις τουρκικές προκλήσεις, μπορούμε και να αποφύγουμε τη σύρραξη. Για έναν και μόνο λόγο: ότι, παρότι η διαφορά των μεγεθών είναι μεγάλη –όπως την αφήσαμε εμείς να εξελιχθεί από το 1922 και στο εξής–, διαθέτουμε έναν ισχυρό στρατό –ιδιαίτερα στην αεροπορία– και επομένως οποιαδήποτε σύγκρουση θα στραπατσάρει τον Σουλτάνο, όπως έχει κάνει η Ουκρανία απέναντι στον Τσάρο.
Όλα τα άλλα είναι όχι μόνο ευσεβείς πόθοι αλλά κυριολεκτικώς αστειότητες.