10 Οκτωβρίου 2020 at 13:15

Ο μύθος του Σίσυφου

από

Ο μύθος του Σίσυφου

Ας τα, Οδυσσέα τρανέ, κι ο θάνατος δεν παίρνει παρηγοριά! / Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος / σε αφέντη που ‘χασε τον κλήρο του κι είναι το βιος του λίγο, / παρά ολωνών εδώ των άψυχων νεκρών ο ρήγας να᾿ μαι.

Οδύσσεια (λ488-481)[1]

Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία ο Σίσυφος ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης, άνδρας της Μερόπης και πατέρας του Γλαύκου· θεωρείται ακόμα ο θεμελιωτής της Εφύρας ή Κορίνθου ενώ ήταν γνωστός για τους δόλους και την φιλοκέρδειά του («κέρδιστος γένετ᾽ ἀνδρῶν.»). (Η λέξη «Σίσυφος» πιθανόν ετυμολογείται από το αρχαίο επίθετο «σοφός».) Στην Ιλιάδα (Ζ153) διαβάζουμε: «Στην άκρη απ᾿ το Άργος το αλογόθροφο τρανό αγναντεύεις κάστρο, / την Εφύρα, όπου ζούσε ο Σίσυφος, ο πιο στη γη πανούργος– / κι είχε τον Αίολο κύρη ο Σίσυφος, κι εγέννησε το Γλαύκο, / κι ο Γλαύκος γέννησε τον άψεγο Βελλεροφόντη πάλε.»

Στην  Οδύσσεια (λ 593-600) ο πολυσόφιστος Οδυσσέας βρίσκει τον Σίσυφο στον Άδη: «Ακόμα αντίκρισα το Σίσυφο βαριά να τυραννιέται, / γιγάντιο ως με τα χέρια πάλευε ν’ ανακρατήσει βράχο· / γερά αντιστυλωμένος δούλευε με χέρια και με πόδια / και στο βουνό το βράχο ανέβαζε· μα την κορφή του ως ήταν / να ξεπεράσει πια, το βάρος του τον ξετραβούσε πίσω, / και πάλι ο βράχος ο ξεδιάντροπος κατρακυλούσε ως κάτω. / Κι αυτός αψαγωνιόταν κι έσπρωχνε, κι απ’ όλο το κορμί του / ο ίδρωτας έτρεχε, και τύλιγε την κεφαλή του η σκόνη.»[2]

Ο Αργύρης Εφταλιώτης μεταφράζει: «Κι ακόμα είδα το Σίσυφο φριχτά βασανισμένο· / κοτρώνα αυτός θεόρατη και με τα δυο βαστούσε, / και στυλωμένος έσπρωχνε, με πόδια και με χέρια, / την πέτρα απάνω στο βουνό· κι ότι έκανε να φτάσει, / και να περάσει απ’ την κορφή, τον έπαιρνε το βάρος / και προς τον κάμπο ανήλεη κατρακυλούσε η πέτρα. / Κι αυτός πάλι έσπρωχνε βαριά, και το κορμί του ο ίδρος / περέχυνε, και σκέπαζε την κεφαλή του η σκόνη.»[3]

Ο Σίσυφος. 1548 by Titian.
Ο Σίσυφος.Sisyphus. Tiziano Vecellio (1548-1549).

Κατά τον Παυσανία ο Σίσυφος μάλωσε με τον αδελφό του, τον Σαλμωνέα, και για εκδίκηση βίασε την κόρη του, την Τυρώ· γυναίκα του Σίσυφου ήταν η Μερόπη, μια Πληιάδα νύμφη, και μαζί της απέκτησε τεσσερις γιούς, τον Γλαύκο, τον Ωρνυτίωνα, τον Θέρσανδρο και τον Άλμο. Από μεταγενέστερους μυθογράφους αναφέρεται ακόμη ότι βίασε την θυγατέρα του Αυτολύκου, την Αντίκλεια, και γέννησε μαζί της τον Λαέρτη, τον πατέρα του ομηρικού Οδυσσέα· εξ ου και ο Ευριπίδης χαρακτηρίζει τον Οδυσσέα «Σισύφειο σπέρμα». Στον Απολλόδωρο το όνομα Σίσυφος σημαίνει άνθρωπος δόλιος και πανούργος· «σισύφειοι» λέγονται οι απόγονοι του Σίσσυφου, ο Κρέων και η γενιά του. «Σισυφίη γαία» ή «Σισυφίς ακτή» λεγόταν η Κόρινθος.

Κατά την μυθολογική παράδοση ο Δίας, παίρνοντας τη μορφή αετού, άρπαξε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού, και κρύφτηκε σ’ ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Ο Σίσυφος υποσχέθηκε να βοηθήσει τον Ασωπό να πάρει πίσω την κόρη του ζητώντας ως αντάλλαγμα μια πηγή με νερό που θ’ ανάβλυζε ασταμάτητα στην ακρόπολη της Κορίνθου. Ο Δίας -για τιμωρία- τον έστειλε στον Άδη· εκεί ο Σίσυφος καταφέρνει να ξεγελάσει και να φυλακίσει τον ίδιο τον Θάνατο. Οι άνθρωποι πλέον δεν πεθαίνουν και γίνονται τόσοι πολλοί, ώστε η γη δεν τους χωράει. Οι θεοί αναστατώνονται, ο θεός Άρης ελευθερώνει τον Θάνατο από τα δεσμά του και ο Σίσυφος επιστρέφει στον Κάτω Κόσμο. Σύμφωνα με την παράδοση πάλι ο Άδης ήταν διαιρεμένος σε τέσσερα μέρη: Δικαστήριον, Καθαρτήριον, Τάρταρον και Ηλύσια πεδία. Το «κριτήριον» βρισκόταν σε τόπο «ελεύθερο», όπου ήταν και τα «βασίλεια», τα παλάτια του Πλούτωνα· εκεί κατοικούσαν οι Μοίρες και οι άλλοι θεοί του Άδη. Το καθαρτήριο ήταν άλλος τόπος, ξεχωριστός, όπου έμεναν για ένα ορισμένο διάστημα οι ψυχές μέχρι να «καθαριστούν» – όσες δεν είχαν πολλά και μεγάλα αμαρτήματα.[4] Ο Τάρταρος ήταν το δεμωτήριο του Άδη· εκεί φυλακίζονταν και τιμωρούνταν οι αμαρτωλοί.[5] Περιγράφεται ως τόπος ζοφερός, ανήλιος και ψυχρός: «χάσμα σκοτεινόν υπό την γην εις τοσαύτην απόστασιν από τον Άδην κείμενον, όσον απέχει ο ουρανός από της γης»· είχε σιδερένιες πύλες και ήταν στρωμένος με χαλκό στην είσοδο. Εκεί κατοικούσαν οι Τιτάνες, ο Κρόνος, ο Ιαπετός και άλλοι. Στην Ιλιάδα (Θ481-487) διαβάζουμε: «Έτσι απ’ τη Μοίρα ετούτα γράφτηκαν, κι εγώ την όργητά σου / καθόλου δεν ψηφώ, στην τελείωση της γης και του πελάγου / κι αν πορευτείς ακόμα, φτάνοντας κει που κάθονται ο Κρόνος / κι ο Ιαπετός, χωρίς να χαίρουνται του ήλιου το φως καθόλου / και τους αγέρηδες, τι ο Τάρταρος βαθύς τους περιζώνει.»[6] Τα Ηλύσια πεδία ήταν «πάντερπνος και χαριέστατος τόπος»· εκεί πήγαιναν οι «δίκαιοι».][7]

Σε άλλες πηγές αναφέρεται ότι ο Σίσυφος -ως πρόσωπο ιστορικό- ήταν βασιλιάς της Κορίνθου, όταν ξεβράστηκε στις ακτές της πόλης το πτώμα του Παλαιμόνος.[8] Την ίδια περίοδο «λοιμός μέγας»[9] ενέσκηψε στην πόλη και το Μαντείο είπε «να θάψωσιν εντίμως και με αγώνα επιτάφιον τον Παλαίμονα όστις κείται εις την Σχοινουντίαν.»

Παραδίδεται ακόμα πως ο Σίσυφος, ενώ ήταν ετοιμοθάνατος, θέλησε να «δοκιμάσει» την αγάπη της γυναίκας του και την διέταξε ν’ αφήσει άταφο το πτώμα του στη μέση της πλατείας. Αφού ο Σίσυφος κατέβηκε στον Άδη, ζήτησε από την θεά Περσεφόνη, την σύζυγο του θεού Πλούτωνα, τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα της ταφής του. Η Περσεφόνη δέχτηκε, όμως αυτός δεν επέστρεψε και ο ψυχοπομπός Ερμής τον κατέβασε πάλι στα αιώνια σκοτάδια.

Οδυσσέας και Καλυψώ. Αθηναϊκό ερυθρόμορφο αγγείο, 450 π.Χ
Οδυσσέας και Καλυψώ. Αθηναϊκό ερυθρόμορφο αγγείο, 450 π.Χ

Καθώς φαίνεται ο ιστορικός Σίσυφος -ο πολυμήχανος βασιλιάς της Κορίνθου- πέρασε στη σφαίρα του μύθου, όπως άλλωστε συνέβη με πάρα πολλούς άλλους βασιιλείςς και ήρωες της αρχαιότητας. Η πανανθρώπινη και διαχρονική αξία του μύθου προκύπτει νομίζουμε από το γεγονός ότι διαπραγματεύεται πανάρχαια ερωτήματα. Ο ποιητής Οβίδιος αναφέρει τον Σίσυφο στην ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης: όταν ο Ορφέας κατεβαίνει για να αντιμετωπίσει τον θεό Πλούτωνα και την θεά Περσεφόνη, τραγουδάει ένα τραγούδι ώστε να του πραγματοποιήσουν την επιθυμία του, να φέρει την Ευρυδίκη στον επάνω κόσμο. Αμέσως μετά ο Σίσυφος, συγκινημένος, μόνο για μια στιγμή, σταματάει την αιώνια τιμωρία του και κάθεται επάνω στον βράχο: «…κάθησες απάνω στο βράχο σου, Σίσυφε.»[10] Ο Σωκράτης στην Απολογία και απευθυνόμενος προς τους δικαστές του λέει: «Εγώ τουλάχιστον χίλιες φορές θα ήθελα να πεθάνω, αν είναι αληθινά αυτά· γιατί και για μένα θαυμαστό θα ήτανε να μείνω εκεί πέρα, αν έβρισκα τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, τον γιο του Τελαμώνος, και όποιον άλλον από τους παλαιούς που θανατώθηκε από άδικη κρίση· να συγκρίνω τα πάθη μου με τα δικά τους δεν είναι δυσάρεστο πράγμα, κατά τη γνώμη μου. Και το καλύτερο από όλα να περνώ τη ζωή μου με το να ρωτάω και να ερευνώ κι εκείνους εκεί, όπως τους εδώ, ποιος τάχα είναι σοφός απ’ αυτούς και ποιος νομίζει πως είναι και δεν είναι. Και πόσα δεν θα ‘δινε κανένας, ω δικαστές, να ρωτήσει εκείνον που οδήγησε το μεγάλο στράτευμα στην Τροία ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο και χίλιους άλλους να πούμε, και άνδρες και γυναίκες, που να τους μιλεί κανένας και να τους συναναστρέφεται και να τους ρωτάει θα ήτανε μια θαυμαστή ευτυχία. Και γι’ αυτό εκείνοι εκεί βέβαια δεν θανατώνουν κανέναν. Γιατί και στα άλλα είναι πιο ευτυχισμένοι αυτοί εκεί από τους εδώ και όλον τον καιρό είναι αθάνατοι, αν είναι αληθινά τα λεγόμενα.»[11]

Ο Δημήτρης Τζήκας είναι ιστορικός.

[1] Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.

[2] Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.

[3] Στο πρωτότυπο: «καὶ μὴν Σίσυφον εἰσεῖδον κρατέρ᾿ ἄλγε᾿ ἔχοντα / λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν. / ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε / λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον: ἀλλ᾿ ὅτε μέλλοι / ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ᾿ ἀποστρέψασκε κραταιίς: / αὖτις ἔπειτα πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής. / αὐτὰρ ὅ γ᾿ ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος, κατὰ δ᾿ ἱδρὼς / ἔρρεεν ἐκ μελέων, κονίη δ᾿ ἐκ κρατὸς ὀρώρει.»

[4] Βλ. & Αθανάσιος Σταγειρίτης. Ωγυγία. Εν τη τυπογραφία του Ιωαν. Βαρθ. Σβέκιου. Εν Βιέννη της Αούστριας. 1815. Τομ. Α’. Σελ. 45.

[5] Υπήρχε δε και άλλο μέρος, έξω από τον Άδη, ο λεγόμενος «τόπος των ατάφων», όπου έμεναν οι άταφοι.

[6] Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή. «ἥμενοι οὔτ᾽ αὐγῇς Ὑπερίονος Ἠελίοιο / τέρποντ᾽ οὔτ᾽ ἀνέμοισι, βαθὺς δέ τε Τάρταρος ἀμφίς·»

[7] Βλ. & Λεξικόν Ομηρικόν. Υπό Ι. Πανταζίδου. Εκδότης: Ανέστης Κωνσταντινίδης. Αθήνα, 1888. «Τάρταρος».

[8] Πρωτύτερα ονομαζόταν Μελικράτης και ήταν γιος του Αθάμαντος και της Λευκοθέας.

[9] = επιδημική, μολυσματική και θανατηφόρα νόσος· η πανούκλα.

[10] Στα λατινικά: «inque tuo sedisti, Sisyphe, saxo. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%AF%CF%83%CF%85%CF%86%CE%BF%CF%82

[11] Μετάφραση Παύλου Νιρβάνα. http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=104&page=17

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά. Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/. Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ.

(Εμφανιστηκε 2,448 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.