Λαϊκά δίστιχα της παλιάς Αθήνας
Όπως δημοσιεύτηκαν στο: Ιστορία των Αθηναίων: Τουρκοκρατία: Περίοδος πρώτη, 1458-1687 / Δημητρίου Γρ. Καμπούρογλου, εκδίδοται υπό Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, τ. 1. Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Α. Παπαγεωργίου, 1889.
Ανεβαίνω κατεβαίνω, κρίμας τ’ ανεβάσματα / την αγάπη μου δε βρίσκω κι αρχινώ τα κλάματα.
Αλί δε με λυπάσαι κρίμας τα νειάτα μου / Σα βρύση το χειμώνα τρέχουν τα μάτια μου.
Ανάμεσα στα φρύδια σου κλησούλα θε να χτίσω / παπάς και διάκος θα γινώ να μπω να λειτουργήσω.
Ανάμεσα στα φρύδια σου τζαμί θέλω να φτιάξω / και ντερβισάκι να γινώ νανέβω να φωνάξω.
Αναθεμάσε πλάτανε με τα πλατιά κλωνάρι / που δεν αφήνεις τη Λενιώ να δει τα παλικάρια.
Αγάπα με σα σ’ αγαπώ, μην κάνεις τόσο νάζι / γιατί ο θεός την ομορφιά σαν άνθος την τινάζει.
Αν θέλεις ν’ αγαπιόμαστε κρυφά από τους γειτόνους / βάλε μηλιά στην πόρτα σου να κρύβομαι στους κλώνους.
Αναθεματισμένη και τζαναμπέτισσα / εγώ κρασί δεν ήπια, σ’ είδα και μέθυσα.
Ανεβαίνεις κατεβαίνεις / και τη γειτονιά μαραίνεις. / Αν περνάς και δεν περνάς / τα παπούτσια σου χαλάς.
Ας παν να ειδούν τα μάτια μου / πώς τα περνά η αγάπη μου. Μην είδε αλλού κι αγάπησε / κι εμένα μ’ απαράτησε.
Αλησμονούνται κι οι φιλιές, ξεχνιούνται κι οι αγάπες / και βρίσκονται σ’ ένα στενό, σαν ξένοι σαν διαβάτες.
Αρμπαρόριζα / και να σ’ ‘οριζα.
Βαστώ της θάλασσας θυμό και του καραβοκύρη / που πήρε την αγάπη μου σε μακρινό ταξίδι.
Βγάλτα τα μαύρα βγάλτα, μελαχρινούλα μου / να σβήσει το γιαγκίνι, πούχ’ η καρδούλα μου.
Δυο ψαράκια και τρεις γούπες / έμαθα το λόγο πούπες.
Δυο ψαράκια και τρεις σπάροι, έμαθα ποιος θα σε πάρει.
Εγώ ‘μαι κείνο το πουλί όπου το λεν κανάρι / πουν’ τα φτερά του κίτρινα μα η καρδιά του μαύρη.
Εμένα με σκοτώνουν στα παραθύρια σου / και συ διαβόλου κόρη βάφεις τα φρύδια σου.
Εσύ βασιλοπούλα κι εγώ σκλαβάκι σου / πάρε με να σου στρώνω το κρεβατάκι σου.
Εσύ μ’ αυτή τη γνώση κι εγώ μ’ αυτό το νου / να δούμε ποιος θα κάνει μετάνοια τ’ αλλουνού.
Εσύ κοιμάσαι στα ψηλά και στ’ άσπρα σεντονάκια / κι εγώ γυρίζω στα στενά και στά ‘ρημα σοκάκια.
Έρχομαι κι εσύ με βρίζεις / κάνεις πως δεν με γνωρίζεις.
Εσύ από κει κι εγώ από δω κι ο τοίχος μες τη μέση / τάξε κερί στην Παναγιά να γκρεμιστεί να πέσει.
Η σκόνη τρώει τα ρούχα μου κι ο ήλιος τα μαλλιά μου / οι ρούγες τα παπούτσια μου κι εσύ τα σωθικά μου.
Ήθελα να σ’ αντάμωνα να σούλεγα καμπόσα / κι αν δε σου γύριζα το νου ας μούκοβαν τη γλώσσα.
Θάλασσα φουρτουνιασμένη / κείνο πούπαμε θα γένει.
Θάλασσα βαρεί τον άμμο / σ’ αγαπώ μα τι να κάνω.
Ίσα μ’ ένα φουντουκάκι / έχω στην καρδιά φαρμάκι.
Καν από τους ανέμου, καν από τον καιρό / καν από τους γειτόνους, δε βγαίνεις να σε ειδώ.
Μέσα στη μέση του γιαλού είν’ ένα πηγαδάκι / όπου ξεπλένουν τις καρδιές και βγάζουν το φαρμάκι.
Μ’ έκαψε ο ήλιος μ’ ‘έκαψε, μ’ έκαψε κι ο καημός σου / μ’ έκαψε η ελίτσα σου πούχεις στο μάγουλό σου.
Όταν γυρίζω και θωρώ το πρόσωπό σου τ’ άσπρο / θαρρώ πως μου χαρίζουνε της Βενετιά το κάστρο.
Ο πλάτανος θέλει νερό κι η λεύκα θέλει αέρα / και το κορίτσι φίλημα όταν χαράζει η μέρα.
Όσο έχει η τσότρα οίνο / τραγουδώ και κουτσοπίνω.
Περιστεράκι θα γενώ να κάτσω στο λαιμό σου / για να φιλήσω την ελιά πούχεις στο μάγουλό σου.
Σακατεμένο μ’ έχεις, γιαρές* δε φαίνεται / κι όλοι οι γιατροί του κόσμου λεν δε γιατρεύεται.
(*Γιαρές, ο= η πληγή, τραύμα)
Τι όμορφη που φαίνεσαι με τα καθημερνά σου / για κείνο δε σε ρώτησα πούναι τα σκολιανά σου.
Τ’ αναστενάγματά μου και τα γκιντέρια* μου / λέω πως θα σε φέρουν μέσα στα χέρια μου.
(Γκιντέρι, το= καημός, βάσανο.)
Τα μάτια μου πονέσανε τη θάλασσα να βλέπω / τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα να παντέχω.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: Ιστορία της Φραγκοκρατίας εν Ελλάδι (1204-1566) / Ουΐλλιαμ Μίλλερ, μετάφρ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, μετά προσθηκών και βελτιώσεων, T. A’. Εν Αθήναις: Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία, 1909-1910.