Το πνεύμα του Καπιταλισμού, ο πουριτανισμός και το επάγγελμα
Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από την εισαγωγή στο βιβλίο του Μαξ Βέμπερ Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού. Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2010.
Κείμενο: Μαξ Βέμπερ
Για να καταλάβουμε τη σχέση ανάμεσα στις βασικές θρησκευτικές ιδέες του ασκητικού Προτεσταντισμού και τους κανόνες του για την καθημερινή οικονομική συμπεριφορά, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε με ιδιαίτερη προσοχή ορισμένα κείμενα που είναι ολοφάνερο πως βγήκαν από την ποιμαντορική πρακτική. Γιατί σε μια εποχή στην οποία το Υπερπέραν σήμαινε τα πάντα, στην οποία η κοινωνική θέση του χριστιανού εξαρτιόταν από το αν του επέτρεπαν να μεταλαβαίνει, ο κληρικός, με το ιερατικό του αξίωμα, την εκκλησιαστική πειθαρχία και το κήρυγμα ασκούσε μια επιρροή (όπως δείχνει μια μάτια σε συλλογές από consilia, casus conscientiae κ.λπ.) που εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε. Σε μια τέτοια εποχή οι θρησκευτικές δυνάμεις που εκφράζονται μέσα από τέτοια κανάλια αποτελούν τους καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση του εθνικού χαρακτήρα.

Για τους σκοπούς τούτου του κεφαλαίου, αν και όχι για όλους τους σκοπούς, μπορούμε να θεωρήσουμε τον ασκητικό Προτεσταντισμό σαν ένα ενιαίο όλο. Αφού όμως η πλευρά του αγγλικού Πουριτανισμού που γεννήθηκε από τον Καλβινισμό παρέχει την πιο στερεή θρησκευτική βάση για την ιδέα του επαγγέλματος, θα τοποθετήσουμε, ακολουθώντας την προηγούμενη μέθοδο μας, έναν από τους εκπροσώπους της στο κέντρο της έρευνας. Ο Ρίτσαρντ Μπάξτερ ξεχωρίζει από πολλούς άλλους συγγραφείς που έγραψαν σχετικά με την πουριτανική ηθική, τόσο για την κατεξοχήν πρακτική και ρεαλιστική στάση του όσο και για την παγκόσμια αναγνώριση που βρήκαν τα έργα του, τα οποία γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις. Ήταν πρεσβυτεριανός κι απολογητής της Συνόδου του Ουεστμίνστερ, ταυτόχρονα όμως, όπως τόσα και τόσα από τα καλύτερα πνεύματα της εποχής του, απομακρύνθηκε βαθμιαία από τα δόγματα του ακραιφνούς Καλβινισμού. Κατά βάθος ήταν αντίθετος με την αρπάγη της εξουσίας από τον Κρόμγουελ, όπως θα έκανε και για κάθε επανάσταση. Δεν έβλεπε με κάλο μάτι τις αιρέσεις και τον φανατικό ενθουσιασμό των αγίων, είχε όμως πλατείες αντιλήψεις αναφορικά με τις εξωτερικές ιδιομορφίες κι ήταν αντικειμενικός προς τους αντιπάλους του. Αναζήτησε το πεδίο της εργασίας του κατά κύριο λόχο στην πρακτική προαγωγή της ηθικής ζωής μέσω της Εκκλησίας. Επιδιώκοντας το σκοπό του, σαν ένας από τους πιο πετυχημένους πάστορες που γνώρισε η ιστορία, έθεσε τις υπηρεσίας του στη διάθεση της κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, του Κρόμγουελ και της Παλινόρθωσης, ώσπου αποσύρθηκε από τη θέση του στη διάρκεια της τελευταίας, πριν από τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Το έργο του Christian Directory είναι η πληρέστερη έκθεση της πουριτανικής ηθικής, και είναι ολόκληρο προσαρμοσμένο στις πρακτικές εμπειρίας της ίδιας του της δραστηριότητας σαν εφημέριου. Για σύγκριση θα χρησιμοποιήσουμε το Theologische Bedenken του Σπένερ, σαν αντιπροσωπευτικό για τον γερμανικό Πιετισμό, το Apology του Μπάρκλεϊ για τους κουάκερους, και μερικά άλλα έργα αντιπροσωπευτικά για την ασκητική ηθική, που πάντως, για λόγους χώρου, θα είναι όσο γίνεται πιο περιορισμένα.
Αν τώρα ρίξει κάνεις μια μάτια στο Saints Everlasting Rest του Μπάξτερ ή στο Christian Directory ή σε ανάλογα έργα άλλων, θα εκπλαγεί αμέσως από την έμφαση που δίνεται, κατά τη διαπραγμάτευση του πλούτου και της απόκτησης του, στα εβιονιτικά6 στοιχεία της Kαινής Διαθήκης. Ο πλούτος καθαυτός είναι μεγάλος κίνδυνος οι πειρασμοί του δεν τελειώνουν ποτέ, κι η επιδίωξη του δεν είναι μόνο μάταιη σε σύγκριση με την κυριαρχική σημασία της βασιλείας του Θεού, αλλά είναι και ηθικά ύποπτη. Εδώ ο ασκητισμός φαίνεται πως στρέφεται με μεγαλύτερη δριμύτητα ενάντια στην απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών από ό,τι συνέβαινε στον Καλβίνο, που δεν έβλεπε τον πλούτο σαν εμπόδιο για την αποτελεσματικότητα του Κλήρου, αλλά αντίθετα σαν μια ολότελα επιθυμητή αύξηση του γοήτρου του. Γι’ αυτό και επέτρεπε στους κληρικούς να αξιοποιούν επικερδώς τα μέσα που διέθεταν. Παραδείγματα για την καταδίκη της επιδίωξης χρημάτων και αγαθών μπορεί να αντλήσει κανείς χωρίς τελειωμό από τα πουριτανικά κείμενα, σε αντίθεση με την ηθική φιλολογία του όψιμου Μεσαίωνα, που ήταν πολύ πιο ανεκτική σε τούτο το σημείο.

Επιπρόσθετα, οι αμφιβολίες αυτές είχαν απόλυτα σοβαρό χαρακτήρα· δεν χρειάζεται πάρα να τις εξετάσουμε κάπως πιο προσεκτικά για να καταλάβουμε την αληθινή ηθική σημασία τους και τις επιπτώσεις τους. Η αληθινή ηθική αντίρρηση είναι ότι η ασφάλεια της ιδιοκτησίας φέρνει χαλάρωση, η απόλαυση του πλούτου έχει σαν συνέπεια την οκνηρία και τους σαρκικούς πειρασμούς, και πάνω από όλα τον περισπασμό από την επιδίωξη μιας ενάρετης ζωής. Πραγματικά, ο μόνος λόγος που η ιδιοκτησία θεωρείται επιλήψιμη είναι ότι συνεπάγεται αυτό να τον κίνδυνο της χαλάρωσης. Γιατί η αιώνια ανάπαυση των αγίων ανήκει στον άλλο κόσμο- στη γη ο άνθρωπος, για να είναι σίγουρος πως έχει τη θεία Χάρη, πρέπει να «πράττει σε όλη του τη ζωή τα έργα αυτού που τον έστειλε».
Η τεμπελιά κι οι απολαύσεις δεν χρησιμεύουν στην αύξηση της δόξας του θεού, πάρα μόνο η έμπρακτη δραστηριότητα, σύμφωνα με τις σαφείς εκδηλώσεις της θέλησης Του.
Η απώλεια χρόνου είναι έτσι το πρώτο και, καταρχήν, το πιο θανάσιμο αμάρτημα. Η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής είναι εξαιρετικά σύντομη και πολύτιμη για να βεβαιωθεί κάνεις αν έχει επιλέγει. Το χάσιμο χρόνου με τις κοινωνικές συναναστροφές, το κουβεντολόι, τα λούσα, τον παραπάνω ύπνο από όσον είναι απαραίτητος για την υγεία, δηλαδή έξι με οκτώ το πολύ ώρες, αξίζει την απόλυτη ηθική καταδίκη. Δεν υποστηρίζεται ακόμα, όπως κάνει ο Φραγκλίνος, πως ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά η πρόταση τούτη ισχύει με μια κάποια πνευματική έννοια. Ο χρόνος είναι πολυτιμότατος, γιατί κάθε χαμένη ώρα κόβεται από μια εργασία που θα μεγάλωνε τη δόξα του θεού. Έτσι, ακόμα κι ο παθητικός στοχασμός δεν έχει καμία αξία, και μάλιστα είναι αξιοκατάκριτος αν γίνεται σε βάρος της καθημερινής εργασίας. Γιατί ευχαριστεί τον θεό λιγότερο από την ενεργητική εκτέλεση της θέλησης Του σε ένα επάγγελμα. Άλλωστε, γι’ αυτό προβλέπεται η Κυριακή, και, σύμφωνα με τον Μπάξτερ, αυτοί που δεν έχουν χρόνο για τον θεό όταν το απαιτεί η περίσταση είναι πάντοτε όσοι δεν δείχνουν επιμέλεια στο επάγγελμα τους.
Έτσι, στο κύριο έργο του Μπάξτερ δεσπόζει η αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη, συχνά σχεδόν παθιασμένη προπαγάνδιση της σκληρής, συνεχούς σωματικής ή πνευματικής εργασίας. Τούτο οφείλεται στον συνδυασμό δύο διαφορετικών στοιχείων. Από τη μια μεριά, η εργασία είναι μια δοκιμασμένη ασκητική τεχνική, όπως ήταν πάντα στη Δυτική Εκκλησία, σε ζωηρή αντίθεση όχι μόνο με τους ανατολίτικους, αλλά και σχεδόν με όλους τους μοναστικούς κανόνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδιαίτερα είναι η πιο αποτελεσματική άμυνα ενάντια σε όλους εκείνους τους πειρασμούς που ο πουριτανισμός συνόψιζε κάτω από το όνομα «μιαρή ζωή», στην οποία απέδιδε μεγάλη σημασία. Ο σεξουαλικός ασκητισμός του Πουριτανισμού διαφέρει μόνο στον βαθμό, όχι στη βασική του αρχή, από τον αντίστοιχο του μοναστικισμού- κι εξαιτίας της πουριτανικής αντίληψης για το γάμο, οι πρακτικές του επιπτώσεις έχουν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια από του τελευταίου. Γιατί η σεξουαλική επαφή επιτρέπεται, ακόμα και στο γάμο, μόνο σαν ένα μέσο που όρισε ο Θεός για την αύξηση της δόξας Του σύμφωνα με την εντολή «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε». Παράλληλα με μια προσεκτική χορτοφαγική δίαιτα και με τα κρύα μπάνια, για την αντιμετώπιση όλων των σεξουαλικών πειρασμών δίνεται η ίδια συνταγή που συνηθίζεται ενάντια στις θρησκευτικές αμφιβολίες και το αίσθημα της ηθικής αναξιότητας: «Να εργάζεσαι σκληρά στο επάγγελμα σου». Αλλά το σημαντικότερο από όλα ήταν πως ακόμα και πέρα από αυτό η εργασία κατέληξε να θεωρείται καθεαυτή σαν ο σκοπός της ζωής, που τον όρισε ο ίδιος ο θεός. Το «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω» του Αγίου Παύλου ισχύει ανεπιφύλακτα για τον καθένα. Η απροθυμία για εργασία είναι σύμπτωμα απουσίας της θείας Χάρης.
Εδώ η διάφορα από τη μεσαιωνική αντίληψη γίνεται ολοφάνερη. Ο Θωμάς Ακινάτης είχε δώσει κι αυτός μια ερμηνεία για τούτη τη φράση του Αγίου Παύλου. Αλλά γι’ αυτόν η εργασία είναι απαραίτητη μόνο naturali ratione για τη διατήρηση του ατόμου και της κοινότητας. Όταν ο σκοπός αυτός έχει επιτευχθεί, ο κανόνας αυτός παύει να έχει οποιοδήποτε νόημα. Έπειτα, ισχύει μόνο για τη φυλή, όχι για κάθε άτομο. Δεν έχει εφαρμογή για όσους μπορούν να ζήσουν από τα αγαθά τους χωρίς να εργάζονται, και φυσικά ο στοχασμός, σαν πνευματική μορφή δραστηριότητας στο βασίλειο του θεού, έχει προτεραιότητα απέναντι σε αυτή την εντολή με την κυριολεκτική της σημασία. Επιπλέον, για την λαϊκή θεολογία της εποχής, η ύψιστη μορφή μοναστικής παραγωγικότητας ήταν η αύξηση του thesaurus ecdesiae με τις προσευχές και τους ύμνους.
Οι εξαιρέσεις αυτές από το καθήκον για εργασία όχι μόνο δεν ισχύουν πια για τον Μπάξτερ, όπως είναι φυσικό, αλλά ακόμα τονίζει με έμφαση πως ο πλούτος δεν εξαίρει κανένα από αυτή την κατηγορηματική εντολή. Ακόμα κι οι εύποροι άνθρωποι δεν πρέπει να τρώνε χωρίς να εργάζονται, γιατί έστω κι αν δεν χρειάζεται να δουλεύουν για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, πρόκειται για εντολή του θεού, την οποία οφείλουν να τηρούν όπως οι φτωχοί. Για τον καθένα χωρίς εξαίρεση η θεία Πρόνοια έχει ετοιμάσει ένα επάγγελμα, στο οποίο αυτός πρέπει να πιστέψει και το οποίο να μετέρχεται. Και το επάγγελμα αυτό δεν είναι, όπως ήταν για τον λουθηρανό, μια μοίρα στην οποία πρέπει να υποκύψει και να τα βγάλει πέρα όσο μπορεί καλύτερα, αλλά η εντολή του θεού προς το άτομο να εργαστεί για τη θεία δόξα. Αυτή η φαινομενικά ανεπαίσθητη διάφορα είχε εκτεταμένες ψυχολογικές συνέπειες, και συνδέθηκε με μια παραπέρα εξέλιξη της ερμηνείας της οικονομικής τάξης πραγμάτων με βάθη τη θεία Πρόνοια, εξέλιξη που είχε αρχίσει με τον Σχολαστικισμό.
Το φαινόμενο της κατανομής της εργασίας και των επιτηδευμάτων στην κοινωνία είχε ερμηνευθεί, μεταξύ άλλων, από τον Θωμά Ακινάτη, στον οποίο μπορούμε να αναφερθούμε σαν τον πιο πρόσφορο, σαν άμεση συνέπεια του θείου σχεδίου για τον κόσμο. Αλλά η θέση που τάσσεται σε κάθε άνθρωπο σε αυτόν τον κόσμο βγαίνει ex causis naturalibus και είναι τυχαία («ενδεχόμενη» στη σχολαστική ορολογία). Η διαφοροποίηση των ανθρώπων σε τάξεις και επαγγέλματα παγιωμένα με την ιστορική εξέλιξη έγινε για το Λούθηρο, όπως είδαμε, ένα άμεσο αποτέλεσμα της θείας θέλησης. Η παραμονή του ατόμου στη θέση και μέσα στα όρια που του είχε καθορίσει ο θεός ήταν ένα θρησκευτικό καθήκον. Τούτη η συνέπεια ήταν τόσο βέβαιη ακριβώς επειδή οι σχέσεις του Λουθηρανισμού με τον κόσμο ήταν, γενικά, από την αρχή αβέβαιες και παρέμειναν αβέβαιες. Ανάμεσα στις ιδέες του Λούθηρου δεν μπορούμε να βρούμε ηθικές αρχές για τη μεταρρύθμιση του κόσμου- στην πραγματικότητα ο Λουθηρανισμός δεν απαλλάχθηκε ποτέ από την παυλική αδιαφορία. Έτσι, ο κόσμος έπρεπε να γίνει δεκτός όπως ήταν, και μόνο αυτό μπορούσε να αποτελέσει ένα θρησκευτικό καθήκον.
Αλλά στην πουριτανική αντίληψη, ο θεόσταλτος χαρακτήρας του παιχνιδιού των ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων αποκτά μια κάπως διαφορετική έμφαση. Σε συνέπεια με την πουριτανική τάση για πραγματιστικές ερμηνείες, ο θεόσταλτος σκοπός της κατανομής της εργασίας μπορεί να αναγνωστεί από τους καρπούς της. Σε αυτό το σημείο ο Μπάξτερ εκφράζεται με όρους που επανειλημμένα μας φέρνουν άμεσα στο νου την πασίγνωστη αποθέωση της κατανομής της εργασίας από τον Άνταμ Σμιθ. Η εξειδίκευση των επαγγελμάτων οδηγεί -μιας και ανοίγει τον δρόμο για την ανάπτυξη της δεξιοτεχνίας- σε μια ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της παράγωγης, κι έτσι εξυπηρετεί το κοινό καλό, που ταυτίζεται με το καλό του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού προσώπων. Ως εδώ, τα κίνητρα είναι καθαρά ωφελιμιστικά, και συγγενεύουν στενά με την τρέχουσα άποψη που εκφράζεται σε ένα μεγάλο μέρος της κοσμικής φιλολογίας της εποχής.
Αλλά το χαρακτηριστικά πουριτανικό στοιχείο εμφανίζεται όταν ο Μπάξτερ βάζει στο επίκεντρο της διαπραγμάτευσης του τη δήλωση πως «έξω από ένα συγκεκριμένο επάγγελμα οι προσπάθειες του ανθρώπου δεν είναι πάρα περιστασιακές κι ακανόνιστες, και ξοδεύει περισσότερο χρόνο για τεμπελιά πάρα για δουλειά», κι όταν συμπεραίνει τα έξης: «κι αυτός (ο εξειδικευμένος εργάτης) θα διεκπεραιώνει τη δουλειά του με τάξη, ενώ ένας άλλος θα παραμένει σε διαρκή σύγχυση κι η δουλειά του δεν θα γνωρίζει μήτε χρόνο μήτε τόπο… γι’ αυτό ένα σίγουρο επάγγελμα είναι το καλύτερο πράγμα για τον καθένα». Η ακανόνιστη εργασία, που ο συνηθισμένος εργάτης συχνά είναι αναγκασμένος να δεχτεί, είναι συχνά αναπόφευκτη, αλλά πάντοτε μια δυσάρεστη μεταβατική κατάσταση. Έτσι, από ένα άνθρωπο χωρίς επάγγελμα λείπει ο συστηματικός, μεθοδικός χαρακτήρας που, όπως είδαμε, απαιτεί ο κοσμικός ασκητισμός.
Η ηθική των κουάκερων πρεσβεύει επίσης ότι η ζωή του ανθρώπου στο επάγγελμα του είναι μια ενάσκηση στις ασκητικές αρετές, μια απόδειξη της θείας Χάρης μέσω της ευσυνειδησίας του, που εκφράζεται με τη φροντίδα και τη μέθοδο με την οποία μετέρχεται το επάγγελμα του. Αυτό που ζητάει ο θεός δεν είναι εργασία καθαυτή, αλλά ορθολογική εργασία σε ένα επάγγελμα Στην πουριτανική αντίληψη για το επάγγελμα η έμφαση δίνεται πάντοτε σε αυτόν τον μεθοδικό χαρακτήρα του κοσμικού ασκητισμού, όχι, όπως με τον Λούθηρο, στην αποδοχή της μοίρας που ο θεός έταξε αμετάκλητα στον άνθρωπο.