16 Νοεμβρίου 2018 at 16:45

Τα Λαυρεωτικά

από

Τα Λαυρεωτικά

Γράφει ο Μανόλης Πλούσος

Τον χειμώνα του 1860 ένας ευτραφής κύριος έκανε τον περίπατό του σε μια ερημική παραλία κοντά στο Σούνιο που οι ντόπιοι ονόμαζαν «Εργαστήρια». Το όνομα του ήταν Giovanni Battista Serpieri και μόνο λόγοι αναψυχής δεν τον είχαν οδηγήσει ως εκεί. Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο και η δίψα του για πλούτο τον είχαν ξεσηκώσει από την Σαρδηνία, όπου η οικογένεια του διατηρούσε μεταλλευτικές επιχειρήσεις, και τον είχαν οδηγήσει στο Λαύριο των αρχαίων Αθηναίων. Όλως τυχαίως είχε ανακαλύψει πως στη σαβούρα που είχε αδειάσει ένα πλοίο στο Κάλιαρι κρύβονταν θησαυρός, τουτέστιν αργυρούχος μόλυβδος. Αφού ρώτησε για την προέλευση της σαβούρας, έβαλε κάτω τους χάρτες, μελέτησε τους αρχαίους περιηγητές, έκανε τους υπολογισμούς του και έβαλε πλώρη για το δικό του El Dorado λίγο έξω από το Σούνιο. Ο Επ. Κυριακίδης αναφέρει για τον Serpieri: «Ο Ιταλός αυτός Σερπιέρης, ευφυής και έντεχνος κερδοσκόπος, φαίνεται ως πρόσωπον μυθιστορικόν κατά τας τότε κυκλοφορούσας φήμας. […] Πληροφορηθείς τα περί Λαυρίου κατέφυγε εις τον Στράβωνα ονειροπολών εκατομμύρια. Και οι ελπίδες αυτού δεν διεψεύθησαν».

Ο Giovanni Battista Serpieri
Ο Giovanni Battista Serpieri

Πράγματι, στην περιοχή του Λαυρίου από τα αρχαία χρόνια γινόταν εξόρυξη ασημιού. Η αθηναϊκή δημοκρατία στήριξε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της στον «θησαυρόν χθονός», όπως ονομάζει ο Αισχύλος στους «Πέρσες» την περιοχή του Λαυρίου. Μέχρι όμως την ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας τα κοιτάσματα ασημιού είχαν εξαντληθεί. Αυτό που ενδιέφερε κυρίως τον Serpieri δεν ήταν τόσο το ασήμι, που ήταν ελάχιστο, αλλά ο μόλυβδος, υλικό απαραίτητο στην μεταλλουργική βιομηχανία της Ευρώπης. Η περιοχή και ο πλούτος της δεν ήταν άγνωστη στους Έλληνες του 19ου αιώνα. Από τους πρώτους που μελέτησαν τις δυνατότητες αξιοποίησης των παλαιών λατομείων ήταν ο ορυκτολόγος Ανδρέας Κορδέλλας, που είχε γράψει και σχετικό βιβλίο, το οποίο είχε μελετήσει ο Serpieri, και στο οποίο γινόταν λόγος για την εκμετάλλευση όχι μόνο του υπεδάφους αλλά και των κατάλοιπων που είχαν συσσωρευτεί στην επιφάνεια από τα αρχαία χρόνια και ήταν πλούσια σε μόλυβδο. Οι εκβολάδες ή σκωρίες ήταν εξορυκτικά κατάλοιπα που οι αρχαίοι δεν είχαν την δυνατότητα να τα επεξεργαστούν περεταίρω, αλλά οι νέες τεχνολογίες έδιναν την δυνατότητα επιπλέον επεξεργασίας. Από αυτές τις εκβολάδες προερχόταν και η σαβούρα που άδειασε το περαστικό πλοίο στην Σαρδηνία και ανέλυσε ο οξυδερκής Ιταλός.

Ο Ανδρέας Συγγρός (πίνακας του Γεωργίου Ιακωβίδη).
Ο Ανδρέας Συγγρός (πίνακας του Γεωργίου Ιακωβίδη).

Αφού επιβεβαίωσε την ύπαρξη εκμεταλλεύσιμων ποσοτήτων ο Serpieri έψαξε και βρήκε συνεργάτες στην Μασσαλία. Ο τραπεζίτης Hilarion Roux και η ελληνικής καταγωγής οικογένεια των Ροδοκανάκη συγχρηματοδότησαν το εγχείρημα του Serpieri. Η εταιρία  «Roux – Serpieri – Fressynet C.E.» έλαβε την παραχώρηση εκμετάλλευσης τον Απρίλιο του 1864, βάσει του περί μεταλλείων νόμου του 1861, και αμέσως ξεκίνησαν οι εργασίες σε μια έκταση περίπου 11.000 στρεμμάτων. Όχι όμως πριν συναινέσει και το πραγματικό αφεντικό της περιοχής που τότε άκουγε στο όνομα λήσταρχος Κίτσος. Την περίοδο εκείνη πέραν των αστικών κέντρων η περιφέρεια κυριολεκτικά ληστοκρατούταν. Περιγράφει ο Τρ. Ευαγγελίδης την πρώτη απόπειρα εγκατάστασης ως εξής: «Οι δραστήριοι ούτοι άνδρες αιτησάμενοι και λαβόντες παραχώρησιν τη 16η Απριλίου 1864 παρά του υπουργείου Οικονομικών, έκτισαν μικράν καλύβην και συνήγαγον ολίγους εργάτας, εδέησε δε να παλαίσωσιν ου μόνον κατά των συνήθων δυσχερειών των παρομαρτουσών πάση επιχειρήσει τοιαύτης φύσεως αλλά και των ιδιαζουσών περιστάσεων χώρας υπό της ληστείας λυμαινομένης. Πλησίον εκεί έζη ο αρχιληστής Κίτσος, όστις ουδεμίαν είχε διάθεσιν ν’ αφήσει τοιαύτην ευκαιρίαν φορολογίας να διαφύγη˙ αλλ’ εμήνυσεν αυτοίς να χορηγώσι και αυτώ ποσόν τι ετησίως, εάν ήθελον να ευδοκιμήση το έργον των, τούθ’ όπερ απεδέξαντο οι πρώτοι του Λαυρίου ιδρυταί». Πράγματι, ο Serpieri όχι μόνο ήρθε σε συμφωνία με τον λήσταρχο, που ουσιαστικά τον έκανε «τραμπούκο» του, αλλά ανέλαβε και την συντήρηση των δυο παιδιών του, ένα από τα οποία έκανε σταδιοδρομία στην… χωροφυλακή.

Εργάτες στα ορυχεία του Λαυρίου το 1896.
Εργάτες στα ορυχεία του Λαυρίου το 1896.

Γρήγορα η εταιρία δημιούργησε τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας, μεταφοράς, καμίνευσης και φόρτωσης σε πλοία των εξορυσσόμενων μεταλλευμάτων, που ήταν κυρίως αργυρούχος μόλυβδος και σιδηρομετάλλευμα. Ουσιαστικά οι ξένοι είχαν στήσει μια ολόκληρη πόλη για την εξυπηρέτηση της εταιρίας. Περίπου 3.000 εργάτες απασχολούνταν στις μεταλλευτικές δραστηριότητες σε συνθήκες απάνθρωπες. Ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει χαρακτηριστικά για τις εργασιακές συνθήκες: «Τα μεροκάματα ήταν εξευτελιστικά, ενώ οι όροι εργασίας κόλαση πραγματική. Ακόμα κι αν τύχαινε κανείς να επιζήσει από τη βαριά δουλειά, αχρηστευόταν γρήγορα σαν εργατική δύναμη. Και τότε η εταιρία των μεταλλείων τον πετούσε στο δρόμο κι αυτόν και την οικογένειά του, χωρίς σύνταξη, χωρίς καμιά απολύτως αποζημίωση, αδιαφορώντας για την τύχη του». Στον αντίποδα της εικόνας του εργασιακού μεσαίωνα που επικρατούσε στο Λαύριο η εφημερίδα «Αιών», φίλα προσκείμενη στην εταιρία, κατ’ άλλους άμεσα χρηματοδοτούμενη από αυτήν, περιγράφει ειδυλλιακά την μεταμόρφωση του Λαυρίου σε βιομηχανικό κέντρο: «Ο πρόεδρος της Βουλής, βουλευταί τινές και άλλοι πολίται μετέβησαν εις Λαύριον[…] Οι επισκεφθέντες τα μέρη εκείνα είδον έργα, άτινα διήγειραν την έκπληξιν και τον θαυμασμόν των, επείσθησαν, δε, ότι είναι όνειρον, ότι άλλη τις Εταιρία δύναται να φθάση εις την τελειότητα και το μέγεθος των επιχειρήσεων ας συνετελέσατο η ήδη εργαζομένη εκεί[..] Τρισχιλίοι άνθρωποι εισίν οι εν Εργαστηρίοις εργαζόμενοι, η δε άγονος, έρημος και προ τινών ετών νεκρά παραλία εκείνη κατέστη πόλις αξιοθέατος[…]». Πάντως, από τον πρώτο χρόνο ακούγονταν διαμαρτυρίες σχετικά με τους όρους παραχώρησης, που ήταν σκανδαλωδώς λεόντειοι υπέρ της εταιρίας και θύμιζαν αποικιακές συμβάσεις. Το μετάλλευμα έναντι ευτελέστατης αντικαταβολής προς το δημόσιο έπαιρνε τον δρόμο για τις μεταλλουργικές βιομηχανίες της Ευρώπης, ενώ όταν περί το 1867 η εταιρία άρχισε να εκμεταλλεύεται και τις σκωρίες η αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Επ. Δεληγιώργη ξεσηκώθηκε ενάντια στο ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας. Η βάση των κατηγοριών προς την εταιρία ήταν πως σε αυτήν είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα εκμετάλλευσης μόνο του υπεδάφους και όχι των επιφανειακών μεταλλευμάτων, των εκβολάδων των αρχαίων.

Κάμινος καθαρισμού της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλίων Λαυρίου.
Κάμινος καθαρισμού της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλίων Λαυρίου.

Έτσι, ξεκίνησε ένας αγώνας, υποκινούμενος σε μεγάλο βαθμό και για αντιπολιτευτικούς λόγους, ενάντια στην καταλήστευση του κράτους από την εταιρία του Serpieri. Η αντιπολίτευση με την συνδρομή και του Τύπου κέντριζε την φαντασία του λαού παρουσιάζοντας τις εκβολάδες ως το μέσο για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων του κράτους. Εκεί που μόνο σιδηρομετάλλευμα υπήρχε οι αντιπολιτευόμενοι την κυβέρνηση έβλεπαν… χρυσορυχεία. Ο Επ. Κυριακίδης αναφέρει για την αντιπολίτευση και την πολιτική εκμετάλλευση του θέματος: «Αλλ’ εκτός τούτου το βέβαιον είναι ότι ο Δεληγιώργης ήγειρε μείζονα του δέοντος πάταγον˙ ότε ήν εν τη αντιπολιτεύσει αι εφημερίδες και οι οπαδοί αυτού περιέγραφον εις τον λαόν τας εκβολάδας του Λαυρίου ως χρυσορρόας ποταμούς μέλλοντας να πλουτίσωσι την Ελλάδαν˙ η φαντασία των αργών των καφείων είχεν εξαφθή κατά τρόπον λίαν επικίνδυνον υπό την διανοητικήν έποψιν διότι υπελόγιζον εκατομμύρια επί εκατομμυρίων, εξώφλουν τα εθνικά δάνεια, ηλάττωνον τους φόρους, κατεσκεύαζον θωρηκτά, εδημιούργουν στρατούς και εδιπλασίαζον όλους τους δημοσίους υπαλλήλους». Η εταιρία ανταπάντησε στις κατηγορίες σχετικά με την εκμετάλλευση των εκβολάδων με γνωμάτευση ομάδας Ελλήνων δικηγόρων που δικαίωναν τις θέσεις της, ενώ με επιστολή του ο Serpieri προς την κυβέρνηση την καλούσε να αγοράσει το κράτος την εταιρία έναντι 20 εκ. δραχμών. Τότε η αντιπολίτευση, ακόμη πιο δυναμικά, κατέθεσε πρόταση εθνικοποίησης του Λαυρίου. Ο Τρ. Ευαγγελίδης αναφέρει για τις συζητήσεις στην Βουλή: «Κατά τας συζητήσεις τας περί των σκωριών του Λαυρίου έλαβον τον λόγον όλοι σχεδόν οι παρόντες βουλευταί διότι το ζήτημα τούτο ανησύχει τότε όλην την Ελλάδα και ιδίως την πρωτεύουσαν πολλών φανταζομένων ποταμούς χρυσίου, οίτινες ευκολώτατα ηδύναντο να πληρώσωσιν όλα τα κενά ταμεία, πρώτον τα εαυτών και έπειτα τα του κράτους. Αι εκβολάδες! Ιδού το χρυσούν της Ελλάδας μέλλον». Την 24 Μαΐου 1871 με ψήφους 91 υπέρ και 31 κατά οι εκβολάδες εθνικοποιούνταν και η κυβέρνηση αποκτούσε το δικαίωμα να εκμισθώνει με πλειστηριασμό τα αρχαία κατάλοιπα.

Κορινθιακό αγγείο με απεικόνιση των εργαζομένων σκλάβων στα μεταλλεία Λαυρίου. 5ος π.Χ. αιώνας. Corinthian vase depicting slave workers at the Lavrion mines. 5th century BC century.
Κορινθιακό αγγείο με απεικόνιση των εργαζομένων σκλάβων στα μεταλλεία Λαυρίου. 5ος π.Χ. αιώνας. Corinthian vase depicting slave workers at the Lavrion mines. 5th century BC century.

Αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου οι κυβερνήσεις Ιταλίας και Γαλλίας αντέδρασαν έντονα θέλοντας να προστατέψουν τα συμφέροντα των πολιτών τους. Έτσι, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα του νόμου περί εκβολάδων και με διακοίνωση τους προς την ελληνική κυβέρνηση την 23η Ιουνίου 1872 σημείωναν ότι οι δυο δυνάμεις «ευρεθείσαι εις την ανάγκην θα αντιτάξουν αλλαχού ή εις το συμβιβαστικόν πνεύμα της ελληνικής κυβερνήσεως τα μέσα προς διάσωσιν των συμφερόντων της ιταλογαλλικής εταιρίας». Η ιταλική μάλιστα κυβέρνηση πρότεινε την σύσταση διαιτητικού δικαστηρίου προεδρευόμενου από τον πρέσβη της Αγγλίας στην Αθήνα. Σε αυτό το χρονικό σημείο ο Βασιλιάς Γεώργιος αποφάσισε την αποπομπή του Δημ. Βούλγαρη από την πρωθυπουργία και την ανάθεση της κυβέρνησης στον Επ. Δεληγιώργη, ακολουθώντας την τακτική του «εσύ που έθεσες το ζήτημα, εσύ να το ξεμπλέξεις»… Αμέσως ο Δεληγιώργης ξεκίνησε διπλωματική εκστρατεία και συνέταξε έκθεση στην οποία ξεχώριζε τα εξορυσσόμενα μέταλλα από τις εκβολάδες, τις οποίες, σωστά, θεωρούσε προϊόντα ανθρώπινης εργασίας, ενώ ανέφερε ότι στην αίτηση του Serpieri για την εκμετάλλευση του Λαυρίου πουθενά δεν γινόταν λόγος περί εκβολάδων. Στην έκθεση του σημειώνει και περιστατικά τραμπουκισμού από πλευράς της εταιρίας προς κρατικούς υπαλλήλους: «Οσάκις η κυβέρνησις απέστειλεν εις Λαύριον απεσταλμένους, σπανίως ούτοι διήλθον τον χρόνον της διαμονής των εκεί άνευ δυσαρέστων. Τω 1867 έν των μελών της αποσταλείσης επιτροπής ερραπίσθη υπό του διευθυντού του εργοστασίου, ο δε Γερμανός ορυκτολόγος Γώβανς, σταλείς ωσαύτως το 1870 παρά της κυβερνήσεως, όπως εξετάση τας εκβολάς, έπαθε το αυτό και έτι χείρονα παρά του ιδίου Σερπιέρη ρίψαντος αυτόν εις την θάλασσαν μετά των δειγμάτων και των σκευών αυτού». Η κυβέρνηση Δεληγιώργη απέρριψε επίσης και τα αιτήματα περί διαιτησίας θεωρώντας την διαιτησία ως αρχή ετεροδικίας η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει κακό προηγούμενο. Τόνισε, μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση πως αν η εταιρία θεωρούσε ότι αδικείτο μπορούσε να προσφύγει στα αρμόδια ελληνικά δικαστήρια.

Από το αδιέξοδο αυτό ήρθε τότε να βγάλει την κυβέρνηση ο Ανδρέας Συγγρός. Με την ιδιότητα του αντιπροσώπου της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως εξαγόρασε τα δικαιώματα και τις εγκαταστάσεις της εταιρίας αντί συνολικά 11.5 εκ. φράγκων και ίδρυσε νέα εταιρία μαζί με τον Serpieri, τα «Μεταλλουργεία Λαυρίου». Η νέα επιχείρηση ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στο κράτος το 44% από την εκκαμίνευση των εκβολάδων, ενώ το κράτος παραχωρούσε στην εταιρία την περιοχή του Λαυρίου για 99 χρόνια. Γράφει στα απομνημονεύματά του ο Ανδρ. Συγγρός για την μεταβίβαση της εταιρίας: «Την 3ην Φεβρουαρίου 1873 αι διαπραγματεύσεις έληξαν και ηγόραζον τας κτήσεις της «Εταιρίας Ρου-Σερπιέρη» εν Λαυρίω δια 11.5 εκ. φράγκα […]. Η είδησις διαδοθείσα ταχέως εις την πόλιν (ενν. την Αθήνα) έκαμε μεγάλην εντύπωσιν και πολλοί των σημαινόντων προσήρχοντο και με συνέχαιρον και η Α.Μ. με προσεκάλει εις ακρόασιν και εξέφραζε την μεγάλην Αυτού ευαρέσκειαν δια την σπουδαίαν υπηρεσίαν, ην προσέφερον εις το Έθνος, και εις Αυτόν προσωπικώς, λέγων μοι, επί λέξει, ότι δεν θα την λησμονήσει ποτέ». Στις 13 Μαΐου 1873 δημοσιεύτηκε η αναγγελία της νέας εταιρίας με κατατεθειμένο κεφάλαιο 20 εκ. γαλλικά φράγκα και παράλληλα εκδόθηκαν και 100 χιλιάδες μετοχές που διετίθεντο προς 200 δραχμές εκάστη. Στο κοινό διατέθηκαν οι 50 χιλιάδες, ενώ τις υπόλοιπες τις κράτησαν οι ιδρυτές. Από αυτό το σημείο και για περίπου μια διετία η μικρή Ελλάδα θα συγκλονιστεί από το πρώτο σημαντικό χρηματιστηριακό σκάνδαλο. Θα πάρει μια γεύση του χρηματιστικού καπιταλισμού και των μεθόδων των αετονύχηδων «χρυσοκάνθαρων επενδυτών».

Μετοχή του 1873 της εταιρείας Τα Μεταλλουργεία του Λαυρίου
Μετοχή του 1873 της εταιρείας Τα Μεταλλουργεία του Λαυρίου

Σχεδόν αμέσως η τιμή της μετοχής εκτινάχτηκε από τις 200 δραχμές στις 310. Ελλείψει χρηματιστηρίου (ιδρύθηκε στα 1875) οι μετοχές πωλούνταν στο… καφενείο «η Ωραία Ελλάς» και σε διάφορα άλλα σαράφικα. Ένας επενδυτικός πυρετός κατέλαβε το κοινό που πουλούσε σπίτια, κτήματα, μαγαζιά και κοσμήματα προκειμένου να αποκτήσει τις χρυσοφόρες μετοχές της νέας εταιρίας. Γράφει ο Επ. Κυριακίδης για την χρηματιστηριακή φρενίτιδα: «Αι μετοχαί της εταιρείας Μεταλλουργείων Λαυρίου εκδοθείσαι επί τιμή 200 δραχμών ταχέως ανήλθον εις τιμήν 310 δραχμών˙ πτωχοί και πλούσιοι, έμποροι και εργατικοί, επιστήμονες και καλλιτέχναι και χειρώνακτες έσπευδον να αγοράσωσι τας μετοχάς του θησαυρού καταθέτοντες και τον τελευταίον αυτών οβολόν. Η πολιτική δημοκοπία επί διετίαν είχεν εξεγείρει απιστεύτως την φαντασίαν της αδαούς έτι εις τα χρηματιστικά ελληνικής κοινωνίας˙ καθ’ ύπνους έτι οι αστοί των Αθηνών και των επαρχιακών πόλεων ουδέν έτερον έβλεπον ή τον εν Λαυρίω χρυσορρόαν ποταμόν. Φανταστική τις Καλλιφορνία εδημιουργήθη εν τη διανοία των απλουστέρων και των εξημμένων και τα αποτελέσματα της ονειροπολήσεως ταύτης υπήρξαν επώδυνα». Μάταια από τις σελίδες της η εφημερίδα «Μέλλον» τόνιζε στους επενδυτές την 18η Μαρτίου 1873: «Περί της υπό του κ. Συγγρού ιδρυομένης μεταλλουργικής εταιρίας λαλήσαντες, και καταστήσαντες προσεκτικόν το κοινόν επί της λήψεως των εκδοθησομένων μετοχών αυτής». Εικόνα της επικρατούσας κατάστασης μας δίνει επίσης και ο Μιχαήλ Μητσάκης στο διήγημά του «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας»: «Αιφνίδια δίψα πλουτισμού κατέλαβε τα πλήθη, ην εκμεταλλευόμενοι οι έξωθεν επί τη ευκαιρία ταύτη επελθόντες τότε χρηματισταί υπεξέκαυσαν όλα τα μωρά ένστικτα του όχλου κι έδωκαν να πιστεύση εις αυτόν, ότι εκεί πέραν, εις την Σουνιακήν άκραν, εκρύπτοντο θησαυροί αμύθητοι. […] Η επιχείρησις του Λαυρίου ωρίσθη να γίνη δια μετοχών. […] Έξωθεν της Ωραίας Ελλάδος εγκαθιδρύθη το πρώτον πρόχειρον χρηματιστήριον, και εμυήθη η τέως απλοϊκή Ελλάς». Είναι ενδεικτικό ότι στον χρηματιστηριακό κυκεώνα μπλέχτηκαν και άνθρωποι ευφυείς, όπως ο Εμμ. Ροΐδης και ο ποιητής Σπ. Βασιλειάδης που έχασαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους. Στο ζενίθ της χρηματιστηριακής φρενίτιδας έρχεται και η αποκάλυψη για την κυκλοφορία πλαστών μετοχών, γεγονός που οδηγεί την εταιρία την 30η Οκτωβρίου 1873 να αναστείλει την καταβολή της γ’ δόσης στους κατόχους των μετοχών. Αυτό ήταν και το έναυσμα για την αντίστροφη πορεία των μετοχών, τις οποίες γρήγορα όλοι τρέχουν να πουλήσουν. Ακόμη και το Δημόσιο μείωσε το ποσοστό συμμετοχής του στην εταιρία. Η κατάρρευση της τιμής της μετοχής θα επαναφέρει τους ονειροπόλους χρυσοθήρες στην πραγματικότητα, με τη διαφορά ότι οι ίδιοι πλέον ήταν φτωχότεροι από πριν… Ο Γ. Ασπρέας σχολιάζει για την κατάληξη του επενδυτικού αυτού πυρετού: «[…] η εταιρεία των Μεταλλουργείων κερδοσκοπούσα επιδεξίως εξέδωκε πάραυτα τας μετοχάς αυτής εις την τιμήν των 200δρ. , αλλ’ η έξαψις της κερδοσκοπικής βουλιμίας του λαού, συνεπεία του μεγάλου και μακροχρόνιου θορύβου, ανύψωσε ταύτας δια των αθρόων και επιμόνων ζητήσεων εις το διπλάσιον της αρχικής εκδόσεως. Η τραγική πλάνη διελύθη μετ’ ολίγον αλλ’ ήτο πλέον αργά. Χιλιάδες οικογενειών απεγυμνώθησαν, ενώ ορισμένα άτομα εκαρπώθησαν περί τα 2.000.000 δρ. Η οργή του λαού εστράφη κυρίως κατά του Ε. Δεληγιώργη, όστις ήτο εξ όλων των κομματαρχών είτε εκ πλάνης είτε δι’ αντιπολιτευτικούς λόγους, ο περισσότερον εξυψώσας τα μεταλλεύματα του Λαυρίου εις μέγαν εθνικόν θησαυρόν».

Το ατμήλατο μεταλλοπλύσιο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλίων Λαυρίου. Χαλκογραφία
Το ατμήλατο μεταλλοπλύσιο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταλλίων Λαυρίου. Χαλκογραφία.

Το Λαυρεωτικό ζήτημα αποτελεί το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο της νεότερης Ελλάδας. Χιλιάδες πολίτες, αδαείς μέχρι τούδε στα χρηματιστηριακά παιχνίδια και τεχνάσματα έσπευσαν να επενδύσουν επιδιώκοντας τον εύκολο πλουτισμό. Οι έμπειροι «χρυσοκάνθαροι», οι πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού, βρήκαν «πεδίον δόξης λαμπρόν» για τις επενδυτικές πρακτικές τους σε μια κοινωνία καθυστερημένη με έντονα ακόμη τα φεουδαρχικά στοιχεία. Ακόμη και οι πλούσιοι ντόπιοι δεν είχαν σαφή γνώση των χρηματιστηριακών τακτικών. Πολλοί από τους πλούσιους σταφιδοπαραγωγούς της Πελοποννήσου συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμένων του παιχνιδιού. Το Λαύριο, ως σύμβολο, συνδέθηκε την δεκαετία του 1870 με το όνειρο της υλικής ευημερίας αλλά και με την ομαδική παράκρουση και μανία ενός λαού αδαούς περί τα οικονομικά. Το δε κράτος φαινόταν στα μάτια του λαού και της διεθνούς κοινής γνώμης να εμπαίζεται από μια εταιρία που επιθυμούσε να επιβληθεί αποικιοκρατικά. Η επένδυση του Serpieri, και αργότερα και του Συγγρού, θέτει τις βάσεις λειτουργίας όχι μιας οργανωμένης και ευνομούμενης επιχειρηματικής πρακτικής, αλλά μιας ασύδοτης αποικιοκρατικού τύπου οικονομικής αυτοκρατορίας με πλήρη αδιαφορία για το εργατικό δυναμικό και το ελληνικό κράτος. Ο Αρ. Οικονόμου στο βιβλίο του «Λαύριο» στα 1872 έγραφε τα εξής προφητικά:  «Όλη η έκτασις ανήκει εις την εξουσίαν των μεταλλευτών και εκεί ένθα υπάρχει το μέταλλον και εκεί ένθα δεν υπάρχει. Ενώ πρόκειται περί κωμοπόλεως, ιδού αύτη εκτελεί τας φυσικάς του κοινωνικού βίου λειτουργίας, εφ’ όλων των τιμαριωτικών του μεσαίωνος προυποθέσεων. Αλλοίμονον εις εκείνον, όστις υποπέσει εις την δυσμένειαν των νέων τούτων φεουδαρχών˙ δεν αποβάλλεται απλώς εκ των έργων, αλλά αποπέμπεται και πέραν των ορίων.[…] όσοι εκλαμβάνουν το Λαύριον ως ζήτημα απλώς οικονομικόν δεν βλέπουσι την μεγάλη κοινωνικήν σημασίαν των κατ’ αυτό περιστάσεων». Πράγματι, λίγα χρόνια μετά θα ξεσπάσουν και οι πρώτες οργανωμένες απεργίες των εργατών του Λαυρίου που θα διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες εργασίας.

Διαβάστε:

  • Επ. Κυριακίδη, «Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού», τ. 2.
  • Τάσος Βουρνάς, «Τα Λαυρεωτικά», εκδ. Τα Νέα.
  • Κώστας Ψαλτήρας, «Η μεγάλη απεργία, Λαυρεωτικά», εκδ. Κάκτος.
  • Ανδρ. Συγγρός, «Απομνημονεύματα», εκδ. Εστία.
  • Μιχαήλ Μητσάκης, «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας», εκδ. Αθηναϊκό Βιβλιοπωλείο.
(Εμφανιστηκε 3,592 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

3 Σχόλια

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.