ΕΣΣΔ: Η δικτατορία του κόμματος πάνω στο προλεταριάτο
Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925 – 1981) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι. Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα, το 1959, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πληρέστερα έργα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας. Το έργο εξετάζει τόσο το ιστορικό υπόβαθρο του ολοκληρωτισμού, -την τσαρική Ρωσία- όσο και το ταξικό του περιεχόμενο, τον μετασχηματισμό της επαναστατικής ιντελιγκέντσιας και του κόμματος, σε συνθήκες οικονομικής υπανάπτυξης, σε μια νέα άρχουσα τάξη, ολοκληρωτικού χαρακτήρα. Τέλος επισημαίνει τα κενά της μαρξιστικής θεωρίας, που με τον οικονομισμό της αρνείται να κατανοήσει τον ρόλο του κράτους και των διαχειριστικών τάξεων. Το επόμενο κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, εκδ. IMAGO.
Κείμενο: Κώστας Παπαϊωάννου
Είδαμε ποιες ήταν οι δύο επίσημες απόψεις (η λενινιστική και η τροτσκιστική) που συγκρούστηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περίφημης «συνδικαλιστικής συζήτησης». Το ότι η μεσοβέζικη άποψη του Λένιν επικράτησε τελικά δεν έλυσε διόλου το πρόβλημα, ούτε κι άλλωστε ήταν δυνατό να το λύσει.
Κατ’ αρχήν, δεν εφαρμόστηκε ποτέ: πώς ήταν δυνατόν μια απόφαση που έπαιζε συστηματικά με τις λέξεις, να γίνει ποτέ πραγματικότητα; Ένα επεισόδιο είναι αρκετά χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον όποιο η πραγματικότητα εκδικείται αυτούς που πιστεύουν ότι συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα ντύνοντας τα με το μανδύα της μαρξιστικής (ή οποιασδήποτε άλλης) φρασεολογίας:
Αφετηρία αυτής της «συνδικαλιστικής συζήτησης:» που παραλίγο να διαλύσει το κόμμα ήταν η προσωπική αντιπάθεια του Ζηνόβιεφ κατά του Τρότσκι και η δημαγωγική και υποκριτική επίθεση των ζηνοβιεφιστών κατά των στρατοκρατικών μεθόδων που ο Τρότσκι είχε επιβάλλει στον τομέα των μεταφορών. Το Δεκέμβριο του 1920, ο Λένιν, ο Ζηνόβιεφ και ο Στάλιν ζήτησαν από την κεντρική Επιτροπή την άμεση κατάργηση του «Οργανισμού των μεταφορών» που είχε συστήσει ο Τρότσκι ακολουθώντας μεν τις εντολές του κόμματος, αλλά παραβιάζοντας τη θέληση τόσο των εργατών όσο και των διορισμένων από το καθεστώς συνδικαλιστικών τους «εκπροσώπων». Η πρόταση του Λένιν απορρίφθηκε από την Κεντρική Επιτροπή, κι αυτό υπήρξε η αίτια που το συνδικαλιστικό πρόβλημα έγινε αντικείμενο μιας δημόσιας συζήτησης ανάμεσα σ’ όλα τα μέλη του κόμματος: μειοψηφών μέσα στην Κεντρική Επιτροπή, ο Λένιν αναγκάστηκε να κινητοποιήσει το κόμμα για να επιβάλει τις απόψεις του στην Κεντρική Επιτροπή. Μετά τη νίκη του Λένιν στο 10° Συνέδριο, θα νόμιζε κανείς ότι ο Λένιν θα έθετε σέ εφαρμογή τις αρχές στο όνομα των οποίων αυτός και οι οπαδοί του ήρθαν σε ανοιχτή σύγκρουση με την πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής. Ότι συγκεκριμένα, οι οικονομικοί οργανισμοί θα έχαναν το γραφειοκρατικό και στρατοκρατικό χαρακτήρα που τους είχε δώσει ο Τρότσκι, ότι η φωνή των συνδικάτων θ’ ακούγονταν ευκρινέστερα, ότι θα σταμάταγαν οι διορισμοί των συνδικαλιστικών στελεχών από το κόμμα, ότι τα συνδικάτα θα αναδιοργανώνονταν πάνω σε δημοκρατικότερες βάσεις, κ.ο.κ. Το αντίθετο ακριβώς έγινε. Αμέσως μετά το 10° Συνέδριο, συνεκλήθη ένα συνέδριο των εργατών των μεταφορών (όπου φυσικά όλοι οι σύνεδροι ήταν προσεκτικά διαλεγμένοι από το κόμμα) και που ομόφωνα απέδωσε στον τόσο λίγο δημοφιλή Οργανισμό των Μεταφορών όλες τις δικτατορικές εξουσίες με τις όποιες τον είχε προικοδοτήσει αυτός που θεωρητικά ήταν ο μέγας ηττημένος του 10ου Συνεδρίου: ο Τρότσκι!
Όσον αφορά τη «δημοκρατικοποίηση» των συνδικάτων, αυτή ήταν ήδη από τότε μιά μυθική έννοια που ελάχιστοι την έπαιρναν στα σοβαρά. Βέβαια, το 10° συνέδριο, που είχε απορρίψει την πρόταση τού Τρότσκι να διορίζονται τα συνδικαλιστικά στελέχη από το κράτος, είχε πάρει μια πανηγυρική απόφαση κατά την οποία κάθε απόπειρα οργάνωσης των συνδικάτων «από τα πάνω» έπρεπε να θεωρείται ως «εντελώς απαράδεκτη». Δύο μήνες αργότερα, το Μάιο του 1921, οι εργάτες του συνδικάτου της Μεταλλουργίας, του αρχαιότερου μπολσεβίκικου συνδικάτου, επρόκειτο να μάθουν, ιδίοις εξόδοις, το πώς το «προλεταριακό κόμμα» καταλάβαινε τη «δημοκρατικοποίηση» των συνδικάτων. Επρόκειτο να ανανεωθεί η εκτελεστική επιτροπή του συνδικάτου, όταν ξαφνικά η μπολσεβίκικη «φράξια» του συνδικάτου αρνήθηκε με 120 ψήφους εναντίον 40 να υιοθετήσει τη λίστα των υποψηφίων που πρότεινε η Κεντρική Επιτροπή τού Κόμματος: αυτό δεν εμπόδισε διόλου το κόμμα να επιβάλλει τους δικούς του υποψηφίους, αγνοώντας τόσο τις προτιμήσεις των εργατών, όσο και τις υποδείξεις των ιδίων του των μελών.
Το ίδιο έγινε και στο 4° πανρωσικό συνέδριο των συνδικάτων που συνήλθε το Μάιο του 1921. Η κυβέρνηση έσπευσε να δείξει ότι δεν θ’ ανεχόταν καμιά χαλάρωση της κηδεμονίας που το κόμμα έπρεπε ν’ ασκεί πάνω στα συνδικάτα. Προς τούτο, η Κεντρική Επιτροπή ανέθεσε στον Τόμσκι, πρόεδρο τού Κεντρικού Συμβουλίου των Συνδικάτων, να διατυπώσει τις απόψεις του κόμματος σχετικά με τα καθήκοντα των συνδικάτων και να τις κάνει να εγκριθούν πρώτα από τη μπολσεβίκικη «φράξια» των συνδικάτων και ύστερα από το συνέδριο των συνδικάτων. Η «φράξια» μεν αποδέχτηκε τις θέσεις του κόμματος, αλλά ταυτόχρονα ενέκρινε, με 1500 ψήφους εναντίον 30, μια πρόταση του Ριαζάνωφ, εξέχοντος μέλους του κόμματος και παλαίμαχου συνδικαλιστή, κατά την όποια «Η επιλογή του διευθύνοντος προσωπικού του συνδικαλιστικού κινήματος πρέπει μεν να γίνεται υπό τον γενικό Έλεγχο του κόμματος, αλλά και το κόμμα πρέπει να κάνει ότι μπορεί για να βάλει σε εφαρμογή τις κανονικές μεθόδους της προλεταριακής δημοκρατίας, ιδιαίτερα μέσα στα συνδικάτα, όπου η εκλογή των στελεχών πρέπει ν’ αφεθεί στις ίδιες τις μάζες των εργαζομένων».
Όπως είδαμε, ο Μπουχάριν είχε πει τα ίδια πράγματα, αλλά με πολύ αυστηρότερο τρόπο, δυο μήνες πρωτύτερα, στο 10ο συνέδριο τού Κόμματος. Αλλά ο Μπουχάριν ήταν σχετικά απομονωμένος μέσα στην Κεντρική Επιτροπή, ενώ ο Ριαζάνωφ όχι μόνο υποστήριζε την άποψη του in partibus infidelium, αλλά επιπλέον είχε μαζί του και τη συντριπτική πλειοψηφία του συνεδρίου. Γι’ αυτό ακριβώς, η αντίδραση της Κεντρικής Επιτροπής υπήρξε αυτή τη φορά κεραυνοβόλα: ο μεν Τόμσκι, που δεν είχε κατορθώσει να επιβάλει την άποψη της ηγεσίας, έπεσε σε δυσμένεια, ο δε Ριαζάνωφ υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει για πάντα κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Τον Τόμσκι τον κατηγόρησαν ότι έδειξε μια «εγκληματική αμέλεια», δηλαδή έναν όχι ικανοποιητικό ζήλο στην υπεράσπιση των θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής και τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από το Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων. Αλλά του Ριαζάνωφ δεν του συχώρεσαν ποτέ την οξύτητα των κριτικών που, ήδη από τον καιρό του 10ου συνεδρίου, είχε διατυπώσει κατά των δικτατορικών μεθόδων του κόμματος. Και καθώς η «ανταρσία» του Ριαζάνωφ τούς έγινε μάθημα, έσπευσαν να υποβάλουν σ’ ένα ακόμα αυστηρότερο έλεγχο τις κομματικές «φράξιες» μέσα στα συνδικάτα και αυτά τα ίδια τα συνδικάτα. Στις 30 Ιουλίου 1921, η κομματική οργάνωση έβγαλε μια απόφαση που απαγόρευε ρητά στις συνδικαλιστικές «φράξιες» να δείξουν την παραμικρή ανυπακοή στις ντιρεκτίβες της Κεντρικής Επιτροπής και απαγορεύτηκε στα μέλη τους να παίρνουν το λόγο στις μαζικές συγκεντρώσεις χωρίς προηγούμενη έγκριση ολάκερου του πυρήνα. Και το Δεκέμβριο του 1921, μια κομματική συνδιάσκεψη αποφάσισε ότι στο έξης «μόνο τα παλαιά και δοκιμασμένα μέλη του κόμματος» είχαν το δικαίωμα να εκλέγονται στη διοίκηση των συνδικάτων.
Όλ’ αυτά έγιναν μερικούς μήνες μετά την επικράτηση των φαινομενικά «φιλελεύθερων» λενινιστικών απόψεων πάνω στο συνδικαλιστικό πρόβλημα. Κι όπως δεν θ’ αργήσουμε να δούμε, ο μεν Λένιν αναθεώρησε τις απόψεις του ένα χρόνο αργότερα, οι δε υπόλοιποι πρωταγωνιστές της «συνδικαλιστικής συζήτησης» έσπευσαν ν’ αναγνωρίσουν από κοινού ότι η θυελλώδης αυτή συζήτηση είχε αστοχήσει το θέμα της, αφήνοντας άθικτο το πραγματικό πρόβλημα που έθετε η τυπικά μεν κυρίαρχη αλλά ουσιαστικά υποτελής θέση του προλεταριάτου μέσα στο υποτιθέμενο «προλεταριακό» καθεστώς.
Ένα βλέμμα στην κοινωνικό-οικονομική πραγματικότητα τού 1920-21 θα είναι πολύ πιο διαφωτιστικό από τις αφηρημένες φόρμουλες και τα φραστικά σχήματα του Λένιν και του Τρότσκι.
Από τη φρασεολογία στην πραγματικότητα: η απογοήτευση των εργατών
Άρκεσαν μερικοί μήνες άσκησης της εξουσίας για να καταφανεί η κενότητα του προγράμματος στο όνομα του όποιου ο Λένιν και οι σύντροφοι του πίστευαν ότι αποτελούσαν την «πρωτοπορία» του προλεταριάτου και κατήγγειλαν όλα τ’ άλλα εργατικά, αριστερά κόμματα σαν «αντιδραστικά». Όπως λέει ο Τζίλας, «πολύ λίγα κινήματα μέσα στην Ιστορία εκφυλίστηκαν κατά ένα τρόπο τόσο ολοκληρωτικό όσο το κομμουνιστικό κίνημα». Ο Λένιν είχε υποσχεθεί μια δημοκρατία αληθινή, πληρέστερη από την «κολοβωμένη» δημοκρατία του κοινοβουλευτισμού. Στη θέση της, πρόσφερε τώρα μια τυραννία πολύ πιο φοβερή από τις «κολοβωμένες» δικτατορίες του παρελθόντος.
Συγκεκριμένα, ο Λένιν είχε υποσχεθεί ένα καθεστώς σοβιετικής αυτοδιοίκησης, όπου θα γινόντουσαν ένα σωρό ονειρώδη και απραγματοποίητα θαύματα, όπως π.χ. η κατάργηση της ειδικευμένης υπαλληλίας, η ολοκληρωτική εφαρμογή της αρχής της δημοκρατικής εκλογής όλων των υπεύθυνων στελεχών, κ.ο.κ., και όπου τα διάφορα κόμματα θα έβρισκαν ένα πεδίο ειρηνικού ανταγωνισμού, πολύ πιο πρόσφορο για την ανάπτυξη της δημοκρατίας από το παραδεδομένο έδαφος του κοινοβουλευτισμού.
Στην πραγματικότητα, μόλις πήρε την αρχή, το μπολσεβικικό κόμμα δεν έκρυψε διόλου την πρόθεση του να μονοπωλήσει απόλυτα την εξουσία και να θέσει έκτος νόμου όλα τα άλλα κόμματα. Τα άρθρα του Μάξιμ Γκόρκυ, παλαίμαχου επαναστάτη, που δημοσιεύτηκαν λίγες εβδομάδες μετά το πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1917, μας δίνουν το μέτρο της απογοήτευσης όλων των αριστερών στοιχείων από τη μονοκρατορική πολιτική των μπολσεβίκων. Για τον Γκόρκυ, οι μπολσεβίκοι δεν ήταν παρά «τυφλωμένοι φανατικοί κι ασυνείδητοι τυχοδιώκτες». Στον Λένιν προσήπτε τη «ματαιότητα των υποσχέσεων του», το «μέγεθος της τρέλλας του», τον «αναρχισμό» του που θύμιζε «τον Νεταάγιεφ και τον Μπακούνιν».
Ο Λένιν, έλεγε ο Γκόρκυ, παίζει με τη φωτιά και «πειραματίζεται» με το προλεταριάτο «εντείνοντας μέχρι παροξυσμού το επαναστατικό του πνεύμα». Αλλά το προλεταριάτο πρέπει να ξέρει ότι «θαύματα δεν γίνονται»· ότι το μέλλον του επιφυλάσσει μόνο απογοητεύσεις, δηλαδή «την πείνα, την πλήρη καταστροφή της βιομηχανίας, των μεταφορών, μια μακρόχρονη και αιματηρή αναρχία». Ο Γκόρκυ που ήταν παλαιός μπολσεβίκος και στενός φίλος του Λένιν, έλεγε τώρα γι’ αυτόν ότι «καιρός είναι να καταλάβουμε ότι ο Λένιν δεν είναι ένας παντοδύναμος θαυματουργός, αλλά ένας κυνικός ταχυδακτυλουργός που δεν δίνει μιά δεκάρα για την τιμή και τη ζωή του προλεταριάτου».
Η εικόνα του Νετσάγιεφ έρχεται και ξανάρχεται σαν έμμονη ιδέα σ’ όλα τα γραφτά του αυτής της περιόδου: οι λενινιστές είναι «συνωμότες και αναρχικοί αλά Νετσάγιεφ», ο Λένιν θέλει να «εισαγάγει το σοσιαλισμό στη Ρωσία σύμφωνα με τη μέθοδο του Νετσάγιεφ: «ολοταχώς, μέσα από το βούρκο…». Ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι σύντροφοι τους «είναι πεπεισμένοι μαζί με τον Νετσάγιεφ ότι ο καλύτερος τρόπος για να παρασύρει κανείς τους Ρώσους είναι να τους δείξει ότι έχουν το δικαίωμα να είναι άτιμοι»….». Συγκεκριμένα ο Λένιν «έχει όλες τις αρετές του «αρχηγού», δηλαδή την πλήρη έλλειψη κάθε ηθικού χαλινού, που είναι απαραίτητη για έναν τέτοιο ρόλο, όπως και την περιφρόνηση του αριστοκράτη για τη ζωή των λαϊκών μαζών». «Δούλος του δόγματος», ο Λένιν και οι οπαδοί του «που είναι οι δούλοι του», αγνοούν εντελώς το πόσο περίπλοκη είναι η ζωή». Αγνοούν τις λαϊκές μάζες γιατί δεν έζησαν -«ποτέ» κοντά τους. Το μόνο που ξέρουν είναι αυτό που έμαθαν «από τα βιβλία», κι αυτό είναι να «δαμάζουν τις μάζες» και κυρίως -«πράγμα που είναι πολύ πιο εύκολο»-, «ν’ αποχαλινώνουν τα ένστικτα τους».
Για τους λενινιστές, η εργατική τάξη είναι «ότι είναι το σίδερο για το σιδηρουργό». Κάνουν ότι κάνει ο χημικός στο εργαστήριο του «με τη διαφορά ότι ενώ ο χημικός εργάζεται με νεκρές ύλες και ο καρπός των ερευνών του είναι ωφέλιμος στη ζωή, ο Λένιν πειραματίζεται πάνω στη ζωντανή ύλη και οδηγεί την επανάσταση στην καταστροφή της».
Αυτά τα πικρά λόγια του Γκόρκυ, που ο Τρότσκι τον θεωρούσε ακόμα το 1930 σαν ένα «υστερικό» τύπο «φλύαρου διανοούμενου», ηχούν σήμερα κάπως παράδοξα, και στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, ο Τρότσκι δεν χάνει την ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι ο Γκόρκυ προφήτευε τότε την κατάρρευση της επανάστασης και του «πολιτισμού».
Πραγματικά, αν ο σοσιαλισμός είναι ο σπούτνικ κι αν ο πολιτισμός φαίνεται από τον αριθμό των υψικαμίνων, τα λόγια του Γκόρκυ θα πρέπει να μας αφήσουν εντελώς αδιάφορους. Αν πάλι, ο σοσιαλισμός έχει μια οποιαδήποτε σχέση με την «αυτοδιοίκηση των εργαζομένων» και ο πολιτισμός σημαίνει μια ολοένα, πληρέστερη απελευθέρωση του ανθρώπου από τους μικρούς και τους μεγάλους φόβους που του σκοτεινιάζουν τη ζωή, τότε ο Γκόρκυ δεν ήταν τόσο «υστερικός» όσο ήθελε να πιστεύει ο Τρότσκι. Οπωσδήποτε, η γενεά που έκανε και έζησε την οκτωβριανή, επανάσταση είχε για τον πολιτισμό και το σοσιαλισμό μια ιδέα πολύ σαφέστερη και απαιτητικότερη απ’ αυτήν που έχουμε σήμερα. Κι όταν ο Γκόρκυ έλεγε ότι ο Λένιν οδηγεί την επανάσταση στην καταστροφή δεν εννοούσε ότι θα νικούσε η λευκή αντεπανάσταση. Εννοούσε ότι η επανάσταση κινδύνευε να πάψει να είναι εργατική και σοσιαλιστική και να νεκραναστήσει το δεσποτισμό και τη βαρβαρότητα την ίδια την ώρα ακριβώς, όπου όλος ο κόσμος πίστευε το αντίθετο.
Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι μια από τις πρώτες πράξεις της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης του Λένιν και των συντρόφων του θα ήταν να καταργήσει την ελευθερία του τύπου; Το Νοέμβριο του 1918, ο Λένιν διαβεβαίωνε το προλεταριάτο ότι χάρη στο σοβιετικό καθεστώς «η ελευθερία του τύπου παύει να είναι μιά υποκρισία γιατί η μπουρζουαζία χάνει, τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα τυπογραφεία και το χαρτί των εφημερίδων»! Μα ποια ήταν αυτή η «μπουρζουαζία»; Όταν ο Λένιν χρησιμοποιεί αυτό τον όρο δεν εννοεί την αριθμητικά ασήμαντη αστική τάξη, αλλά όλα τα κόμματα έκτος από το δικό του, δηλαδή τα 75% του πληθυσμού. Καθ’ όλη τη διάρκεια τού 1917, ο Λένιν έψαλλε τον ύμνο του σοβιετικού συστήματος γιατί υποτίθεται ότι ήταν το μόνο που θάκανε δυνατή και γόνιμη την «ειρηνική άμιλλα» των διαφόρων κομμάτων: έναν χρόνο αργότερα, η μονοκρατορία του μπολσεβικικού κόμματος είχε ανυψωθεί στην περιωπή ενός άρθρου πίστεως του καθεστώτος! Το περίφημο διάταγμα όπου ο Λένιν υποσχόταν την «πλήρη ελευθερία του τύπου» είχε τώρα ξεχαστεί και κανείς μπολσεβίκος δεν διαμαρτυρήθηκε όταν παραβιάζοντας το Σύνταγμα, η Κυβέρνηση έθεσε έκτος νόμου όλα τα άλλα -κόμματα -ακόμα κι αυτά που αναγνώριζαν την αρχή της σοβιετικής δημοκρατίας. Έτσι οι αριστεροί μενσεβίκοι, οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες και στο τέλος οι αναρχικοί καταγγέλθηκαν ως «αντεπαναστάτες» παρ’ όλον ότι είχαν κάνει τον εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό των μπολσεβίκων.
Από την ώρα που οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, όλη τους η πολιτική ήταν μια συνεχής διάψευση των προγραμματικών διακηρύξεων που τους επέτρεπαν ως τα τότε να πιστεύουν ότι είναι οι μόνοι αληθινοί εκπρόσωποι των εργατών και οι μόνοι φορείς της μαρξιστικής αλήθειας. Οι μόνοι που έμειναν πιστοί στο λενινιστικό πρόγραμμα του 1917 ήταν οι μικρές αντιπολιτευτικές ομάδες του είδους της «Εργατικής Αντιπολίτευσης» και των «αριστερών κομμουνιστών», για τις όποιες θα μιλήσουμε αργότερα, Αυτοί οι «αριστεροί αντιπολιτευόμενοι» εξακολουθούσαν ακόμα να μιλάνε για τον «εργατικό έλεγχο» και την «εργατική διαχείριση» της παραγωγής, αλλά για τη συντριπτική πλειοψηφία των μπολσεβίκων τα συνθήματα αυτά δεν δικαιολογούντο παρά μόνο ως δημαγωγικά συνθήματα, κατάλληλα μόνο για την αρνητική-επαναστατική περίοδο, και που έπρεπε, ως εκ τούτου, να εγκαταλειφθούν μόλις το «σοσιαλιστικό» καθεστώς θα ανελάμβανε στα σοβαρά το έργο της μετεπαναστατικής ανοικοδόμησης. Όπως ο ίδιος ο Λένιν το διακήρυξε στο 6ο συνέδριο των Σοβιέτ (1919), οι μπολσεβίκοι δεν ζήτησαν να εφαρμόσουν αυτά τα μέτρα παρά μόνο για να εδραιώσουν την πίστη των εργατών στην επανάσταση: κατά τα άλλα ήξεραν πολύ καλά ότι η πρακτική εφαρμογή του προγράμματος τους δεν θάκανε παρά να ολοκληρώσει την αποσύνθεση της ήδη κατεστραμμένης σοβιετικής βιομηχανίας.
Το «πρόγραμμα» μπορούσε μέρα με τη μέρα να χάνει το περιεχόμενο του: το μόνο ερώτημα που απασχολούσε τον Λένιν ήταν «οι μπολσεβίκοι θα κρατήσουν την εξουσία;». Αλλά ποια ήταν η πραγματική βάση αυτής της εξουσίας;
Η οικονομική κατάσταση γινόταν ολοένα και χειρότερη από τις πρώτες μέρες της επανάστασης. Το καθεστώς έβαζε ανυπέρβλητα εμπόδια στην ιδιωτική επιχείρηση χωρίς ταυτόχρονα να κάνει τίποτε για να ευκολύνει την ανάπτυξη της συλλογικής πρωτοβουλίας. Οι εργάτες και οι στρατιώτες ανήκαν τυπικά στην κατηγορία των «προνομιούχων», αλλά τα προνόμια τους δεν υπήρχαν παρά μόνο στον υπερουράνιο τόπο των νόμων, διαταγμάτων, οδηγιών και εγκυκλίων που επέτρεπαν στην κυβέρνηση να ξεγελάει τον εαυτό της και να πιστεύει ότι οικοδομούσε το σοσιαλισμό σε μια χώρα όπου η βιομηχανία είχε σχεδόν εξαφανιστεί, το νόμισμα είχε εξανεμιστεί από τον πληθωρισμό, το εσωτερικό εμπόριο είχε γίνει «μαύρη αγορά», κι όπου οι αγρότες απαντούσαν στις επιτάξεις κρύβοντας το στάρι ή κάνοντας την «απεργία της σποράς».
Αυτό ήταν ο «σοσιαλισμός»; Γι’ αυτό το «σοσιαλισμό» είχαν κάνει οι εργάτες την επανάσταση κι’ ετοιμάζονταν να υποστούν τις πιο αιματηρές θυσίες; Γι’ αυτό το «σοσιαλισμό» έπρεπε τώρα να παραιτηθούν απ’ όλες τις κατακτήσεις της επανάστασης, ν’ απαρνηθούν όλες τις δημοκρατικές ελευθερίες και να δεχτούν την τυραννία ενός κόμματος που όχι μόνο έπνιγε κάθε αντιπολίτευση και κάθε κριτική από τα έξω, αλλά και που έδειχνε πανηγυρικά την πρόθεση του να περιορίσει στο ελάχιστο την αυτονομία των συνδικάτων και να εξαφανίσει την ελευθερία μέσα στους ίδιους του τούς κόλπους;
Αυτά τα ερωτήματα είχαν αρχίσει να τίθενται ήδη από τα 1918. Το 1920 βρίσκονταν σ’ όλα τα στόματα. Αλλά κανείς μη μπολσεβίκος δεν μπορούσε να τα πει στ’ ανοιχτά: οι μόνοι που είχαν το δικαίωμα να τα θέσουν αν όχι δημοσία, τουλάχιστον μέσα στο κόμμα, ήταν όσοι από τους μπολσεβίκους -κι αυτοί μετριόντουσαν στα δάχτυλα- θυμόντουσαν ακόμα και μέναν πιστοί στις παλιές τους υποσχέσεις.
Οι φωτογραφίες είναι από το περιοδικό “Ε-Ιστορικά”, τεύχος 257.