Ένας Έλληνας στρατιώτης θυμάται: Η μάχη της Κόνιτσας και «το κράτος του Γράμμου».
Ο Δημήτριος (Δημητρός) Δεληγιάς, γόνος Θρακιώτη πρόσφυγα, γεννήθηκε στην Αυγή Κοζάνης το 1925. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις του Εθνικού στρατού μέχρι την αποστράτευσή του, το 1950.
Η μάχη της Κόνιτσας και «το κράτος του Γράμμου».
«Μας βάσταξαν 6 μήνες εδώ στον κάμπο, ανάμεσα Καρδίτσα και Τρίκαλα. Μείναμε μέχρι το Μάρτη -Απρίλη του ’48. Αντί να κρατήσουν την 8η μεραρχία, βάσταξαν εμάς παραπάν’. Κάποιους τους πήραν και τους έστειλαν τάχα αλλού -δεν ξέρω πού- για εκπαίδευση. Απ’ τον έναν στον άλλον μαθεύτηκε ότι πήραν αξιωματικούς και στρατιώτες και τους έστειλαν εξορία. Άδικα, κάτι ρουφιάνοι απ’ τα χωριά τους, τους δικούς τους τόπους, τους κατηγόρσανε ότι δεν ήταν «καθαροί» εθνικόφρονες και συμπαθούσαν το ΚΚΕ/ΕΑΜ. Ανάμεσα σ’ αυτούς που έστειλαν εξορία ήταν και τραυματίες. Ύστερα απ’ τον πόλεμο αντάμωσα έναν που ήμασταν μαζί. Μιλήσαμε. «Καλά που μ’ έστειλαν εξορία στη Μακρόνησο. Ένας γιατρός μ’ έδωσε καλά φάρμακα. Με κοίταξε καλά κι έτσι γιατρεύκα», με λέει γελώντας.
Τέλος πάντων, γυρίζω αυτού μέσα πάλι στον κάμπο. Έξω από την Καρδίτσα, Τρίκαλα και στα χωριά μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Όλοι συμμοριόπληκτοι, είπαν. Από το ’47 ο στρατός και η χωροφυλακή πίεζαν τον κόσμο να αδειάσει τα χωριά τ’ στα βουνά και να κατεβούν στις πόλεις και στα χωριά που είχε τον έλεγχο ο εθνικός στρατός και η εθνοφυλακή. Κάποιοι δεν ήθελαν να φύγουν από τα σπίτια τους και ν’ αφήσουν το βιός τους απροστάτευτο. Τους μετακίνησαν αναγκαστικά, με τη βία. Άλλοι κρύφτηκαν μέσα στα βουνά, στα δάση, δεν υπάκουσαν. Αυτοί ήταν δημοκρατικοί και φοβούνταν τους χωροφύλακες και τους μισκίνηδες ΜΑΫδες.
Το σχέδιο αυτό εφαρμόστηκε από τις εθνικές αρχές απ’ το ’47 και ακόμα πιο πολύ το ’48. Κάποιοι από τους κατοίκους έφευγαν από τα χωριά τους από το ’46. Οι πόλεις και τα χωριά σχεδόν δεν τους χωρούσαν. Δεν είχαν, ούτε σπίτια να τους βάλουν ούτε τρόφιμα να τους ταΐσουν. Μαθαίναμε ότι ήταν πολλές χιλιάδες αυτοί που μετακινήθηκαν από τον τόπο τους απ’ όλη την ορεινή Ελλάδα. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν 600-700 χιλιάδες. Πού να τους βάλεις και πού να τους ταΐσεις. Οι δήμαρχοι, ο στρατός έστησαν σκηνές να μείνουν και οργανώθηκαν συσσίτια. Βασανίστηκε ο κόσμος. Πολλοί απ’ αυτούς δεν ξαναγύρισαν στα χωριά τους. Βρήκαν δουλειές εδώ εκεί στις πόλεις κι αλλού. Νοικοκυρεύτηκαν. Δεν γύρισαν ξανά στον ρημαγμένο τόπο τους.
Εμείς αυτόν τον καιρό, τέλη του ’47 με αρχές του ’48 πάνω κάτω, ήμασταν στην Καρδίτσα απ’ όξω. Ο διοικητής μάς ανακοίνωσε ότι ο κάμπος είχε καθαριστεί από τους αντάρτες. Απ’ εδώ και πέρα θα τον ελέγχουν τα τάγματα εθνοφυλακής, η χωροφυλακή και οι ΜΑΫδες. Εμείς θα επιχειρούσαμε κατά το Καρπενήσι. Θα ξεκινούσαμε από το Σμόκοβο και άλλοι απ’ το Δομοκό για τα Φουρνά και τον Τυμφρηστό. Άλλος στρατός θα βάδιζε από τη Λαμία για το Καρπενήσι. Έπρεπε να αποκλείσουμε τους αντάρτες νότια κατά τα Βαρδούσια και Γκιώνα. Δεν έπρεπε να περάσουν στα Άγραφα κι από εκεί στην Ήπειρο: Τζουμέρκα-Κόνιτσα-Σμόλικας-Γράμμος -Βίτσι.
Εκεί στην Καρδίτσα μάθαμε ότι το ΕΑΜ/ΚΚΕ αποφάσισε να σχηματίσει «κυβέρνηση του βουνού». Ο διοικητής μάς είπε ότι «υπάρχουν πληροφορίες ότι η έδρα της κυβέρνησης των ανταρτών μπορεί να είναι στο Γράμμο-Πρέσπες ή στο Καρπενήσι. Είχαν στο νου και την Κόνιτσα, αλλά ο στρατός κατάφερε με σκληρές μάχες να αποκρούσει τη μεγάλη επίθεση των ανταρτών στην Κόνιτσα. Οι αντάρτες πολέμησαν πολύ σκληρά, αλλά ο στρατός τους απέκρουσε. Οι περισσότεροι αντάρτες έφυγαν κατά το Γράμμο και Βίτσι. Μας είπε ακόμα ότι ο Ζαχαριάδης διαφώνησε με τον καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη για την τακτική του ΔΣΕ στον πόλεμο. Ο Μάρκος ήθελε τον ανταρτοπόλεμο σε όλη την Ελλάδα. Ο Ζαχαριάδης ήθελε τακτική κανονικού στρατού. «Μη φοβάστε», μας λέει ο διοικητής, «θα κυνηγήσουμε τους κομμουνιστές παντού, χωρίς ανάσα. Δε θα τους αφήσουμε σε χλωρό κλαρί. Όπου να ’ναι ο πόλεμος τελειώνει. Εμείς θα είμαστε οι νικητές. Η Ελλάδα θα σωθεί και σεις θα πάτε στα σπίτια σας, να κοιτάξτε τις δουλειές σας».
Κινάμε από το Σμόκοβο κι άλλοι απ’ το Δομοκό. Απ’ το Δομοκό περνούσε ο δρόμος Λαμίας-Φάρσαλα κι έπρεπε να τον κρατήσουμε με κάθε τρόπο ανοιχτό. Αλλιώς αποκόβονταν η Λαμία απ’ τη Θεσσαλία. Δε θα μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα και ελεύθερα οι μηχανοκίνητες Μονάδες του στρατού αλλά κι η Ελλάδα κόβονταν στη μέση.
Εγώ ήμαν με αυτούς που κινήσαμε απ’ το Σμόκοβο. Δε βρήκαμε σοβαρή αντίσταση απ’ τον ΔΣΕ. Αυτοί είχαν παντού δικούς τους ανθρώπους και πληροφορούνταν για τις κινήσεις μας κι έφευγαν. Χάνονταν μες στα βουνά. Καλύπτονταν από τα πουρνάρια και τα έλατα. Άλλ’ πάλι απ’ αυτούς αντιστέκονταν για λίγο κι έφευγαν. Κάποιοι αντάρτες πήγαιναν απ’ αλλού και μας κύκλωναν. Πού να τους δούμε μέσα στα πυκνά βουνά, τις χαράδρες και τις ρεματιές. Οι αντάρτες ήξεραν όλον τον τόπο καλά. Ήξεραν όλα τα κατατόπια και τα περάσματα. Κάποιοι ήταν και ΕΛΑΣίτες από τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Είχαν μαζί τους ανθρώπους οδηγούς των ορεινών περιοχών: τσοπάνηδες και λοτόμους. Μας χτυπούσαν από τις πλάτες μας, απ’ τα νώτα μας. Γι’ αυτό τα μέρη που παίρναμε έρχονταν από πίσω μας η εθνοφυλακή να τα κρατήσει. Είχε οργανωθεί καλύτερα τώρα. Εκπαιδεύτηκαν οι εθνοφύλακες και πήραν και καλύτερα όπλα. Αλλά κι απ’ την εθνοφυλακή, μερικοί άτιμοι, τα είχαν καλά με τους αντάρτες. Τους έδιναν πληροφορίες καταπού πάει ο στρατός, που κινείται. Να! τι καθάρματα ήταν μερικοί… ρουφιάνοι… Έπαιζαν διπλό ρόλο. Και με τον ένα τα είχαν καλά και με τον άλλο.
Φτάσαμε στα Φουρνά. Δε βρήκαμε σοβαρή αντίσταση απ’ τους αντάρτες. Εμείς θέλαμε να τους κουράσουμε με ασταμάτητες επιθέσεις και καταδίωξη. Όμως κι εμείς είχαμε κουραστεί. Σύνθημα είχαμε: «Άγραφα και Καρπενήσι, φούρνος να μην καπνίσει». Να μην έχουν καμιά τροφοδοσία τώρα απ’ τον κόσμο. Τα χωριά είχαν σχεδόν αδειάσει, όπως είπαμε. Μόνο λίγοι γέροντες έμειναν. Μερικοί σκληροί κομμουνιστές κρύφτηκαν στα βουνά και βοηθούσαν τους άνδρες του ΔΣΕ.
Εμείς θέλαμε να τους εξαντλήσουμε με τη συνεχή καταδίωξη χωρίς να παίρνουν ανάσα. Αυτοί πάλι έφευγαν κατά τα απόκρημνα βουνά. Βουνά να δουν τα μάτια σου! Γιάννη μ’. Ακολουθούσαμε καταδιώκοντάς τους. Σ’ ένα δύσβατο μέρος βρήκαμε κάτι καλύβες- αποθήκες μέσα στα πυκνά έλατα. Είχαν τρόφιμα για τους αντάρτες: αλεύρια σταρένια και καλαμποκίσια, κάτι γαλέτες, κονσέρβες, ρύζι, ζάχαρη. Τέλος πάντων τέτοια. Παραπάν’, είδαμε κατ’ μουλάρια. Τρέξαμε κατά ’κεί. Βρήκαμε σακιά καταή και μερικά μουλάρια ήταν φορτωμένα με τενεκέδες λάδι. Κάποιοι αγωγιάτες τα πήγαιναν στους αντάρτες, αλλά φαίνεται ότι φοβήθηκαν μόλις μας αντίκρυσαν. Παράτησαν τα μουλάρια με τα τρόφιμα κι έφυγαν. Μαζέψαμε τα τρόφιμα, τα πήραμε για το τάγμα μας.
Αφού καθαρίσαμε τον τόπο μέχρι τα Φουρνά, μας είπαν οι τρανοί να επιχειρήσουμε μέχρι το Βελούχι, βόρεια απ’ το Καρπενήσι. Μέσα στο Καρπενήσι ήταν ένα τάγμα δικό μας. Γυρίσαμε κατά τον Τυμφρηστό. Στρατός ερχόταν κι απ’ τη Λαμία, τη Μακρακώμη. Στη Λαμία είχε έδρα το Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδας. Από τα δυτικά, από τ’ Αγρίνιο, ερχόταν άλλα τάγματα κατά το Καρπενήσι. Εμείς γυρίσαμε τώρα στις ράχες του Τυμφρηστού.
Οι Αμερικανοί μάς είχαν δώσει κι άλλα όπλα, πολυβόλα, ενίσχυσαν και το ορεινό πυροβολικό. Πήραμε τζιπ, ασυρμάτους και τηλέφωνα. Βλέπαμε τον καινούριο εξοπλισμό για πρώτη φορά. Εντυπωσιαζόμασταν και παίρναμε θάρρος για τη νίκη και το τέλος του πολέμου. Οι διοικητές των ταγμάτων και οι αξιωματικοί των λόχων μπορούσαν να επικοινωνούν συνέχεια μεταξύ τους και να μας δίνουν νέες σωστές οδηγίες για τις κινήσεις μας και τις επιχειρήσεις. Γιατί, πολλές φορές μέχρι τότε, επιχειρούσαμε στα τυφλά. Ή οι διοικητές μας δεν ήξεραν πού να βαδίσουμε ή να διορθώσουμε την πορεία μας. Για αυτό δεν προχωρούσαμε. Κρατούσαμε άμυνα ή κάναμε πίσω. Οι αξιωματικοί απογοητεύονταν και ’μείς απελπιζόμασταν. Τα μέρη που ελευθερώναμε από τους αντάρτες, μας τα έπαιρναν πάλι αυτοί του ΔΣΕ/ΚΚΕ με αντεπιθέσεις τα βράδια, αφού δεν μπορούσαμε να τα φυλάξουμε καλά. Τώρα με τη βοήθεια των Αμερικανών πήραμε θάρρος. Οι φήμες που έφταναν σε μας έλεγαν ότι Αμερικανοί είπαν στην ελληνική κυβέρνηση: «Εμείς θα σας δώσουμε όπλα και αεροπλάνα. Ο στρατός όμως έχει τη διάθεση να πολεμήσει; Θα πολεμήσετε σαν Έλληνες ή αλλιώς σας παρατούμε και φεύγουμε. Ας γίνετε ρωσική επαρχία…».
Ο στρατός του Μάρκου Βαφειάδη ήταν ακόμα δυνατός και κυριαρχούσε στην ορεινή Ελλάδα, αλλά και σε πολλά πεδινά μέρη. Οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να δεχτούν αυτή την κατάσταση. Πίεζαν για περισσότερες επιθετικές εξορμήσεις του στρατού εκεί στον Παρνασσό και στον Τυμφρηστό. Εμείς κινήσαμε για τον Τυμφρηστό. Άλλοι ήταν στον Παρνασσό. Εκεί σ’ ένα μικρό χωριό του Παρνασσού, Κηφισοχώρι μου φαίνεται το έλεγαν, μια μικρή μονάδα του εθνικού στρατού κράτησε όλη τη νύχτα τις άγριες επιθέσεις πολύ περισσότερων ανταρτών. Με την καθυστέρηση που τους έκαναν έφτασαν από τη Λαμία κι άλλες δυνάμεις του στρατού. Εμείς ήμασταν από πάνω από τις ράχες Τυμφρηστού. Ειδοποιηθήκαμε. Καταφέραμε να περικυκλώσουμε τους αντάρτες. Εκεί απ’ ό,τι μάθαμε πιάσανε ίσα με διακόσιους αιχμαλώτους, πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν στα βουνά.
Ο Στρατηγός Τσακαλώτος είχε το πρόσταγμα της επιχείρησης. Ήταν η πρώτη σπουδαία νίκη του στρατού εναντίον των ανταρτών. Έλεγαν ότι οι Αμερικάνοι παρακολουθούσαν τις συγκρούσεις και παίνεψαν το στρατό μας για τη γενναιότητά του.
Στον Τυμφρηστό, μας είπαν οι αξιωματικοί, ότι ήρθε διαταγή που μας υποχρέωνε να λέμε τους αντάρτες «κομμουνιστοσυμμορίτες» ή «συμμορίτες». Εμείς μέχρι τότε λέγαμε μόνο «αντάρτες» ή «Ελασίτες». Για «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» (ΔΣΕ) δεν ξέραμε τίποτα στην αρχή. Έπειτα μάθαμε, αλλά σπάνια χρησιμοποιούσαμε την ονομασία «ΔΣΕ».
Στον Τυμφρηστό μάς έπιασε ο χειμώνας, Γενάρη του ’48: βροχή, κρύο, χιόνια. Μας μάζεψε ο διοικητής του τάγματος, ένας άξιος διοικητής, τολμηρός. Προσπάθησε να μας δώσει θάρρος. Το Καρπενήσι μάς είπε, προσώρας δεν κινδυνεύει. Οι αντάρτες έφυγαν κατά τη Γκιώνα και τα Βαρδούσια. Κάποιοι όμως ξέφυγαν με τον καπετάνιο Διαμαντή στ’ Άγραφα. Γι’ αυτόν τον καπετάνιο, τον Διαμαντή, είχαμε ακουστά ότι ήταν γενναίος. Δάσκαλος είχε σπουδάσει. Πέρασε τους αντάρτες του ανάμεσά μας μέσα στη νύχτα κάτω από καταρρακτώδη βροχή. Πώς τους πέρασε ο κερατάς! Δεν πήραμε χαμπάρι.
Τώρα οι αντάρτες του ΚΚΕ έχαναν παντού. Ο στρατός έπαιρνε θάρρος. Οι κομμουνιστές είχαν αποκρουστεί στο Μέτσοβο, στην Κόνιτσα. Τον Οκτώβριο του ’47 οι συμμορίτες χτύπησαν το Μέτσοβο, αλλά αποκρούστηκαν από το στρατό. Έφυγαν μέσα στα βουνά της Πίνδου. Επιτέθηκαν στην Κόνιτσα. Την πολιόρκησαν με πολύ ισχυρές δυνάμεις. Η Κόνιτσα κινδύνεψε να πέσει στα χέρια των ανταρτών. Βουνά, χαράδρες, ποτάμια, ο άγριος τόπος ευνοούσαν τους αντάρτες. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ/ΚΚΕ ήθελαν να καταλάβουν την Κόνιτσα με κάθε τρόπο και μέσο. Η Κόνιτσα ήταν καλά οχυρωμένη από το στρατό. Στην αρχή ο στρατός αιφνιδιάστηκε. Ο διοικητής όμως του τάγματος καταγόταν από την Κόνιτσα. Ήξερε καλά τον τόπο. Αντιμετώπισε τη μεγάλη και επικίνδυνη επίθεση των ανταρτών με επιτυχία. Τα θύματα ήταν πολλά και από τις δυο μεριές. Οι «συμμορίτες» είχαν περισσότερα θύματα. Ίσα με 150-200 νεκρούς, αλλά και ο στρατός είχε καμμιά εκατοστή· ο στρατός διέθεσε πολλές δυνάμεις ως και την αεροπορία και πέτυχε τη νίκη.
Πολλοί από το ΓΕΣ περίμεναν να τελειώσουν με τον πόλεμο μέσα στο χειμώνα του ’47-’48. Γι’ αυτό ο στρατός κινητοποίησε μεγάλες δυνάμεις για να προστατέψει την Κόνιτσα. Ακόμα και η Βασίλισσα Φρειδερίκη πήγε μέσα στην πόλη. Παράκουσε τον διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων για τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπιζε η πόλη και η ζωή της. Μπήκε στην πόλη με δική της ευθύνη να εμψυχώσει τους μαχητές του στρατού και το λαό της πόλης. Τελικά οι αντάρτες αποκρούστηκαν. Η Κόνιτσα σώθηκε και οι αντάρτες στράφηκαν προς τον Σμόλικα και το Γράμμο.
Η Κόνιτσα είχε μεγάλη στρατιωτική σημασία για τον ΔΣΕ. Την ήθελαν και για έδρα της «Κυβέρνησης του Βουνού» που σχεδίαζαν να σχηματίσουν οι κομμουνιστές. Στις 24 Δεκεμβρίου του ’47 το ΚΚΕ ανακοίνωσε το σχηματισμό «Κυβέρνησης του βουνού» με έδρα κάπου στο βουνό. Δεν ονομάτιζε τον τόπο της κυβέρνησης.
Ο στρατός δεν είχε πολυβόλα και όλμους με μεγάλο βεληνεκές. Η αεροπορία είχε ακόμα λίγα αεροπλάνα και βοηθούσε το στρατό, αν το επέτρεπε ο καιρός και μόνο τη μέρα. Οι αντάρτες χτυπούσαν και έφευγαν μέσα στα πυκνά βουνά. Ο Νοέμβρης του ’47 έπρεπε να γίνει ο τάφος των ανταρτών. Το ΓΕΣ σχεδίαζε κλείσιμο των συνόρων με τα γειτονικά κράτη με παρουσία ουδέτερης διεθνούς επιτροπής. Μικρή διεθνής στρατιωτική δύναμη του ΟΗΕ θα επέβλεπε αν κινδυνεύει η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους από τη βοήθεια και την ανάμιξη των βαλκανικών κρατών στον ελληνικό εμφύλιο.
Στις 7 Σεπτεμβρίου ’47 ορκίζεται νέα ελληνική Κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον φιλελεύθερο Θ. Σοφούλη. Την ήθελαν οι Αμερικανοί ως πιο δημοκρατική κυβέρνηση και με σκοπό να καταλαγιάσει τα πολιτικά πάθη και τον σκληρό διχασμό του λαού. Ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης προγραμμάτιζε τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την ειρήνευση των εμπόλεμων. Η κυβέρνηση Σοφούλη-Τσαλδάρη ήθελε μια πολιτική συμφωνία με το ΚΚΕ/ΕΑΜ. Δεν τα βρήκαν. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν άγριες. Τότε ο πρωθυπουργός Σοφούλης πήρε πολύ σκληρές αποφάσεις. Έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, απαγόρευσε τις απεργίες, έκλεισε την εφημερίδα του ΚΚΕ τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ
Το ΚΚΕ και ο ΔΣΕ βρίσκονταν τώρα-τέλη του ’47-σε πολύ δύσκολη θέση, σε απελπισία. Αποφάσισαν να οχυρωθούν στο Γράμμο και το Βίτσι. Ήθελαν οι αντάρτες να έχουν ένα σταθερό δικό τους τόπο. Να είναι το «Κράτος του Γράμμου». Μάζεψαν μερικές χιλιάδες αντάρτες εκεί· όχι όμως όσους ήθελαν. Έτσι ακούαμε. Τώρα δεν κρατούσαν καμιά πόλη ή μεγάλο χωριό. Μόνο στα ορεινά είχαν τον έλεγχο. Τα χωριά, όπως βλέπεις, είχαν αδειάσει με απόφαση του στρατού για να μη βρίσκουν τρόφιμα οι αντάρτες, ούτε και να στρατολογούν με τη βία: άντρες, κορίτσια, γυναίκες και παιδιά ακόμα. Κατάλαβαν ότι τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα γι’ αυτούς. Για το άδειασμα των χωριών, έλεγαν ότι τη συμβουλή την είχαν δώσει οι Αμερικανοί και την απόφαση την πήρε ο αρχηγός του Στρατού. Έτσι οι αντάρτες δεν μπορούσαν να στρατολογήσουν νέες εφεδρείες πολεμιστών, ούτε και τροφοδοσία έβρισκαν από τον κόσμο που ζούσε προπάντων στα ορεινά χωριά. Οι κομμουνιστές αντάρτες ενισχύθηκαν από τα γειτονικά βαλκανικά κράτη. Από την Γιουγκοσλαβία, εκπαιδευμένοι αντάρτες στο Μπούλκες, περνούσαν στην Αλβανία. Εκεί ενώνονταν με άλλους αντάρτες στο Ρούμπικ της Αλβανίας. Από εδώ έφταναν στο Γράμμο να ενισχύσουν τις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Από την Αλβανία περνούσαν όπλα και τρόφιμα στους αντάρτες. Η ελληνική κυβέρνηση πήγε στον ΟΗΕ το πρόβλημα για τη βοήθεια των βαλκανικών κρατών στους κομμουνιστές. Τότε τα κομμουνιστικά γειτονικά κράτη σταμάτησαν να ενισχύουν φανερά τους αντάρτες, αλλά έκαναν τη δουλειά τους κρυφά. Όλος ο κόσμος το ήξερε. Το μόνο που έκαναν ήταν να μην αναγνωρίσουν, με πρώτη τη Ρωσία, την «κυβέρνηση του βουνού» που σχημάτισε το ΚΚΕ.
Το ’47 φεύγουν οι Εγγλέζοι από την Ελλάδα και παραδίνουν στους Αμερικανούς. Ο πρόεδρος Τρούμαν υποστηρίζει την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι οι Αμερικανοί αναλαμβάνουν να βοηθήσουν την Ελλάδα. Στέλνουν στον εθνικό στρατό: όπλα, πολυβόλα, πυροβόλα, αεροπλάνα, μηχανοκίνητα, τεθωρακισμένα, ασύρματους και άλλη βοήθεια.
Ο ελληνικός στρατός (με τη βοήθεια των Αμερικανών συμβούλων που παρακολουθούσαν τις στρατιωτικές εξελίξεις του ελληνικού εμφυλίου) πληροφορήθηκε τα σχέδια του ΚΚΕ να κάνει το «Κράτος του Γράμμου» με «κυβέρνηση του βουνού». Τα πράγματα φαίνονται να γίνονται πολύ δύσκολα για την Ελλάδα και τον εθνικό στρατό. Το ΓΕΣ άρχισε να παίρνει στρατό από άλλα μέτωπα για να δυναμώσει τις εθνικές δυνάμεις στο Γράμμο, το Βίτσι και το Σμόλικα. Έτσι βρέθηκα κι εγώ στο Γράμμο-Βίτσι.»
Πηγή: Η εισαγωγή και το απόσπασμα είναι από το βιβλίο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤ. ΔΕΛΗΓΙΑΣ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ (1947-1950). Επιμέλεια: Μαγνητοφώνηση-απομαγνητοφώνηση-καταγραφή αφήγησης- επιμέλεια αφήγησης-σημειώσεις-ενδεικτική βιβλιογραφία. Δρ Ιωάννης Π. Μπάκανος., δάσκαλος-φιλόλογος-Σχολικός Σύμβουλος Π. Ε. © Ιωάννης Π. Μπάκανος (ιδιωτική έκδοση). Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://www.scribd.com/document/, https://www.scribd.com/document/