14 Ιουλίου 2018 at 11:11

Μαξ Βέμπερ: Το πνεύμα του καπιταλισμού

από

Το πνεύμα του καπιταλισμού*

Κείμενο: Μαξ Βέμπερ

Όταν ο Γιάκομπ Φούγκερ, μιλώντας με έναν συνέταιρο του που είχε αποσυρθεί κι ήθελε να τον πείσει να κάνει το ίδιο, αφού είχε κάνει αρκετά λεφτά και έπρεπε να αφήσει κι άλλους να δοκιμάσουν την τύχη τους, απέρριψε αυτή την πρόταση σαν «λιγοψυχία» κι απάντησε πως αυτός (ο Φούγκερ) σκεφτόταν διαφορετικά, ήθελε να βγάζει λεφτά όσο καιρό μπορούσε. Το πνεύμα αυτής της δήλωσης είναι προφανώς ολότελα διαφορετικό από εκείνο του Φραγκλίνου. Αυτό που στην πρώτη περίπτωση ήταν μια έκφραση εμπορικής τόλμης και μια προσωπική κλίση ουδέτερη ηθικά, στη δεύτερη περίπτωση παίρνει το χαρακτήρα ενός ηθικά χρωματισμένου αξιώματος για τη συμπεριφορά του ανθρώπου στη ζωή. Η έννοια «πνεύμα του Καπιταλισμού» χρησιμοποιείται εδώ με αυτό το ειδικό νόημα, είναι το πνεύμα του σύγχρονου Καπιταλισμού. Γιατί το ότι εδώ ασχολούμαστε μόνο με τον δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό Καπιταλισμό είναι φανερό από τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκε το πρόβλημα. Καπιταλισμός υπήρχε και στην Κίνα, τις Ινδίες, τη Βαβυλώνα, την κλασική αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Αλλά από όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως θα δούμε, έλειπε αυτό το ιδιαίτερο ήθος.

Ο Μαξ Βέμπερ γεννήθηκε στην Ερφούρτη της Γερμανίας στις 21 Απριλίου του 1864. Σπούδασε νομικά και έλαβε σε σχετικά μικρή ηλικία την έδρα του καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.
Ο Μαξ Βέμπερ γεννήθηκε στην Ερφούρτη της Γερμανίας στις 21 Απριλίου του 1864. Σπούδασε νομικά και έλαβε σε σχετικά μικρή ηλικία την έδρα του καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.

Όλες, λοιπόν, οι ηθικές αντιδράσεις του Φραγκλίνου χρωματίζονται από τον ωφελιμισμό. Η τιμιότητα είναι χρήσιμη, γιατί εξασφαλίζει πιστώσεις· το ίδιο κι η συνέπεια, η φιλοπονία, η λιτότητα, κι αυτός είναι ο λόγος που είναι αρετές. Ένα λογικό συμπέρασμα από αυτό θα ήταν, για παράδειγμα, πως όταν η επίφαση της τιμιότητας εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, αυτό φτάνει, κι ένα περιττό πλεόνασμα αυτής της αρετής θα φαινόταν προφανώς στα μάτια του Φραγκλίνου σαν αντιπαραγωγική σπατάλη. Και πραγματικά, η ιστορία της μύησης του σε αυτές τις αρετές που μας την αφηγείται στην αυτοβιογραφία του ή η ανάλυση της αξίας που έχει η αυστηρή διαφύλαξη της επίφασης της μετριοφροσύνης, η επιμελής σμίκρυνση της αξίας κάποιου προκειμένου να κερδίσει αργότερα γενική αναγνώριση επιβεβαιώνουν αυτή την εντύπωση. Σύμφωνα με τον Φραγκλίνο, οι αρετές αυτές, όπως κι όλες οι άλλες, είναι αρετές μόνο εφόσον είναι χρήσιμες στο άτομο, και το υποκατάστατο της απλής επίφασης είναι πάντα αρκετό όταν εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό. Είναι μια συνέπεια αναπόφευκτη για τον αυστηρό ωφελιμισμό. Η εντύπωση πολλών Γερμανών πως οι αρετές που πρεσβεύει ο αμερικανισμός αποτελούν καθαρή υποκρισία δείχνει να επιβεβαιώνεται από αυτή τη χτυπητή περίπτωση. Αλλά στην πραγματικότητα το ζήτημα δεν είναι καθόλου τόσο απλό. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Βενιαμίν Φραγκλίνου, όπως διαγράφεται με την πραγματικά ασυνήθιστη ειλικρίνεια της αυτοβιογραφίας του, διαψεύδει αυτή την υποψία. Το γεγονός πως αποδίδει το ότι αναγνώρισε την ωφελιμότητα της χρηστότητας σε μια θεία αποκάλυψη που αποσκοπούσε να τον οδηγήσει στο μονοπάτι της αρετής, δείχνει πως δεν πρόκειται εδώ μόνο και μόνο για ένα απλό γαρνίρισμα καθαρά εγωκεντρικών κινήτρων.

Εργάτες που σπάζουν πέτρες, 1849. Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 - 31 Δεκεμβρίου 1877).
Εργάτες που σπάζουν πέτρες, 1849. Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 – 31 Δεκεμβρίου 1877).

Πραγματικά, το «υπέρτατο αγαθό» αυτής της ηθικής, να κερδίζει κάνεις όλο και περισσότερα χρήματα, σε συνδυασμό με την αυστηρή αποφυγή όλων των αυθόρμητων απολαύσεων της ζωής, είναι πάνω από όλα ολότελα απαλλαγμένο από κάθε ευδαιμονιστική, για να μην πούμε ηδονιστική, πρόσμειξη, θεωρείται σε τέτοιο βαθμό αυτοσκοπός, ώστε από τη σκοπιά της ευτυχίας ή της χρησιμότητας για το μεμονωμένο άτομο φαίνεται ολότελα υπερβατικό κι απόλυτα ανορθολογικό. O άνθρωπος κυριαρχείται από την απόκτηση χρημάτων, από την απόκτηση γενικά σαν υπέρτατο σκοπό της ζωής του. Η οικονομική απόκτηση δεν είναι πια υποταγμένη στον άνθρωπο σαν μέσο για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών του. Τούτη η αντίστροφη αυτού που θα ονομάζαμε φυσική σχέση, τόσο παράλογη από απλοϊκή σκοπιά, είναι ολοφάνερα μια τόσο βασική αρχή του Καπιταλισμού όσο είναι ξένη σε όλους τους λαούς που δεν βρίσκονται κάτω από την καπιταλιστική επιρροή. Ταυτόχρονα εκφράζει ένα είδος αισθήματος που συνδέεται στενά με ορισμένες θρησκευτικές ιδέες. Έτσι, στο ερώτημα «γιατί να βγαίνουν λεφτά από τους ανθρώπους», ο ίδιος ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, μόλο που ήταν ένας άχρωμος ντεϊστής, απαντάει στην αυτοβιογραφία του με ένα εδάφιο από τη Βίβλο, που ο αυστηρός καλβινιστής πατέρας του του σφήνωνε διαρκώς στο μυαλό όταν ήταν μικρός: «Ορατικόν άνδρα και οξύν εν τοις έργοις αυτού βασιλεύσι δει παρεστάναι»( Παροιμίες, κβ’, 29). Η απόκτηση χρημάτων μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης οικονομικής τάξης πραγμάτων, όταν γίνεται νόμιμα, είναι το αποτέλεσμα και η έκφραση της αρετής και της επιδεξιότητας σε ένα επάγγελμα κι αυτή η αρετή κι επιδεξιότητα είναι, όπως εύκολα βλέπουμε τώρα, το αληθινό άλφα και ωμέγα της ηθικής του Φραγκλίνου, όπως εκφράζεται στα αποσπάσματα που παραθέσαμε, καθώς και σε όλα τα έργα του χωρίς εξαίρεση.

Και πραγματικά η ιδιόρρυθμη αυτή ιδέα, τόσο συνηθισμένη για μας σήμερα, αλλά ουσιαστικά τόσο λίγο αυτονόητη, για το καθήκον του ανθρώπου στο επάγγελμα του, είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ηθικής του καπιταλιστικού πολιτισμού, κι από μια άποψη το βασικότερο θεμέλιο του. Είναι μια υποχρέωση που το άτομο υποτίθεται πως αισθάνεται και πραγματικά αισθάνεται απέναντι στο περιεχόμενο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αδιάφορο σε τι συνίσταται αυτό και ιδιαίτερα αδιάφορο αν εμφανίζεται επιφανειακά σαν αξιοποίηση των προσωπικών του ικανοτήτων ή μόνο των υλικών του κτήσεων (με τη μορφή κεφαλαίου).

Αγρότες που επιστρέφουν από την αγορά, 1850. Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 - 31 Δεκεμβρίου 1877).
Αγρότες που επιστρέφουν από την αγορά, 1850. Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 – 31 Δεκεμβρίου 1877).

Φυσικά, η αντίληψη αυτή δεν εμφανίστηκε μονάχα κάτω από καπιταλιστικές συνθήκες. Αντίθετα, θα δούμε αργότερα, ανιχνεύοντας την προέλευση της, πως φτάνει ως μια εποχή προγενέστερη από τον ερχομό του Καπιταλισμού. Ακόμα λιγότερο ισχυριζόμαστε πως η συνειδητή αποδοχή αυτών των ηθικών αξιωμάτων από τα άτομα, επιχειρηματίες ή εργάτες, στις σύγχρονες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της ύπαρξης του σημερινού Καπιταλισμού. Η σημερινή καπιταλιστική οικονομία είναι ένας απέραντος κόσμος μέσα στον οποίο γεννιέται το άτομο, και που παρουσιάζεται σε αυτό, τουλάχιστο σαν άτομο, σαν μια τάξη πραγμάτων που δεν μπορεί να αλλάξει και μέσα στην οποία πρέπει να ζήσει. Αναγκάζει το άτομο, εφόσον αυτό μπλέκεται στο σύστημα των σχέσεων της αγοράς, να συμμορφωθεί με τους καπιταλιστικούς κανόνες δράσης. Ο εργοστασιάρχης που ενεργεί μακροχρόνια ενάντια σε αυτούς τους κανόνες θα εκτοπιστεί από την οικονομική σκηνή το ίδιο αναπόφευκτα όπως θα πεταχτεί άνεργος στους δρόμους κι ο εργάτης που δεν μπορεί ή δεν θέλει να προσαρμοστεί σε αυτούς.

Έτσι, ο σημερινός Καπιταλισμός, που κυριαρχεί πια στην οικονομική ζωή, εκπαιδεύει κι επιλέγει τα οικονομικά υποκείμενα που χρειάζεται με μια διαδικασία οικονομικής επιβίωσης του ικανότερου. Εδώ όμως εύκολα βλέπουμε τα όρια της θεωρίας της επιλογής σαν μέσου για την ερμηνεία ιστορικών φαινομένων. Για να επιλεγεί ένας τρόπος ζωής τόσο καλά προσαρμοσμένος στις ιδιομορφίες του Καπιταλισμού, δηλαδή για να επικρατήσει πάνω στους άλλους, πρέπει πρώτα από όλα από κάπου να προήλθε, και μάλιστα όχι μόνο από μεμονωμένα άτομα, αλλά σαν τρόπος ζωής κοινός σε ολόκληρες ομάδες ανθρώπων. Η προέλευση αυτή είναι που πραγματικά χρειάζεται εξήγηση. Σχετικά με το δόγμα του απλοϊκής μορφής υλισμού, ότι δηλαδή τέτοιες ιδέες δημιουργούνται σαν αντανάκλαση ή εποικοδόμημα των οικονομικών καταστάσεων, θα μιλήσουμε λεπτομερέστερα πιο κάτω. Στο σημείο αυτό είναι αρκετό για τους σκοπούς μας να επιστήσουμε την προσοχή στο γεγονός πως χωρίς καμία αμφιβολία, στη χώρα που γεννήθηκε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (τη Μασαχουσέτη), το πνεύμα του Καπιταλισμού (με την έννοια που του προσδώσαμε) υπήρχε και πριν από την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Από το 1632 κιόλας γινόντουσαν παράπονα πως υπήρχε ένα ιδιόμορφα ιδιοτελές είδος κερδοθηρίας στη Νέα Αγγλία. Επίσης, είναι αναμφίβολο πως ο Καπιταλισμός έμεινε πολύ λιγότερο αναπτυγμένος σε μερικές από τις γειτονικές αποικίες, τις κατοπινές Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, πάρα το γεγονός πως οι τελευταίες αυτές ιδρύθηκαν από μεγάλους καπιταλιστές με επιχειρηματικά κίνητρα, ενώ οι αποικίες της Νέας Αγγλίας ιδρύθηκαν από ιεροκήρυκες κι απόφοιτους ιερατικών σχολών με τη βοήθεια μικροαστών, τεχνιτών και μικροκτηματιών, για θρησκευτικούς λόγους. Σε αυτή την περίπτωση η αιτιακή σχέση είναι βέβαια η αντίθετη από αυτή που θα πρόβλεπε κάνεις από υλιστική σκοπιά.

Η διαφορά ανάμεσα στο καπιταλιστικό και το προκαπιταλιοτικό πνεύμα δεν βρίσκεται σε τούτο το σημείο. Η απληστία του Κινέζου μανδαρίνου, του αρχαίου Ρωμαίου αριστοκράτη ή του σημερινού χωρικού αντέχει σε οποιαδήποτε σύγκριση. Και η auri sacra fames ενός Ναπολιτάνου άμαξα ή ενός περατάρη, και χωρίς αμφιβολία και των Ασιατών εκπροσώπων παρόμοιων επαγγελμάτων, καθώς και των βιοτεχνών στις νοτιοευρωπαϊκές ή ασιατικές χώρες, είναι, όπως καθένας μπορεί να διαπιστώσει μόνος του, πολύ πιο έντονη και προπαντός πολύ πιο αδίστακτη από αυτήν ενός Εγγλέζου, ας πούμε, σε παρόμοιες περιστάσεις.

Αλλά η προέλευση κι η ιστορία τέτοιων ιδεών είναι πολύ πιο πολύπλοκη από όσο φαντάζονται οι θεωρητικοί του εποικοδομήματος. Το πνεύμα του Καπιταλισμού, με την έννοια με την οποία χρησιμοποιούμε τον όρο, χρειάστηκε να πολεμήσει για να επικρατήσει, αντιμετωπίζοντας έναν ολόκληρο κόσμο από εχθρικές δυνάμεις. Μια νοοτροπία σαν κι αυτή που εκφράζεται στις περικοπές που παραθέσαμε από τον Φραγκλίνο, και που επιδοκιμάστηκε από έναν ολόκληρο λαό, στην αρχαία εποχή και στον Μεσαίωνα θα είχε τεθεί υπό διωγμό σαν το πιο χυδαίο είδος φιλαργυρίας και σαν μια στάση που δεν είχε ίχνος αυτοσεβασμού. Και πραγματικά, έτσι εξακολουθούν να τη βλέπουν συνήθως όλες εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που τις αγγίζουν λιγότερο οι σύγχρονες καπιταλιστικές συνθήκες ή που δεν έχουν προσαρμοστεί σε αυτές. Αυτό δεν συμβαίνει αποκλειστικά επειδή το ένστικτο της φιλοκτησίας ήταν άγνωστο ή υπανάπτυκτο σε εκείνες τις εποχές, όπως συχνά έχει ειπωθεί. Ούτε επειδή η auri sacra fames, η δίψα για χρυσάφι, ήταν τότε ή είναι τώρα λιγότερο ισχυρή έξω από τον αστικό Καπιταλισμό πάρα μέσα στα όρια της δικής του σφαίρας, όπως συνήθως ισχυρίζονται οι σύγχρονοι ρομαντικοί με τις ψευδαισθήσεις τους. Η διαφορά ανάμεσα στο καπιταλιστικό και το προκαπιταλιοτικό πνεύμα δεν βρίσκεται σε τούτο το σημείο. Η απληστία του Κινέζου μανδαρίνου, του αρχαίου Ρωμαίου αριστοκράτη ή του σημερινού χωρικού αντέχει σε οποιαδήποτε σύγκριση. Και η auri sacra fames ενός Ναπολιτάνου άμαξα ή ενός περατάρη, και χωρίς αμφιβολία και των Ασιατών εκπροσώπων παρόμοιων επαγγελμάτων, καθώς και των βιοτεχνών στις νοτιοευρωπαϊκές ή ασιατικές χώρες, είναι, όπως καθένας μπορεί να διαπιστώσει μόνος του, πολύ πιο έντονη και προπαντός πολύ πιο αδίστακτη από αυτήν ενός Εγγλέζου, ας πούμε, σε παρόμοιες περιστάσεις.

Oι κοσκινίστρες του σιταριού (Νάντη, Μουσείο Καλών Τεχνών),1854. Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 - 31 Δεκεμβρίου 1877).
Oι κοσκινίστρες του σιταριού (Νάντη, Μουσείο Καλών Τεχνών),1854. Γκυστάβ Κουρμπέ (γαλ. Jean Désiré Gustave Courbet, 10 Ιουνίου 1819 – 31 Δεκεμβρίου 1877).

Η ολοκληρωτική κυριαρχία της απόλυτης ασυνειδησίας στην εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων με την απόκτηση χρημάτων ήταν πάντα ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνων ακριβώς των χωρών των οποίων η αστικοκαπιταλιστική ανάπτυξη, αν την μετρήσουμε με δυτικά κριτήρια, έμεινε πίσω. Όπως ξέρει κάθε εργοδότης, η έλλειψη consderrziosita (ευσυνειδησίας) από τους εργάτες χωρών όπως, π.χ., η Ιταλία, συγκρινόμενη με τη Γερμανία, υπήρξε και, ώς ένα βαθμό, εξακολουθεί να είναι ένα από τα κύρια εμπόδια στην καπιταλιστική τους ανάπτυξη. Ο Καπιταλισμός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την εργασία ανθρώπων που εφαρμόζουν στην πράξη το δόγμα του απειθάρχητου liberum arbitrium (ελεύθερης θέλησης), όπως δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει κι έναν επιχειρηματία που δείχνει απόλυτη ασυνειδησία στις συναλλαγές του με άλλους, όπως μαθαίνουμε από τον Φραγκλίνο. Επομένως η διάφορα δεν βρίσκεται στον βαθμό ανάπτυξης της λατρείας του χρήματος. Η auri sacra fames είναι παλιά όσο κι η ιστορία του ανθρώπου. Θα δούμε όμως πως όσοι υποτάχθηκαν ανεπιφύλακτα σε αυτή σαν μια ανεξέλεγκτη παρόρμηση, όπως για παράδειγμα ο Oλλανδός καπετάνιος που “θα πήγαινε ώς την κόλαση για το κέρδος, ακόμα κι αν ήταν να καούν τα πανιά του”, δεν ήταν με κανένα τρόπο οι εκπρόσωποι αυτής της νοοτροπίας από την οποία προήλθε το ειδικά σύγχρονο καπιταλιστικό πνεύμα σαν μαζικό φαινόμενο, κι αυτό είναι που έχει σημασία. Σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, όπου ήταν δυνατό, υπήρχε μια αδίστακτη φιλοκτησία, που δεν τη συγκρατούσαν κανενός είδους ηθικές αρχές. Όπως ο πόλεμος και η πειρατεία, το εμπόριο συχνά δεν γνώριζε περιορισμούς στις σχέσεις του με ξένους και με ανθρώπους που βρίσκονταν έξω από την ομάδα. Η διπλή ηθική επέτρεπε εδώ αυτό που ήταν απαγορευμένο στις συναλλαγές μεταξύ αδελφών.

Το κείμενο είναι από την εισαγωγή στο βιβλίο του Μαξ Βέμπερ. Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού. Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ Ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2010.

Οι πίνακες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%AC_%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AD

(Εμφανιστηκε 870 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.