«Τα Μπαρμπέρικα»
Το λαϊκά ποιητικό σύμπαν των κουρείων μέσα από μια εξαντλητική κοινωνιολογική και λογοτεχνική έρευνα
Γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης
Πολλοί παρατηρητικοί φίλοι μιλούν συχνά για την εξαφάνιση των παλαιών επαγγελμάτων (των τσαγκάρηδων, για παράδειγμα, ή των μπαλωματήδων, των μοδιστράδικων ή των τροχιστών, των περιφερόμενων καρεκλάδων ή των άλλων που βροντοφώναζαν: «αλλάζω μπουκάλια με μανταλάκια»). Ευτυχώς, τα κουρεία δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Η «κόμη» διατηρεί ακόμα και σήμερα τις ιδιότητές της, οπότε οι κομμωτές και οι καλλωπιστές της κεφαλής εξακολουθούν να είναι απαραίτητοι για το πόπολο. Πιθανώς ο πρώτος κουρέας που αναφέρεται στην Ιστορία (μετά τους ομηρικούς «κουρήτες») είναι εκείνος που πρωτοανακοίνωσε την είδηση της καταστροφής των Αθηναίων στη Σικελία.
Στο βιβλίο της Ρωπαΐτου η ιστορία του επαγγέλματος ξετυλίγεται υποβλητικά, δηλαδή από αρχαιοτάτων χρόνων ίσαμε σήμερα. Ήδη από το 2500 π.Χ. οι κομμώσεις των ανδρών και γυναικών ήταν μέρος της εμφάνισης και της εν γένει εικόνας του ατόμου. Ο κουρέας οφείλει το όνομά του στο ρήμα κείρω (=κουρεύω), τα δε εργαλεία του είναι κι αυτά αρχαϊκά, όπως ο χρήστης τους: το ξυρόν (ξυράφι) και η κουρίς ή ψαλίς (ψαλίδι). Καθώς το επάγγελμα προόδευε, εμφανίστηκε το κτένιον (χτένι) και η καλαμίδα (για το κατσάρωμα των μαλλιών). Επίσης, δοθέντος ότι ο κουρέας περιποιούνταν και τα νύχια, εμφανίστηκε και το ονυχιστήριον, ειδικό ψαλίδι για το κόψιμο και τον καθαρισμό των νυχιών. Εκτός των εργαλείων, απολύτως απαραίτητος ήταν ο θρόνος (η καρέκλα δηλαδή), η σινδόνη (η λεγόμενη μπέρτα) και τα κάτοπτρα (ήτοι καθρέφτες κατασκευασμένοι από στιλβωμένα μέταλλα). Όσο για τη βαφή της κόμης, είναι κι αυτή πανάρχαια, καθώς από τον Ε’ αιώνα π.Χ. ήταν επαρκώς διαδεδομένη η συνήθεια του «μελαίννεσθαι ή ξανθίζεσθαι την κόμην» και, βέβαια, οι περούκες. Ο Αστυάγης, πάππος του Κύρου, έβαφε τα φρύδια του κι έφερε επίσης ψεύτικα μαλλιά.
Επιβάλλεται να θυμίσουμε ότι η κουρά της κεφαλής προσέλαβε κι έναν πολεμικό χαρακτηριστικό. Επειδή μέσα στον σάλαγο της μάχης συχνά οι αντίπαλες παρατάξεις έρχονταν στα χέρια και μοιραία πιάνονταν από τα μαλλιά, οι αρχηγοί θεώρησαν απαραίτητο οι στρατιώτες τους να είναι «οπισθοκόμαι», όπως οι μαχητές του Θησέα που κούρευαν το πρόσθιο τμήμα της κεφαλής, συνήθεια που έφτασε μέχρι τους Σουλιώτες και τον Κολοκοτρώνη. Όσο για τους Μακεδόνες του Αλέξανδρου, μετά τη μάχη στα Άρβηλα, τους επέβαλε την κουρά της κεφαλής, επειδή παρατήρησε ότι στις συμπλοκές νικούσε τελικά ο εν χρω κεκαρμένος.
Ένα βασικό και περιλάλητο «κουσούρι» των μπαρμπέρηδων ήταν, και είναι βέβαια, η ακατάσχετη φλυαρία. Δεν πρόκειται ασφαλώς για ελάττωμα του επαγγέλματος μόνο, αλλά κυρίως για γνώρισμα του κουρείου που, αρχικά τουλάχιστον, λειτουργούσε και ως καφενείο. Όσο για το «άντε να κουρεύεσαι», που σταδιοδρομεί ακόμα και στις μέρες μας, κρατάει από τη συνήθεια των Βυζαντινών να κουρεύουν με το στανιό τα παραπτώματα (ο δείνα τυπτόμενος και κουρευόμενος εξοριζέσθω). Επίσης, αν η νύφη δεν ήταν «εν τάξει», την έστελναν στη μάνα της με συνοδεία «ξεκουρδισμένα βιολιά» ή με κομμένη πλεξούδα…
Μια από τις ιδιότητες του κουρέα που δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστή αφορά τη σχέση του επαγγέλματος με την ιατρική. Κατά τον Μεσαίωνα, όταν η ιατρική καθυστερούσε και δεν υπήρχαν επαγγελματίες χειρουργοί, οι αφαιμάξεις (που έκαναν οι κουρείς ως βοηθοί των ιερέων) αποτελούσαν την πιο προσφιλή μέθοδο θεραπείας. Όταν δε η Σύνοδος της Τουρ το 1163 απαγόρευσε στους κληρικούς να αντλούν αίμα ή να ασκούν καθήκοντα χειρουργού, η χειρουργική τέχνη πέρασε στα χέρια των κουρέων και άντεξε επί έξι αιώνες. Εξού και η μακροχρόνια σύγκρουση -κωμική σήμερα- ανάμεσα στους μπαρμπέρηδες και τους οδοντιάτρους.
Ένα βασικό και περιλάλητο «κουσούρι» των μπαρμπέρηδων ήταν, και είναι βέβαια, η ακατάσχετη φλυαρία. Δεν πρόκειται ασφαλώς για ελάττωμα του επαγγέλματος μόνο, αλλά κυρίως για γνώρισμα του κουρείου που, αρχικά τουλάχιστον, λειτουργούσε και ως καφενείο.
Ωσότου ν’ απεξαρτηθούν τα κουρεία και ν’ αποκτήσουν δική τους οντότητα, ο κουρέας δούλευε σε μια γωνιά του καφενείου, οπότε οι συζητήσεις «αλατίζονταν» και από τον μπαρμπέρη κατά τα δέοντα. Ο Γάλλος περιηγητής Μπεράρ (ήταν και μεταφραστής του Ομήρου) σημειώνει στο βιβλίο του Τουρκία και Ελληνισμός: «Μέρα και νύχτα το χάνι βουίζει από συζητήσεις, από κότες σκαρφαλωμένες πάνω στους κοπροσωρούς, από μπρίκια που αχνίζουν, από τηγανίσματα, από φλογερές κιθάρες τρίχορδες, από άντρες που τραγουδούν μπροστά σε μια φωτιά, γύρω από ένα καρπούζι ή γύρω από ένα ποτήρι ρακή. Κοντά στο πηγάδι μπαρμπέρηδες έχουν στήσει μεγαλοπρεπώς υπαίθριο μαγαζί και ξυρίζουν με το ίδιο εργαλείο τα μάγουλα των Χριστιανών και τα κρανία και τις μασχάλες των Μωαμεθανών». Ιδού και τα επαγγέλματα της εποχής, κατονομασμένα από τον Γ. Λυμπερόπουλο στο Παζαριού Ανατομή: «Χριστιανοί και Οθωμανοί της Κάτω Κόνιτσας, τσαρουχάδες, καποτάδες, φραγκοράφτες, φουρναράδες, ρολογάδες, μπαρμπέρηδες, πλήθος επαγγέλματα, πού ‘χαν στην κορυφή τους γουναράδες και στον πάτο τους γύφτους σιδεράδες. Όλοι αυτοί τρώγαν τα μεσημέρια στο μαγαζί».
Κατά τον 19ο αιώνα, γράφει η Ρωπαΐτου, «στη φουστανέλα αντεπιτίθενται τα παντελόνια και τα ευρωπαϊκά σακάκια και τα μαλλιά κονταίνουν». Κουρείο προβάτων, κουρείο ανθρώπων – η διαφορά, αρχικά τουλάχιστον, δεν ήταν μεγάλη. Ο κουρέας σεργιάνιζε με το κασελάκι του, εφοδιασμένος με τη μηχανή χειρός, το ξυράφι, το λουρί (όπου ακόνιζε το ξυράφι) και έψαχνε πελάτη από σπίτι σε σπίτι. Τι εισέπραττε; Τυρί, αυγά, σιτάρι, καλαμπόκι και λάδι, συχνά τίποτα. Αργότερα κέρδιζε πενήντα λεπτά για το ξύρισμα κι ένα φράγκο για το κούρεμα. Πολλοί έλεγαν «άμα πληρωθώ, θα σε πληρώσω».
Από σελίδα σε σελίδα ο αναγνώστης έχει την εξής απορία: γιατί η συγγραφέας μιλάει αποκλειστικά για (ανδρικά) κουρεία και αφήνει στην πάντα τα γυναικεία κομμωτήρια; Η απάντηση είναι απλή: η γυναίκα έκανε την εμφάνισή της στην κοινωνία πολύ αργά, άρα η φροντίδα της θηλυκής ομορφιάς δεν έχει τόση ιστορία όσο το μπαρμπεράδικο. Συγκεκριμένα, η λέξη «κομμωτήριο» συνδέθηκε με το γυναικείο φύλο κατά τη δεκαετία του 1950. Το κομμωτήριο παρέπεμπε σε γυναίκες, ενώ το κουρείο στους άνδρες. Εξαιρετικά εύστοχη η παρατήρηση ότι «μέχρι το 1930 οι γυναίκες δεν εργάζονταν, ως εκ τούτου δεν υπήρχαν γυναίκες κομμώτριες. Όσο για τις γυναίκες της ανώτερης τάξης, τις φρόντιζαν άνδρες επαγγελματίες. Το απαραίτητο ποιημάτιο του Στέλιου Αυγουστάκη εκθέτει σαφώς την κατάσταση: Εγέρασα κουρεύοντας λογιών-λογιών κεφάλια, Άλλα με τρίχα ολόστρωτη κι άλλα μ’ αγκαθωτή Και γένια σαν ξυλόπροκες και γένια που ‘χαν χάλια, Σαράντα χρόνια εξύρισα με δίχως διακοπή. Μα τώρα που εβάλθηκα την τέχνη αυτή ν’ αφήσω, Γιατί τα τρελογύναικα μου τρων τα σωθικά, Η μια μου θέλει αλαγκαρσόν να της τα ψαλιδίσω Κι η άλλη πόλκα αμερικέν κι η τρίτη ανδρικά.
Ο κουρέας, εκών άκων ωτακουστής όλων των συζητήσεων, γνώριζε στις εκλογές πόσες ψήφους θα λάβει το κάθε κόμμα. Ήταν κατασκευαστής μαντολάτων, αυτοσχέδιος οδοντογιατρός (ειδικός στις εξαγωγές), εξού και η τανάλια για την οδοντοβγαλτική, κατείχε βότανα για το κρυολόγημα, το ανεμοπύρωμα για τη χρυσή, διάφορα προϊόντα για τον καλλωπισμό και την υγιεινή του δέρματος και των μαλλιών. Επίσης, απαραίτητες ήταν οι βεντούζες και οι βδέλλες, ενίοτε δε και τα βότανα για τον τριχοφάγο. Οι βδέλλες χρησίμευαν για να ρίχνουν την πίεση, όσο για το κατσικίσιο κερατάκι και την ξυραφιά πίσω στον αυχένα, μέχρι να στάξουν μερικές σταγόνες η ημικρανία είχε περάσει.
Πολλές είναι οι περιπτώσεις μπαρμπέρηδων με ανώτερες ευαισθησίες και ροπή προς το γράψιμο. Για παράδειγμα, ο Ιωάννης Τσακασιάνος, κουρέας από τη Ζάκυνθο, συνέγραψε ποιήματα, όσο για τα Άπαντά του, εξεδόθησαν με πρόλογο του Κωστή Παλαμά το 1936. Όσο για τον Μάκη Ρόμπολα, που καταγίνεται με τη φωτογραφία επιτυχώς, το ακόμη πιο σπάνιο γνώρισμά του είναι η ακόρεστη ανάγνωση και η κλίση στη νοτιοαμερικάνικη λογοτεχνία. Παρόμοια προσήλωση και ασκημένο κριτήριο δεν βρίσκει κανείς ούτε σε επαγγελματίες συγγραφείς.
Φυλάξαμε τελευταία την εκμάθηση της τέχνης του κουρέα, διότι ενέχει ένα από τα παλαιότερα επαγγελματικά διδάγματα, ήτοι τη σκέψη ότι «αν δε σε κλάσει ο μάστορης, δεν γίνεσαι τεχνίτης». Ο Διαμαντάρης, παιδάριο ακόμη, εργαζόταν στο κουρείο του πατέρα του, όπου «μετά τον θάνατό του το δούλευε ως υπάλληλος ο αδελφός της μητέρας του που είχε βγει τεχνίτης από τα χέρια του πάτερα μου. Αυτός όχι μόνο δεν μου έδειχνε, άλλα γύρναγε από την άλλη να μη δω πώς κούρευε. Ήτανε νοοτροπία: μη δείξουμε στον άλλον, μη μάθει και μας πάρει τη δουλειά!».
Ουρές δεν σχηματίζονταν στα κουρεία της γειτονιάς. Ο παραγιός ξεσκόνιζε τους πελάτες που είχαν κουρευτεί και, αφού τηλέφωνο δεν υπήρχε, έσπευδε στη γειτονιά για να φωνάξει τον επόμενο πελάτη. Ο παραγιός και μαθητευόμενος ήταν και υπηρέτης. Πότιζε τα λουλούδια, έπαιρνε το φαγητό από τον φούρνο, μάλιστα κάποια αφεντικά πλάκωναν στο ξύλο τον παραγιό δι’ ασήμαντον αφορμήν. Σε άλλη περίπτωση, ένας παραγιός που του έκρυβαν την τέχνη για να μην τους πάρει τη δουλειά περίμενε να φύγουν τ’ αφεντικά και φώναζε τα παιδάκια από τον δρόμο για να τα κουρέψει. Στο τμήμα του βιβλίου όπου φιλοξενούνται οι βιωμένες ιστορίες πολλών μπαρμπέρηδων μπορεί να βρει κανείς πολλές ιστορίες από τα παλιά, όπου το παλαιό ήθος, η παλιά πατρίδα και το δαιμόνιο του Ρωμιού επιβιώνουν κόντρα σε κάθε λογής αντιξοότητα.
* * *
Προσωπικά, παρότι ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και όχι κουρέας στο μικρό χωριό που είχε μετατεθεί μετά από σύντομη εξορία στην Ικαρία (το 1952, αν θυμάμαι καλά), δηλαδή στην Παραλία της Κύμης, η φτώχια ήταν τόσο φανερή ώστε, παρά το γεγονός ότι το χωριό διέθετε κουρέα (νομίζω ότι τον έλεγαν Μουτουφαράκη), ο πατέρας μου κούρευε τα σαράντα μαθητικά κεφάλια του σχολείου κάθε Σάββατο. Όπως εύκολα μαντεύει κανείς, ο κουρέας του χωριού ήταν απαρηγόρητος: «Δάσκαλε, πώς θα ζήσω εγώ, αν κουρεύεις όλα τα παιδιά του χωριού;». Ξέροντας ότι οι φτωχοί ψαράδες αποκλειόταν να πάνε τα παιδιά τους στον κουρέα, ο πατέρας μου του απαντούσε ότι -ως αποζημίωση- θα πήγαινε μέρα παρά μέρα να ξυρίζεται και μια φορά την εβδομάδα να κουρεύεται. Έτσι ήρθαν σε κάποια συμφωνία.
Διαβάζοντας τη διαπίστωση της Δήμητρας Νίττη, κατοίκου Κύμης, ότι σήμερα δεν υπάρχει κανένα κουρείο στην Κύμη και ότι οι άντρες κουρεύονται πια στις κομμώτριες, ένιωσα έντονη και πολλαπλή λύπη, χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί.
Στον φίλο μου κουρέα, Μάκη Ρόμπολα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2012. Πηγή: www.lifo.gr