Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (361-363 μ. Χ.).
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο Ιουλιανός ως στρατιώτης και στρατηγός ηρωικός και ως βασιλεύς πεπαιδευμένος και λόγιος μη στερούμενος και τινος ευγενείας ήθους, είχε πολλά τα προσόντα, ίνα καταστή αγαθός ηγεμών. Αλλ’ ατυχώς διά το νεανικόν της ηλικίας και την απειρίαν των πραγμάτων και διά τας του παρελθόντος βίου περιπετείας, προ πάντων δε διά το μονομερές της παιδεύσεως, η αγαθή αυτού φύσις δεν υπήρξεν αμιγής και πολλών ελαττωμάτων. Γεννηθείς τω 331 μ. Χ. ήγεν ήδη το έκτον έτος της ηλικίας, ότε αποθανόντος του θείου αυτού Κωνσταντίνου του Μεγάλου επήλθεν η φοβερά σφαγή των αρρένων συγγενών του αυτοκρατορικού οίκου, αφ’ ής εσώθησαν μόνον αυτός και ο αδελφός αυτού Γάλλος. Η πρώτη παίδευσις του Ιουλιανού εγένετο υπ’ ανδρός εμφυτεύσαντος αυτώ την προς τα Ελληνικά γράμματα και την Ελληνικήν φιλοσοφίαν αγάπην. Αλλ’ εν μέσω της τοιαύτης παιδεύσεως, ότε συνεπλήρωσε το τρισκαιδέκατον έτος της ηλικίας, εκλείσθη μετά του αδελφού αυτού Γάλλου εις μοναστήριον, ίνα λάβωσιν αμφότεροι ανατροφήν μοναχικήν. Αλλ’ ενώ ο μικρόνους Γάλλος εγένετο ούτω πράγματι δεισιδαίμων και φανατικός χριστιανός, ο ευφυής Ιουλιανός εν τω περιωρισμένω μοναχικώ βίω ουδέν διδασκόμενος εκ της υψηλοτέρας και βαθυτέρας χριστιανικής σοφίας, προς μεν την θρησκείαν την Χριστιανικήν μεγάλην ησθάνετο αποστροφήν, ηδέως δε ανεμιμνήσκετο των διδαγμάτων της πρώτης παιδεύσεως αυτού. Μετά οκταετή τοιούτον μοναχικόν βίον ηδυνήθη πάλιν να επιδοθή εις την σπουδήν των Ελληνικών γραμμάτων (εν πνεύματι ουχί χριστιανικώ)· μετά δε τον θάνατον του αδελφού αυτού, διά της προστασίας της αυτοκρατείρας Ευσεβίας απαλλαγείς του κατ’ αυτού ωσαύτως επιβουλευομένου κινδύνου του θανάτου, μετέβη εις Αθήνας (354), ίνα εν της αυτόθι περιφήμω τότε ρητορική και φιλοσοφική σχολή εξακολουθήση τας σπουδάς αυτού, καθ’ όν χρόνον εσπούδαζον εν Αθήναις και ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος, οι γενόμενοι ύστερον μεγάλοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας και σφοδρότατοι διά λόγου και διά καλάμου ανταγωνισταί του Ιουλιανού εν τω τούτου κατά του Χριστιανισμού πολέμω. Εν Αθήναις ο Ιουλιανός ελθών εις στενάς σχέσεις προς πολλούς ρήτορας, σοφιστάς και φιλοσόφους εθνικούς, και νέαν εμπνευσθείς αγάπην προς την Ελληνικήν αρχαιότητα, εξεδήλου φανερώς την προς τον Χριστιανισμόν αποστροφήν αυτού. Εν τω Χριστιανισμώ, ούτινος ουδόλως ενόει την εσωτερικήν πνευματικήν φύσιν και ηθικήν δύναμιν, χαρακτήρα και αξίαν, έβλεπεν απλώς τον βία επιβληθέντα αυτώ μοναχικόν περιορισμόν, ενώ εν τη εθνική θρησκεία έβλεπε το κάλλος της ελληνικής ποιήσεως και τέχνης. Εν Αθήναις άλλως ολίγον μόνον χρόνον διέμεινεν ο Ιουλιανός, διότι ήδη τω 355 επέμφθη ως καίσαρ εις την Γαλατίαν, ένθα κατ’ αξιοθαύμαστον τρόπον ο νεαρός το 25 έτος της ηλικίας άγων φιλόσοφος, ο προ μικρού καταλιπών τα εδώλια του σπουδαστού, απεδείχθη μεγαλοφυής στρατηγός διαπράξας όσα είδομεν ανωτέρω.
Ήγεν ήδη ο Ιουλιανός το τριακοστόν έτος της ηλικίας, ότε διά της συνδρομής των περιστάσεων κατέστη, καθά είδομεν, μόνος κύριος του Ρωμαϊκού Κράτους εδρεύων εν Κωνσταντινουπόλει. Πρωτίστη νυν φροντίς του Ιουλιανού ήτο να αναδείξη αύθις την αρχαίαν Ελληνικήν θρησκείαν επίσημον θρησκείαν του Κράτους, μη εννοών ότι ο αρχαίος Ελληνισμός ως θρησκεία ουδεμίαν πλέον ηδύνατο να έχη ζωτικότητα πνευματικήν και ότι μόνη η χριστιανική πίστις ως θρησκεία ηδύνατο να παρέχη πνευματικήν ζωήν τη ανθρωπότητι, προάγων τους οπαδούς αυτής εις τα δημόσια αξιώματα, εκβάλλων δε εκ τούτων τους Χριστιανούς, ανορθών την εθνικήν λατρείαν διά μεγαλοπρεπών τελετών και διά δωρεών βασιλικών εις τους αρχαίους ναούς και μαντεία και αναστρεφόμενος οικειότατα μετά των εθνικών ιερέων και σοφιστών. Αιματηρούς διωγμούς κατά των Χριστιανών δεν ενήργησεν, αλλ’ ηθικώς κατεδίωκεν αυτούς· προς τοις άλλοις δε απηγόρευεν αυτοίς να σπουδάζωσιν εν τοις σχολείοις την Ελληνικήν γλώσσαν. Διά την τοιαύτην αυτού προς τους Χριστιανούς πολιτείαν κατεδικάσθη υπό της Χριστιανικής Εκκλησίας κληθείς Αποστάτης και Παραβάτης και εμισήθη σφόδρα υπό των Χριστιανών· και πατέρες δε της Εκκλησίας μεγάλοι, μάλιστα ο πρώην εν Αθήναις συσπουδαστής αυτού Γρηγόριος ο Θεολόγος, σφοδρούς έγραψαν κατ’ αυτού στηλιτευτικούς λόγους, ιδίως διά την υπ’ αυτού γενομένην εις τους Χριστιανούς απαγόρευσιν της σπουδής των Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων. Αλλ’ η βασιλεία του Ιουλιανού υπήρξε λίαν βραχυχρόνιος και ο κατά των Χριστιανών διωγμός, ως προέλεγεν ο μέγας Αθανάσιος, «νεφύδριον ην και ταχύ παρήλθεν». Αφικόμενος εις Κωνσταντινούπολιν τω 362 ο Ιουλιανός εστράτευσε κατά το έαρ του επομένου έτους (363) εναντίον των Περσών, ών βασιλεύς ήτο ο από 310 μ. Χ. ανελθών εις τον θρόνον και εναντίον του Κωνσταντίου Α’ πολεμήσας Σαπώρης (Σαχπούρ) Β’. Την στρατείαν διεξήγαγεν εν αρχή ο Ιουλιανός μετά πολλής ορμής και ανδρείας λαβών επιθετικήν στάσιν και εισβαλών τολμηρώς εις τας χώρας της Περσίας, αλλ’ ύστερον παραπλανηθείς εις ερήμους χώρας ηναγκάσθη να υποχωρήση παρακολουθούμενος εκ του σύνεγγυς υπό μεγάλου στρατού των πολεμίων. Κατά την υποχώρησιν δε ταύτην τρωθείς καιρίως έν τινι μικρά αψιμαχία απέθανεν εκ της πληγής (κατά Ιούλιον του 363 μ. Χ.) το 32 άγων της ηλικίας έτος.
Ιοβιανός (363-364).
Αποθανόντος του Ιουλιανού, ουδενός πλέον υπάρχοντος φυσικού κληρονόμου της αρχής εκ του οίκου του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, ο στρατός ανηγόρευσεν ως αυτοκράτορα επί του πεδίου αυτού της μάχης τον ανώτερον αξιωματικόν Ιοβιανόν, όντα Χριστιανόν και μάλιστα ορθόδοξον. Ούτος δε εθεώρησεν αναγκαίον να συνομολογήση ευθύς ειρήνην προς τους πολεμίους και μάλιστα επί όροις ουχί εντίμοις εις το Ρωμαϊκόν Κράτος, αφού δι’ αυτής απεδίδοντο εις τους Πέρσας πάσαι αι διά των νικών του Γαλερίου προσαρτηθείσαι εις το Κράτος πέραν του Τίγρητος πέντε επαρχίαι και η περίφημος επί του ποταμού τούτου κειμένη πόλις Νίσιβις (νυν Νεδζίπ) η επί αιώνας διατελούσα μήλον έριδος μεταξύ των δύο κρατών. Προς τούτοις ο αυτοκράτωρ ούτος ανεκάλεσεν ευθύς μετά την ανάρρησιν αυτού τα υπό του Ιουλιανού εναντίον των Χριστιανών εκδοθέντα διατάγματα και απέδωκεν εις την Χριστιανικήν θρησκείαν την προτέραν εν τω Κράτει θέσιν και δύναμιν. Αλλ’ ο Ιοβιανός πριν ή έτι επιστρέψη εις Κωνσταντινούπολιν ετελεύτησε καθ’ οδόν υπό νόσου εν Βιθυνία (κατά Φεβρουάριον του 364 μ. Χ.) 8 μήνας μετά την ανάρρησιν αυτού· και ο στρατός ανηγόρευσε τότε αυτοκράτορα τον επίσης ορθόδοξον Χριστιανόν στρατηγόν Ουαλεντινιανόν.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1