Ο Ξενοφώντας, ο λόγος του Κριτία και τα ξεκαθαρίσματα των δικτατόρων
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Όσο πιο απροκάλυπτη γινόταν η εγκληματική δράση του καθεστώτος, τόσο περισσότερο βάθαινε το χάσμα με το Θηραμένη. Η οριστική ρήξη ήταν αναπόφευκτη: «… οι Τριάντα έκριναν ότι ο Θηραμένης αποτελούσε εμπόδιο για τις αυθαιρεσίες τους κι αποφάσισαν να τον εξοντώσουν». (2,3,23).
Η εκτέλεση του Θηραμένη κρινόταν πλέον επιβεβλημένη όχι μόνο για να αποφευχθεί ο κίνδυνος των ταραχών, που θα μπορούσε να προκαλέσει η ρητορική του, αλλά και για να περάσει το μήνυμα της μηδενικής ανοχής απέναντι σε οποιαδήποτε υπονομευτική συμπεριφορά: «Άρχισαν λοιπόν να τον συκοφαντούν ο καθένας ξεχωριστά στους βουλευτές, λέγοντας σ’ έναν έναν ιδιαιτέρως ότι ο Θηραμένης ήταν επικίνδυνος για το καθεστώς». (2,3,23). Κι αμέσως πέρασαν στην πράξη: «Ύστερα κάλεσαν σε συνεδρίαση τη Βουλή, ειδοποιώντας κάμποσους νεαρούς – όσους θεωρούσαν πιο μαχητικούς – να βρίσκονται εκεί με μαχαίρια κάτω από τη μασχάλη». (2,3,23).
Αφού τοποθετήθηκαν οι μαχαιροβγάλτες, όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η «συνεδρίαση» της Βουλής. Παρακολουθούμε τον απόλυτο ευτελισμό των θεσμών, που καθιστά τη διαστρέβλωση πολιτική πρακτική. Η στημένη Βουλή παρουσιάζεται ως χώρος ανταλλαγής ιδεών (και λήψης αποφάσεων), οι εγκάθετοι ως πολίτες που ενδιαφέρονται (και συνήθως αγανακτούν), οι βουλευτές του καθεστώτος ως πρόσωπα που διαχειρίζονται το δημόσιο συμφέρον και η εξόντωση των προσωπικών εχθρών ως δικαιοσύνη.
Ο Κριτίας ανεβαίνει στο βήμα: «Όποιος από σας, βουλευτές, βρίσκει ότι γίνονται περισσότερες εκτελέσεις απ’ όσες θα ‘πρεπε, ας το καταλάβει ότι αυτά συμβαίνουν παντού, όπου γίνεται αλλαγή πολιτεύματος». (2,3,24).
Το ζήτημα τίθεται ευθέως από την αρχή· την ευθύνη των εκτελέσεων δεν την έχει το καθεστώς, αλλά η πολιτική πραγματικότητα που το εξαναγκάζει να τις χρησιμοποιεί. Υπό αυτούς τους όρους, όποιος αντιτίθεται σ’ αυτές τις μεθοδεύσεις, αντιτίθεται στο καθεστώς, που χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρξει.
Ο Κριτίας, είτε εν αγνοία του είτε από καθαρό κυνισμό, είπε την πιο ξεκάθαρη αλήθεια. Η δικτατορία που δεν εγκληματεί δεν είναι δικτατορία. Η άποψη που θέλει να είναι κάποιος υπέρ της δικτατορίας, αλλά κατά των εγκλημάτων στερείται νοήματος. Και συνεχίζει: «Έπειτα είναι μοιραίο να βρίσκονται εδώ πάρα πολλοί αντίπαλοι της ολιγαρχικής μεταπολίτευσης – κι επειδή η πόλη μας είναι η πιο πολυάνθρωπη της Ελλάδας, αλλά κι επειδή ο λαός είχε συνηθίσει πάρα πολύν καιρό στην ελευθερία». (2,3,24).
Τα πράγματα είναι απλά. Ο πόλη είναι πολυάνθρωπη, η πλειοψηφία δε συμφωνεί με την «ολιγαρχική μεταπολίτευση», κατά συνέπεια ο φόβος και η τρομοκρατία είναι οι μοναδικές διέξοδοι για το πολίτευμα. Όσο περισσότεροι είναι οι αντιφρονούντες, τόσο θα αυξάνονται και τα μέτρα καταστολής. Ο Κριτίας δε φαίνεται να ενδιαφέρεται για την αποδοχή που μπορεί να έχει από τον κόσμο κι αυτή είναι η διαφορά του με το Θηραμένη. Πιστεύει ότι με τις εκτελέσεις και τη βοήθεια της Σπάρτης θα επιβληθεί οριστικά.
Ο Θηραμένης, σαφώς πιο διορατικός, αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Η ξένη βοήθεια θα αναλάβει τη στήριξη του καθεστώτος μέχρις ενός σημείου. Αν ο λαός εξεγερθεί και το πράγμα γίνει ανεξέλεγκτο, δεν είναι σίγουρο ότι θα επωμιστεί τη φθορά των διαρκών συγκρούσεων. Πρέπει να έχει πολύ δυνατά συμφέροντα για να το κάνει. Αλλά, ακόμη και να επέμβει για την προστασία του καθεστώτος, θα είναι σαφώς δυσαρεστημένη από έναν δικτάτορα που φέρνει συνέχεια μπελάδες, γεγονός που θα επισπεύσει την αντικατάστασή του.
Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι η βασική ευθύνη των δικτατόρων· να μη φτάσει η κατάσταση σ’ αυτό το σημείο. Και δε θα φτάσει, αν ο δικτάτορας ξέρει τα όρια που πρέπει να κινηθεί. Ο Κριτίας υπερεκτιμώντας τη σπαρτιατική συνεισφορά νιώθει ανίκητος. Γι’ αυτό και δεν έχει άλλη οπτική απ’ την αλαζονεία.
Το βέβαιο είναι ότι ο λαός δεν έχει κανένα λόγο να υποκύψει σ’ ένα παράνομο κι ανεπιθύμητο πολίτευμα, αν δεν είναι εξαναγκασμένος. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει δικτατορία χωρίς βοήθεια από ξένο δάκτυλο. Ο Κριτίας το λέει ξεκάθαρα: «Εμείς όμως ξέρουμε πόσο αφόρητο είναι το δημοκρατικό πολίτευμα γι’ ανθρώπους σαν κι εμάς και σαν εσάς· ξέρουμε ακόμη ότι ο λαός ποτέ δε θα γίνει φίλος των Λακεδαιμονίων που μας έσωσαν, ενώ οι εκλεκτοί θα τους είναι πάντα πιστοί: να γιατί, με τη σύμφωνη γνώμη των Λακεδαιμονίων, οργανώνουμε τούτο το πολίτευμα». (2,3,25).
Οι δικτατορίες, πριν απ’ όλα, υπηρετούν ξένα συμφέροντα. Γι’ αυτό και οι δικτάτορες, τις περισσότερες φορές, αποδεικνύονται αναλώσιμοι. Γιατί με το πέρας των συμφερόντων δεν έχουν καμιά χρησιμότητα. Ο Κριτίας φαίνεται να τα αγνοεί όλα αυτά. Ο Θηραμένης από την άλλη, δείχνει να τα γνωρίζει. Γι’ αυτό και επιλέγει το διπλό παιχνίδι: θέλει να τα έχει καλά και με το λαό και με τον ξένο δάκτυλο που επιβάλλεται. Και στην αρχή τα πήγαινε περίφημα.
Από την πλευρά του, ο Κριτίας, αφού ξεκαθάρισε το αναπόφευκτο των εκτελέσεων – προς διευκρίνιση της «ολιγαρχικής μεταρρύθμισης» που εκπροσωπούσε –, δεν είχε παρά να περάσει στο κυρίως θέμα: «Τώρα, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι τούτος δω ο Θηραμένης κάνει ό,τι είναι δυνατό για να καταστρέψει κι εσάς κι εμάς. Σκεφτείτε, και θα πεισθείτε: κανέναν δε θα βρείτε που να επικρίνει την τωρινή κατάσταση περισσότερο από τούτον δω το Θηραμένη, ούτε που ν’ αντιδρά πιο πολύ κάθε φορά που θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από έναν δημαγωγό». (2,3,27).
Κι όχι μόνο αυτό: «Ενώ […] ο ίδιος πρωτοστάτησε στη συνεννόηση και στη φιλία με τους Λακεδαιμονίους, αλλά και στην κατάλυση της δημοκρατίας – αυτός ήταν που περισσότερο σας παρακινούσε να τιμωρήσετε τους πρώτους που σας έφεραν να δικάσετε –, τώρα πια που κι εσείς κι εμείς εκτεθήκαμε σαν εχθροί της δημοκρατίας, τώρα έπαψε να εγκρίνει την πολιτική μας, θέλοντας να κατοχυρώσει ξανά την προσωπική του ασφάλεια κι αφήνοντας εμάς να πληρώσουμε για ό,τι έχουμε κάνει!». (2,3,28).
Ο Κριτίας δεν αρκείται να καταδείξει ότι ο Θηραμένης έχει περάσει στο στρατόπεδο των αντιπάλων. Ούτε να επισημαίνει απλώς το επικίνδυνο της συμπεριφοράς του. Αυτά κρίνονται δεδομένα απ’ την αρχή. Το ζήτημα είναι να τον αμαυρώσει προσωπικά, ως ανάξιο άνθρωπο, ως εκ φύσεως αφερέγγυο τυχοδιώκτη, που άλλα λέει τη μια μέρα κι άλλα την άλλη. Με δυο λόγια, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να πείσει ότι εδώ δε γίνεται λόγος για κάποιον που «αντιδρά κάθε φορά που θέλουμε ν’ απαλλαγούμε από ένα δημαγωγό», αλλά έναν ακόμη δημαγωγό που πρέπει να εξοντωθεί άμεσα.
Το κακό είναι ότι αναφέρεται στο βασικότερο συνεργάτη του, στο θεμελιωτή, θα λέγαμε τον πρωτομάστορα της «μεταρρύθμισης». Υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί αφερέγγυος κι ο ίδιος. Δεν είναι σώφρον να συνεργάζεται κανείς με τέτοιους δημαγωγούς. Γι’ αυτό τονίζει τις αρχικές του ενέργειες, τις συνεννοήσεις και την παράδοση της πόλης στους Σπαρτιάτες, την πρότερη εμμονή του για εκτελέσεις και τις ενέργειες που έκανε για να εγκαθιδρύσει την ολιγαρχία. Πώς θα μπορούσε ο Κριτίας να υποπτευτεί μια τέτοια προσωπικότητα; Δεν είναι η αδυναμία του Κριτία να κρίνει σωστά τους ανθρώπους, αλλά το μέγεθος της προδοσίας που οδήγησε σ’ αυτή την κατάσταση. Ο Θηραμένης είναι ένας αρρωστημένα διπρόσωπος συμφεροντολόγος, απολύτως επικίνδυνος, που δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από την εκτέλεση: «… είναι από τη φύση του προδότης…». (2,3,30).
Και βέβαια, το ακροατήριο οφείλει να πάρει το μέρος του Κριτία, αφού η προδοσία το αφορά άμεσα. Η χρήση του πρώτου και του δεύτερου προσώπου «…τώρα που εσείς κι εμείς εκτεθήκαμε…» δείχνει ακριβώς την ταύτιση των συμφερόντων. Δεν κινδυνεύει μόνο ο Κριτίας, κινδυνεύουν όλοι και γι’ αυτό πρέπει να πάρουν τις πρέπουσες αποφάσεις.
Εξάλλου, ο προδότης είναι πιο μισητός απ’ τον εχθρό: «Κι όσο πιο δύσκολο είναι να φυλαχτεί κανείς από την κρυφή επιβουλή παρά από τη φανερή, τόσο φοβερότερη είναι η προδοσία από τον ανοιχτό πόλεμο· είναι και πιο μισητή, αφού οι άνθρωποι και συνθήκες κάνουν με τους εχθρούς τους και ξανά τους εμπιστεύονται, ενώ όταν ανακαλύψουν κάποιον να προδίδει, κανένας δεν κάνει ποτέ πια συμφωνία μαζί του, ούτε του ‘χει κατόπιν εμπιστοσύνη». (2,3,29). Είναι φανερό ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία εμπιστοσύνη από δω και μπρος στο Θηραμένη.
Κι επειδή πρέπει να εξαλειφθεί και η ελάχιστη αμφιβολία σχετικά με τον εκ φύσεως προδοτικό χαρακτήρα του Θηραμένη, ο Κριτίας δε διστάζει να αναφερθεί στο παρελθόν: «Μ’ όλο που από την αρχή τον τίμησε η δημοκρατική παράταξη εξαιτίας του πατέρα του, του Άγνωνος, αυτός υποστήριξε μ’ ενθουσιασμό την ανατροπή της δημοκρατίας από τους Τετρακοσίους» (πρόκειται για το πραξικόπημα του 411 π. Χ.) «και στάθηκε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη τους. Μόλις όμως κατάλαβε ότι οργανωνόταν κάποια κίνηση κατά της ολιγαρχίας, πάλι πρώτος βρέθηκε επικεφαλής των δημοκρατικών εναντίον της. Να γιατί, καθώς ξέρετε, του ‘χουν βγάλει το παρατσούκλι “κόθορνος” – γιατί κι ο κόθορνος μοιάζει να ταιριάζει και στα δυο πόδια, ενώ βγαίνει λειψός και στα δύο…». (2,3,30). (Ο Ρόδης Ρούφος σε υποσημείωση διευκρινίζει: «Ο κόθορνος ήταν είδος μπότας με χοντρή σόλα, που φορούσαν οι καβαλάρηδες, οι κυνηγοί και οι ηθοποιοί τραγωδίας»).
Και δε θα σταματήσει εδώ, αλλά θα βγάλει όλα τα άπλυτα στη φόρα υπενθυμίζοντας τη στάση του και στην περιβόητη δίκη των στρατηγών, που εκτελέστηκαν άδικα επειδή δήθεν εγκατέλειψαν τους ναυαγούς, πράξη για την οποία την ευθύνη είχε αποκλειστικά ο Θηραμένης. Ο Κριτίας χάνει κυριολεκτικά κάθε έλεγχο.
Η αναφορά στο παρελθόν τον διασύρει προσωπικά, αφού του επιρρίπτει ευθύνες για την επιλογή των συνεργατών του – ευθύνες, που, αρχικά τουλάχιστον, προσπάθησε να αποφύγει. Ουσιαστικά υπονομεύει το ίδιο το καθεστώς, καθώς καταδεικνύει την ποιότητα των πρωτεργατών του μέσα από την πολιτική τους σταδιοδρομία. Δηλαδή η «μεταρρύθμιση» είναι το προϊόν σεσημασμένων προδοτών, που λειτουργούν ως «κόθορνοι» για περισσότερο από δεκαετία; Αυτά θα έπρεπε να είναι λόγια αντιπάλων. Κι ο ίδιος πώς συνεργάστηκε μ’ έναν «κόθορνο»; Μήπως τελικά είναι κόθορνος και ο ίδιος, αφού όποτε τον βολεύει ένας «κόθορνος» συνεργάζεται μαζί του, κι όποτε όχι τον εξοντώνει;
Ο λόγος του Κριτία δεν έχει πλέον ούτε συνοχή ούτε ροή ούτε τη στοιχειώδη οργάνωση. Μιλάει σαν να μην έχει επίγνωση του ποιος είναι και σε ποιους απευθύνεται. Ο εκπρόσωπος του πολιτεύματος που ξεπέρασε κάθε όριο σε εκτελέσεις – μόλις πριν υπερασπίστηκε την αναγκαιότητά τους – και που κατηγορεί έναν πρώην συνεργάτη, επειδή δε συνεχίζει να τις συνυπογράφει, του προσάπτει επιπλέον ότι προκάλεσε πολλές εκτελέσεις. Σαν να επρόκειτο για φιλειρηνιστή ή για υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: «εσύ όμως,» (απευθύνεται εδώ στο Θηραμένη ευθέως) «που τόσο εύκολα αλλάζεις παράταξη, είσαι συνυπεύθυνος για πάρα πολλούς φόνους – φόνους ολιγαρχικών από το λαό, αλλά και δημοκρατικών από την αριστοκρατική τάξη». (2,3,32).
Το ότι ο Θηραμένης με τη στάση του έφερε την ευθύνη πολλών θανάτων είναι αλήθεια, αλλά αυτό είναι το τελευταίο που θα μπορούσε να επικαλεστεί ένας Κριτίας τη στιγμή που τον δικάζει γιατί θέλει ακόμη περισσότερους. Εδώ δε μιλάμε για έλλειψη επιχειρηματολογίας. Εδώ μιλάμε για σύγχυση ρόλων.
Η επισήμανση «προκαλούν, βέβαια, σκοτωμούς όλες οι πολιτειακές μεταβολές», που έκανε αμέσως πριν, είναι το επιστέγασμα της απόλυτης ασυναρτησίας, αφού οι πολιτειακές μεταβολές προκαλούν σκοτωμούς κι αυτό γίνεται από ανάγκη, αλλά ο Θηραμένης είναι κακός που τους προκαλεί και πρέπει να καταδικαστεί επειδή αρνείται να κάνει κι άλλους.
Όσο για την αναφορά που κάνει στο πρότυπο πολιτικό σύστημα των Σπαρτιατών, αγγίζει τα όρια του παραληρήματος: «… είναι γνωστό ότι το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων θεωρείται το τελειότερο απ’ όλα· αν λοιπόν ένας από τους εφόρους εκεί, αντί να συμμορφώνεται με τις απόψεις της πλειοψηφίας, δοκίμαζε να επικρίνει την κυβέρνηση και να εναντιώνεται στις πράξεις της, δε νομίζετε ότι και στα μάτια των ίδιων των εφόρων, αλλά κι ολόκληρης της πόλης, θ’ άξιζε την αυστηρότερη δυνατή τιμωρία;» (2,3,34).
Επικαλείται το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων, και μάλιστα το ονομάζει «το τελειότερο απ’ όλα», χωρίς να εξηγήσει τι σχέση μπορεί να έχει με το καθεστώς που ο ίδιος πρεσβεύει. Σαν να υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στους εφόρους και στον τυραννικό συρφετό που δολοφονεί για να αρπάξει τις περιουσίες των άλλων ή σαν να είχαν οι Σπαρτιάτες τις εκτελέσεις στην ημερήσια διάταξη.
Από ένα σημείο και μετά δεν έχει νόημα να διερευνά κανείς την επιχειρηματολογία ενός τέτοιου λόγου. Εξάλλου, έχει ελάχιστη σημασία. Ο Κριτίας δε χρειάζεται να πείσει – αν και θα το ήθελε. Οι μαχαιροβγάλτες θα δώσουν την τελική λύση. Επί της ουσίας παρακολουθούμε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών από ανθρώπους του υποκόσμου που παριστάνουν τους πολιτικούς. Οι όροι δε θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί…
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο δεύτερο, μετάφραση Ρόδης Ρούφος, εκδόσεις «Ωκεανίδα», τόμος πρώτος, Αθήνα 2000.
https://stamps-gr.blogspot.gr/2014/12/2010-93498980.html