Ελληνοποιημένες αγγλικές λέξεις Ελλήνων μεταναστών
Όποιος μιλήσει αρκετή ώρα με κάποιον Έλληνα που έχει μεγαλώσει στο εξωτερικό, αργά ή γρήγορα θα ακούσει λέξεις ή φράσεις που θα τον ξενίσουν είτε με τον ‘αναχρονισμό’ τους, όπως η χρήση της λέξης ‘καλαμπουρίζω’ που στην Ελλάδα έχει ξεχαστεί, είτε με τον εξελληνισμό αγγλικών λέξεων. Μερικά παραδείγματα της δεύτερης κατηγορίας είναι τα παρακάτω.
- Πλακώσανε τα μπιλοζίρια
Από το “Below zero”=”υπό το μηδέν”. Σημαίνει πως ξεκίνησε ο χειμώνας.
- Φρίζαραν τα λέκια
Από το “freeze”=”παγώνω” και το “lake”=”λίμνη”. Αφού πλακώσουν τα μπιλοζίρια, παγώνουν και οι λίμνες.
- Πλαμαδόρος
Από το “plumber”=”υδραυλικός”. Αυτός που θα καλέσεις όταν φριζάρουν οι βρύσες.
- Μοροβίκος
Από το “(Department of) Motor Vehicles”=”Μηχανολογική υπηρεσία”.
- Καστιγκάρι
Από το “Castle Garden”, κέντρο υποδοχής μεταναστών, προγενέστερο του Ellis Island στη Νέα Υόρκη. Αναφέρεται σε κάθε σημείο ελέγχου μεταναστών.
- Κουκομπούκο
Από το “cookbook”=”βιβλίο μαγειρικής”. Αυτά που είναι γραμμένα στα ελληνικά, όμως, παραμένουν ‘τσελεμεντέδες’.
- Νταράιτ!
Από το “That’s right!”, φράση που σημαίνει “Σωστά!”.
- Αρονόου
Από το “I don’t know”=”δεν ξέρω”. Εκτός από τη δήλωση άγνοιας, υποδηλώνει και μια αδιαφορία για την άγνοια αυτή.
- Μαρκέτα
Από το “market”=”αγορά”.
- Σπιτάλι
Από το “hospital”=”νοσοκομείο”.
- Πεντέφι
Από το “PDF”, είτε το πρόγραμμα είτε το αρχείο.
- Τουμπουλούρου
Από το “Tumblr”, μια πλατφόρμα δημιουργίας blog που προσπάθησε να αφαιρέσει τα φωνήεντα από το όνομά της, αλλά οι Έλληνες της διασποράς είχαν άλλα σχέδια.
- Σοπάς
Από το “shop”=”μαγαζί”. Υποδηλώνει τον μαγαζάτορα και, κατ’ επέκταση, τον μαγαζάτορα ενός διαδικτυακού καταστήματος (ι-σοπάς) ή ενός pet shop (πετ σοπάς).
- Έβαλες κοράκι στη μίτρα;
Ή αλλιώς, “έβαλες quarter=κέρμα στο meter=παρκόμετρο;”»
- Ρούφι
Από το “roof=οροφή”.
- Σιμιτρέλα
Από το “semi-trailer”=”ημιρυμουλκούμενο”.
- Χατικέκια
Από το “hot cakes”=”ζεστό κέικ” ή, στην καθομιλουμένη, “γκόμενα”.
- Πινότσι
Από το “peanut”=”φιστίκι”.
- Κακαρότσα
Από το “cockroach”=”κατσαρίδα”.
- Οπερέτα
Από το “operator”=”χειριστής”.
- Μπιλοφέρι
Από το “bill of fare”=”μενού” (π.χ. σε εστιατόριο).
- Αισμπόξι
Από το “ice-box”=”ψυγείο”.
Pingback: Ελληνοπ...