Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΟΜΟΣ
Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ
ΚΑΙ ΤΑ
ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ*
Τὸ ὄνομα Γεώργιος Τερτσέτης ἀποτελεῖ οἱονεὶ ἔμβλημα τῆς μνήμης ἡμῶν τῆς ἐθνικῆς, καὶ συγκορυφοῖ εἰς ἕνα ἄνδρα, εἰς μίαν καρδίαν, νεαρὰν πάντοτε ὑπὸ τὸν παγετὸν τοῦ γήρως, εἰς μίαν γλῶσσαν, ἔντονον ἠχοῦσαν πάντοτε ἀπὸ τοῦ βήματος, τὰς παραδόσεις ἡμῶν τὰς ἐθνικάς, τὰς ἀναμνήσεις τοῦ χθεσινοῦ ἔτι παρελθόντος ἡμῶν, τοὺς πόθους τοῦ νῦν Ἕλληνος καὶ τὰ ἱερὰ αὐτοῦ καθήκοντα, τὰς δάφνας τοῦ πρῴην Ἕλληνος καὶ τὴν ἱερωτέραν αὐτοῦ κληρονομίαν.
ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. ΒΛΑΧΟΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΑΘΗΝΑ, 1984
ΙΙΙ
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
- ΔΙΗΓΗΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Ἕνας ἀπὸ τὸ Ρουπάκι, πλησίον τοῦ χωρίου Τουρκολέκα, ἀφοῦ ἐχάλασε τὸ χωριό του, ἀνεχώρησε καὶ ἦλθε εἰς τὸ Λιμποβίσι, εἰς τὸν πρῶτον τοῦ χωρίου, ἐδῶ καὶ 300 χρόνους. Αὐτὸς ἐφάνη ἔξυπνος καὶ ὁ Δημογέροντας τὸν ἔκαμε γαμβρὸν καὶ κληρονόμον τῆς καταστάσεώς του ὅλης. Ἐλέγετο Τζεργίνης – μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα εὑρίσκονται καμμιὰ ἑξηνταριὰ οἰκογένειαι εἰς τὴν Μεσσηνίαν. Αὐτὸς εἶχε κάμει ἕνα ὡραιότατο παιδὶ καὶ τὸ εἶχε πιάσει ἕνας Μπουλούμπασης Ἀρβανίτης καὶ τὸ ἁλυσόδεσε. Ἐλέγετο Δημητράκης. Οἱ Ἀρβανῖται, ὁποὺ τὸν φύλαγαν, ἐπηδοῦσαν εἰς τὰς τρεῖς καὶ ὁ Μπουλούμπασης τοῦ εἶπε, ἂν πηδᾶ νὰ τοῦ βγάλει τὰς ἁλύσους. Ὁ Δημητράκης ἀπεκρίθηκε ὅτι πηδᾶ καὶ μὲ τὰς ἁλύσους, καὶ ἂν τοὺς περάσει, νὰ τὸν ἀφὴνει ἐλεύθερον. Ὁ Ἀρβανίτης τὸν ὑποσχέθη νὰ τὸν ἐλευθερώσει, ἂν προσπεράσει τοὺς ἄλλους πηδώντας, ἀλλ᾿ αὐτὸς τὸ ὑπεσχέθη ὡς ἀνέλπιστον. Ἐπήδησε, τοὺς ἀπέρασε καὶ τὸν ἄφηκαν ἐλεύθερον. Αὐτὸς ἐπανδρεύθηκε, ἔκαμε τρία παιδιά, ὀνομαζόμενα Χρόνης, Λάμπρος καὶ Δῆμος. Αὐτοὶ ἦσαν νοικοκυραῖοι, μὲ τὰ χωράφια τους, μὲ 500 πρόβατα καὶ 60 ἀλογογέλαδα. Ἐπιάσθησαν μὲ τοὺς ἀντιζήλους των καὶ ἐσκοτώθηκαν. Ἐπέρασαν εἰς τὴν Ρούμελην· 12 χρόνους ἔκαμαν μὲ τοὺς Κλέφτας, ἐπιστρέφουν εἰς τὴν Πελοπόννησον μὲ 15 Ρουμελιώτας. Οἱ Τοῦρκοι τὸ μανθάνουν, τοὺς πολιορκοῦν, σκοτώνουν ἕνα καὶ οἱ ἄλλοι ἐγλύτωσαν. Ὁ Δῆμος ἐπῆρε διὰ γυναίκα του τὴν θυγατέρα τοῦ καπετὰν Χρόνη ἀπὸ Χρυσοβίτσι, μεγάλο σπίτι. Τότε ἦταν, ὅταν ὁ Μοροζίνης ἐκυρίευσε τὸν Μορέα. Καὶ ἐπὶ Βενετζάνων δὲν ἦτον παρὰ καπεταναῖοι. Τὸ παιδὶ αὐτοῦ τοῦ Δήμου ὀνομάσθη Μπότσικας καὶ ἄφησε τ᾿ ὄνομα τῆς φαμίλιας του, ὁποὺ εἶχαν, Τζεργιναῖοι· ὀνομάσθη τοιοῦτος, διότι ἦτο μικρὸς καὶ μαυρουδερός. Εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μπότσικα ἐμβῆκαν οἱ Τοῦρκοι εἰς Μοριά. Οἱ Χρυσοβιτσιῶται, Λιμποβιτσιῶται καὶ οἱ Ἀρκουροδεματῖται ἐπῆγαν καὶ ἐπολέμησαν εἰς τοῦ Ντάρα τὸν Πύργο 6.000 Τούρκους. Αὐτοὶ ἐχαλάσθηκαν καὶ ἐγλύτωσε ὁ Μπότσικας. Αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί, Γιάννη, καὶ ἕνας Ἀρβανίτης εἶπε: «Βρέ, τί Μπιθεκούρας εἶναι αὐτός». Δηλαδὴ πόσον ὁ κῶλος του εἶναι σὰν κοτρώνι, καὶ ἔτσι τοῦ ἔμεινε τὸ ὄνομα Κολοκοτρώνης. Ὁ Μπότζικας ἐσκοτώθη, ὁ Γιάννης ἐκρεμάσθη εἰς τὴν Ἀνδρούσαν, ὥστε ἀπὸ τὰ 1553, ὅπου ἐφάνηκαν εἰς τὰ μέρη μας Τοῦρκοι, ποτὲ δὲν τοὺς ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾿ ἦσαν εἰς αἰώνιον πόλεμον.
Ἐγεννήθηκα εἰς τὰ 1770, Ἀπριλίου 3, τὴν δευτέραν τῆς Λαμπρῆς. Ἡ ἀποστασία τῆς Πελοποννήσου ἔγινε εἰς τὰ 1769. Ἐγεννήθηκα εἰς ἕνα βουνό, εἰς ἕνα δένδρο ἀποκάτω, εἰς τὴν παλαιὰν Μεσσηνίαν, ὀνομαζόμενον Ραμαβούνι. Ὁ πατέρας μου ἦτον ἀρχηγὸς τῶν ἀρματολῶν εἰς τὴν Κόρινθον. Κάθεται ἐκεῖ 4 χρόνους. Ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Κόρινθον διὰ τὴν Μάνην (1). Ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν Μάνην καὶ ἐκυνηγοῦσε τοὺς Τούρκους. Εἰς τοὺς 79 ἦλθεν ὁ Καπετάμπεης μὲ τὸν Μαυρογένην, καὶ ἐρχόμενος ἔρριξεν εἰς τοὺς Μύλους καὶ Ἀνάπλι. Ἔστειλεν εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον μπουγιουρτὶ (προσκυνοχάρτι), καὶ ἐπῆγαν καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Καπετάμπεη εἰς τοὺς Μύλους. Εἰς τὸν πατέρα μου ἔστειλε χωριστὸ μπουγιουρτί, νὰ ἐλθῆτε νὰ βγάλουμε τοὺς Ἀρβανίτες καὶ νὰ εὑρεῖ ὁ ραγιὰς τὸ δίκιο του. Ὁ πατέρας μου ἐκίνησε μὲ χίλιους στρατιώτας, καὶ ἔπιασε τὰ Τρίκορφα, εἰς τὴν Τριπολιτσάν. Δὲν ἐπῆγεν εἰς τὸν Καπετάμπεη, διότι ἐφοβεῖτο. Ὁ Καπετάμπεης ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τοὺς Μύλους, ἐπῆρεν 6.000 ταγκαλάκια, καὶ τοὺς κλέφτες 3.000 καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ Δολιανά, Τριπολιτσὰ καὶ ἔρριξεν τὸ ὀρδί. Ὁ πατέρας μου, σὰν ἦτον στὰ Τρίκορφα, τοῦ ἔστειλεν ὁ Καπετάμπεης νὰ πάγει σὲ δαύτονε, διὰ νὰ τὸν προσκυνήσει. Ὁ πατέρας μου ἀποκρίθηκε δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἔλθω νὰ προσκυνήσω· οἱ Ἀρβανίτες εἶναι εἰς τὴν Τριπολιτσά, ἠμποροῦν νὰ πιάσουν τὸν ἄγριον τόπον καὶ νὰ σκορπίσουν τότε μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησον, νἄχουν τὸν τόπον. Τότε τοῦ ἔστειλεν 20 μπινίσια γιὰ τοὺς Καπεταναίους κι ἕνα καπότο διὰ τὸν ἑαυτόν του. Τὸν καιρὸν ποὺ ἐζύγωσε τὸ στράτευμα τὸ Τούρκικο εἰς τὴν Τριπολιτσάν, κι ἐπολιορκοῦσε τοὺς Ἀρβανίτες, ἐχώρισαν 4.000 Τοῦρκοι Ἀρβανίτες νὰ τὸν ἐβγάλουν ἀπὸ τὰ ταμπούρια, καὶ αὐτὸς ἀντιστάθηκε καὶ τοὺς ἐκυνηγοῦσε, καὶ ἐμβῆκαν πίσω. Ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Τούρκικα τοῦ Καπετάμπεη ἕως τὸν Ἅγιον Σώστην. Πάλι βγαίνουν 6.000 διὰ νὰ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ αὐτὸς πάλι τοὺς ἀντέκρουσε. Εἴδανε ὅτι δὲν ἠμποροῦν νὰ βαστάξουν οἱ Ἀρβανίτες μέσα εἰς Τριπολιτσά, διατὶ δὲν ἦτον τότε τειχογυρισμένη. Ἐσυνάχθηκαν ὅλοι καὶ πᾶνε εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐστάθηκε μὲ ὁρμήν, καὶ τοὺς ἐγύρισε κατὰ τὸν κάμπον. Ἑνώθηκαν καὶ ἄλλοι καπεταναῖοι. Ἐμβῆκαν εἰς τὰ χωράφια, εἰς τὸν κάμπον τοὺς ἐσκότωσαν ἡ καβάλα (1) ὡς οἱ θεριστάδες· ἔπεσεν ἡ καβαλαριὰ μέσα καὶ τοὺς ἐθέρισαν. Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ καβαλαριά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ πατέρας μου. Ἀπὸ 12.000 ἑπτακόσιοι ἀπέρασαν εἰς τὸ Δαδί. Ὅταν τοὺς ἐπολέμησε ὁ πατέρας μου, τοῦ ἔλεγαν: «Κολοκοτρώνη, δὲν κάμεις ἰσάφι.(2) – Τί νισάφι νὰ σᾶς κάμω, ὁποὺ ἤλθετε κι ἐχαλάσατε τὴν πατρίδα μου, μᾶς πήρατε σκλάβους καὶ μᾶς ἐκάματε τόσα κακά». Τοῦ ἀποκρίθηκαν: – «Ἐφέτο, δικό μας, τοῦ χρόνου δικό σου». Τὰ κεφάλια τῶν Ἀλβανῶν ἔφτιασαν πύργο εἰς τὴν Τριπολιτσά.
Ἡσύχασε (3) ἡ Πελοπόννησος. Τοὺς 80 ἐκατέβη ὁ ἴδιος ὁ Καπετάμπεης καὶ χάλασε τὸν πατέρα μου καὶ τὸν Παναγιώταρον Βενετζιανάκη. Ἦλθεν ἡ ἀρμάδα εἰς τὸ Μαραθονήσι· τὰ στρατεύματα στεριᾶς καὶ θαλάσσης. Ἡ Καστανίτζα (4) ἀποικία, ὁποὺ ἦτον ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Παναγιώταρος, ἕξι ὥρας μακρὰν ἀπὸ τὸ Μαραθονήσι. Ἔρχοντας ἡ ἀρμάδα, ὁ Παναγιώταρος, ὡς Μανιάτης, ἐπροσκάλεσε βοήθεια ἀπὸ τοὺς Μανιάτες, καὶ οἱ Μανιάτες ὑποσχέθησαν ὅτι πᾶνε βοήθεια· καὶ ὁ δραγουμάνος ὁ Μαυρογένης, ὡς Ἕλλην καὶ τεχνίτης, ἔκαμε τὸν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καὶ διὰ νὰ τὸν κάμει Μπέη ἀλικότησε τὴν βοήθεια καὶ ἐπῆρε τὸ Κάστρο. Ἐπῆγε τὸ ἀσκέρι 14.000, καὶ τοὺς ἐπολιόρκησε. Μία ὥρα στράτα ἀλάργα ἔστησε τὸ ὀρδί. Ἔστειλεν ὁ σερασκέρης Ἀλήμπεης ἕνα γράμμα διὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ τοῦ δώσουν ἐνέχυρα ἕνα παιδὶ ὁ ἕνας καὶ ἕνα ὁ ἄλλος, καὶ νὰ τραβήξει χέρι ἀπὸ δαύτους (5). Αὐτοὶ ἀπεκρίθηκαν: «Δὲν προσκυνοῦμεν, θέλομε πόλεμο καὶ ὅποιος μείνει νικημένος, ἂς προσκυνήσει». Αὐτὸς ἤλπιζε ἀπὸ τὴν Μάνην βοήθεια. Τοὺς πολιόρκησαν τὰ Τούρκικα στρατεύματα, ἔβγαλαν κανόνια καὶ βόμβες, τοὺς πολεμοῦσαν ἡμέρα καὶ νύκτα. Οὔτε οἱ βόμβες τοὺς ἔκαναν φόβον οὔτε τὰ κανόνια, ὅμως ἐπολέμησαν 12 ἡμέρες καὶ 12 νύκτες μὲ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα. Ὅταν εἶδαν, ὅτι βοήθεια δὲν ἔρχεται, ἀποφάσισαν νὰ φύγουν ἀπὸ τοὺς πύργους· οἱ πύργοι ἦτον δύο, καὶ ὁ ἕνας ἦτον τοῦ πατέρα τοῦ Παναγιώταρου, καὶ ὁ ἄλλος ἦτον τοῦ πατέρα μου καὶ τοῦ Παναγιώταρου. Ὁ πατέρας τοῦ Παναγιώταρου ἦτον 80 ἐτῶν, ὡς καὶ ἡ μητέρα του, καὶ μὴν ἠμπορώντας νὰ φύγουν εἰς τὸ γιουρούσι μὲ τὰ ἄλλα γυναικόπαιδα, εἶπε τοῦ Παναγιώταρου καὶ τοῦ πατέρα μου: «Βάλτε φωτιὰ στοὺς ἄλλους πύργους, ἐγὼ μένω ἐδῶ». Ἔμεινε μ᾿ ἕνα δοῦλο καὶ μὲ τὴν γυναίκα του καὶ δούλα μὲ σκοπὸν νὰ πολεμήσει, ἐλπίζοντας νὰ ἔλθει βοήθεια ἀπὸ τὰ παιδιὰ του ἔπειτα. Ὁ πόλεμός του ἦτον μὲ τὸν δοῦλον, ἡ τέχνη του μεγάλη· εἶχε φιτίλι νὰ γυρίσει μαζὶ μὲ τοὺς Τούρκους. Αὐτοὶ ποὺ ἐπολεμοῦσαν μέσα ἔπεσαν εἰς τὸ ὀρδὶ τοῦ σερασκέρη μὲ τὰ σπαθία εἰς τὸ χέρι, μόνον τρεῖς ἐσκοτώθηκαν ἄνδρες, καὶ μέρος γυναῖκες, καὶ ἔμειναν πολλὰ παιδιὰ σκλάβοι· καὶ ἔτζι ἔμειναν δύο ἀδέλφια μου σκλάβοι, τὸ ἕνα τριῶν χρονῶν καὶ τὸ ἄλλο ἑνός· ἄλλα δύο ἐσκλαβώθηκαν καὶ ἔπειτα ἐλευθερώθηκαν. Ὅταν ἔκαμαν τὸ γιουρούσι, ἔπιασαν τὰ βουνὰ οἱ Τοῦρκοι διὰ νυκτός· ἐβασίλευσε τὸ φεγγάρι εἰς τὴν μέσην νύκτα, καὶ βασιλεύοντας τὸ φεγγάρι ἐβγῆκαν· νύκτα μικρὴ καὶ δὲν ἔλαβαν καιρὸν νὰ φύγουν κατὰ τὴν Μάνη· ἐπῆγαν στοὺς λόγγους κι ἐπῆρε ἡμέρα. Τὸν Παναγιώταρον (6) ζωντανὸν τὸν ἔπιασαν κι ἔπειτα τὸν ἐσκότωσαν οἱ Μπαρδουνιῶτες. Ὁ πατέρας μου ἐσκοτώθηκε μὲ δύο του ἀδέλφια, Ἀποστόλη καὶ Γεώργη, ὁ ἕνας εἰς τὸν λόγγον, ὁ ἄλλος μοναχός του, διατὶ ἐλαβώθηκε· ἐγλύτωσεν ἕνας μπάρμπας μου, Ἀναγνώστης, ἀπὸ τοὺς κλεισμένους τέσσαρους ἀδελφοὺς Κολοκοτρώνη. Ἐγώ, ἡ μάνα μου, ἡ ἀδελφή μου ἐγλύτωσαν μὲ τὰ παλληκάρια τοῦ πατέρα μου. Εἰς τὸ γιουρούσι ἐλαβώθηκε μὲ σπαθὶ ὁ Κωνσταντὴς Κολοκοτρώνης, καὶ μὲ προδοσία ἑνὸς Τούρκου φίλου ἐσκοτώθηκε· δὲν ἐφάνη τὸ κεφάλι του· οἱ φονεῖς του τὸν ἐσκότωσαν καὶ τὸν ἔκρυψαν διὰ τὸ βιό του, ὅσα εἶχεν ἀπάνω του· σὲ τρία χρόνια τὸν ξέθαψαν τὸν Κολοκοτρώνη Κωνσταντή· ἀπὸ τὸ μικρὸ δάκτυλον τὸν γνώρισαν, ὁποὺ εἶχε γυρισμένο ἀπὸ μία σπαθιὰ τουρκική· τὸν εἶχαν κρύψει εἰς μίαν τρούπα τῆς Ἄρνης καὶ Κοτζατίνας, τὸν ἔθαψαν ἔπειτα εἰς τὴν Μηλιά· ἦτον μελαψότερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ὀγλήγορος, μὲ ἕνα καθάριο ἄτι δὲν τὸν ἔπιανες, 33 (1) χρόνων, μέτριος, μαυρομάτης, λιγνός· οἱ Ἀρβανῖται τὸν εἶχαν τόσο τρομάξει, ποὺ ἔκαμναν ὅρκον: «Νὰ μὴ γλυτώσω ἀπὸ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ σπαθί» (2). 700 μπουλουκτζῆδες ἐσκότωσε πρὶν.
Ὁ Παναγιώταρος ἦτον γίγαντας, νέος, μαῦρα μαλλιά, σόϊ ἄνθρωπος, ἄσπρος, 37 – 38 χρόνων. Εἰς τὴν Ἀνδρούσαν ἐσκοτώθη ὁ γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, ἔπειτα τὸν ἐκδίκησε ὁ υἱός του. Ὁ γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, τοῦ ἔκοψαν χέρι καὶ πόδια καὶ τὸν ἐκρέμασαν. Ὁ γέρων (3) πατέρας τοῦ Παναγιώταρου ἐπολέμαε ἀπὸ τὸν πύργον καὶ ἐμαρτύρησε τὸ φιτίλι ὁ δοῦλος ποὺ ἐπροσκύνησε, καὶ τὸν γέροντα τὸν ἔπιασαν ζωντανόν. Ὁ Καπετάμπεης ἐρώταε: – Διατί δὲν προσκυνάει; – Τώρα προσκυνῶ, προσκυνημένο κεφάλι δὲν κόβεται. – Τοῦ ἔκοψαν χέρι καὶ πόδια, τὸν κατράμισαν (4).
Ἐμείναμεν εἰς τὴν Μάνην ἡμεῖς, εἰς τὴν Μηλιά, μὲ τὸν θεῖον μου τὸν Ἀναγνώστη. Ἐξαγόρασα τὰ σκλαβωμένα παιδιά, τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν Ὕδραν, τὸν Γιάννη καὶ τὸν Χρίστο, καὶ ἐκάτζαμεν 3 χρόνια εἰς τὴν Μάνη. Εἴχαμεν ἐλλείψεις, ἦλθαν οἱ ἄλλοι οἱ μπαρμπάδες μας ἀπὸ τὴν μάναν μου, λεγόμενοι Κοτζακαῖοι, καὶ μᾶς ἐπῆραν εἰς τὴν Ἁλωνίσταιναν. Ἐπήγαμεν ἀγνώριστοι, μᾶς ἔμαθον ἔπειτα καὶ ἐφοβούμεθα τοὺς Τούρκους. Ὁ μπάρμπας μου ὁ Ἀναγνώστης ἦλθε ἔπειτα εἰς τοῦ Λεονταριοῦ τὴν ἐπαρχίαν, εἰς τὴν ἄκραν τῆς Μάνης, Σαμπάζικα. Ἔκαμε συμπεθεριὸ μὲ ἕναν ντόπιον (5) προεστόν, τοῦ τουφεκιοῦ ἄνδρα, τὸν ἔλεγαν Γεωργάκη Μεταξᾶν. Ἔδωκε τὴν θυγατέρα του, ἔφτιασε σπίτι. Μανθάνοντας, ὅτι ὁ θεῖος μου ἔκαμεν ἀποικίαν εἰς τὸ Ἄκοβον, ἐφύγαμε καὶ ἐπήγαμεν ἐκεῖ. Σὰν ἐκαθόμαστε ἐκεῖ, ἄλλα μπουλούκια κλέφτες μ᾿ ἔβαλαν ἀρματολὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τοῦ Λεονταριοῦ κατὰ τῶν κλεφτῶν, καὶ ἐμπόδιζα τὸ βιλαέτι μὲ χατίρι. 15 χρόνων ἤμουν τότε. – Ἔγινα 20 χρονῶν, ὑπανδρεύθηκα καὶ ἐπῆρα ἑνὸς πρώτου προεστοῦ τοῦ Λεονταριοῦ, τὸν ὁποῖον τὸν χάλασε (6) ἕνας πασὰς εἰς τὸ Ἀνάπλι (7). Ἔκτισα σπίτια, ἐπῆρα προικιὸ ἐλιές, ἀμπέλι (8), ἔγινα νοικοκύρης, ἐφύλαγα καὶ τὸ βιλαέτι. Ἐστεκόμαστε πάντοτε μὲ τὸ ντουφέκι. Μᾶς ἐφθόνησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἤθελαν νὰ μᾶς σκοτώσουν, δὲν ἠμποροῦσαν ὅμως, διότι ὁ τόπος ἦτον σὲ ἄκρη. Καὶ ἐπολεμοῦσαν νὰ μᾶς χαλάσουν μὲ κάθε τέχνη· ἔστελναν μία καὶ δύο φορὲς ἑκατὸν καὶ διακόσιους στρατιώτας διὰ νὰ μᾶς κτυπήσουν· δὲν μᾶς εἶχαν εἰς τὸ χέρι καὶ δὲν μᾶς πείραξαν. Εἶδαν ὅτι δὲν εἶχαν διαφορὰ μὲ τὴν τέχνη· ἐβγῆκαν φανερά· ἐπήραμε χαμπέρι, ἐφύγαμε. Οἱ Τοῦρκοι ἀφάνισαν ὅλα τὰ ἀγαθά μας καὶ ἔδωσαν διαταγήν: ὅπου ἀκουσθοῦμε νὰ μᾶς χαλάσουν. Ἔμεινα μὲ δώδεκα Κολοκοτρωναίους, μικρότεροι εἰς τὴν ἡλικίαν, ἐπήγαμεν εἰς τὴν Μάνην, ἀφήκαμεν τὲς φαμίλιες μας καὶ ἔπειτα ἐγυρίσαμε, ἐσηκωθήκαμε φανερά, ἐσυνάξαμε στρατιώτας, πότε 60, πότε ὀλιγοτέρους. Ἐμείναμε δύο χρόνους κλέφτες· ἔπειτα εἶδαν, πὼς δὲν ἐμποροῦν νὰ μᾶς κάμουν τίποτε καὶ μᾶς ἔβαλαν πάλε ἀρματολούς. Εἶχα τὸ Λεοντάρι καὶ τὴν Καρύταινα, ἔκαμα 4 – 5 χρόνους ἀρματολός. Ὁ Ἀναγνώστης Κολοκοτρώνης δίδεται εἰς τὴν μέθην, διὰ νὰ ἀλησμονήσει τὰ συμβάντα. Τὸν μεγαλείτερον τοῦ πατρός μου ἀδελφὸν τὸν ἐσκότωσαν εἰς τὸ Λεοντάρι ἔπειτα, καὶ τοῦ ἐπῆραν τὸ κεφάλι (χέρι κομμένο εἰς τὴν νεότητά του). Ἀπὸ 40 χρόνων ἀρχίνισε καὶ ἀπόθανε εἰς τὰ 52. Ἄφησε παιδιὰ 3 ἀρσενικά, Γιαννάκη, Δημητράκη, Γεωργάκη, ἄφησε καὶ ἑπτὰ θυγατέρες. Ἕνας ἀπόθανε ἀπὸ τὸν θάνατόν του, ἀπὸ ἕξι ἀδέλφια τοῦ πατρός μου.
Ὅταν εἴμεθα ἀρματολοί, τὰ παιδιά μας ἦταν εἰς τὴν Μάνην, εἰς τὴν Καστανιὰ τὴν μεγάλην. Εἰς τὴν Μάνην ἐπηγαίναμε εἰς τὲς σημαντικὲς ἡμέρες, ὅταν εἴμεθα ἀρματολοί. Εἰς τὴν Μάνην πάντοτε ἐπηγαίναμεν βοήθεια εἰς τὸν Μπέη Κουμουντουράκη, εἰς τὲς χρεῖες τους, καὶ ἐβοηθούσαμε τὸ μέρος τους. Ὁ Καπετάνιος Κωνσταντὴς Δουράκης, φίλος τοῦ πατρός μου, καὶ οἱ Κιτρινιαραῖοι ἀνοίγουν πολέμους. Ἡμεῖς μεντάτι. Εἴχαμε κλεισμένον μίαν φορὰν τὸν Νικόλαο Κιτρινιάρη, τὸν πολιορκήσαμεν, καὶ σὰν ἐτρώγονταν ἀδελφοξάδελφα, ἔρριχναν τουφέκια εἰς τὸν ἀέρα. Οἱ Μανιάτες τὸν στενοχώρησαν καὶ ὁμίλησε νὰ παραδοθεῖ, καὶ ἐζήτησε ἐμέ. Δὲν ἦτον νὰ παραδοθεῖ, ἀλλὰ νὰ μὲ σκοτώσει μὲ ἀπιστιά. Ἐβγῆκε ἔξω εἰς τοῦ πύργου τὴν πόρτα, καὶ εἶχε βάλει τοὺς ἀνθρώπους μέσα, νὰ παραδοθεῖ. Οἱ ἄνθρωποί του μὲ ἄδειασαν ἕξι τουφέκια. Ἐγὼ ἤμουν κοφτὰ καὶ δὲν μ᾿ ἐπῆραν, ἔπεσα ἀποκάτω ἀπὸ τὸν θόλον τῆς πόρτας τοῦ πύργου, οἱ δικοί μου ἐνόμισαν ὅτι μὲ σκότωσαν καὶ ἤθελαν νὰ σκοτώσουν τοὺς συγγενεῖς τοῦ Κιτρινιάρη… ἄλλοι λέγουν, «Ὄχι, νὰ πάρομε τὸν Θεόδωρον». Ἦλθεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κιτρινιάρη, καὶ τὸν πῆρα εἰς τὸν ὦμον, κι ἐπροφυλάχθηκα, καὶ τὴν νύκτα ἔβαλα φωτιὰ εἰς τὸν πύργον καὶ ἐπαραδόθηκαν. Ὁ ἀδελφός του ἦτον μὲ ἡμᾶς. Τότε τὰ ἀδέλφια τους μὲ εἶπαν: Νὰ κάμω ὅ,τι θέλω εἰς ἐκείνους διὰ τὴν ἀπιστιά. Ἐγὼ εἶπα, ὅτι ἐὰν ὁ Θεὸς μ᾿ ἐφύλαξε, τοὺς χαρίζω τὴν ζωήν. Ὁ Ζαχαριᾶς ἐβοηθοῦσε τοὺς ἄλλους, ἐπολεμούσαμε καὶ ἔπειτα ἐσμίγαμεν ἔξω. Ἐγὼ ὑπεστήριζον τὸν Μπέη. Ὁ Μούρτζινος ἀντιφέρετο μὲ τὸν Μπέην καὶ μὲ τὸν Καπετάνιο τὸν φίλον μου. Ἕνα ἢ δύο μῆνες τὸ καλοκαίρι ἔπρεπε νὰ βοηθήσω τοὺς δικούς μου.
Εἰς τοὺς ἕξι χρόνους ἐπάνου, ἔβγαλα τὰ παιδιά μου εἰς ἕνα χωριό, Γιάνιτζα, πλησίον τῆς Καλαμάτας, διατὶ μοῦ ἤρχετο καλλίτερα διὰ τὴν ζωοτροφίαν. Ἡ Μάνη ἐφθόνησε τὸν Μπέη. Ἦλθε καὶ ὁ Σερεμὲτ μπέης, διὰ νὰ βάλουν τὸν Ἀντωνόμπεη Γληγοράκη. Ἦλθε ὁ Μπέης ὁ Κουμουντουράκης εἰς τὴν Καλαμάτα μὲ 60 ἀνθρώπους, ἐγὼ εἶχα 18. Μὲ ἐμπόδιζαν νὰ βοηθήσω τὸν Κουμουντουράκη, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσω ἐξ αἰτίας τῆς φιλίας. 3.000 Τοῦρκοι καὶ Μανιᾶται πηγαίνουν κατὰ τοῦ Κουμουντουράκη. Βλέπω μακρὰν μπαϊράκια εἰς τὲς Καπετανίες (ψυχικό). Συμβούλευσα νὰ μὴν πᾶμε μέσα εἰς τὴν Μάνη, ἠθέλαμε νὰ πιάσομε τὸ Κάστρο τοῦ Κουμουντουράκη, 4 ὧρες μακριὰ ἀπ᾿ τὴν Καλαμάτα. Οἱ Καπετανάκηδες καὶ ἄλλοι Μανιάτες μᾶς πολέμησαν, ἐλαβώθηκα… τὸ ἄλογον… λάφυρα… πιάνομεν ἕνα πύργον… ὁ Κουμουντουράκης. Ἐπιάσαμε τὸν πύργον, ἔπειτα διὰ νυκτὸς ἀνέβημεν εἰς τὸ Κάστρο. Οἱ πατζαοῦρες (τῆς λαβωματιᾶς) ἦτον μέσα. Ὁ Παναγιώτης Μούρτζινος καὶ ὁ Χριστέας, φίλοι πατρικοί, τοὺς γράφω ἕνα γράμμα: μὲ κάθε συμβιβασμὸ νὰ ἔβγω, νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Μάνην νὰ γιατρευθῶ. Οἱ Μούρτζινοι λέγουν εἰς τὸν Σερεμὲτ μπέη νὰ ἐβγάλουν τοὺς κλέφτες διὰ νὰ ἀδυνατίσει ὁ Κουμουντουράκης, καὶ ἔτζι ἐγέλασαν τὸν Σερεμὲτ μπέη νὰ ἔβγω ἐγὼ ἀπὸ μέσα, καὶ μοῦ εἶπαν νὰ ἔβγω μὲ ὅλους μου τοὺς ἀνθρώπους. Ἀνέβαλα διὰ νὰ ἔβγουν καὶ οἱ ἀνθρῶποι μου. Οἱ ἀνθρῶποι μου μένοντας (1) ὀπίσω· ὁ Πετρούνης ἔγινε μεσίτης νὰ προσκυνήσει ὁ Κουμουντουράκης καὶ δὲν παθαίνει τίποτες, καὶ ἐγὼ τοὺς εἶπα: «Ὅταν ἔλθει ὁ Πετρούνης νὰ μὴ τὸν ἀκούσετε, ἀλλέως θὰ σᾶς φάγει μὲ ἀπιστιά». Ὁ Κουμουντουράκης δὲν ἠθέλησε. Ἔκαμε τραττάτο, ἐβγῆκαν οἱ δικοί μας. Ὁ Κουμουντουράκης ἐπαραδόθηκε καὶ τὸν πῆρε ἡ ἀρμάδα σκλάβον. Ἐγιατρεύθηκα ἐγώ, ἐπῆγα εἰς τὸ ἀρματολίκι μου. Μοῦ ἔπεσαν οἱ προεστοὶ καὶ ὁ κὺρ Γιάννης (Δεληγιάννης), καὶ μοῦ λέγουν: «Δὲν εἶναι καλὸν νὰ κινδυνεύεις εἰς τὴν Μάνην καὶ νὰ φέρεις τὴν φαμίλιαν σου εἰς τὴν Καρύταινα». Τὰ ἔβγαλα τὰ παιδιά μου εἰς τὴν Καρύταινα καὶ ἐκατοίκησα εἰς ἕνα χωριὸ Στεμνίτζα. – Ἐβγῆκε φερμάνι νὰ μᾶς σκοτώσουν καὶ τοὺς δύο, Πετιμεζᾶ κι ἐμέ, 1802. Ἕνας βόϊβοδας τῆς Πάτρας ἐνήργησε αὐτὸ – τὸ φιρμάνι ἔλεγε: Ἢ τοὺς δύο ἡμᾶς ἢ τὰ κεφάλια τῶν Κοτζαμπασήδων. Ὁ βεζύρης τῆς Τριπολιτζᾶς κράζει τὸν πατέρα τοῦ Ζαΐμη καὶ τὸν κὺρ Γιάννη. Ὁ Ζαΐμης ἐπῆγε, ὁ κὺρ Γιάννης ἐφοβεῖτο. Ὁ Πασιὰς τοὺς ἔκαμεν ὅρκον, ὅτι δὲν εἶναι τίποτες δι᾿ αὐτούς. Ἐγὼ ἐσυντρόφευσα τὸν Δεληγιάννην ἕως εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ὅταν ἀνεχώρησε μὲ εἶπε ὁ Δεληγιάννης… Τοῦ εἶπα: «Δὲν τὸ πιστεύω, διὰ ἡμᾶς εἶναι τὸ φερμάνι». Μοῦ ἀποκρίθηκε: «Μὴν φοβεῖσθε». Ἔκραξε μόνον τοὺς δύο ὁ Πασιὰς, τοὺς διάβασε τὸ φερμάνι. «Νὰ μᾶς δώσεις μουχλέτι (διορία) γιατὶ τοῦτοι εἶναι ἄγριοι ἄνθρωποι». Ὁ Γ. Ζαΐμης, Ἀσημάκης, τὸν εἶχε τὸν Πετμεζᾶ εἰς τὰ χέρια του, διατὶ ἐπήγαινε καθημερινῶς εἰς τὰ Καλάβρυτα, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἐπήγαινα εἰς τὴν Καρύταινα, εἰς τὸ Χασαμπᾶ. Εἶπαν οἱ δύο προεστοί, νὰ βάλουν τὸν ἄγριον εἰς τὸ χέρι, καὶ ἔπειτα τὸν ἥμερον εὔκολα. Ὁ Δεληγιάννης ὁρκώνει δύο προεστοὺς νὰ μὲ σκοτώσουν. Ἦτο δύσκολο, διότι ἤμουν πολλὰ προφυλακτικός. Ἐσυνακούσθησαν μὲ τὸν Βελεμβίτζα, τὸν ὥρκωσαν πρῶτα· αὐτὸς ἀποκρίθηκε: «Δὲν τὸν βλέπω τὸν σκοτωμόν τους, θὰ χαλάσουμε τὸ βιλαέτι». Αὐτοὶ δὲν ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν γνώμην τους. – Εἶχαν φέρει ἕναν Μπουλούμπαση μὲ Ἀρβανίτες εἰς τὴν Καρύταιναν. Ὑποπτεύθηκα· ἐπῆγα νὰ χαιρετήσω ἕναν προεστὸν εἰς τὴν Στεμνίτζα· τοῦ λέγω: «Τί τὸν θέλετε τὸν Ἀρβανίτη Μπουλούμπαση; δὲν θέλει γένει ἡ γνώμη σας». Εἰς τὴν Στεμνίτζαν πᾶνε Ἀλβανοί… (1) Ὑπάγω καὶ ἐγὼ μὲ 50. Ἀνταμώθηκα μὲ τὸν Μπουλούμπαση, τοῦ εἶπα: «Θὰ μᾶς βάλουν νὰ τζακίσουμε τὰ στουρνάρια, τὰ ἥμερα δὲν θὰ διώξουν τὰ ἄγρια, ὅλα φεύγουν, ὁ σπουργίτης πάντοτε μένει».
*Ολόκληρο το βιβλίο υπάρχει εδώ: http://users.uoa.gr/~nektar/history/3contemporary/narrations_fighters_1821.htm