Ελλάδα: Μια χώρα ρετρό

Κείμενο: Βασίλης Ραφαηλίδης*
Ο ΓΑΛΛΟΣ πολιτικός και κατ’ επανάληψιν πρωθυπουργός της χώρας του Αριστείδης Μπριάν (1862- 1032) έλεγε κυνικότατα: «Δουλειά της Ελλάδας είναι να διαμαρτύρεται και δική μας να μην απαντούμε».
Πράγματι, από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους και μέχρι σήμερα, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν είναι παρά μια συνεχής αλυσίδα διαμαρτυριών, που όταν δε μένουν αναπάντητες παίρνουν τυπικές απαντήσεις άνευ ουσιαστικού νοήματος.
Μ’ άλλα λόγια οι ξένοι γνωρίζουν πως δεν έχουμε εξωτερική πολιτική. Και τούτο, γιατί δεν έχουμε εσωτερική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική προϋποθέτει την ύπαρξη καλά οργανωμένου κράτους. Αλλά το νεοελληνικό κράτος εδώ και 170 χρόνια προσπαθεί να… δημιουργήσει ένα κράτος που να λέγεται Ελλάδα, εις μνήμην της αρχαίας Ελλάδας.
Ο στρατηγός Ντε Γκολ έλεγε πως για να επιβιώσουν οι κοινωνίες έχουν ανάγκη απ’ την πεποίθηση ότι προχωρούν. Η ελληνική κοινωνία όμως είναι τόσο χαοτική και ακατάστατη, που κάθε φορά που επιχειρεί να κάνει ένα βήμα μπροστά, μπουρδουκλώνεται και κάνει δύο βήματα πίσω. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ κοινωνία σίγουρα προχωρεί, αλλά… ανάποδα: Είναι συνεχώς στραμμένη σε ένα παρελθόν, που ωστόσο δεν ήταν ποτέ δικό της. ‘ Οταν κανείς ξέρει πως δεν έχει μέλλον αρπάζεται από το παρελθόν, σαν από σανίδα σωτηρίας.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη μνήμες. Η Ελλάδα είναι μια χώρα ρετρό, όπως αποδεικνύουν τα ερείπιά της – και οι ερειπωμένοι άνθρωποί της.
Μας είπαν πως έχουμε ενδόξους προγόνους και να μη φκιάξουμε ενδόξους απογόνους. Και το τρικ έπιασε. Πιστέψαμε στ’ αλήθεια πως είμαστε συγγενείς πρώτου βαθμού του Περικλή, του Πλάτωνα, του Σωκράτη, του Σοφοκλή. Και μας έκαναν να ψάχνουμε για ρίζες μέσα στα μεγαλειώδη ερείπια, αφενός για να ξεχνούμε την αθλιότητά μας και αφετέρου να μην μπορούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον μας ως λαός. Μας φόρεσαν μέχρι τ’ αυτιά το καπέλο της πεποιημένης προγονολατρίας για να μην μπορούμε να στρίψουμε το κεφάλι προς το μέλλον.
Και βέβαια, δε μας είπαν πως όλοι οι προτεινόμενοι ως πρόγονοι πέθαναν εδώ και περισσότερο από 2.000 χρόνια χωρίς ν’ αφήσουν απογόνους σε τούτον εδώ τον τόπο της μόνιμης ορφάνιας. Σε καμιά περίπτωση και από καμιά άποψη δεν είμαστε οι κληρονόμοι των αρχαίων μας «προγόνων». Δεν υπάρχει ούτε βιολογική (αυτό είναι αυταπόδεικτο) ούτε ηθική ούτε θρησκευτική, ούτε ψυχολογική συνέχεια ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα Ελλάδα. Υπάρχει μόνο η κοινή σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, απ’ την οποία εμείς οι ημιβάρβαροι συνεχίζουμε να είμαστε. σχεδόν αποκληρωμένοι. Ως λαός είμαστε ένα απειροελάχιστο κοινωνικό θραύσμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ήταν ελληνική μόνο στη γλώσσα -και όχι πάντα. «Η Ελλάδα είναι μια μυθολογική κοινωνία, μια κοινωνία συμβόλων και εθνικών μνημών», λέει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο σπουδαίο βιβλίο του «Επί της δομής του νεοελληνικού κράτους», που θα μας απασχολήσει και σήμερα. (Τουλάχιστον ας απασχολήσει εμάς για πολύ, αφού δεν προβλέπεται να απασχολήσει πολλούς).
Να, λοιπόν, γιατί δε μας λογαριάζουν οι ξένοι: Γνωρίζουν πως δεν είμαστε ακριβώς λαός, αλλά… μύθος, που τον υιοθέτησε ένας λαός για να υπάρξει ως τέτοιος μυθολογικά. Ποιος λοιπόν λογαριάζει τους μύθους; Ο πεπειραμένος και αρχαιοθρεμμένος Μπριάν ήξερε καλά τι έλεγε: «Τούτο το κράτος των ορθοδόξων θα έπρεπε να είναι ένα κράτος καθολικά διαμαρτυρομένων για τον εγκλωβισμό του στους μύθους». Αλλά δεν είναι.
Μας είπαν, λοιπόν, πως είμαστε “Ελληνες” χωρίς να μας δώσουν πολλές διευκρινίσεις για το πώς και το γιατί. Αρκέστηκαν να μας προτείνουν, αντί της επιστημονικής ερμηνείας, τον επιστημονικοφανή μύθο. Κι όταν ένας πολύ μεγάλος επιστήμονας, ο Φαλμεράιερ, που για τον Κακλαμάνη είναι ο κατεξοχήν φιλέλληνας, προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στην επιστημονική τους θέση, γνώρισε ένα τόσο βλακώδες, μποϊκοτάζ από τη μεριά αυτών που είχαν κάθε λόγο να μιας διατηρούν στη σαλαμούρα του μύθου, που μόλις πρόσφατα επετράπη η έκδοση στα ελληνικά του σοφού έργου του «Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων» (μετάφραση – παρουσίαση Κων. Π. Ρωμανός, έκδοση «Νεφέλη» 1984).
ΤΙ ΕΛΕΓΕ ο Φαλμεράϊερ και εξόργισε τους εθνοκάπηλους; Πως δεν υπάρχει φυλετική συνέχεια ανάμεσα στους αρχαίους και τους νέους ‘ Ελληνες, πράγμα αυταπόδεικτο για κάθε νοήμονα. Και ότι οι σημερινοί ‘Ελληνες, είναι μια πανσπερμία εθνοτήτων. Δυστυχώς, όμως, πάνω σε μια τέτοια άποψη που για να γίνει αποδεκτή προϋποθέτει τουλάχιστον την αποδοχή του μεγάλου διεθνιστικού οράματος του Ρήγα Φεραίου, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτόν και να μην προχωρήσου- με μέχρι τον Μαρξ, δεν μπορεί να στηριχτεί το «ενιαίο εθνικό κράτος», που προσπάθησαν να δημιουργήσουν οι Έλληνες χωρίς να τα καταφέρουν μέχρι σήμερα. Γιατί το σημερινό ελληνικό κράτος είναι τεχνητό κατασκεύασμα του Διεθνούς Δικαίου και όχι μια φυσιολογική εξέλιξη του έθνους σε κράτος. (Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, κάθε έθνος δικαιούται να έχει ένα κράτος, αλλά κάθε κράτος δεν αποτελείται κατ’ ανάγκην από ένα έθνος. Τυπικά παραδείγματα πολυεθνικών κρατών είναι οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, που χρωστούν την ανάπτυξή τους μεταξύ άλλων και στην πολυεθνική σύσταση των κοινωνιών τους). Στην Ελλάδα, λοιπόν, γιατί ντρεπόμαστε να πούμε πως είμαστε πολυεθνικό κράτος και να φερθούμε ανάλογα, λύνοντας μια για πάντα την τροχοπέδη της μυθολογικά «κατοχυρωμένης» μονοεθνικότητάς μας;
Για να υπάρξει μονοεθνικό κράτος πρέπει να προϋπάρξουν κάποιες επιστημονικές προϋποθέσεις, που η επιστήμη της εθνολογίας δεν έχει καμιά πιθανότητα να τις επισημάνει στην Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα, ως κράτος, δεν θα μπορούσε να υπαχθεί σε καμιά γνωστή κατηγορία εθνών, λέει πολύ σωστά ο Κακλαμάνης. Η Ελλάδα δε είναι «πολιτιστικό έθνος» (πρώτη κατηγορία) γιατί η έννοια του «ελληνικού» αποτελεί μια πολυπλοκότητα πολιτιστικών εκδοχών που δεν μπορούν να υπαχθούν σ’ ένα φορέα. Για παράδειγμα, η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα κράτη των Ελληνιστικών Χρόνων αποτελούν «ελληνικό πολιτιστικό έθνος», ο φορέας τους, όμως, δεν είναι οι’ Ελληνες μόνο.
Η Ελλάδα δεν είναι «γλωσσικό έθνος» (δεύτερη κατηγορία) γιατί ο ελληνισμός, ως πολιτιστική κατηγορία καλλιεργήθηκε και σε άλλες γλώσσες πλην της ελληνικής, χωρίς, ωστόσο, η ιδιομορφία αυτή να χαρακτηρίζει το υποκείμενο τους (αυτούς που μιλούσαν άλλες γλώσσες) ως μη Έλληνες.
Η Ελλάδα δεν είναι «έθνος με φορέα τη θρησκεία» (τρίτη κατηγορία), όπως παρουσιάστηκαν δολίως αργότερα τα πράγματα, για να βολευτεί όπως όπως η κατάσταση, γιατί ο χριστιανισμός της Ανατολής αποτελούσε μια πολυσήμαντη διάσταση πολιτισμών στις πολυεθνικές χώρες των μεσογειακών λαοτήτων. Δηλαδή, σε καμιά περίπτωση η Ορθοδοξία δεν ήταν ίδιον αποκλειστικά των Ελλήνων, ώστε να δικαιούται να αποτελέσει ελληνικό εθνικό χαρακτηριστικό. Κι ωστόσο, με μια «επιστημονική» λαθροχειρία μεγάλης κλάσεως που στηρίζεται στη στρεβλή μελέτη του αποδιοπομπαίου τράγου Φαλμεράϊερ, ο χριστιανισμός έγινε, ως εκ θαύματος, το κύριο και μόνο πολιτιστικό χαρακτηριστικό των Νεοελλήνων.
![Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1765 - 17 Ιανουαρίου[1] 1848) ήταν γόνος της ιστορικής μανιάτικης οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, τελευταίος Μπέης της Μάνης, οπλαρχηγός του 1821 Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1765 - 17 Ιανουαρίου[1] 1848) ήταν γόνος της ιστορικής μανιάτικης οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, τελευταίος Μπέης της Μάνης, οπλαρχηγός του 1821](https://eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/2014/05/petrompeis-924x1024.jpg)
Αυτό που αποκαλείται «εθνική συνείδηση» είναι δημιούργημα και συνακόλουθο της κοινωνικής επενέργειας των τριών παραπάνω εθνολογικών χαρακτηριστικών, είτε όλων μαζί, όταν πρόκειται για τέλεια συγκροτημένο έθνος, είτε των δύο μόνο σε τρία ζεύγη, είτε του ενός από τα τρία. Στο ελληνικό έθνος προσδόθηκε μόνο το ένα από τα τρία χαρακτηριστικά της εθνότητας, αλλά κι αυτό «κατ’ απονομήν», δηλαδή τεχνητά.
Οπωσδήποτε, ωστόσο, η θρησκεία αποτελεί εξαιρετικά συνεκτικό δεδομένο, που λειτουργεί αποτελεσματικά μέσα σε μια κοινωνία. ‘Ομως, μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι θεοκρατική. Δηλαδή, η Εκκλησία εδώ θα παίξει προεξάρχοντα ρόλο στη διοίκηση. Γι’ αυτό ακριβώς επιλέχτηκε η θρησκεία σαν τεχνητός συνεκτικός δεσμός στη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Θα μπορούσαν, επίσης, να επιβάλουν τεχνητά κάποιο από τα άλλα εθνικά χαρακτηριστικά. Όμως δε θα λειτουργούσαν τόσο αποτελεσματικά. Η Ιστορία απέδειξε πως στόχευσαν σωστά. Πράγματι, η Ορθοδοξία δημιούργησε ένα κράτος, αλλά είναι τεχνητό, διότι τεχνητή, ήταν και η εθνολογική παράμετρος που επιλέχτηκε. (Είπαμε η Ορθοδοξία δεν είναι αποκλειστικό θρήσκευμα των Ελλήνων).
ΜΕΣΑ στην πλήρη έλλειψη εθνικής συνείδησης, που αποτελεί το εγγενές χαρακτηριστικό του ελληνικού χώρου, λέει ο Κακλαμάνης, ήταν εύκολο να στηθούν «εθνικές κυβερνήσεις», που θα αναλάμβαναν την εκστρατεία κατά της ελληνικότητας (νοουμένης ως πολιτιστική διάσταση). Η «εθνική κυβέρνηση», όπως δείξαμε ήδη, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην Ορθοδοξία, αφού αυτή και μόνο αποτελεί την ερζάτς παράμετρο της ελληνικής εθνότητας. Παρατηρήσατε πως γίνεται πολύ συχνά λόγος για «εθνική κυβέρνηση» και σπανιότερα για «ελληνική κυβέρνηση»; Ο πρώτος όρος αναφέρεται, κατά κανόνα, στην εσωτερική πολιτική και ο δεύτερος στην εξωτερική. Γιατί οι ξένοι θα γελούσαν αν τους κάναμε λόγο για «εθνική κυβέρνηση». Διότι όταν η εθνότητα σχηματίσει κυβέρνηση, σημαίνει πως προηγουμένως έχει σχηματίσει κράτος βασισμένο στην εθνότητα. Συνεπώς, τότε δε θα υπήρχε λόγος να τονίζεται το «εθνικός». Ωστόσο, εδώ σε μας υπερτονίζεται. Επιστρατεύτηκε ακόμα και η γλώσσα στην τεχνική της προσπάθειας δημιουργίας τεχνητού έθνους.
Άλλωστε, η λέξη «έθνος» εδώ παραπέμπει αυτομάτως στη θρησκεία, πράγμα που πρέπει να γίνεται συνεχώς φανερό απ’ το φόβο πως θα λασκάρει ο μοναδικός, αν και κίβδηλος δεσμός της εθνικής μας συνοχής. Η οποία, όπως είπαμε ήδη, είναι κάτι που πρέπει να προκύψει. Και ίσως προκύψει αυτομάτως με τα χρόνια, μέσα απ’ την όσμωση των εθνοτήτων. Κάποτε θα δημιουργηθεί φυσιολογικά νεοελληνική εθνότητα, όπως έχει ήδη δημιουργηθεί στην Αμερική μέσα απ’ τον αρχικό πολυεθνισμό της – που σημειωτέον δεν την εμπόδισε σε τίποτα να αναπτυχθεί με τρόπο εντελώς εντυπωσιακό.
Το παράξενο σε μας εδώ είναι πως κάποιοι ανιστόρητοι διανοούμενοι, παρακινημένοι από την προσωπική τους πίστη στην Ορθοδοξία πασχίζουν ηλιθίως να μας την προτείνουν σαν το «μοτέρ» για την ανάπλαση του έθνους. Εννοούμε τους νοητικούς αρχαϊσμούς του κινήματος των νεοορθοδόξων, των παντελώς αμοίρων επιστημονικής παιδείας, αν και καλά ενημερωμένων στα Πατερικά Κείμενα. Κατά επιεικέστατο χαρακτηρισμό, θα μπορούσαμε να πούμε γι’ αυτούς: ο απελπισμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. Με το ένα χέρι. Γιατί με το άλλο πιάνεται απ’ τα ράσα του παπά. Που με τη σειρά του πιάνεται απ’ τη μαγκούρα του δεσπότη. Που με τη σειρά του πιάνεται… απ’ το Άγιο Πνεύμα. Δε λέμε, καλό και το Άγιο Πνεύμα, κυρίως γι’ αυτούς, που στερούνται επιστημονικού πνεύματος. Αλλά το Άγιο Πνεύμα είναι όργανο ακατάλληλο για τη διαμόρφωση κοινωνιών, εντός των οποίων ζουν και άνθρωποι πολύ απομακρυσμένοι απ’ αυτό.
ΠΟΛΥ σωστά αναρωτιέται ο Κακλαμάνης: Πώς γίνεται και δυτικοτραφείς εκπρόσωποι της Δεξιάς, που θήτευσαν στον Καντ να εκστασιάζονται με το βυζαντινό τους παρελθόν; Πώς γίνεται να είναι κανείς ορθόδοξος και ταυτόχρονα υπέρμαχος του πλουραλισμού του Καρλ Πόπερ; Δε βλέπουν την καταφάνερη αντίφαση; Μήπως μέσα στη νεοορθοδοξία κυοφορείται μια κάποια δικτατοριούλα;
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήθελε να του παραχωρήσουν τουλάχιστον την Εύβοια για να ζήσει αξιοπρεπώς, όπως έλεγε. Οι χίλιοι εν Ελλάδι νοήμονες (τόσους τους βγάζει ο αυστηρός Κακλαμάνης) δεν είναι σε θέση, να νοήσουν ότι το αρμόζον πλαίσιο για την πλήρη ανάπτυξη της Ορθοδοξίας, παλιάς και νέας είναι η φεουδαρχία ή οι κλειστές κοινότητες που εμφανίζονται στα θεοκρατικά καθεστώτα του ασιατικού τρόπου παραγωγής; Στη σημερινή Ελλάδα των ηρώων και του ιερατείου, λέει ο Κακλαμάνης, οι πάντες έμαθαν να πιστεύουν στον ελληνισμό κι όχι στους ελληνισμούς, κι ας τους διαψεύδει η Ιστορία που γνώρισε πολλές παραλλαγές του ελληνισμού, σε τόπους και χρόνους που ουδεμία φυλετική ή θρησκευτική σχέση έχουν με τους κυρίως Έλληνες.

Το ξαναλέμε: Ο ελληνισμός είναι πολυκεντρικός και πολυδιασπασμένος. Ο ελληνισμός σήμερα έχει πατρίδα τη γη.
Αλλά πώς να το καταλάβουν αυτό οι φοροφυγάδες όλων των κομμάτων, που τους χρειάζεται μια πατρίδα για να ασκήσουν τα «καθήκοντά» τους; Γιατί φωνασκούν, νομίζετε, όλοι αυτοί για την «πατρίδα και τη θρησκεία»; Πιστεύετε ότι η πατρίδα και η θρησκεία είναι αυτό που τους ενδιαφέρει; Τους ενδιαφέρει μόνο το κοινωνικό μόρφωμα που θα δημιουργήσει, όπως όπως, το πλαίσιο εντός του οποίου θα ασκήσουν την παραδοσιακή ελληνική τέχνη της απάτης. Μια κίβδηλη κοινωνία έχει ανάγκη από ένα κίβδηλο κράτος προκειμένου να ασκήσουν την τέχνη τους οι κιβδηλοποιοί ιδεών και νομισμάτων.
Φυσικά, οι απατεώνες θα συναντούσαν προβλήματα και συνειδησιακά και ψυχολογικά, αν η Εκκλησία δεν τους έδινε κάθε τόσο άφεση αμαρτιών δια της εξομολογήσεως και της μετανοίας. Άλλωστε, εδώ στην Ελλάδα, ο κάθε καλός κλέφτης είναι κι ένας το ίδιο καλός χριστιανός: Πριν απ’ τη διάρρηξη, ας πούμε, ανάβει ένα κερί στον πλησιέστερο προς το στόχο του ναό, και μετά την επιτυχή διάρρηξη εκπληρώνει το τάμα του, που μπορεί να φτάσει και στο μισό της αξίας των κλοπιμαίων. ‘Οσο πιο απατεώνας είναι κανείς τόσο μεγαλύτερη ανάγκη απ’ τον «πνευματικό» έχει. Οι εξαιρέσεις, όταν δε γίνονται κανόνας, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (1987)