Στάση Αριστοτέλους
Γράφει η Κατερίνα Κανατσιοπούλου
Έξι το απόγευμα. Στάση Αριστοτέλους στην Εγνατία.
Έχει ήδη νυχτώσει. Πίσω απ’ τον κάδο καθισμένος στο πεζοδρόμιο, βρώμικος και ταλαίπωρος μασουλάει ένα σάντουιτς κι έχει δίπλα ένα άδειο κουτί από φάρμακα. Ένα κομμάτι χαρτόνι δίπλα του γράφει το πρώτο σκέλος μιας εξίσωσης: ΠΙΝΑΟ+ΕΠΙΛΕΠCΙΑ.
Είναι τόσο στριμωγμένος και τόσο γκρι-καφέ πίσω απ’ τον πράσινο κάδο που αναρωτήθηκα μήπως λίγο πριν, πριν τον δω, που κάπνιζα στην άλλη γωνία του κάδου, τίναζα πάνω του τις στάχτες μου.

Μπροστά μου ένας άλλος τυπάκος με βρώμικες φόρμες και βρώμικα χέρια ρωτάει μια καλοντυμένη πεντακάθαρη συμπαθητική κοπέλα την ώρα.
Φαίνεται ξύπνιος κι είναι όμορφος. Κάτι της προτείνει ν’ αγοράσει, μάλλον. Κρατάει μια σακούλα που μοιάζει να περιέχει μικρά τυλιγμένα με χαρτί ψωμάκια. Παρολαυτά δεν μοιάζει με τύπο που θα πουλούσε ψωμιά.
Είναι ξύπνιος. Τον φαντάζομαι σε μια πανάθλια, ετοιμόρροπη κουζίνα, έτοιμο να κάνει ό,τι χρειαστεί για να ξεφύγει από κει.
Μάλλον θα κάνει ναρκωτικά, σκέφτομαι. Επειδή είναι ξύπνιος και θέλει να ξεφύγει από κάπου.
Της μιλάει. Κι έπειτα της συστήνεται. Τείνει το χέρι προς την πλευρά της.
Κι αυτή δέχεται τη χειραψία με το πενταβρώμικο χέρι.
Μια γεματούλα πεντακάθαρη κοπέλα από καλή οικογένεια μ’ ευγενική ψυχή.
Πολύ συμπαθητική.
Θα τη βλέπει και θα ονειρεύεται μιαν ωραία, τακτοποιημένη ζεστή κουζίνα.
Ανεβαίνω στο λεωφορείο. Είναι ήδη πήχτρα.
Στριμώχνομαι στο παράθυρο, ανάμεσα στο μηχάνημα των εισιτηρίων και σ’ ένα άδειο παιδικό καροτσάκι. Έξυπνη κίνηση να στριμωχτώ ανάμεσα σε άψυχα αντικείμενα, γιατί αλλιώς θα στριμωχνόμουν ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι κάπως απρόβλεπτοι. Εντοπίζω την κάτοχο του καροτσιού. Είναι μια μικρούλα, πολύ μικρούλα-μηνών-καθισμένη στην αγκαλιά της μάνας της.
Δίπλα τους κάθεται ένας σκοτεινός τύπος με μούσι και μια χαρακιά στο αριστερό του φρύδι. Η μικρή χαζεύει τη χειρολαβή που κρέμεται από πάνω της κι όλο ενθουσιασμό τεντώνεται στα ποδαράκια της να την πιάσει.
Μετά ξαπλώνει ανάσκελα και χαμογελάει στον τύπο με το σκοτεινό βλέμμα.
Αυτός χαίρεται και το μάτι του φωτίζει. Της χαμογελάει. Του λείπει ένα δόντι ή το ‘χει σπάσει άσχημα.
Κι η μικρή στην αγκαλιά της μαμάς της (που μοιάζει γλυκιά και στοργική) βγάζει κάτι άναρθρες φωνούλες και πάλι τεντώνεται να πιάσει τη χειρολαβή και στο διάδρομο δίπλα της όρθιος ένας ξανθός φτωχικά ντυμένος ξένος της χαμογελάει. Τί ωραίο χαμόγελο πού΄χει. Τι ωραία δόντια.
(Είμαι οδοντίατρος κι όλο αποτιμώ δόντια / επαγγελματική διαστροφή / αλλά και πριν γίνω τα μελετούσα, θυμάμαι).
Κουνάει από πάνω της μια-μια τις χειρολαβές κι η μικρή τις χαζεύει να ταλαντώνονται.
Κι εγώ τους χαζεύω.
Μετά αντιλαμβάνομαι πως πίσω μου μια γυναίκα που βλέπω μόνο τη χοντρή της πλάτη τραγουδάει. Τον σαλταδόρο. Να τά ‘χει πιει; Μπορεί.
Έχει ωραία φωνή. Θα της το πω μετά για να χαρεί, σκέφτομαι, ενώ βλέπω τρεις τρέντυ να μπαίνουν μέσα και να έρχονται αναγκαστικά φάτσα της και να προσπαθούν να κρατήσουν μιαν απόσταση που δεν μπορεί να κρατηθεί στο σαρδελολεωφορείο. Όμως τα καταφέρνουν, γιατί την κοιτούν μ’ αυτό το βλέμμα που κοιτούν οι πολύ πλούσιοι τους πολύ φτωχούς, οι πολύ έξυπνοι τους πολύ βλάκες, οι πολύ κοινωνικά προσαρμοσμένοι ό,τι τους φαίνεται περιθώριο.