Τα Ντουρντουβάκια και η βουλγαρική κατοχή στην Ελλάδα
Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Ενώ όλοι γνωρίζουν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν ότι την περίοδο 1941-1944 στην Ελλάδα υπήρξε τριπλή κατοχή, από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Και μάλιστα οι Βούλγαροι κατείχαν την ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, από το Στρυμόνα ποταμό μέχρι σχεδόν τον Έβρο. Μόνο ίσως οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, που υπέστησαν τη βουλγαρική κατοχή, ξέρουν ότι και οι Βούλγαροι δημιούργησαν τάγματα εργασίας, στα οποία κατατάσσονταν υποχρεωτικά όλοι οι άντρες (Έλληνες αλλά και Σέρβοι), που ήταν ύποπτοι για αντίσταση. Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην πρώτη βουλγαρική κατοχή της περιοχής το 1916-1918, κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκόσμιου πολέμου. Η καταναγκαστική εργασία μέσα στο λιοπύρι, με ελάχιστο φαγητό και νερό, θύμιζε τα αντίστοιχα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών ή τα «Αμελέ Ταμπουρού» των Τούρκων στη Μ. Ασία. Αλλά, ενώ για τους Γερμανούς κατακτητές έγινε η δίκη της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου, για τους Βούλγαρους κατακτητές δεν έγινε κάτι τέτοιο, για διάφορους λόγους. Αποτέλεσμα ήταν να ξεχαστούν όλα και γι’ αυτό ίσως ακούγονται στους αγωνιστικούς χώρους οι αθλιότητες τύπου «Βούλγαροι» για τους κατοίκους της βόρειας Ελλάδας από ανιστόρητους οπαδούς ομάδων της νότιας Ελλάδας και εξαγριώνεται ο κόσμος!
Σύμφωνα με τη Σοφία Αυγέρη «η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης 2трууJдови войски, τρούντοβι βόιτσκι (τάγματα εργασίας) ή του трууJдов войник, τρούντοβ βόινικ (φαντάρος αγγαρείας) και χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στην ανατολική Μακεδονία κα τη Θράκη – πάντα στο ουδέτερο γένος – και συνήθως ως επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού (τον πήραν ντουρντουβάκι…) ή του τρόπου (σαν το ντουρντουβάκι έκανε ό,τι του έλεγε..)».
Ας δούμε τα γεγονότα από την αρχή: Ο βασιλιάς Μπόρις της Βουλγαρίας υπέγραψε με τον Χίτλερ την 1η Μαρτίου 1941 συμφωνία μη επίθεσης. Η Βουλγαρία θα επέτρεπε στα γερμανικά στρατεύματα να περάσουν από το έδαφός της με αντάλλαγμα την παραχώρηση της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στους βόρειους γείτονές μας, που θα πραγματοποιούσαν έτσι το όνειρό τους για τη «Μεγάλη Βουλγαρία του Αιγαίου», που προέβλεπε η συνθήκη του Αγ. Στεφάνου το 1878.
Στη συνέχεια οι Σέρβοι χάνουν από τις δυνάμεις του Άξονα και, μέσω της κοιλάδας του Αξιού, στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα. Τα ελληνικά στρατεύματα στη γραμμή άμυνας στα οχυρά Ρούπελ στην ανατολική Μακεδονία συνθηκολογούν, αν και κρατούσαν ηρωικά. Ταυτόχρονα επιστρέφουν και οι Έλληνες στρατιώτες από το αλβανικό μέτωπο, νικητές μέχρι τότε στον πόλεμο με τους Ιταλούς, μετά τη συμφωνία παράδοσης της κυβέρνησης Τσολάκογλου.
Λίγες μέρες μετά την παράδοση της χώρας στους Γερμανούς κάνουν την εμφάνισή τους στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη οι Βούλγαροι (Μάιος 1941). Ξύπνησαν άσχημες αναμνήσεις στον τοπικό πληθυσμό από την προηγούμενη βουλγαρική κατοχή της περιοχής, τότε που οι άνδρες από 16 μέχρι 60 χρονών οδηγήθηκαν όμηροι στη Βουλγαρία. Εκεί τράβηξαν τα πάνδεινα από τις ταλαιπωρίες και τα βασανιστήρια και πολλοί άφησαν εκεί τα κόκαλά τους. Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν οι λίγοι κάτοικοι της περιοχής με βουλγαρική εθνική συνείδηση, οι οποίοι δεν είχαν πάει στη Βουλγαρία στην ανταλλαγή του πληθυσμού που ακολούθησε το 1924. Τους συγκεκριμένους ανθρώπους οι Βούλγαροι στρατιώτες και χωροφύλακες, που κατέκλυσαν την περιοχή, τους τοποθέτησαν σε καίριες θέσεις. Εντωμεταξύ τα στρατεύματα κατοχής ακολούθησαν και Βούλγαροι έποικοι.
Η προπαγάνδα των βόρειων γειτόνων μας μπήκε σε άμεση εφαρμογή. Τόνιζαν στους Έλληνες ότι ήρθαν στην περιοχή ως ελευθερωτές. Κι αυτό γιατί όπως επεσήμαιναν «εσείς δεν είσαστε Έλληνες, είσαστε Βούλγαροι». Όλοι οι παλιοελλαδίτες απελαύνονται και τα σχολεία από την πρώτη στιγμή αποκτούν μόνο Βούλγαρους δασκάλους, οι οποίοι θα βοηθήσουν τα παιδιά «να ξαναθυμηθούν τη μητρική τους γλώσσα». Το ίδιο γίνεται στις εκκλησίες με βούλγαρους παπάδες, οι οποίοι θα λειτουργούν στη βουλγαρική γλώσσα και θα μνημονεύουν όχι τον Έλληνα Πατριάρχη, αλλά το Βούλγαρο. Όλες οι επιγραφές αντικαθίστανται με καινούριες γραμμένες στα βουλγαρικά, όπως επίσης οι ταυτότητες των κατοίκων και τα ονόματά τους.
Δόθηκε διαταγή, όσοι έχουν όπλα, να τα παραδώσουν, αλλιώς θα ξυλοκοπηθούν. Όσοι έχουν φύγει από τα χωριά τους ή ακόμη κι όσοι φύγουν για πάνω από 5 μέρες θα χάσουν τις περιουσίες τους, οι οποίες θα διανεμηθούν στους Βούλγαρους εποίκους, που είχαν αναγκαστεί να αφήσουν τα σπίτια τους στην περιοχή με την ανταλλαγή πριν από 17 χρόνια. Επίσης απαγορευόταν η οποιαδήποτε μετακίνηση στην περιοχή χωρίς την άδεια του κατοχικού στρατού. Η κυκλοφορία στους δρόμους επιτρέπεται μέχρι τις 10 το βράδυ και το χειμώνα μέχρι τις 9 το βράδυ.
Επιπλέον όσοι Έλληνες έχουν μια οποιαδήποτε επιχείρηση υποχρεώνονται να πάρουν έναν Βούλγαρο συνέταιρο, με τον οποίο θα μοιράζονται τα κέρδη! Τα ζώα που σφάζονται, το γάλα και η αγροτική παραγωγή θα τα παραδίδουν στο βουλγαρικό στρατό για τις ανάγκες του, εκτός από το κριθάρι, τη βρώμη και τη σίκαλη, που θα μπορούσαν οι Έλληνες να τα κρατήσουν για τα ζώα τους. Ακόμη και ψωμί απαγορευόταν να ζυμώνεται και το βασικό αυτό φαγώσιμο θα μοιράζεται με δελτίο. Όμως όποιοι Έλληνες αναγνωρίσουν τη βουλγαρική κατοχή και πάρουν τη βουλγαρική υπηκοότητα θα απαλλαγούν από τα παραπάνω δυσβάσταχτα μέτρα. Πρέπει να τονίσω σε αυτό το σημείο ότι ελάχιστοι ήταν αυτοί που αποδέχτηκαν τη βουλγαρική κατοχή και οι οποίοι, με την αποχώρηση του κατοχικού στρατού, έφυγαν και αυτοί.
Κύριος στόχος των κατακτητών ήταν η βαθμιαία αλλοίωση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή με την προπαγάνδα, την εκπαίδευση, τη βία, το φόβο και τις στερήσεις. Δεν έλειψαν όμως και οι τυχοδιώκτες Βούλγαροι, που βρήκαν ευκαιρία να πλουτίσουν από το λαθρεμπόριο και το πλιάτσικο! Για παράδειγμα ο Βούλγαρος παπάς είχε ταρίφα 3.000 λέβα για κάθε θρησκευτικό μυστήριο και μάλιστα έδινε βουλγαρικά ονόματα στα παιδιά (π.χ. στα κορίτσια «Μπόζια», που σημαίνει Παναγία). Περιττό να πω ότι ελάχιστοι πήγαιναν στην εκκλησία. Απεναντίας οργανώθηκε και αντάρτικο από τους Έλληνες π.χ. με τον Αντώνη Φωστηρίδη με το ψευδώνυμο «Αντών Τσαούς» (Τσαούς=λοχίας).
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν πείνα, φόβος, ξυλοδαρμοί και εξευτελισμός της προσωπικότητας. Όμως είχαμε και εκτελέσεις π.χ. στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 189 άντρες εκτελέστηκαν στο Δοξάτο Δράμας ή 18 άτομα στο Ν. Σκοπό Σερρών. Μάλιστα πήραν χρήματα από τις οικογένειες των εκτελεσθέντων για τις σφαίρες που ξόδεψαν να τους σκοτώσουν.
Αλλά εκτός όλων των άλλων είχαμε και επιστράτευση. Σύμφωνα με τη Σ. Αυγέρη «πρόκειται για την αποστολή Ελλήνων υπηκόων κατά κανόνα των κλάσεων 1941-1942 επιστρατευμένων από το βουλγαρικό στρατό κυρίως στη βουλγαροκρατούμενη Γιουγκοσλαβία αλλά και στην ίδια τη Βουλγαρία, όπου εργάζονταν στην κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων και σε άλλα έργα. Η παλιά Βουλγαρία και οι νεοκατακτημένες σερβικές περιοχές καθώς και η περιοχή της Δοβρουτσάς είναι οι κύριοι προορισμοί. Σταδιακά η στρατολόγηση επεκτείνεται και σε άλλα έτη γέννησης, ενώ εντείνεται από το 43 η κλήτευση ομήρων κάθε ηλικίας κυρίως λόγω αντιστασιακής δράσης ή απλά λόγω σχετικών καταγγελιών. Από το σιδηροδρομικό σταθμό Σιδηροκάστρου μέχρι το Μάιο του 42 μεταφέρθηκαν περίπου 35.000 Έλληνες, οι οποίοι υπέγραφαν πριν αναγκαστικά δηλώσεις πως επιθυμούν να εργασθούν για το βουλγαρικό κράτος. Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν ήταν ίδια για όλους, αλλά συνήθως κρατούσε έξι μήνες. Oι άδειες συχνά εξαρτώνταν από την καλή συμπεριφορά των ανδρών αλλά και από τη δυνατότητα χρηματισμού που είχαν. Οι άδειες θέρους δίνονταν σταδιακά και πολλοί νέοι – κυρίως από την περιοχή των Σερρών που απέχει λιγότερο από τη Βουλγαρία – δεν επέστρεφαν από την άδειά τους, ενώ οι νέοι από τα χωριά της Θράκης συνήθως υπηρετούν συνεχόμενα και λάμβαναν άδειες το χειμώνα. Οι μήνες, επίσης, θητείας δεν είναι σταθεροί και κυμαίνονται από έξι έως δύο έτη. Υπάρχουν όμως πολλές μαρτυρίες για χρηματισμό των επιτροπών στρατολόγησης, με στόχο την αποφυγή της στράτευσης.
Τον Απρίλιο του 1942 κλήθηκαν σε στράτευση οι άνδρες που είχαν γεννηθεί το 1920 και 1921 και οι οποίοι αποτελούσαν την κλάση του 1941, που δεν είχε υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό λόγω της Κατοχής. Αργότερα, το 1943, οι Βούλγαροι προχώρησαν και στην επιστράτευση κλάσεων μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό και στον πόλεμο του 1940-41. Όσοι Έλληνες δεν παρουσιάζονταν στις επιτροπές στρατολογίας και ελέγχου υποβάλλονταν αρχικά στην καταβολή σημαντικού προστίμου, και σε περίπτωση μη καταβολής τους δικάζονταν και καταδικάζονταν ερήμην».
Τα Τάγματα Εργασίας ήταν μονάδες πλήρους στρατιωτικής οργάνωσης (λόχοι, τάγματα κτλ) με τη διαφορά ότι οι στρατεύσιμοι σε αυτά δεν έπαιρναν όπλο. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης ήταν τρομερά δύσκολες, χωρίς τις στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, με απαίσιο φαγητό (κατάμαυρο ξεροκόμματο για ψωμί και φασολάδα ή φακή ή καυτερό κρεατόζουμο) και ελάχιστο νερό. Η καραβάνα και τα κουτάλια πάντα άπλυτα και σκουριασμένα. Η δουλειά τους συνήθως ήταν να σπάνε πέτρες, να μεταφέρουν χώμα και άλλα υλικά, να σκάβουν και να μεταφέρουν κάποιο συγκεκριμένο αριθμό κυβικών με βαγονέτα.
Οι αιχμάλωτοι πολέμου, μετά από μία σύντομη στρατιωτική εκπαίδευση (ατέλειωτες ώρες βήμα κάτω από τον καυτό ήλιο), άρχισαν να ανοίγουν περάσματα μέσα σε δύσβατες περιοχές για να περάσουν οι νέες βουλγαρικές σιδηροδρομικές γραμμές. Η μέρα τους ξεκινούσε και τελείωνε με έπαρση της σημαίας, αφού πρώτα όλοι υποχρεώνονταν να φωνάξουν «Ούρα Μπαλγκάρια», δηλαδή «ζήτω η Βουλγαρία». Όλα τα παραπάνω τα γλίτωναν όσοι πολιτογραφούνταν Βούλγαροι.
Το Φθινόπωρο επέστρεφαν στην Ελλάδα. Πάλι ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζονται 3 φορές την ημέρα και να δηλώνουν την παρουσίαση τους. Όμως την άνοιξη τους ξανακαλούσαν στα τάγματα εργασίας του βουλγαρικού στρατού, που όμως τώρα ήταν πιο αυστηρά τα μέτρα των κατακτητών, οι οποίοι απειλούσαν τους αιχμάλωτους Έλληνες, ότι αν επιχειρήσουν να δραπετεύσουν θα εκτελεστούν οι ίδιοι και οι συγγενείς τους στην Ελλάδα. Οι συνθήκες ξανά άθλιες, ύπνος πάνω σε χώμα, μέσα στην υγρασία, με φαγητό που δεν κάνει ούτε για γουρούνια, με ξυλοδαρμούς και απειλές που παραβιάζουν κάθε διεθνή συνθήκη. Αυτά μέχρι το Φθινόπωρο του 1943, οπότε επετράπη στους αιχμαλώτους πολέμου να γυρίσουν στην πατρίδα.
Εν τω μεταξύ τον Αύγουστο του 1943 πεθαίνει ο Βούλγαρος βασιλιάς Μπόρις ο Β΄ και στο θρόνο ανεβαίνει ο ανήλικος γιος του Συμεών, που όμως ανετράπη από το Ρωσικό στρατό, που μπήκε στη Βουλγαρία το Σεπτέμβριο του 1944. Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχωρεί από την ανατολική Μακεδονία και Θράκη και όσοι ήταν «ντουρντουβάκια» και εκείνη τη χρονιά γλύτωσαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Δόθηκαν διαταγές κανένας να μην πειράξει Βούλγαρο. Κανένας ποτέ δεν τιμωρήθηκε, ποτέ η χώρας μας δε απαίτησε εξηγήσεις, αποζημιώσεις και δικαστήριο για τα εγκλήματα πολέμου από το γειτονικό λαό, όπως επίσης κι αυτοί ποτέ δε ζήτησαν συγγνώμη. Στη Βουλγαρία επιβλήθηκε το κομμουνιστικό καθεστώς με τον Δημητρώφ και τα σύνορα έκλεισαν για όσα χρόνια κράτησε ο λεγόμενος «ψυχρός πόλεμος». Στη συνέχεια, για να μην ξυπνήσουν μίση στα πολύπαθα Βαλκάνια, έγινε προσέγγιση με τη Βουλγαρία και καλλιεργήθηκαν σχέσεις καλής γειτονίας και συνεργασίας με αποτέλεσμα όλα να ξεχαστούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος larousse Britannica
Δημήτριος Μπατσούλας «Τα Ντουρντουβάκια», Εκδόσεις Λογοσοφία, Αθήνα 2006.
Σοφία Αυγέρη «Ντουρντουβάκια: Έλληνες σε βουλγαρικά τάγματα εργασίας», Εκδόσεις 24grammata.com, Αθήνα 2012
Pingback: Τα Ντουρντουβάκια και η βουλγαρική κατοχή στην Ελλάδα | Ένωση Μακεδόνων Κέρκυρας