Ο Κερκ Ντάγκλας και τα παρασκήνια του χολιγουντιανού Σπάρτακου
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Η εμπορική επιτυχία του χολιγουντιανού Σπάρτακου δεν είχε προηγούμενο. Από τη στιγμή που βγήκε στις αίθουσες (η επίσημη χολιγουντιανή πρεμιέρα ήταν την Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 1960) έκανε θραύση. Έκοψε εκατομμύρια εισιτήρια σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στη Ρωσία. Κέρδισε 4 Όσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα της Καλύτερης Δραματικής Ταινίας. Η σκηνοθεσία του Κιούμπρικ και η συμμετοχή αξεπέραστων κινηματογραφικών αστέρων (Πίτερ Ουστίνοφ, Τόνι Κέρτις, Τσαρλς Λότον, Λόρενς Ολίβιε κτλ) ήταν η εγγύηση της υπερπαραγωγής που δεν σηκώνει καμιά αμφιβολία. Ο Ντάγκλας θα λέγαμε ότι σχεδόν ταυτίστηκε με το Σπάρτακο. Τουλάχιστον από εμπορική άποψη, ο Σπάρτακος ήταν ο ρόλος της ζωής του. Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ο γιος του Ρακοσυλλέκτη» γράφει: «Τότε στα τέλη του 1957, ο Έντι Λούις, ένας πολύ προικισμένος κινηματογραφιστής που είχε δουλέψει κοντά μου οχτώ χρόνια, μου έφερε να διαβάσω ένα βιβλίο: το Σπάρτακο. Ο συγγραφέας του, ο Χάουαρντ Φαστ, είχε κάνει μερικούς μήνες φυλακή για τις σχέσεις του με το Κομμουνιστικό Κόμμα». (σελ. 367 – 368).
Το βιβλίο του Φαστ ήταν καθοριστικό. Ο Ντάγκλας ενθουσιάστηκε, μυρίστηκε την επιτυχία και αγόρασε την οψιόν με δικά του χρήματα: «Ήμουν σίγουρος πως δε θα δυσκολευόμουν να πείσω τη Γιουνάιτεντ Άρτιστς να χρηματοδοτήσει το Σπάρτακο». (σελ 368). Όταν όμως απευθύνθηκε στο γενικό διευθυντή της Γιουνάιτεντ Άρτιστς, Άρθουρ Κριμ, εισέπραξε ανένδοτη άρνηση. Στις 13 Ιανουαρίου του 1958 ο Ντάγκλας έλαβε κι ένα τηλεγράφημα από τον Κριμ: «Αγαπητέ Κερκ: Ο ”Σπάρτακος” καλύπτει το ίδιο θέμα που πραγματεύεται και το βιβλίο του Καίστλερ «Οι Μονομάχοι». Έχουμε ήδη αναλάβει την υποχρέωση να γυρίσουμε τους μονομάχους με τον Γιουλ Μπρίνερ, σε σκηνοθεσία Μάρτι Ριτ, οπότε εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει ενδιαφέρον για τον «Σπάρτακο». Χαιρετισμούς – Άρθουρ». (σελ. 368 – 369).
Ο Ντάγκλας, μην έχοντας πολλές επιλογές, και ξέροντας καλά ότι πρέπει να βιαστεί αν θέλει να προλάβει τις εξελίξεις, αποφάσισε να αναθέσει το σενάριο στον ίδιο τον Φαστ, παρά τις επιφυλάξεις που είχε. Οι επιφυλάξεις αυτές επιβεβαιώθηκαν, αφού το σενάριο του Φαστ (του συγγραφέα του Σπάρτακου) δεν ικανοποίησε στο ελάχιστο τον Ντάγκλας που έπρεπε να βρει άμεσα άλλο σεναριογράφο. Έτσι έφτασε στον Ντάλτον Τράμπο. Ο Τράμπο ήταν στη μαύρη λίστα του Μακάρθι, έγραφε πάντα με ψευδώνυμο, αμειβόταν ελάχιστα και δούλευε πολύ γρήγορα: «Υπερασπίστηκε τα κατοχυρωμένα από το πρώτο άρθρο του Συντάγματος δικαιώματά του, το δικαίωμα κάθε Αμερικάνου για ελεύθερο λόγο. Πήγε φυλακή για ένα χρόνο. Αυτό έγινε το 1950. Τώρα, δέκα χρόνια από τότε, ακόμα δεν μπορούσε να πατήσει το πόδι του σε κανένα στούντιο. Ο δημόσιος εξευτελισμός του γερουσιαστή Μακάρθι από τον δημοσιογράφο Έντουαρντ Ρ. Μάροου στη διάρκεια μιας τηλεοπτικής εκπομπής στο εθνικό δίκτυο, και ο θάνατός του λίγο αργότερα, το 1957, δεν άλλαξαν την κατάσταση. Η μαύρη λίστα ίσχυε ακόμα». (σελ. 373). Πέρα από αυτά ο Τράμπο αντιπαθούσε τον Φαστ. Τον θεωρούσε ισχυρογνώμονα και ξεροκέφαλο, προσκολλημένο στις μαρξιστικές ιδέες σε βαθμό θρησκοληψίας. Ένας αδιάλλακτος φανατικός. «Την μοναδική φορά που είχαν συναντηθεί, ο Φαστ τον είχε βρίσει γιατί δεν έκανε μαρξιστική διαφώτιση στη φυλακή». (σελ. 374). Παρόλα αυτά ο Τράμπο δέχτηκε να συνεργαστεί και να διασκευάσει κινηματογραφικά τον Σπάρτακο του Φαστ με τα λόγια: «Δεν είναι δυνατό να πολεμάς τη μαύρη λίστα όσα χρόνια την πολεμάω εγώ και να ‘χεις όρεξη να φτιάξεις άλλη μια». (σελ. 374). Ο Φαστ κατάφερε να ξεπεράσει – ως ένα βαθμό βέβαια – τα προβλήματα με το Μακαρθισμό γράφοντας δύο ξεκάθαρα πατριωτικά βιβλία για τον Τζορτζ Ουάσιγκτον και τον Τομ Πέιν. Όταν τελικά το σενάριο του Τράμπο ολοκληρώθηκε ο Ντάγκλας το έστειλε στον Φαστ για να πει τη γνώμη του. Χωρίς να γνωρίζει τον πραγματικό συγγραφέα του σεναρίου ο Φαστ απάντησε: «Είναι το χειρότερο σενάριο που διάβασα ποτέ μου. Είναι τόσο κακό που καταντάει προσβλητικό. Είναι τραγικό. Πώς θα διαβάσουν οι ηθοποιοί τέτοιους διαλόγους; Αυτές οι σκηνές δεν παίζονται». (σελ. 381). Ο Τράμπο, όταν έμαθε την κριτική του Φαστ έβαλε τα γέλια.
Όταν τελικά την παραγωγή του Σπάρτακου ανέλαβε η Γιουνιβέρσαλ δημιουργήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη κατάσταση, αφού τα δύο μεγαλύτερα χολιγουντιανά στούντιο, Γιουνιβέρσαλ και Γιουνάιτεντ Άρτιστς, προανήγγειλαν στο ίδιο συνέδριο διευθυντών στούντιο που έγινε στο Μαϊάμι, υπερπαραγωγές με το ίδιο θέμα. Η υπόθεση εξελίχτηκε σε αγώνα δρόμου χωρίς προηγούμενο, αφού ο πρώτος που θα έβγαζε την ταινία στις αίθουσες, ήταν φανερό ότι θα έκοβε και τα εισιτήρια. Ο Ντάγκλας κατάφερε να κλείσει τους μεγάλους αστέρες (ο Λότον ήταν ο πιο δύσκολος), παίρνοντάς τους από την Γιουνάιτεντ Άρτιστς. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με σκηνοθέτη τον Άντονυ Μαν, επιλογή της Γιουνιβέρσαλ. Γρήγορα όμως ο Μαν απεδείχθη ακατάλληλος. Σταδιακά άρχισε να χάνει τον έλεγχο και περισσότερο υπάκουε στις εντολές του Ουστίνοφ παρά καθόριζε τη δράση των ηθοποιών. Οι άνθρωποι του στούντιο άρχισαν να δυσφορούν φανερά. Ο Μαν έπρεπε να αντικατασταθεί κι ο Ντάγκλας τον απομάκρυνε. Φυσικά η εύρεση σκηνοθέτη έπρεπε να γίνει κατεπειγόντως. Ο Ντάγκλας είχε συνεργαστεί επιτυχημένα με τον Κιούμπρικ στο Paths of Glory και ταυτόχρονα ο Μάρλον Μπράντο αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία του με τον Κιούμπρικ στην ταινία One-eyed Jacks και να τη σκηνοθετήσει μόνος του. Ο Κιούμπρικ δεν είχε κλείσει τα τριάντα: «Οδήγησα τον Στάνλεϊ στη μέση της αρένας. “Σας παρουσιάζω τον καινούριο σας σκηνοθέτη”. Κοίταξαν όλοι από πάνω τον τριαντάχρονο νεαρό και νόμισαν πως αστειευόμουν. Ύστερα θορυβήθηκαν. Στα μάτια τους ο Κιούμπρικ έγινε, “ο παραγιός μου”. Δεν ήξεραν πως ο Στάνλεϊ δεν ήταν παραγιός κανενός. Δεν πτοείται με τίποτα». (σελ. 384). Το μοναδικό ζήτημα που εκκρεμούσε ήταν το όνομα του σεναριογράφου. Φυσικά υπήρχε ένα ψευδώνυμο, Σαμ Τζάκσον, που κάλυπτε τον Τράμπο, αλλά πρακτικά θεωρήθηκε αδύνατο, έως εξευτελιστικό, να γυριστεί η ταινία με σεναριογράφο ένα φανταστικό πρόσωπο. Φυσικά παρόμοια περιστατικά με τον Τράμπο είχαν γίνει στο παρελθόν που κέρδιζε και βραβεία με ψευδώνυμα που τελικά παραλάμβανε άλλος προφασιζόμενος ότι ο φερόμενος κύριος του ψευδωνύμου δεν μπορούσε να παρευρεθεί για προσωπικούς λόγους κτλ. κτλ. και που φυσικά όλοι γνωρίζανε ποιος είναι, αλλά κάνανε τους ανήξερους κι αυτά ο Ντάγκλας δεν ήθελε να συμβούν. Ψάχνοντας λύση για το ποιος θα παρουσιαστεί ως σεναριογράφος ο Κιούμπρικ πρότεινε τον εαυτό του, πράγμα που ο Ντάγκλας δεν του συγχώρεσε ποτέ: «Το άλλο πρωί τηλεφώνησα στην πύλη της Γιουνιβέρσαλ. “Θα ήθελα να αφήσω ένα πάσο για τον Ντάλτον Τράμπο”. Η Μασκαράτα είχε πάρει τέλος…………Στην αρχή κανένας δεν με πίστευε. Ο Ντάλτον όμως με πίστεψε. Μου είπε: “Σ’ ευχαριστώ Κερκ που μου ξανάδωσες το όνομά μου”. Η μαύρη λίστα δεν υπήρχε πια». (σελ. 391). Μετά από λίγες μέρες ο Ότο Πρέμιγκερ ανακοίνωσε σε επίσημη συνέντευξη τύπου ότι ο σεναριογράφος της ταινίας Exodus θα είναι ο Ντάλτον Τράμπο. Όταν η Αμερικανική Λεγεώνα, η μεγαλύτερη οργάνωση βετεράνων πολέμου στον κόσμο, έστειλε εγκύκλιο σε 17.000 τοπικές οργανώσεις λέγοντας ξεκάθαρα «Μη δείτε το SPARTACUS» και η Χέντα Χόπερ έθαψε την ταινία λέγοντας: «Το στόρι που πουλήθηκε στη Γιουνιβέρσαλ ήταν από ένα βιβλίο που έγραψε ένα κομμούνι και το σενάριο της ταινίας έγραψε ένα άλλο κομμούνι, μην πάτε λοιπόν να τη δείτε» ο Κιούμπρικ δήλωσε ότι «είχε αυτοσχεδιάσει με την καρδιά του στο γύρισμα» μειώνοντας τον Τράμπο, πράγμα για το οποίο έγινε έξαλλος, και προσπαθώντας να απομακρύνει από πάνω του οποιαδήποτε ευθύνη. Ο Ντάγκλας αποκαλεί τον Κιούμπρικ «ταλαντούχο καθίκι».
Η αλήθεια είναι ότι το αρχικό βιβλίο του Φαστ παραλλάσσεται δραματικά στο σενάριο της ταινίας. Αλήθεια είναι επίσης ότι το σενάριο δεν ενδιαφέρθηκε ούτε στο ελάχιστο για την όποια ιστορική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, όσο λίγες κι αν είναι οι πληροφορίες για το Σπάρτακο, είναι ιστορικά αποδεκτό ότι σκοτώθηκε στην τελική μάχη με τον Κράσσο, πράγμα που σέβεται και τηρεί ο Φαστ, όχι όμως και ο Τράμπο που βάζει τον Σπάρτακο να σταυρώνεται τελευταίος σε μια άκρως δραματοποιημένη σκηνή όπου ξεψυχά βλέποντας ελεύθερο το παιδί του. Σύμφωνα με τον Φαστ, μετά την ήττα του Σπάρτακου, ο Κράσσος οργάνωσε μονομαχίες με τους εναπομείναντες άντρες του στρατού των σκλάβων όπου ο νικητής σταυρώθηκε. Ενώ στον Φαστ αυτός που μένει ζωντανός και σταυρώνεται είναι ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Σπάρτακου, ο Δαυίδ, στον Τράμπο είναι ο ίδιος ο Σπάρτακος, φυσικά για λόγους εμπορικής συναισθηματικής κορύφωσης. Ο Τράμπο παραποιώντας όχι μόνο κάθε ιστορικότητα, αλλά και κάθε επαφή με το βιβλίο του Φαστ, μετατρέπει την ιστορία της επανάστασης των δούλων σε προσωπική υπόθεση που αφορά τον Σπάρτακο και τον Κράσσο. Ακόμα και η μονομαχία μέχρι θανάτου στην αρένα του Βατιάτου που ξεχειλίζει την οργή και φέρνει την εξέγερση, προκαλείται από τον Κράσσο που πληρώνει αδρά για να δει τους μονομάχους να πεθαίνουν. Ο Σπάρτακος με τον Κράσσο ανοίγουν την αυλαία στην αρένα του Βατιάτου και ο Σπάρτακος με τον Κράσσο την κλείνουν με την τελική μάχη και τη σταύρωση. Ο Σπάρτακος κερδίζει τις εντυπώσεις με κάθε τρόπο. Με το γνήσιο ερωτά του για τη Βαρίνια, με τον τρόπο που φέρεται στους πολεμιστές του, με τη γενναιότητά του στις μάχες, με το ήθος του απέναντι στους εχθρούς, με το σεβασμό του προς την τέχνη, με τη φιλομάθειά του, με το απόλυτο ανθρωπιστικό όραμα που υπηρετεί, με την άρνηση του πλούτου, με την άρνηση της προσωπικής σωτηρίας για χάρη του στρατού του, με την ειλικρινή ομολογία όλων των αδυναμιών του, με τη συνολική παρουσία του ανόθευτου επαναστάτη που είναι αδύνατο να υστερήσει σε οτιδήποτε. Θα λέγαμε ότι φτάνει στα όρια της αγιοσύνης, εικόνα που όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με τον κατά Καίστλερ Σπάρτακο, αλλά που ξεπερνά κατά πολύ και την, έτσι κι αλλιώς, εξιδανικευμένη οπτική του Φαστ. Από την άλλη ο Κράσσος είναι απολύτως κακός. Διεφθαρμένος πολιτικά, διεστραμμένος σεξουαλικά, εκδικητικός, μισάνθρωπος, αποκτηνωμένος, ψυχικά ασθενής. Δωροδοκεί τους πειρατές να εγκαταλείψουν το Σπάρτακο αβοήθητο, παρά τα σχέδια του Γράκχου, ώστε να τον συντρίψει ο ίδιος και να καρπωθεί δόξα και αξιώματα. (Κατά την ιστορική πραγματικότητα δεν καρπώνεται καμία δόξα και κανένα αξίωμα, αφού η καταστροφή του Σπάρτακου αποδίδεται, απολύτως αδικαιολόγητα, στον Πομπήιο). Είναι αδύνατο να μην μισήσει κανείς τον Κράσσο.
Είναι αδύνατο να μην αγαπήσει κανείς τον Σπάρτακο. Μοιραία βρισκόμαστε και πάλι στην ίδια χοντροκομμένη χολιγουντιανή συνταγή της σύγκρουσης του καλού με το κακό, που διαχωρίζονται τόσο απόλυτα, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή παρανόηση. Τη συνταγή της εκβιαστικής συναισθηματικής ταύτισης όλων των θεατών με το καλό, που αγωνιούν και θλίβονται με το πικρό τέλος και φυσικά κόβουν και περισσότερα εισιτήρια. Τη συνταγή της ηθικοπλαστικής διαμόρφωσης που στηρίζεται απολύτως στα δεδομένα κοινωνικά καλούπια. Κι εδώ δεν τίθεται θέμα ιστορικής αποκατάστασης ή προσέγγισης της αλήθειας ή οτιδήποτε τέτοιο. Εδώ μιλάμε για καλλιτεχνικό τυφλοσούρτη που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά αναπαράγοντας τις ίδιες απόλυτες αξίες που καθηλώνουν το θεατή σε συγκεκριμένες, ανελαστικές σταθερές που διαλύουν οποιαδήποτε άλλη συνθήκη. Μιλάμε δηλαδή για την καλλιτεχνική υπεραπλούστευση που τσουβαλιάζει την έτσι κι αλλιώς πολυσύνθετη ανθρώπινη συμπεριφορά εξαλείφοντας όλες τις αντιφάσεις των ανθρώπων που συνδυάζουν ταυτόχρονα το καλό και το κακό και που διεκδικούν ταυτόχρονα το δίκιο και το άδικο. Η χολιγουντιανή χοντροκομμένη οπτική, επί της ουσίας δεν αφορά την αναζήτηση του ανθρώπου, αλλά το διδακτισμό της ηθικής, εστιάζοντας περισσότερο στο θέαμα, δηλαδή στην αισθητική της εικόνας κι όχι στους χαρακτήρες ή τις κοινωνικές συνθήκες που τους διαμορφώνουν. Υπό αυτές τις συνθήκες ο χολιγουντιανός Σπάρτακος, όσο τέλειος κι αν είναι κινηματογραφικά, δεν μπορεί να αποδώσει με ρεαλισμό τη γνήσια εικόνα του αληθινού επαναστάτη. Προφανώς γιατί κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει τη χολιγουντιανή εμπορικότητα.
Κερκ Ντάγκλας «Ο Γιος του Ρακοσυλλέκτη» εκδόσεις «BELL» Αθήνα 1990