Ο Τράβεν, ο μεγαλοβιομήχανος και ο Ινδιάνος που νίκησε τον καπιταλισμό
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Τράβεν δεν είναι καθόλου αναγνωρισμένος στο ελληνικό κοινό. Δεν τον συναντάμε ούτε στις κατηγορίες των ευπώλητων, ούτε στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων ούτε στα προτεινόμενα των μεγάλων εφημερίδων ή των λογοτεχνικών περιοδικών. Όσα έργα του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά έχουν εξαντληθεί και μάλλον δεν θα βρεθούν ούτε κατόπιν παραγγελίας. Τα σπουδαία βιβλία του «Το λευκό ρόδο» και «Το πλοίο των νεκρών» που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», καθώς και το «Το γεφύρι στη ζούγκλα» που εξέδωσε η «Σύγχρονη Εποχή» δεν βρίσκονται ούτε στα μεταχειρισμένα. Όσο για την «Επανάσταση των κρεμασμένων» είναι πιθανότερο να βρεθεί από τις εκδόσεις ΒΙΠΕΡ σε κανένα ξεχασμένο περίπτερο παρά από τις εκδόσεις «Άρδην» που κάνανε την επανέκδοση το 2006. Μόνο «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάδρε» βρίσκεται σχετικά εύκολα που τον εκδώσανε και τα «Γράμματα» και ο «Πατάκης».
Όμως ο Τράβεν αποτελεί παγκόσμιο λογοτεχνικό θρύλο όχι μόνο για τη, σχεδόν μυθιστορηματική, απόκρυψη της ταυτότητάς του, όσο και για το ίδιο του το λογοτεχνικό έργο που αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στα επίπλαστα κοινωνικά δεδομένα που καταπιέζουν και αλλοτριώνουν τον άνθρωπο καθιστώντας τον απάνθρωπο. Βαθειά οργισμένος με το καπιταλιστικό σύστημα και ορκισμένος εχθρός του φασισμού πέρασε τη νεότητά του στη Γερμανία όπου παρουσίασε σπουδαία συγγραφική – πολιτική δράση, κυρίως με την έκδοση της αντιμιλιταριστικής εφημερίδας “DerZiegelbrenner”. Την πρωτομαγιά του 1919, που χαρακτηρίζεται ως «αντεπαναστατική» μετά τη νίκη της λευκής φρουράς, συνελήφθη, αλλά κατάφερε να αποδράσει. Από τότε ήταν επικηρυγμένος από τη γερμανική αστυνομία. Το 1923 φυλακίστηκε στο Μπρίξτον, γιατί δεν παρουσιάστηκε στην υπηρεσία αλλοδαπών του Λονδίνου. Μετά την αποφυλάκισή του το 1924 έφυγε κρυφά με πλοίο στο Μεξικό. Ο RolfRaaschγράφει: «εκεί μεταμορφώθηκε από Γερμανός σεναριογράφος, ηθοποιός και ατομικιστής αναρχικός επαναστάτης ονόματι Ρετ Μαρούτ, στο μεξικανό συγγραφέα Μπ. Τράβεν».
Στο Μεξικό ο Τράβεν συναντά την ταραγμένη μετεπαναστατική πραγματικότητα μετά την πτώση του Diaz. Όταν έφτασε στο Ταμπίκο οι wobbliesδιοργάνωναν διαρκώς επιτυχημένες απεργίες. Το αντιμιλιταριστικό και αντιιμπεριαλιστικό μένος του Τράβεν βρίσκεται στα ουράνια του ενθουσιασμού και αυτή ακριβώς είναι η περίοδος που γράφει το «Μεγαλοβιομήχανο» που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν». Βρισκόμαστε μπροστά στην καταλυτική ματιά του λογοτέχνη Τράβεν που αναζητά όλες τις αλήθειες μέσα από τη ζωή των ανώνυμων και των φτωχών ανθρώπων. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να αναδειχθεί η μετεπαναστατική πραγματικότητα του Μεξικού και η οριστική ιδεολογική νίκη της λαϊκής κουλτούρας έναντι κάθε είδους καταπίεσης, είτε της καθαρής τυραννίας, τύπου Diaz, είτε της δήθεν ελευθερίας που υπόσχεται η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Κι αυτή ήταν ίσως η βασικότερη αντίρρηση των κριτικών στο έργο του. Το κατά πόσο είναι δυνατό η μακρινή μεξικάνικη νοοτροπία να συμπορευθεί και να εκφράσει την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Είναι αυτονόητο ότι τα βιβλία του απαγορεύτηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα στη Γερμανία.
«Ο μεγαλοβιομήχανος», ένα παραμυθάκι του Τράβεν, αφορά το νεοϋρκέζο Γουίνθροπ κι έναν ανώνυμο ινδιάνο καλλιτέχνη που πλέκει καλάθια. Ο Γουίνθροπ, κατάπληκτος από την τεχνική του ινδιάνου, αγοράζει όλα του τα καλάθια για ένα εξευτελιστικό ποσό. Σκεπτόμενος επιχειρηματικά του κάνει πονηρές ερωτήσεις όπως, πόσα καλάθια μπορεί να πλέξει, αν με την αγορά εκατό καλαθιών θα του έκανε καλύτερη τιμή κι άλλα παρόμοια. Ο ινδιάνος απαντά με απαθές ύφος, χωρίς να καταλαβαίνει ούτε τι εννοεί ο Γουίνθροπ, ούτε που θέλει να καταλήξει. Παραδέχεται ότι με την αγορά πολλών καλαθιών θα έκανε καλύτερη τιμή κι Γουίνθροπ φεύγει ευχαριστημένος. Παρακολουθούμε την απόλυτη ασυνεννοησία ανάμεσα στο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και υπολογισμού κερδών και την φυσικότητα του λαϊκού καλλιτέχνη που αγνοεί όλους αυτούς του μηχανισμούς και αρνείται να μπει στη λογική τους. Με δυο λόγια βρισκόμαστε μπροστά σε μια σύγκρουση πολιτισμών που ο ένας αντιλαμβάνεται τα πάντα καθαρά επιχειρηματικά, δηλαδή επενδυτικά, κι άλλος αποκλειστικά βιοποριστικά, δηλαδή ως κάλυψη των τρεχόντων αναγκών, αφού πέρα από αυτές όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν καμιά αξία. Ο ινδιάνος ζει κυρίως από την καλλιέργεια του χωραφιού του και το πλέξιμο των καλαθιών είναι μόνο συμπληρωματικό εισόδημα, απαραίτητο για να τα φέρει βόλτα. Η αποκλειστικότητα που του ζητά ο Γουίνθροπ του φαίνεται εξωφρενική και γι’ αυτό είναι αδύνατο να τον πάρει στα σοβαρά. Οι απαντήσεις του κινούνται καθαρά στα πλαίσια μιας τερατώδους υπόθεσης (αν μπορεί να φτιάξει 10.000 καλάθια) και ποτέ δεν θα λογαριάσει το θέμα ρεαλιστικά. Είναι το μικρό παιδί που απαντά σε όλες τις ερωτήσεις των μεγάλων, κινούμενο αποκλειστικά στο φανταστικό γιατί πέρα από αυτό φαίνονται αδύνατες όλες οι προσεγγίσεις. Κι αυτό είναι η αποθέωση της αθωότητας.
Ο Γουίνθροπ επιστρέφει στη Νέα Υόρκη και κλείνει δουλειά με ιδιοκτήτη ζαχαροπλαστείου, καθώς τα καλάθια κρίνονται ιδανικό περιτύλιγμα για σοκολάτες πολυτελείας. Ξαναγυρίζει στο Μεξικό και ζητά από τον ινδιάνο να του ετοιμάσει 10.000 καλάθια. Όμως ο ινδιάνος τα πουλάει πανάκριβα. Ζητά δεκαπέντε πέσος. Ο Γουίνθροπ τρελαίνεται. Πώς είναι δυνατό για 100 καλάθια να ζητά 40 σεντάβος το κομμάτι και για 10.000 δεκαπέντε πέσος; Πώς είναι δυνατό να ανεβάζει την τιμή, και μάλιστα τόσο πολύ, ενώ αυξάνεται η παραγγελία; Αυτό αντιβαίνει κάθε καπιταλιστική λογική. Γιατί η καπιταλιστική λογική δεν μπορεί να υπολογίσει τίποτε πέρα από το κέρδος και το κέρδος το φέρνει μόνο η μαζική παραγωγή. Ο ινδιάνος οφείλει να προσαρμοστεί σ’ αυτή την απλή αλήθεια. Οφείλει να παρατήσει κάθε άλλη ασχολία. Οφείλει να αποδεχτεί τα νούμερα του τετραδίου του Γουίνθροπ. Το χωράφι του ας το καλλιεργούν οι συγγενείς κι ας παίρνουν κι αυτοί το μερίδιό τους. Τις πρώτες ύλες από το δάσος ας τις μαζεύουν άλλοι και θα βρούμε και τη δική τους αμοιβή. Μια ολόκληρη βιοτεχνία έχει ήδη στηθεί στο μυαλό του Γουίνθροπ. Η λαϊκή ινδιάνικη τέχνη μπορεί να πουλήσει και μπροστά σ’ αυτή την απλούστατη αλήθεια οτιδήποτε άλλο δεν έχει καμία σημασία. Γιατί, τι σημασία μπορεί να έχει η γεωργική παραγωγή του ινδιάνου, αφού θα έχει λεφτά να αγοράσει ό,τι θέλει; Και κάπως έτσι διατυπώνεται η βαθύτερη ουσία της καπιταλιστικής οικονομολογίας: «Και να με βοηθούσαν, στα ίδια θα ‘μασταν πάλι. Κανείς δεν θα δούλευε πια στα χωράφια όπως πρέπει. Οι τιμές του καλαμποκιού και των φασολιών θα έφταναν σε τέτοια ύψη, που κανείς μας δε θα μπορούσε να αγοράσει και θα πεθαίναμε της πείνας. Και τότε, αφού θα ανέβαιναν συνεχώς οι τιμές, πώς θα μπορούσα εγώ να φτιάχνω καλάθια για σαράντα σεντάβος το ένα;» Κι αυτή ακριβώς είναι η καπιταλιστική μοίρα του μισθωτού εργάτη. Η παραγωγή αγαθών που δεν του ανήκουν, η ελάχιστη αμοιβή που δεν καθορίζει και η ακρίβεια των αγαθών που δεν ελέγχει. Η άρνηση του ινδιάνου είναι η απόρριψη της μισθωτής εργασίας και η εξωφρενική τιμή των δεκαπέντε πέσος που ζητά είναι η απολύτως λογική προϋπόθεση για να γίνει μισθωτός εργάτης, πράγμα που ο Γουίνθροπ δεν θα καταλάβει ποτέ. Γιατί η ιδιοκτησία της γης και η αυτάρκεια τροφίμων είναι η εξασφάλιση της επιβίωσης κι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν θέλει τέτοια. Θέλει εξάρτηση που θα εξασφαλίζει την εκμετάλλευση, πράγμα που όπως φαίνεται ο ινδιάνος το ξέρει πολύ καλά.
Φυσικά, ο Τράβεν εξιδανικεύει τον ινδιάνο (άσχετα με φήμες – θρύλους που θέλουν να αληθεύει ένα παρόμοιο γεγονός). Όμως η αλήθεια του Τράβεν δεν έγκειται στο ρεαλισμό των προσώπων της ιστορίας. Έγκειται στο ρεαλισμό των ιδεών που εκπροσωπούνται. Γιατί ο ινδιάνος ξέρει καλά ότι για να φτιάξει 10.000 καλάθια χρειάζεται τέτοια ποσότητα από πρώτες ύλες που θα διαλύσει το δάσος. Και ξέρει επίσης καλά ότι αν μπει στη λογική της μαζικής παραγωγής η τέχνη του θα χάσει κάθε σημασία, αφού θα γίνει βιομηχανοποιημένο προϊόν: «Καλέ μου άρχοντα, τα καλαθάκια μου πρέπει να τα φτιάξω με τον τρόπο μου. Με το τραγούδι και με την ψυχή μου τα υφαίνω. Αν τα έφτιαχνα σε τόσο μεγάλες ποσότητες δεν θα μου έφτανε ούτε η ψυχή ούτε τα τραγούδια μου να τους δώσω» και « ….πρέπει να ψάξω τα φυτά, τις ρίζες, τους κορμούς και τα έντομα που χρειάζομαι για να αναμείξω τα χρώματα. Πιστέψτε με, αυτό μου παίρνει πολύ χρόνο. Τα φυτά πρέπει να τα συλλέξω όταν η σελήνη είναι στη σωστή της θέση, αλλιώς δεν θα είναι καλό το χρώμα. Τα έντομα που βρίσκω στα φυτά θέλουν κι αυτά τη σωστή τους στιγμή και τις κατάλληλες συνθήκες, αλλιώς δεν παράγουν έντονα χρώματα και μοιάζουν σκέτη σκόνη». Αυτούς τους ρομαντισμούς ο Γουίνθροπ δεν θα τους κατανοήσει ποτέ κι αυτή είναι η ουσία της καπιταλιστικής επέλασης. Η πεποίθηση ότι όλα είναι εμπορεύσιμα είδη. Το κλείσιμο που δίνει ο Τράβεν στο αντικαπιταλιστικό του παραμυθάκι δεν χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις: «Έτσι έγινε λοιπόν. Δεν ήταν φαίνεται η μοίρα των σκουπιδοτενεκέδων της Αμερικής να υποδεχτούν, άδεια, σκισμένα και τσαλακωμένα πια, τα πολύχρωμα καλαθάκια όπου ένας Μεξικανός ινδιάνος είχε υφάνει τα όνειρα της ψυχής του……».
Pingback: Ο Τράβεν, ο μεγαλοβιομήχανος , και ο Ινδιάνος που νίκησε τον καπιταλισμό! « απέραντο γαλάζιο