Ετικέτα: Δημήτρης Τζήκας

Παροιμίες για τον Δεκέμβριο

Παροιμίες για τον Δεκέμβριο

Δεκέμβριος λέγεται ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του έτους· επειδή στο ρωμαϊκό ημερολόγιο το έτος άρχιζε από τον Μάρτιο, ο Δεκέμβριος ήταν ο δέκατος μήνας, εξ ου και η ονομασία Δεκέμβριος, από το λατινικό decem, που σημαίνει δέκα. Προ του Καίσαρος, ο Δεκέμβριος είχε 29 μέρες, όπως και ο Ιανουάριος και ο Αύγουστος· ο Καίσαρ πρόσθεσε άλλες 2 μέρες.

Διαβάστε περισσότερα ›
Το παζάρι της Λευκάδας. Χαρακτικό. Τέλη 19ου αιώνα.

«Σχοινί με σχοινί και βούρλο με βούρλο!»

Τι; αυτός να συγγενεύσει με τους άρχοντες, με τα κάρβουνα, με τους κακούς ανθρώπους, που δεν έπαυεν η γλώσσα του Λομπάρδου να τους στολίζει; Ο παλαιός λόγος έλεγε: «Βούρλο με βούρλο, σπάρτο με σπάρτο.» Όποιος ήταν βούρλο, για λογαριασμό του· όποιος ήταν σπάρτο, για λόγου του. Τ’ ανακατώματα ποτέ δεν είναι καλά.

Διαβάστε περισσότερα ›
«Άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις!»

«Άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις!»

«-Ξέρεις μια παροιμία; Δεν ήξερε ο Μάκης. -Άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις. Και του ‘κανε την ανάλυση. -Τι περιμένεις, ρε. Με το ψωρομεροκάματο να βάλεις βρακί στον αποτέτοιο σου;»

Διαβάστε περισσότερα ›
Η ανάγκη να κρύβουν τα μυστικά του επαγγέλματος και η ευνόητη επιθυμία τους να συνεννοούνται χωρίς να τους αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε «ξένοι» ώθησε τους χτίστες να δημιουργήσουν μια συνθηματική «γλώσσα» της συντεχνίας, άγνωστη στους πολλούς.

Το μυστικό λεξιλόγιο των παλαιών χτιστών της Ηπείρου

Η ανάγκη να κρύβουν τα μυστικά του επαγγέλματος και η ευνόητη επιθυμία τους να συνεννοούνται χωρίς να τους αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε «ξένοι» ώθησε τους χτίστες να δημιουργήσουν μια συνθηματική «γλώσσα» της συντεχνίας, άγνωστη στους πολλούς. Άλλωστε, η συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στους μαστόρους ήταν συχνά διφορούμενη και μάλλον αρνητική· οι πετράδες μιλούσαν με πίκρα «για μια περιφρόνηση που συναντούσαν απ’ τους ντόπιους πληθυσμούς.

Διαβάστε περισσότερα ›
Ρήγας και Κοραής σηκώνουν τη σκλαβωμένη Ελλάδα.

«Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.»

Ύστερον απ’ αυτόν [σ.σ. τον Γαλιλαίο] εσηκώθη Νικόλαος ο Κοπέρνικος, Προυσιάνος, εις έναν τόπον όπου βασιλεύει η ελευθερία και όπου έχει κύρος το γνωμικό του Χάλερ «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.»

Διαβάστε περισσότερα ›
Winslow Homer (Αμερικανός, 1836–1910). Undertow, 1886. Λάδι σε καμβά. The Clark Art Institute.

«Όποιος πνίγηκε μετάνιωσε!»

Ἐκτύπησεν, ἐμωλωπίσθη, ἐπρήσθη, καὶ μισοπνιγμένος, παγωμένος, ἐπάτησεν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς. Ἦτο λυκαυγὲς ἤδη. Ἀφοῦ ἐβυθίσθη ἡ βάρκα, ὕστερον ἤρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ ὁ οὐρανός, διὰ νὰ «μετανοήσῃ ὅποιος ἐπνίγη», ἢ ἴσως, διὰ νὰ φωτισθοῦν τὰ ναυάγια.[

Διαβάστε περισσότερα ›
Μαρμάρινο άγαλμα λιονταριού, «προστάτης» αρχαιοελληνικού τάφου· περ. 400–390 π.Χ. Όπως πολλά κλασικά ελληνικά έργα τέχνης, μεταφέρθηκε στη Ρώμη κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Σήμερα εκτίθεται στο The Metropolitan Museum of Art, New York.

«Μερίδα του λέοντος.»

Το λιοντάρι τη χώρισε σε τρία μερίδια και είπε: «Το ένα θα το πάρω εγώ, σαν πρώτος που είμαι, αφού είμαι βασιλιάς. Το δεύτερο, ως μέτοχος με ίσα δικαιώματα. Το τρίτο μερίδιο θα σου φέρει μεγάλο κακό, αν δε θελήσεις να φύγεις».[

Διαβάστε περισσότερα ›
«Η γυναίκα έβαλε τον διάβολο στο μπουκάλι.»

«Η γυναίκα έβαλε τον διάβολο στο μπουκάλι.»

Φοβήθηκε στην αρχή η γυναίκα, μα ύστερα άρχισε να καλοπιάνει τον διάβολο: Πώς μπόρεσες, τόσο μεγάλος, να είσαι κλεισμένος στη μικρή μπουκάλα; Για δείξε μου!

Διαβάστε περισσότερα ›
H γλαύκα, δηλ. η κουκουβάγια, ήταν μάλλον συνηθισμένο πουλί στην Αττική και εικονιζόταν παντού, ως ιερό σύμβολο της θεάς Αθηνάς· θεωρείτο πένθιμο σύμβολο και άγγελος κακός οιωνών· κατά συνεκδοχή, γλαύξ ονομαζόταν «νόμισμα αττικόν, φέρον επί της μίας όψεως εικόναν γλαυκός.»

«Κομίζει γλαύκα εις Αθήνας.»

Η αρχή της παροιμιακής φράσης του τίτλου βρίσκεται σε μια κωμωδία του Αριστοφάνη: «-Χαὐτηί γε γλαῦξ. -Τί φῄς; τίς γλαῦκ᾽ Ἀθήναζ᾽ ἤγαγεν;», που σημαινει: «Τούτο, κουκουβάγια. -Γλαύκα δηλαδή· παράξενο· άκουσες ποτέ να φέρνουν γλαύκες στην Αθήνα εδώ;»

Διαβάστε περισσότερα ›
«Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι.»

«Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι.»

«Το κάνει ο αφέντης, έχει την άδεια να το κάνει κι ο δούλος.», «Αν είναι ο αφέντης πλεονέκτης, οι συγγενείς του είναι άρπαγες.»

Διαβάστε περισσότερα ›