12 Νοεμβρίου 2020 at 20:46

Έφυγε ο Μίμης Φατούρος…

από

Έφυγε ο Μίμης Φατούρος…

 (Μαρτυρίες από έναν φοιτητή και συνεργάτη του.)

Γράφει ο Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης

Ο συμπολίτης, συνάδελφος και φίλος που άφησε έντονα το στίγμα του στην Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό δεν είναι πια μαζί μας. Άφησε την πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου έζησε τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του. Ήταν ο αρχιτέκτονας και εικαστικός του μοντέρνου κινήματος, ο καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής και π. πρύτανης του ΑΠΘ, ο υπουργός Παιδείας και κυρίως ο ενεργός πολίτης.

Αποφάσισα να καταθέσω στη μνήμη του ορισμένες μαρτυρίες για άγνωστα αλλά πάντα ενδιαφέροντα περιστατικά της πρώτης περιόδου της πολυκύμαντης ζωής του. Δεν ήταν όμως και τόσο εύκολο να γράψω για ένα άνθρωπο, που συνδέθηκα μαζί του στα καρπερά χρόνια της νιότης και πολύ περισσότερο γιατί το θλιβερό μαντάτο της απώλειάς του ήρθε να προστεθεί στα τόσα άλλα των τελευταίων ημερών. Το αισθανόμουν όμως ως καθήκον, ως υποχρέωση να δώσω, πέρα από γνωστούς επαναλαμβανόμενους λόγους, άγνωστα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Ίσως να φανούν χρήσιμα, σκέφτομαι, για κάποια μελλοντική έκδοση που θα αναφέρεται στο έργο και την ζωή του.

Μίμης Φατούρος
Μίμης Φατούρος

Τον γνώρισα το 1959, όταν μπήκα στη Σχολή της Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ κι εκείνος μόλις είχε ορκιστεί καθηγητής στα τριάντα του χρόνια. Τον τελευταίο καιρό δεν ήταν λίγες οι φορές που ξεχνιόμασταν, μιλώντας στο τηλέφωνο. Φεύγαμε από την καθημερινότητα της εποχής και είχαμε και οι δυο την αίσθηση ότι όσα λέγαμε συνέβαιναν σε ενεστώτα χρόνο. Ξεχνούσαμε ότι ορισμένα από αυτά διαδραματίστηκαν δεκαετίες νωρίτερα και ότι άλλα πολλά παρεμβλήθηκαν, σημαδεύοντας τις ζωές μας. Διηγούμασταν ιστορίες από ένα παρελθόν που μας φαίνονταν πολύ κοντά, σαν όλα να έγιναν χθες. Έτσι για τον δάσκαλό μου παρέμενα ο …«ζωηρός κι ανήσυχος» νεολαίος εκείνης της μακρινής εποχής! Της εποχής που σημαδεύτηκε όχι μόνο από σπουδές, αλλά και από πολιτικές καταστάσεις και δράσεις, ταυτόσημες συχνά με αυτές και ίσως μερικές φορές σπουδαιότερες για την ζωή μας…

Θυμάμαι ακόμη την έκπληξή του όταν τον Μάιο του 1963 του είπα μέσα στην τάξη, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισα για να ολοκληρώσω και να του παραδώσω, όπως ο ίδιος θα ήθελα, τα σχέδια ενός κυκλικού θεάτρου που ήταν το θέμα της χρονιάς… Τον ενημέρωσα ταυτόχρονα για την τραγική κατάληξη που είχε το δολοφονικό χτύπημα στο Γρηγόρη Λαμπράκη, τον μάρτυρα της Ειρήνης. Ταράχτηκε και συγκινήθηκε καθώς τους ένωνε ακόμη περισσότερο η κοινή καταγωγή τους. Ήταν και οι δυο Αρκάδες, ο ίδιος από την Στεμνίτσα και ο Λαμπράκης από την Κερασίτσα.

Εκείνη ωστόσο η συγκίνησή του στους δύσκολους εκείνους καιρούς ήταν για μένα βάλσαμο ψυχής, αλλά και για τους δυο μας ένας ακόμη λόγος για ένα δέσιμο στη σχέση καθηγητή – φοιτητή. Άλλωστε και από νωρίτερα με καλούσε στο σπίτι του στην οδό Τσιμισκή, κοντά στη Διαγώνιο, όπου έμεναν με τη σύντροφό του το πρώτο διάστημα της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη. Τότε ήταν που γνώρισα εκτός από τον ίδιο και άλλα επίλεκτα στελέχη της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη», ανάμεσα στα οποία τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Μανόλη Ανδρόνικο, τον Παύλο Ζάννα, τον Γιάννη Τριανταφυλλίδης κι άλλους. Διδασκόμουν απ’ όσα συζητούσαν για τις Τέχνες, για την μοντέρνα Αρχιτεκτονική, για τον αγαπημένο αρχιτέκτονα του καθηγητή μου, τον Le Corbusier  ή Corbu όπως τον αποκαλούσε. Συχνά ακούγαμε την πρωτοποριακή μουσική του Ιάννη Ξενάκη, από τους δίσκους βινυλίου που μόλις είχε φέρει από το Παρίσι.

Και εδώ ας μου επιτραπεί να ανοίξω μια παρένθεση, επισημαίνοντας ότι δεν ήταν καθόλου τυχαία η συμβολή του Φατούρου και των φίλων του της «Τέχνης» στη διατήρηση, της δυναμικής παρουσίας του γνωστού «Θεατρικού Εργαστηρίου» της Θεσσαλονίκης, που για ένα διάστημα λειτούργησε και ως «πειραματική Σκηνή» της «Τέχνης». Με το πολιτικοποιημένο ρεπερτόριό του και μέσα στις δύσκολους συνθήκες της δικτατορίας, που κρατούσε σε εγρήγορση τη δημοκρατική συνείδηση των θεατών. Πάντα θα θυμάμαι την παράσταση «ο Άντρας είναι Άντρας» του Μπ. Μπρεχτ, που την πρώτη φορά, το 1972 ή το 1973, είχε παιχτεί στο εντευκτήριο της Καλλιτεχνικής Εταιρείας της οδού Κομνηνών. Ακολούθησαν οι πολλές και αλησμόνητες παραστάσεις στο κινηματοθέατρο «Αμαλία» και ύστερα στο «Άνετον».

Ο καθηγητής όταν τέλειωσα τη Σχολή κράτησε μια θέση για μένα στην Έδρα «της Διακοσμητικής και των Εσωτερικών χώρων». Ήμουν ένας από τους πρώτους, στους οποίους το 1965 εφαρμόστηκε ο νόμος του Γ. Παπανδρέου, σύμφωνα με τον οποίο και ύστερα από πρότασή του καθηγητή και έγκριση της συγκλήτου, προσλήφθηκα ως άμισθος για ένα διάστημα επιμελητής, εκπονώντας παράλληλα και υπό την επίβλεψή του διδακτορική διατριβή. Θα υπηρετούσα στη συνέχεια για ένα εξάμηνο στο στρατό και μετά θα παρέμεινα μόνιμος στο διδακτικό προσωπικό.  Όλα όμως ανατράπηκαν, καθώς εκείνο το διάστημα ο καθηγητής αναχώρησε για τις ΗΠΑ, αφού μου ανάθεσε την μέριμνα για τη σωστή εφαρμογή των αρχιτεκτονικών μελετών στα έργα που ήδη εκτελούνταν ή χρειάζονταν συμπληρωματικές εργασίες. Ανάμεσά τους ήταν το ιδιόκτητο διαμέρισμά τους στη Νέα παραλία, η οικία Καζάζη στο Πανόραμα, το αρχαιολογικό μουσείο Πολυγύρου κ.ά. Πέρα όμως από αυτή την απρόσμενη αναχώρηση, το σκοτάδι της δικτατορίας θα σκέπασε σε λίγο τη χώρα…

Στο τέλος του φθινόπωρου του 1967 η μάνα μου παρέλαβε ένα γράμμα του από την Αμερική που απευθύνονταν σε μένα, καθώς ο ίδιος δεν γνώριζε ότι εντωμεταξύ είχα συλληφθεί και ότι μετά το αποτυχημένο αντικίνημα του Κωνσταντίνου κατά του νέου καθεστώτος, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, θα έπρεπε να καταταγώ στο στρατό στις δυο τρεις πρώτες μέρες του επόμενου μήνα, του Ιανουαρίου. Ένα παρόμοιο γράμμα είχε στείλει, όπως ο ίδιος μου είπε, και στον τότε κοσμήτορα της Πολυτεχνικής Σχολής καθηγητή Νικόλαο Χωραφά. Ρωτούσε κι αυτόν αν θα του συνιστούσε, με τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί, να επιστρέψει στην Ελλάδα. Όλα ωστόσο ήταν διαφορετικά, όταν ύστερα από καιρό συναντηθήκαμε στο Πολυτεχνείο. Εκείνος παρακολουθούνταν από τις κρατικές υπηρεσίες της ασφάλειας κι εγώ ήμουν ένας ταλαιπωρημένος σκαπανέας που επέστρεφε για πρώτη φορά στην έδρα του με ολιγοήμερη άδεια.

Ακολούθησαν την άνοιξη του 1971 οι πρώτες οργανωμένες κινήσεις για την ίδρυση φορέα συσπείρωσης των Αρχιτεκτόνων της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής. Πολλοί από τους συναδέλφους, ιδιαίτερα όσοι υπήρξαν μέλη του προδικτατορικού συλλόγου φοιτητών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, είχαν συνειδητοποιήσει ότι ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε παρέμβαση σε κρίσιμα ζητήματα του κλάδου, της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και του πολιτισμού, αν δεν συγκροτούνταν ένα συλλογικό όργανο διαχείρισης τέτοιων θεμάτων. Όλοι γνώριζαν ότι αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο αφού το καθεστώς είχε επιβάλει τον φόβο και την δική του «τάξη»… Ενδεικτικό ήταν ότι ο Φατούρος κι άλλοι καθηγητές που δεν είχαν εκδιωχτεί από την Σχολή, όπως ο Πάτροκλος Καραντινός, ο Γιάννης Αυδής κι άλλοι, δέχονταν ακόμη και την ώρα της διδασκαλίας τους προπηλακισμούς των χουντικών…

Αυτές οι καταστάσεις στάθηκαν η αφορμή για την πραγματοποίηση των πρώτων συναντήσεων ορισμένων αρχιτεκτόνων, που είχαν όπως είναι ευνόητο συνωμοτικό χαρακτήρα. Οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις επικεντρώνονταν σε αποτελεσματικότερες παρεμβάσεις, μεριμνώντας παράλληλα ώστε να μην διακινδυνεύσει η οποιαδήποτε προοπτική επαναλειτουργίας του  ΣΑΔΑΣ (Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών), του πανελλήνιου δηλαδή συνδικαλιστικού οργάνου, που έδρευε στην Αθήνα.

  Αποφασίστηκε έτσι να ιδρυθεί η λέσχη των Αρχιτεκτόνων της Θεσσαλονίκης επί της οδού Προξένου Κορομηλά 37, παρότι δεν είχαν ακόμη καταστατικό, αλλά κατά κάποιο τρόπο θα λειτουργούσαν ως τμήμα του ΣΑΔΑΣ. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η λέσχη αποτελούσε όπως πολλοί θυμούνται μια κυψέλη συγκέντρωσης δημοκρατικών πολιτών. Εκεί προσέρχονταν ευαισθητοποιημένοι επιστήμονες κι άλλων ειδικοτήτων, προκειμένου να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις, που άμεσα ή έμμεσα αποδοκίμαζαν το καθεστώς, αλλά και να πάρουν μέρος σε συζητήσεις και αποφάσεις για σημαντικά ζητήματα και δράσεις. Σ’ αυτές άλλωστε εντάσσονται και τα δύο ψηφίσματα των Αρχιτεκτόνων της Θεσσαλονίκης την παραμονή (16-11-1973) του ξεσηκωμού των Πολυτεχνείων, στα οποία πολλές φορές έχω αναφερθεί. Το ένα έκφραζε την συμπαράσταση στους εξεγερμένους φοιτητές και το άλλο ήταν μια διαμαρτυρία για την καταστροφή ενός σπουδαίου μνημείου της πόλης, του Γαλεριανού Οκταγώνου στην πλατεία Ναβαρίνου.

Το καθεστώς μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αναγκάστηκε να πάρει μέτρα «φιλελευθεροποίησης», που επέτρεπαν να διενεργηθούν εκλογές σε ορισμένα συλλογικά όργανα, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο ΣΑΔΑΣ. Στη σχετική διαδικασία, που διεξήχθη στο ΤΕΕ επί της οδού Καραγιώργη Σερβίας 4 στην Αθήνα, πήραν μέρος και οι αρχιτέκτονες της Θεσσαλονίκης, καθώς ήταν μέλη του πανελληνίου συλλόγου και θα συγκροτούσαν τμήμα του. Απ’ αυτούς εκλέχτηκαν στο εξαμελές Δ.Σ. ο Μίμης Φατούρος κι εγώ ως τακτικά μέλη και ο Γιώργος Κύρου ως αναπληρωματικό. Τα άλλα μέλη του ήταν η Ελένη Πορτάλιου, ο Παύλος Λουκάκης, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης και ο Ηλίας Παπαγιανόπουλος. Πρόεδρος αναδείχτηκε ο Μίμης Φατούρος, που γρήγορα ανέλαβε πρωτοβουλίες.

Όμως ύστερα από την εκ νέου δραστηριοποίηση του ΣΑΔΑΣ και την επανέκδοση του περιοδικού του (σημ. του γνωστού «Δελτίου») ασκήθηκαν τόσο αφόρητες πιέσεις σε ορισμένα μέλη του, που ανάγκασαν το Δ.Σ. σύσσωμο να παραιτηθεί τον Μάρτιο του 1974. Μετά τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου το καθεστώς έπεσε και η μεταπολίτευση του Ιουλίου του 1974, έδωσε την δυνατότητα στους πολίτες, αλλά και στα συλλογικούς φορείς να μπορούν να έχουν δράσεις  και τρόπους ζωής που στερήθηκαν στους δύσκολους καιρούς της δικτατορίας…

Μετά την επιμνημόσυνη αυτή αναφορά μου, με συμβάντα της ζωής του καθηγητή μου σε παρελθόντα χρόνο, θα συμπληρώσω κι ένα γεγονός που προέκυψε από τις τελευταίες μεταξύ μας συζητήσεις και έρευνες. Το καταθέτω γιατί τον συγκίνησε ιδιαίτερα, καθώς μετά την ορκωμοσία του ως καθηγητή το 1959, είχε προτείνει στον πατέρα του Θανάση Φατούρο (γιατρό, 1889-1972) να τον πάει για φαγητό στο περίφημο τότε εστιατόριο της Θεσσαλονίκης «Όλυμπος – Νάουσα». Εκείνος όμως τον ξάφνιασε απαντώντας ότι θα προτιμούσε να πηγαίνανε στη Χαλκιδική! Όπως αποδείχτηκε, πέρα από τις μαρτυρίες που είχα και με τον εντοπισμό μιας σχετικής φωτογραφίας, ο πατέρας του ήταν ανάμεσα στους τελειόφοιτους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής του 1912, που μαζί με τον στρατιωτικό Β. Παπακώστα ξεκίνησαν από το Φάληρο, Σεπτέμβριο μήνα, πάνω σ’ ένα καράβι με προορισμό την Χαλκιδική και το Άγιο Όρος. Ήταν οι εθελοντές – «πρόσκοποι» που έφτασαν στην ιστορική χερσόνησο και αποβιβάστηκαν κοντά στα αρχαία Σταγειρα, δίνοντας στη συνέχεια μάχες στη Βαρβάρα, στα Βασιλικά, στη Γαλάτιστα και στον Άγιο Πρόδρομο (Ρεσετνίκια), έξω από τον Πολύγυρο! Ήταν μια ακόμη μαρτυρία, αφιερωμένη κι αυτή στη μνήμη του…

9-11-2020

Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης

 αρχιτέκτων

(Εμφανιστηκε 320 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.