«Περί λύχνων αφάς»
Η λέξη «λύχνος» (πληθ. λύχνοι και λύχνα) είναι αρχαία ελληνική και σημαίνει φορητό φως (που μπορεί δηλ. να μεταφέρεται), λάμπα, λυχνάρι, το οποίο φέρεται στο χέρι ή τίθεται σε λυχνοστάτη (λύχνιον).
Στην Οδύσσεια (τ’ 34) διαβάζουμε: «Τότε ο Oδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος τα κοφτερά κοντάρια, / τ’ αφαλωτά σκουτάρια αρπάζοντας με βιάση και τα κράνη / τα κουβαλούσαν μπρος τους η Αθηνά Παλλάδα, ανακρατώντας / χρυσό λυχνάρι, φως πανέμορφο σκορπούσα, για να φέγγουν.» […χρύσεον λύχνον ἔχουσα, φάος περικαλλὲς ἐποίει.] Μετάφραση των Καζαντζάκη- Κακριδή.

Η μάλλον λόγια φράση «περί λύχνων αφάς» σημαίνει το σούρουπο, το χρονικό διάστημα της ημέρας αμέσως μετά τη δύση του ήλιου, όταν αρχίζει να νυχτώνει, όταν γινόταν η αφή (άναμμα) των λυχναριών· η ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια (ή άλλα μέσα φωτισμού πλέον) λέγεται και μούχρωμα, σύθαμπο ή λυκόφως.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [1] γράφει: «Το έγγραφον το οποίον είχε λάβει το πρωί από το υγειονομείον εμνημόνευεν επτά νέους βαρδιάνους στρατολογηθέντας χθες, και μέλλοντας να φθάσωσιν εντός της σήμερον εις την επιχόλερον νήσον· ο ενωμοτάρχης είχε μετρήσει από το πρωί έξ, και ηπόρει πώς εβράδυνε ο άλλος. Τέλος έφθασε περί λύχνων αφάς, εις το τελευταίον ταξίδιόν του, ο Αλέξης το Παποράκι.» «Βαρδιάνος» είναι ο σκοπός (βενετικό vardian).
Στο Λεξικό του Σουίδα (10ος αιώνας) βρίσκουμε το «λύχνων αφάς» μαζί με τη φράση «Λύχνον εν μεσημβρία άπτεις», η οποία λεγόταν για όσους έπρατταν, ενεργούσαν σε ακατάλληλο καιρό. Κοινή και η νεοελληνική παροιμία: «Άναψε το λυχνάρι σου προτού να σ΄έβρ’ η νύχτα.»
Δ.Τ.
[1 ]Βαρδιάνος στα σπόρκα.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/
Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ.
Leave a Reply