22 Απριλίου 2019 at 11:20

Παναγιώτης Κονδύλης: Τέλος του κυρίαρχου κράτους ή αλλαγή της λειτουργίας του;

από

Τέλος του κυρίαρχου κράτους ή αλλαγή της λειτουργίας του;

Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης

Στον αιώνα μας έγινε συχνά λόγος για το τέλος του κυρίαρχου κράτους, όπως αυτό διαμορφώθηκε στους ευρωπαϊκούς Νέους Χρόνους. Οι οπαδοί της οικουμενικής ηθικής, η οποία κυριαρχεί μέσα στο ιδεολογικό σύμπαν της μαζικής δημοκρατίας όντας η αντίστροφη όψη ενός ακραίου ατομικισμού, συνδέουν με την προσδοκία αυτού του τέλους χειραφετητικές ελπίδες, άλλοι πάλι φοβούνται ότι έτσι θα χαθούν οι χειροπιαστές πολιτικές εγγυήσεις της εσωτερικής και της διεθνούς ευταξίας. Για να δούμε νηφάλια τα πράγματα, πρέπει πρώτα-πρώτα ν’ αφήσουμε στην άκρη τόσο τη δημοκρατική όσο και την αυταρχική μυθολογία για το νεότερο κυρίαρχο κράτος. Αν η πρώτη το θεωρούσε ως ισχύ ή μάλλον ως βία, η οποία κατέπνιγε προς το συμφέρον των κυριάρχων κινήματα ελευθερίας και αιτήματα ισότητας προερχόμενα εκ των κάτω, η δεύτερη το παρουσίαζε ως αυτόνομη οντότητα πάνω απ’ όλες τις τάξεις κι απ’ όλα τα μερικά συμφέροντα, ως θνητό θεό με αποστολή του τη φύλαξη του δημοσίου συμφέροντος. Και στις δύο περιπτώσεις η πολιτική και ιδεολογική πρόθεση οδήγησε σε αρνητικές ή θετικές υποστασιοποιήσεις, οι όποιες ελάχιστα βοηθούν στην κατανόηση των εκάστοτε λειτουργιών του νεότερου κράτους. Ήδη από την εποχή του σχηματισμού του το κράτος αυτό υπηρέτησε άλλοτε τη μεταρρύθμιση κι άλλοτε την αντίδραση, κάποτε την υπεράσπιση και κάποτε την καταπολέμηση κατεστημένων συμφερόντων. Οι δημοκράτες και οι σοσιαλιστές δεν αισθάνθηκαν δυσφορία όπου άσκησαν την κρατική εξουσία, ενώ αντίστροφα διάφοροι θιασώτες του αυταρχικού κράτους έχασαν γρήγορα τον σεβασμό τους απέναντι στον θνητό θεό όποτε αυτός χάρισε την εύνοια του σε άλλους. Όλα αυτά σημαίνουν: το νεότερο κράτος υπήρξε ένα άπειρα πλαστικό και προσαρμοστικό εργαλείο, στην ήδη μακρά ιστορία του συμμάχησε με πολύ διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και υπηρέτησε τους πιο διαφορετικούς σκοπούς, αλλάζοντας κάθε φορά την έκταση του, την οργανωτική του μορφή και τους φυσικούς του φορείς. Όσοι όμως μιλούσαν για το τέλος του κράτους δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να δουν τα ιστορικά δεδομένα στις διακυμάνσεις τους. Πολλοί απ’ αυτούς άρθρωσαν από αυταρχική σκοπιά μια διαμαρτυρία αφ’ ενός εναντίον του βαθμιαίου μαζικοδημοκρατικού προσανατολισμού της κρατικής πολιτικής στον 20ό αιώνα και αφ’ έτερου εναντίον της δήθεν ανικανότητας ενός «φιλελεύθερου» ή μαζικοδημοκρατικού κράτους να ασκήσει αποτελεσματική εξωτερική πολιτική. Προφανούς ξεκινούσαν από μια κανονιστική αντίληψη για το «αληθινό» κράτος, την οποία ακολούθως μετέτρεψαν σε εμπράγματο δεδομένο, καθοριστικό για μιάν ολόκληρη ιστορική εποχή. Η επίθεση αυτής της αυταρχικής (ως προς τις κοινωνικές της προτιμήσεις κυρίως παλαιοφιλελεύθερης) αντίληψης εναντίον του μαζικοδημοκρατικού κράτους, το οποίο βέβαια από τη σκοπιά της κανονιστικής της αντίληψης δεν μπορούσε να αποτελεί «γνήσιο» κράτος, συγκεντρώθηκε πρωταρχικά στη συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία, η οποία συγχώνευση αφαιρούσε τάχα από το κράτος την προηγούμενη περιωπή του ως φύλακα του γενικού συμφέροντος και το έκανε άβουλο όργανο ιδιωτικών συμφερόντων. Έτσι όμως παραγνωρίζονταν οι πολιτικές πλευρές της συγχώνευσης της πολιτικής με την οικονομία, όπως τις συζητήσαμε στο προηγούμενο υποκεφάλαιο. Όχι μόνον η πρόνοια για τη στοιχειώδη διαβίωση (ως φράγμα κατά της ανομίας) και η ανακατανομή συνιστούν πολιτικές πράξεις κατ’ εξοχήν, αλλά και η συγχώνευση της πολιτικής με την οικονομία μετέβαλε το κράτος στον κατά πολύ μεγαλύτερο εργοδότη και σε διαχειριστή της μερίδας του λέοντος του εθνικού εισοδήματος. Φυσικά, δεν είναι δυνατό να μην παραβλέψει κανείς τον έντονα πολιτικό χαρακτήρα αυτών των φαινομένων όταν εμμένει σε μιάν έννοια της πολιτικής ξεπερασμένη από καιρό.

Άντι Γουόρχολ. Andy Warhol
Άντι Γουόρχολ. Andy Warhol

Σε σχέση με την πλανητική πολιτική του αιώνα μας, σοβαροί παρατηρητές υπογράμμισαν ότι η υποταγή της εξωτερικής πολιτικής των κρατών στις αρχές μιας οικουμενικής ηθικής θα επέφερε αναγκαστικά την κατάλυση της κρατικής κυριαρχίας, γιατί κήρυσσε εγκληματική κι αξιόποινη τη raison d’etat ως θεμιτή πυξίδα των κρατικών ενεργειών, στερώντας τους έτσι το μόνο δυνατό κυρίαρχο έρεισμα. Στον Ψυχρό Πόλεμο φάνηκε ότι το κυρίαρχο κράτος βάλλεται και από τα δύο στρατόπεδα, γιατί και τα δύο διεξήγαν τον αγώνα τους στο όνομα οικουμενικών και διεθνιστικών, ήτοι φιλελεύθερων ή προλεταριακών άρχων, απέναντι στις όποιες το άτομο όφειλε να τρέφει περισσότερη νομιμοφροσύνη απ’ ό,τι απέναντι στο κράτος της καταγωγής του. Μια τέτοια περιγραφή των πραγμάτων περιέχει πράγματι σημαντικές παρατηρήσεις, ωστόσο δεν εξαντλεί όλες τις επόψεις του προβλήματος, έτσι ώστε καθ’ αυτήν να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η εποχή της κρατικής κυριαρχίας τελείωσε οριστικά. Πρώτα-πρώτα δεν είναι ιστορικά και μεθοδολογικά ορθό να αντιπαραβάλλεται ο τρόπος, με τον όποιο κατανοούσε ιδεολογικά τον εαυτό της η Ευρώπη στο παρελθόν, με ορισμένες πλευρές της σημερινής πλανητικής πραγματικότητας. Ακόμα και στην εποχή της ακμής της η raison d’etat διόλου δεν καταφρονούσε την προπαγανδιστική συμμαχία με χριστιανικές και ηθικές (ήτοι οικουμενικές) αρχές, ακριβώς όπως και στον αιώνα μας η ανακήρυξη οικουμενικών ηθικών άρχων σε κατευθυντήριες γραμμές της διεθνούς πολιτικής εννοούσε κατά μεγάλο μέρος τα συμφέροντα ορισμένων κρατών. Η έννοια του κυρίαρχου κράτους χρησιμοποιούνταν βέβαια ως επιχείρημα στηριζόμενο στο διεθνές δίκαιο όποτε απειλούνταν τα οικεία συμφέροντα και το οικείο κράτος, συχνά όμως ο σεβασμός απέναντι της εξανεμιζόταν, όταν επρόκειτο για το κράτος του άλλου -γιατί συνήθως ο σεβασμός διαρκούσε μόνον όσο τον επέβαλλε ο συσχετισμός των δυνάμεων. Γι’ αυτόν τον λόγο η κρατική κυριαρχία πάνω στο ευρωπαϊκό έδαφος πήρε μορφή ιδιαίτερα αδρή όταν διαμορφώθηκε ένα σύστημα κρατών, τα όποια είτε ήσαν εξ ίσου ισχυρά είτε μπορούσαν να αντισταθμίσουν την έλλειψη δικής τους ισχύος με τις ενδεδειγμένες συμμαχίες. Ό,τι ονομάστηκε «κλασσικό κυρίαρχο κράτος» ευδοκίμησε κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες συναφείς με ορισμένο συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη και άσχετες προς την εσωτερική εξέλιξη του κράτους ως μορφώματος των Νέων Χρόνων με ειδοποιά γνωρίσματα. Γι’ αυτό και τα κατηγορήματα του κυρίαρχου κράτους αποδίδονταν κατ’ ουσία μόνο σε όσα κράτη απάρτιζαν το σύστημα των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Άλλωστε οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο αυθαίρετος τρόπος, με τον οποίο αντιμετωπίσθηκε στα κοσμοϊστορικά εκείνα χρόνια η κρατική κυριαρχία, αποδεικνύουν ex negativo την εξάρτηση του «κλασσικού κυρίαρχου κράτους» από μιάν ορισμένη κατάσταση όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων έκανε δυνατούς, και μάλιστα απαιτούσε, ορισμένους κανόνες διεξαγωγής του παιγνιδιού. Ήταν μια κρατική κυριαρχία εδραζόμενη στην ολιγαρχία μερικών κρατών, αν μπορούμε να εκφρασθούμε έτσι, και ξεθώριασε όχι επειδή οι αρχές της έπαψαν να ισχύουν, παρά μάλλον επειδή οι αρχές αυτές επεκτάθηκαν σ’ έναν ευρύτερο -αρχικά ευρωπαϊκό και κατόπιν πλανητικό- χώρο, στον οποίο τα κράτη δεν μπορούσαν να σχηματίσουν μεταξύ τους πολιτικούς συνδυασμούς σαν τους παραπάνω.

Ο Ψυχρός Πόλεμος έθεσε πράγματι υπό αμφισβήτηση αυτό το εν μέρει πλασματικό και εν μέρει ριζωμένο στις ευρωπαϊκές ιδιαιτερότητες «κλασσικό κυρίαρχο κράτος». Γιατί η μία παράταξη κήρυσσε στο προγραμματικό επίπεδο την κατάργηση όλων των συνόρων και όλων των κρατών, ήτοι τη συναδέλφωση όλων των λαών στο πλαίσιο μιας αταξικής παγκόσμιας κοινωνίας, θεωρώντας την προσήλωση στο ιδεώδες αυτό κατ’ αρχήν σημαντικότερη από την πίστη στο κράτος καταγωγής του ατόμου· ή άλλη παράταξη, πάλι, αντιπαρέθετε στην πρακτική του ολοκληρωτισμού τις αρχές μιας οικουμενικής ηθικής και στην οχύρωση πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα το όραμα ενός ανοιχτοί και ενιαίου κόσμου. Αν οι θέσεις αυτές είχαν γίνει πράξη, τότε βέβαια η μορφή και η ουσία του κυρίαρχου κράτους θα μαραίνονταν και θα χάνονταν. Όμως η πραγματικότητα προχώρησε πιο διαφορισμένα. διοχέτευσε δηλ. τις προγραμματικές διακηρύξεις κατά τέτοιο τρόπο, ώστε στάθηκε δυνατό να υπηρετήσουν ακριβώς το κυρίαρχο εκείνο κράτος, το όποιο θα όφειλαν να καταργήσουν αν λαμβάνονταν στην ονομαστική τους αξία. Από κομμουνιστικής πλευράς ο προλεταριακός διεθνισμός χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς ενός ορισμένου κυρίαρχου κράτους, δηλ. της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ενώ συνάμα κομμουνιστικά κινήματα εξαιρετικού δυναμισμού συνδέθηκαν με εθνικιστικούς στοίχους, εφ’ όσον ό αγώνας ενάντια σε μιά καπιταλιστική αποικιοκρατία ωθούσε τον εθνικισμό να ενστερνισθεί τον κομμουνισμό· από τέτοια κινήματα προήλθαν κράτη όπως η Κίνα ή το Βιετνάμ, τα οποία υπεράσπισαν την κυριαρχία τους κατά τρόπο υπερήφανο και μάλιστα «κλασσικό», θα μπορούσαμε να πούμε. Από την άλλη μεριά, στο δυτικό στρατόπεδο η απόρριψη του προλεταριακού διεθνισμού οδήγησε σε μιά θετική αποτίμηση του έθνους και του ανεξάρτητου κράτους ως των φυσικών πολιτικών μονάδων. Παράλληλα, και στη Δύση ο ηθικός οικουμενισμός συχνά υπηρέτησε τις αυτοκρατορικές βλέψεις του ηγετικού κυρίαρχου κράτους, δηλ. των Ηνωμένων Πολιτειών. Ήδη η μαζική επίκληση των οικουμενικών ηθικών άρχων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διαμόρφωση της διεθνούς πολιτικής μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε δείξει ολοκάθαρα ότι είναι δυνατή η επιλεκτική τους χρήση και η χειραγώγηση της λειτουργίας τους, έτσι ώστε ν’ αποτελούν εργαλεία ισχύος στα χέρια ορισμένων κρατών και εναντίον άλλων. Η συγκεκριμένη και μερική εφαρμογή αφηρημένων οικουμενικών κρατών σήμαινε βέβαια την εξασθένιση του ενός κυρίαρχου κράτους, παράλληλα όμως ενίσχυε το άλλο. Το κυρίαρχο κράτος θα μπορούσε να καταλυθεί χάρη στη διάδοση οικουμενικών άρχων μονάχα αν αυτές λαμβάνονταν στην ονομαστική τους αξία και εφαρμόζονταν με συνέπεια.

Άντι Γουόρχολ. Andy Warhol
Άντι Γουόρχολ. Andy Warhol

Η σύντομη αυτή ανασκόπηση θα μας βοηθήσει να δούμε καθαρότερα τη σημερινή συγκυρία, στην οποία ή επικράτηση του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -μαζί με τη δράση διεθνών οργανισμών και με τις οικονομικές συγχωνεύσεις- φαίνεται να προαγγέλλει το τέλος του κυρίαρχου κράτους. Στα πλαίσια της τρέχουσας πολιτικής η επικράτηση αυτή ανταποκρίνεται στα ζωτικά συμφέροντα πολλών πλευρών, οι όποιες επιθυμούν να εκφράσουν διάφορες χειροπιαστές απαιτήσεις στη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από δομική άποψη έχουμε να κάνουμε με μιάν ακόμα πλευρά της μεταφοράς μαζικοδημοκρατικών φαινομένων σε πλανητικό επίπεδο, εφ’ όσον στην ηθική γλώσσα του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απηχούνται τα κοινωνιολογικά δεδομένα του μαζικοδημοκρατικού κατακερματισμού της κοινωνίας σε μεμονωμένα άτομα και του μαζικοδημοκρατικού πλουραλισμού των αξιών. Η πρακτική συνέπεια της πλανητικής εφαρμογής τους θα ήταν πάντως η κατάλυση της κρατικής κυριαρχίας μέσω της επέμβασης ξένων Δυνάμεων, οι οποίες θα νομιμοποιούσαν τις ενέργειες τους επικαλούμενες τα ανθρώπινα δικαιώματα -έτσι η σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κρατική κυριαρχία, θα απαλειφόταν, και αυτό πάλι θα συμβάδιζε με την άμβλυνση των ορίων μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας στο εσωτερικό της μαζικής δημοκρατίας. Ωστόσο είναι άκρως αμφίβολο αν η πλανητική πολιτική θα διαγράψει ευθύγραμμα αυτή την πορεία και θα αποχαιρετήσει για πάντα το κυρίαρχο κράτος μέσω της συνεπούς εφαρμογής των αρχών της οικουμενικής ηθικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιατί δεν πρέπει να αναμένεται ότι πρακτικά τελεσφόρες επεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική των σημερινών κρατών προς επιβολή των παραπάνω αρχών θα μπορούν να επιχειρούνται από όλες τις πλευρές προς όλες τις πλευρές. Οι μεγάλες Δυνάμεις θα αποδειχθούν πολύ πιο ευκίνητες και αποτελεσματικές από την άποψη αυτή, κι έτσι η έμπρακτη διαφορά μεταξύ υποκειμένων και αντικειμένων της πλανητικής πολιτικής θα συνεχίσει να υφίσταται κάτω από το λαμπροστόλιστο περίβλημα της γενικά αναγνωριζόμενης ισότητας, όπως την προβλέπουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Με άλλα λόγια: ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θα ασκήσει την επήρεια του in abstracto, στην ονομαστική του αξία και ανεξάρτητα από την ιδιοσυστασία των εκάστοτε εκπροσώπων του. Θα την ασκήσει αναγκαστικά μέσω συγκεκριμένων φορέων, οι όποιοι θα τον χρησιμοποιήσουν ως εργαλείο· όταν όμως ένας οικουμενισμός χρησιμοποιείται ως εργαλείο, τότε μερικεύεται ipso facto, δηλ. τίθεται στην υπηρεσία κρατικών σκοπών. Στην προοπτική αυτή, η γενική ομολογία πίστεως προς τις αρχές της οικουμενικής ηθικής δεν θα θέσει σε κίνδυνο το κυρίαρχο κράτος, αν αυτό δεν κινδυνεύει λόγω εσωτερικών αδυναμιών· βεβαίως, θα είναι υπό διάφορες συνθήκες υποχρεωμένο να παίζει κρυφτούλι, εφ’ όσον τουλάχιστον δεν θα προσφεύγει στην ανοιχτή παραβίαση των παραπάνω αρχών. Η τέχνη των προσποιήσεων και των εκλογικεύσεων δεν πρόκειται πάντως να χαθεί από τον κόσμο στην εποχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ώστε παρά τη μικρότερη ή μεγαλύτερη σύμφυρση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εξ αιτίας της γενικής αποδοχής των οικουμενικών ηθικών άρχων διόλου δεν θα επέλθει υποχρεωτικά η κατάργηση των ορίων μεταξύ τους και επομένως και η κατάλυση του κυρίαρχου κράτους. Μάλλον θα συμβεί και εδώ ό,τι και με τη διαπλοκή των οικονομιών: τα σύνορα γίνονται (πολύ) πιο ευδιάβατα, όμως δεν πέφτουν, αλλά παραμένουν κάπου στο βάθος, ως ultima ratio σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το κυρίαρχο κράτος απέχει ακόμα σήμερα πολύ από το να έχει απεμπολήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό του, ώστε να μην μπορεί οποτεδήποτε να πάρει πίσω ό,τι εκχώρησε με τη θέληση του σ’ αυτήν ή την άλλη μορφή – αν βέβαια διαθέτει την έμπρακτη ισχύ για να το κάμει. Δεν είναι σωστό να υπερτιμάται η πολιτική σημασία του διεθνούς δικαίου ή των διεθνών οργανισμών και να ερμηνεύονται οι προσπάθειες προς επέκταση τους ως σκόπιμες και αναντίστρεπτες ενέργειες προκειμένου να καταργηθεί το κυρίαρχο κράτος. Οι ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου και οι διεθνείς οργανώσεις έχουν γίνει απαραίτητες λόγω της πυκνότητας, η οποία χαρακτηρίζει πλέον την πλανητική πολιτική, όμως παραμένει ανοιχτό αν θα αποτελέσουν το πεδίο της κοινής συνεννόησης ή το κοινό πεδίο μάχης. Η δημιουργία τους είναι προφανώς προς όφελος όλων, όσοι συμμετέχουν, όμως δεν μπορεί να συμβαίνει πάντα το ίδιο με την εκάστοτε χειραγώγηση και λειτουργία τους.

Εξ ίσου εσφαλμένο θα ήταν να συγκεντρώσουμε αποκλειστικά την προσοχή μας στα φαινόμενα εκείνα της μαζικοδημοκρατικής ζωής, τα οποία οι οδυρόμενοι επικριτές του σύγχρονου πολιτισμού τα θεωρούν ενδείξεις σήψεως, ενώ διάφοροι αβλαβείς «εναλλακτικοί» τα βλέπουν ως σίγουρα σημεία της χειραφέτησης, να τα προβάλουμε ευθύγραμμα στο μέλλον, να προφητεύσουμε τη διόγκωση τους δίκην χιονοστιβάδος και να τα εκλάβουμε ως την αρχή του ελπιδοφόρου ή εφιαλτικού τέλους του κυρίαρχου κράτους. Αναμφίβολα, μέσα στις ανεπτυγμένες μαζικές δημοκρατίες συχνά γεννιέται η εντύπωση ότι η κρατική εξουσία έχασε το αδιαφιλονίκητο κύρος της, ότι κράτος και ιδιώτες βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο ή ότι η διάδοση ηδονιστικών στάσεων υπονομεύει τα ιδεολογικά και ψυχολογικά θεμέλια του κράτους. Εδώ πρέπει να πούμε δύο πράγματα. Πρώτον, πρέπει να υπογραμμισθεί η δομική αναγκαιότητα τέτοιων φαινομένων για τη λειτουργία της μαζικής δημοκρατίας ως οικονομίας και ως θεσμικού πλέγματος· βέβαια, δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλες οι παρενέργειες και τα συμπαρομαρτούντα τους, ωστόσο πολλοί κοινωνικοί σχηματισμοί στην ίσαμε τώρα ιστορία αποδείχθηκαν ανθεκτικοί, μολονότι έζησαν με αμφιλεγόμενους θεσμούς και επαμφοτερίζουσες κοινωνικές στάσεις. Δεύτερον, δεν είναι σωστό να θεωρούνται φαινόμενα, τα όποια δίνουν εξωτερικά τον τόνο σε σχετικά ήσυχες και ευημερούσες εποχές, ως καίρια ή αποφασιστικά σε κάθε μελλοντική κατάσταση. Το κυρίαρχο κράτος θα κάνει έντονα αισθητή την παρουσία του μέσα στην ανεπτυγμένη μαζική δημοκρατία, όταν στον ορίζοντα προβάλει κάποιος εσωτερικός ή εξωτερικός κίνδυνος ή όταν μια ξαφνική μεταβολή της συγκυρίας επιβάλει αναπροσανατολισμούς. Τους λόγους, για τους οποίους το κυρίαρχο κράτος είναι απαραίτητο στις λιγότερο ανεπτυγμένες μαζικές κοινωνίες, θα τους αναφέρουμε συζητώντας το πρόβλημα του εθνικισμού. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει σήμερα εναλλακτική λύση προς το κράτος ως μορφή οργάνωσης.

«Early Works of Andy Warhol»
«Early Works of Andy Warhol»

Αναφέραμε ήδη τη «νεοφιλελεύθερη» υπερτίμηση της λειτουργικής αυτοτέλειας της ιδιωτικής οικονομίας καθώς και τα νέα, κατ’ εξοχήν πολιτικά καθήκοντα που αναλαμβάνει το κράτος καθώς συγχωνεύεται η πολιτική με την οικονομία. Η ιδιωτική οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς ισχυρές θεσμικές εγγυήσεις και χωρίς το πλαίσιο της κρατικής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής· θα ήταν παραπλανητικό να παραβλέψουμε την εσώτερη συνάρτηση ανάμεσα στη γενική διεύρυνση των κρατικών λειτουργιών και τη γενική άνθηση της ιδιωτικής οικονομίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μολονότι από την άλλη πλευρά είναι γνωστές οι συνέπειες της διογκωμένης γραφειοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει η ιδιωτική οικονομία συχνότατα ζει άμεσα από το γεγονός ότι το κράτος αναθέτει σε ιδιώτες διάφορες εργασίες αντί να τις εκτελέσει το ίδιο – και τότε ίσως ζει και καλύτερα, όπως αφήνει να εννοηθεί ο ζήλος της όταν επιδιώκει την ανάληψη δημοσίων έργων. Η έμπρακτη οικονομική αναγκαιότητα του κράτους γίνεται εκφανέστερη, όταν αναλογισθούμε σε ποιον απευθύνονται οι διαμαρτυρίες και τα αιτήματα όποτε τελματώνεται η ιδιωτική οικονομία. Με άλλα λόγια, η ιδιωτική οικονομία δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτε ούτε να αναλάβει ευθύνες για τίποτε, εφ’ όσον πρόκειται για υποθέσεις του γενικού συμφέροντος. Όμως μονάχα η στάθμιση του γενικού συμφέροντος (αδιάφορο ποιος το ερμηνεύει δεσμευτικά σε κάθε περίπτωση) μπορεί να εμποδίσει τη βαθμιαία διολίσθηση στην ανομία και επομένως και την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας, προ παντός όταν αυτή είναι άκρως περίπλοκη. Η έμπρακτη αυτονόμηση μιας διεθνοποιημένης ιδιωτικής οικονομίας πάνω από τα κεφάλια αποδυναμωμένων κρατών θα συνεπέφερε μια κατάσταση βαθιάς ανομίας, δηλ. την επιστροφή στον νόμο της ζούγκλας. Όμως, έτσι όπως είναι σήμερα διαρθρωμένη η παγκόσμια κοινωνία, η ανομία μπορεί να καταπολεμηθεί μονάχα με τα παραδοσιακά μέσα του κυρίαρχου κράτους. Τούτη η σύνδεση οικονομικών λειτουργιών με το γιγάντειο μελλοντικό έργο της συγκράτησης της ανομίας θα αποτελέσει μέσα στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής το θεμέλιο εκείνο, πάνω στο οποίο το κυρίαρχο κράτος θα εξακολουθήσει να υπάρχει σε παλαιότερες και σε νεότερες μορφές. Ασφαλώς είναι περιττά να τονίσουμε ιδιαίτερα τον ρόλο των εξωτερικών συγκρούσεων ή των έκτακτων καταστάσεων για τη διατήρηση κι ενδεχομένως την ενίσχυση του. Κλείνουμε λοιπόν με την παρατήρηση ότι, κοντά σ’ όλα αυτά, η κρατική οργάνωση θα είναι το καταφύγιο τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών εθνών μπροστά στις πολιτικές αβεβαιότητες των άρχων της οικουμενικής ηθικής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μόνον ως οργανωμένη κρατική ισχύς μπορεί ένα μεγάλο ή μικρό έθνος να αντισταθεί σε ερμηνείες αυτών των αρχών, τις όποιες θεωρεί ως προπέτασμα για επικίνδυνες ορέξεις άλλων εθνών. Μόνον ως κράτος μπορεί ένα μεγάλο έθνος να αντιμετωπίσει σε περίπτωση ανάγκης ακόμα και ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Και μόνον ως κράτος μπορεί ένα μικρό έθνος να μιλήσει ως ίσος προς ίσον μ’ ένα μεγάλο έθνος, εφ’ όσον τόσο το μικρό όσο και το μεγάλο έθνος αποτελούν, το καθένα για τον εαυτό του, ένα κράτος.

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο. Εκδ. Ποντίκι. Αθήνα. Σελ. 44-56.

(Εμφανιστηκε 720 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.