22 Απριλίου 2019 at 23:26

«Η Ιστορία ποτέ δεν λυπήθηκε τους μισοπνιγμένους»

από

«Η Ιστορία ποτέ δεν λυπήθηκε τους μισοπνιγμένους»

Ο Βασίλης Καραποστόλης, καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγγραφέας του βιβλίου «Διχασμός και εξιλέωση – Περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων», μιλά για την έξοδο από την κρίση, τη διαδικασία της αυτοεμψύχωσης, εξηγεί πώς φτάσαμε ως χώρα σε αυτόν τον παραλυτικό φαύλο κύκλο.

Νίκος Εγγονόπουλος
Νίκος Εγγονόπουλος

Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση

«Το καπιταλιστικό σύστημα επέστρεψε εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, στη βίαιη απαλλοτρίωση της μικρής ατομικής περιουσίας. Κατά συνέπεια, όποιοι αμφισβητούν ακόμη το σύστημα αυτό οφείλουν να προστατεύσουν τη μικρή περιουσία και την ασφάλεια των κατόχων τους, καθήκον που θα φαινόταν άλλοτε πολύ συντηρητικό, πολύ φιλελεύθερο.

Σήμερα, όμως, μια πολιτική υπεράσπισης των μεσαίων τάξεων αποκτά χαρακτήρα διαφορετικό. Θα ήταν το μόνο πράγμα ενάντια στο καθεστώς της μισθωτής δουλείας που πάει να εξαπλωθεί και, επιπλέον, θα διατηρούσε την ελπίδα κάποιας πολιτισμικής ανόρθωσης. Γιατί ιστορικά οι μεσαίες τάξεις ήταν αυτές που, κυρίως, ευνοούσαν το κίνητρο της ατομικής δημιουργίας. Οι πλούσιοι ήταν πολύ επαναπαυμένοι και οι φτωχοί πολύ φορτωμένοι με έγνοιες για να μπορούν να ριχτούν σε πνευματικές περιπέτειες».

Εγωισμός και δοτικότητα

* Κύριε καθηγητά, ιστορικά υπερβήκαμε ποτέ τη χρόνια καχεξία μας;

– Υπερβαίνουμε τα ελαττώματά μας όχι με το να τα καταργούμε διαμιάς (πράγμα που δεν γίνεται), αλλά με το να δίνουμε διέξοδο στη θετική τους πλευρά (που συνήθως υπάρχει). Ετσι, ο εγωισμός των Ελλήνων μετατράπηκε σε δοτικότητα στην Επανάσταση του ’21, στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο, χάρη στο γεγονός ότι οι Ελληνες είχαν διατηρήσει μια ανώτερη ιδέα για τον εαυτό τους, παρά την κακοδαιμονία που τους μάστιζε. Ηθελαν να αποδείξουν στον ίδιο τους τον εαυτό ότι το «εγώ» τους μπορεί να ανυψωθεί και να μην είναι απλώς υποχείριο της Ανάγκης.

* Ως φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ή πολιτικός επιστήμονας μπορείτε να εξηγήσετε πώς φτάσαμε σε αυτόν τον παραλυτικό φαύλο κύκλο;

– Στο δυτικό πολιτισμό ο άνθρωπος έγινε «δούλος του δούλου του», δηλαδή του χρήματος. Αυτό σημαίνει ότι υποτάχθηκε σε μια κατάσταση που διαρκώς αναβάλλει τη ζωή, γιατί ουσιαστικά το χρήμα δεν είναι άλλο από μια «υπόσχεση»: περικλείει μέσα του δυνατότητες για απολαύσεις, για δύναμη. Ωστόσο, αυτές οι δυνατότητες καταλήγουν συχνά να γίνονται αυτοσκοπός. Επιθυμεί κανείς όλο και περισσότερο χρήμα για να έχει όλο και περισσότερες δυνατότητες -και στο τέλος ξεχνάει να ζήσει. Στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, οι άνθρωποι, αν και αγαπούσαν πολύ περισσότερο τη ζωή απ’ ό,τι στο Βορρά, δεν μπορούσαν πια να φανερώσουν την αγάπη τους παρά μόνο μέσω του χρήματος. Γι’ αυτό έπεσαν με τα μούτρα στην κατανάλωση. Νόμιζαν ότι θα «ζήσουν» πιο πολύ, πιο έντονα. Στην πραγματικότητα, όμως, έχαναν την κυριαρχία τους πάνω στα πράγματα κι αυτό τους έθιγε, τους μείωνε κατά βάθος. Προσπάθησαν να βάλουν κάτι από το «είμαι» μέσα στο «έχω», και απέτυχαν. Και για να σκεπάσουν την αποτυχία τους, κατανάλωναν όλο και πιο πολύ, παίρνοντας δανεικά.

* Διάβασα προ ημερών μια ρήση σας: «Ας φράξουμε το δρόμο στους νέους καιροσκόπους και ας κάνουμε τόπο στους νέους εργοποιούς». Είναι εφικτό;

– Το αίτημα για αξιοκρατία είναι πλέον το πιο ριζικό. Υπάρχει μια δίψα για να ανοίξει ο δρόμος σε εκείνους που μπορούν να παράγουν έργα ανθεκτικά στο χρόνο κι όχι κατασκευάσματα που καλλωπίζουν και διαφημίζουν τον εαυτό τού κατασκευαστή τους και μόνο. Η δυστυχία θα μας κάνει πιο απαιτητικούς -κι έτσι η σύγκρουση ανάμεσα στους άξιους και στους ευνοούμενους (των κομμάτων, των κρατούντων κ.τ.λ) θα είναι από τις σφοδρές. Ιδού πώς η ηθική επιδρά στην πολιτική, αντίθετα με τα όσα λέγονται.

* Πόσες άλλες γενιές θα έλθουν για να βάλουν τέλος σ’ αυτόν τον ξεπεσμό;

– Το παν είναι να τεθεί σε κίνηση η διαδικασία της αυτοεμψύχωσης. Η ίδια η προσπάθεια μπορεί να αποφέρει ένα αίσθημα τονωτικό, που να ωθεί στο επόμενο βήμα. Ας προσέξουμε όμως. Οταν προσπαθεί κανείς να βελτιώσει μια κατάσταση δεν θα ‘πρεπε να αναρωτιέται κάθε τόσο «τι έχω καταφέρει ως προς το σκοπό μου;». Είναι πιο σημαντικό να σκέφτεται «τι δυνάμεις φανερώθηκαν μέσα μου που δεν πίστευα ότι υπήρχαν;». Υπάρχει μέσα στην προσπάθεια μια γονιμότητα που η ανυπομονησία μας την παραγνώρισε. Ελπίζω οι νεότερες γενιές να εκτιμήσουν περισσότερο τις μικρές επιτυχίες που οδηγούν σε μεγαλύτερες.

* Τι διδάσκει ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος τους μαθητές του μέσα στην κρίση;

– Η κρίση παρουσιάζει τον κόσμο τόσο συγκεχυμένο, ώστε να μοιάζει μάταιη οποιαδήποτε σκέψη για να τον εξηγήσει κανείς. «Αφού δεν μπορούμε να τον εξηγήσουμε, πώς να τον αλλάξουμε;» αναρωτιούνται πολλοί νέοι. Κι εδώ είναι που οι δάσκαλοι -σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης- καλούνται με διάφορους τρόπους να διεγείρουν τη θέληση των σπουδαστών. Το ζητούμενο σήμερα είναι η θέληση, δεν είναι η γνώση. Είναι να θελήσουν οι νεότεροι κάτι ν’ αλλάξουν στον κόσμο, χωρίς να περιμένουν να τους το ορίσει επακριβώς κάποιος «διαβήτης». Διαφορετικά, το σχολείο και το πανεπιστήμιο θα πέσουν πολύ χαμηλά. Θα είναι χώροι όπου απλώς τεκμηριώνεται η πεζότητα.

Λαιμαργία χορτάτων

* Η πολιτική κατάσταση επιβάλλει στις σκέψεις μας να πηγαίνουν πιο πέρα από εκεί όπου συνήθως έφθαναν;

– Επί αιώνες η Εξουσία και ο Πλούτος, μολονότι συνδεδεμένα, διακρίνονταν. Σήμερα, φαίνεται πως ο Πλούτος επιβάλλεται στην Εξουσία, γεγονός που δείχνει πόσο το άμεσο, το ακαριαίο, το αδιαμεσολάβητο ρυθμίζουν τις τύχες του κόσμου. Μην αντέχοντας ο Πλούτος να περιμένει τι θα γίνει με τις εκλογές, την αντιπροσώπευση των πολιτών, με τα κοινοβούλια και τις επιτροπές τους, πιέζει, ώστε όλες αυτές οι φλυαρίες να τελειώνουν, για να ακουστεί επιτέλους η δική του αρχέγονη, σπηλαιώδης φωνή: «Δεν πεινάω αλλά θέλω να χορτάσω». Αυτό το πάθος, αυτή τη λαιμαργία των χορτάτων αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες.

* Η Εξουσία;

– Ήταν ανέκαθεν λαίμαργη για Εξουσία και ο Πλούτος για Πλούτο. Αλλά όταν ο Πλούτος γίνεται λαίμαργος και για Εξουσία, τότε οι αδύναμοι και οι καταπιεζόμενοι καλούνται επειγόντως να λάβουν νέα και έκτακτα μέτρα: πιο λογικό φαίνεται να ανεχθούν (ελέγχοντάς τους πάντα) τους πολιτικούς παρά τους τραπεζίτες. Είναι πολύ δύσκολο βέβαια αυτό. Είναι δύσκολο να σε πνίγει το δίκιο σου και να πρέπει ταυτόχρονα να επεξεργαστείς μια στρατηγική επιβίωσης. Η Ιστορία, όμως, ποτέ δεν λυπήθηκε τους μισοπνιγμένους.

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=368332 (9 Ιουνίου 2013).

(Εμφανιστηκε 667 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.