30 Νοεμβρίου 2018 at 23:28

Ο Θεοδόσιος και οι διωγμοί των Εθνικών. Η καταστροφή της Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια.

από

Ο Θεοδόσιος και οι διωγμοί των Εθνικών. Η καταστροφή της Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια.

Το επόμενο κείμενο του Αργύρη Εφταλιώτη -με λίγες ορθογραφικές προσαρμογές στην σύγχρονη κοινή νεοελληνική γλώσσα- είναι από τον πρώτο τόμο του βιβλίου «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», που εκδόθηκε στην Αθήνα από το Τυπογραφείο της Εστίας (1901).

Γράφει ο Αργύρης Εφταλιώτης

Ας ξαναγυρίσουμε στην Πρωτεύουσα τώρα. Τα τέντωνε και πήγαινε ο Αυτοκράτορας τα μέτρα του με τους αιρετικούς, χωρίς μήτε στιγμή να τα χαλαρώνη. Σα συνωμότες τους είχε. Κάθε χρόνο κι άπονα διάταγμα τους έβγαζε. Από τα 380 ως τα 394 λες και σαν κανόνια έπεφταν οι νόμοι του απάνω στους κακόμοιρους τους αλλόδοξους. Ένας από τους νόμους αυτούς έβαζε δέκα χρυσές λίτρες πρόστιμο (τετρακόσες σημερινές λίρες) σ’ όσους η δέχουνταν ή έδιναν αιρετικό αξίωμα. Άλλος πάλε, ακόμα πιο τυραννικώτερος νόμος, μήτε να λειτουργούνται δεν τους άφηνε, παρά τους κήρυττε σα να λέμε αφορισμένους. Τέλος μήτε οι διαθήκες τους δεν έπιαναν, κ’ είχανε δεν είχανε γίνουνταν Ορθόδοξοι.

Δεν τόχουμε σκοπό να τα εγκωμιάσουμε και καλά τασιατικά αυτα μέτρα. Όποιος όμως είχε την υπομονή να προσέξη τ’ άρειανικό το κίνημα από την αρχή του, και τα καλοξέτασε ταπανωτά του τεχνάσματα, και τόννοιωσε πως τέτοια φιλοσοφική θρησκεία καταντάει αγυρτεία όταν όσοι την πιστεύουνε δεν είναι κι αυτοί φιλόσοφοι, θα συμφωνήση βέβαια πως εδώ πέρα χρειάζουνταν κόπανος δυνατός και γερός -όχι μισά πράματα. Τέτοια μάλιστα υπόληψη τον έχουμε το Θεοδόσιο, που δε μας φαίνεται τόσο πως τα μέτρα του στάθηκαν πέρα και πέρα παράλογα, όσο πως οι αυλικοί του κ’ οι αξιωματικοί του τα βάλανε σε πράξη πολλές φορές με βάρβαρο και μ’ απάνθρωπο τρόπο. Αυτό προπάντων θα το παρατηρήσουμε στάλλο το ζήτημα του καιρού εκείνου, το ειδωλολατρικό.

Ο Σέραπις, ή Σάραπις, ήταν ελληνο-αιγυπτιακός θεός της αρχαιότητας.
Ο Σέραπις, ή Σάραπις, ήταν ελληνο-αιγυπτιακός θεός της αρχαιότητας.

Για ναποσωστή το θεμέλιωμα της Ορθοδοξίας, έπρεπε να χτυπηθή κι ο Εθνισμός, που καθώς είδαμε, είχε κι αυτός ακόμα ζωή και δόντια. Ακολούθησε λοιπόν κ’ εδώ ο Θεοδόσιος το ίδιο το σύστημα. Του πέταγε του Εθνισμού νόμους και διατάγματα απάνω κάτω σαν ταρειανικά. Όντας όμως η πηγή του Αρειανισμού μπρος στα μάτια του, μέσα στην Πρωτεύουσα, δεν είχανε γίνει και παραπολλές βαρβαρότητες στην εφαρμογή του κατατρεγμού εκείνου. Μα με την ειδωλολατρία, που και πολυκέφαλη ήταν και σκόρπια σε διάφορα μακρινά μέρη, συνέβηκαν ανήκουστα πράματα, κι όχι τόσο στην καθαυτό Ελλάδα -αυτή στάθηκε τυχερή- όσο στην Ανατολή. Αφήνουμε πια που κατά τους νέους εκείνους νόμους δεν έπρεπε, μέρα ήτανε, νύχτα ήτανε, μήτε θυσίες να τελούνε, μήτε ιεροσκοπίες, μήτε καμιάν άλλη παλιά τελετή. Μα και προσταγή έδωσε ο Θεοδόσιος του Πραιτωριανού Έπαρχου της Ανατολής, του Κυνηγίου, να κλείση ναούς, να ξολοθρέψη είδωλα, να διώξη ιερείς, και τέλος να μοιράση τα ιερά τους χτήματα αναμεταξύ Αυτοκρατορικής Εκκλησίας και στρατού. Και τι κάμνει ο Κυνήγιος; Δυναμωμένος με φανατικούς, ίσως και πεινασμένους, Επισκόπους και καλόγερους, πέφτει σαν πληγή μέσα στη δύσμοιρη την Ανατολή. Και σα να μην έσωναν τόσες καταστροφές, έβαλαν και μια, δική τους, τη μεγαλύτερη και τη βαρβαρότερη. Όλους εκείνους τους πανώριους ναούς, τα θάματα εκείνα της τέχνης που Θεός το ξέρει αν θα δυνηθή πια να ξαναστήση παρόμοια στον κόσμο ανθρώπινο χέρι, αντίς να τους αφήσουνε κλειστούς, ή τουλάχιστο να φανούν ίσια με τους Τούρκους γνωστικοί και να τους κάμουνε δικές τους Εκκλησιές, βαλθήκανε να τους γκρεμίσουνε, μην τύχη, λέει, και ξαναφανή κανένας Ιουλιανός και τους ξανανοίξη! Πάει τότες ο περίφημος ο ναός της Απαμείας στη Συρία, και με τρόπο που να φρίττης. Επειδή μην μπορέσαντας ο Ηρόστρατος της χώρας εκείνης, κάποιος Μαρκέλλος, να γκρεμίση με τους συνηθισμένους τρόπους το θεόρατο αυτό μνημείο, χτισμένο καθώς ήτανε σ’ ύψωμα, με δεκαπέντε βαρείες κολώνες από την κάθε πλευρά, κ’ η καθεμιά κολώνα ως δεκάξη πόδια γύρο, προστάζει κι ανοίγουν τα θεμέλια, αποθέτουν αποκάτω χοντρόξυλα, ανάβουνε φωτιά, και κατρακυλάει και πέφτει το μεγαλόπρεπο χτίριο, που λες και πέφτανε τα ουράνια! Το καταχάρηκαν τούτο οι καλόγεροι, που θαρρούσανε, λέει, πως κάποιος δαίμονας ήταν και τους εμπόδιζε να γκρεμίσουν το ναό, ως που σοφίστηκε ο Μαρκέλλος τον τρόπο! Όρμησαν ύστερα και στους άλλους ναούς, και λίγοι έμειναν απάνω στα θεμέλια τους.

Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (φανταστική απεικόνιση).
Η αρχαία βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (φανταστική απεικόνιση).

Τα ίδια έπαθε κι ο άλλος, ο ακόμα πιο περίφημος ναός του Σεράπι στην Αλεξάντρεια. Ο Σεράπις ήτανε θεός όχι του τόπου, παρά κατεβασμένος από τη Σινώπη κάμποσους αιώνες. Ένα μονάχο ταίρι λέγουν πως είχε ο ναός εκείνος στον κόσμο, Καπιτώλι της Ρώμης. Στημένος όντας κι αυτός απάνω σ’ ύψωμα, τεχνητό όμως, ανέβαινες εκατό σκαλοπάτια για να μπης. Αποκάτω από το ύψωμα, απέραντα κατώγια καμαρωτά. Ολοτρόγυρα του χτίριου μαρμάρινα περιστύλια. Kι όσο από αγάλματα κι άλλα αξετίμητα έργα, γεμάτος ο ναός μέσα. Εκεί κάπου ήτανε βαλμένη κ’ η νέα η Αλεξαντρινή Βιβλιοθήκη, με τα μύρια της φιλολογικά θησαυρίσματα. Δεν εννοούσε, καθώς φαίνεται, ο Θεοδόσιος μήτ’ αυτό το περίφημο μνημείο να το πειράξη· φοβούνταν κι ο κόσμος μην τύχη και τον οργίση τον παράξενον εκείνο θεό, που κανένας δε φαίνεται να καλογνώριζε αν ήταν καλός «δαίμονας» ή κακός. Τον αρχιεπίσκοπο όμως της Αλεξάντρειας, το Θεόφιλο, για κακή μας τύχη δεν τονέ σκότιζε τόση δεισιδαιμονία. Σα να τονέ ζούλευε μάλιστα τον Σεράπι, που τούκαμνε ο κόσμος τέτοιες τιμές! Βλέποντας οι Εθνικοί τους άλλους, του κατατρεγμούς δεν αργήσανε να υποψιαστούν πως όπου κι αν είναι θα πέση η οργή του κι απάνω στο ναό του Σεράπι. Με την ελπίδα, λοιπόν πως έτσι θα το προλάβουν το κακό, σηκώνουνται στάρματα, επικεφαλής τους ο φιλόσοφος ο Ολύμπιος, κράζοντας τους να πεθάνουνε διαφεντεύοντας τους αρχαίους βωμούς. Και σα μαζεύτηκαν όλοι πήγαν και κλείστηκαν ίσια ίσια μες στο ναό, κι από κει πότε ρίχνανε σαϊτιές, και πότε ξεχύμιζαν και ζυγώνανε με τους άλλους και τους χτυπούσαν. Τέλος έγινε ανακωχή, και συμφωνήθηκε να ξεκινήσουν και ν’ ανταμωθούν Εθνικοί και Χριστιανοί σε κάποια πλατεία, με δίχως άρματα όμως, και νακούσουν την απόφαση του Θεοδοσίου που του την είχανε γυρέψει. Ήταν η απόφαση φυσικά ενάντια για τους Εθνικούς. Σηκώθηκαν τότες αυτοί απελπισμένοι και τραβήχτηκαν. Ήρθε τώρα η ώρα του Θεοφίλου. Ίσια στο ναό, να γκρεμιστή και καλά. Που να γκρεμιστή όμως τέτοιο μεγαλούργημα! Μήτε τα θεμέλιά του να σκάψουνε δεν μπόρεσαν, καθώς κάμανε στην Απαμεία. Ξολοθρέψανε λοιπόν και ρήμαξαν ό,τι μπόρεσαν οι Θεοφιλίτες μέσα στο χτίριο, ταφήκανε γυμνό από κάθε στολίδι, και γεμάτο σκουπίδια και θρούβαλα. Αργότερα κουβαλήθηκαν έξω όλα εκείνα τα ιερά συντρίμμια της τέχνης, κ’ έγινε ο ναός εκκλησία των Αγίων Μαρτύρων. Όσο για την πολύτιμη τη Βιβλιοθήκη, πάει κι ακόμα πηγαίνει!

Και δεν ξέρει μα το ναι τι να πρωτολυπηθή άνθρωπος, την καταστροφή των βιβλίων, η τα χρυσά και ταργυρά ταγάλματα, στολίδια, βάζα, κι άλλα χρειαζούμενα του ναού, που τάλιωσαν όλα καθώς και τα μαρμάρινα, που τάσπασαν και τα πετάξανε στους τέσσερεις δρόμους! Τέλος και το μεγαλύτερο απ’ όλα εκείνα τα μνημεία, το κολοσσένιο άγαλμα του θεού, που λέγουν πως ήταν έξοχο πράμα. Από λογής λογής μέταλλα χυμένο, σκήπτρο στο χέρι, και καθισμένο σε θρόνο σαν Ολύμπιος Δίας· κανίστρι στο κεφάλι, και στο δεξί του χέρι φίδι με τρεις ουρές· κ’ η κάθε ουρά τέλειωνε πάλι με τρία κεφάλια· ένα σκύλος, ένα λιοντάρι, κ’ ένας λύκος. Πίστευαν οι Εθνικοί πως να ταγγίξης μονάχα ταγάλμα εκείνο, και ξαναγίνεται χάος ο κόσμος. Κι ως τόσο ένας σταλήθεια αθεόφοβος στρατιώτης μ’ αξίνι στο χέρι βαρύ σκαλώνει απάνω, κ’ εκεί που κ’ οι Χριστιανοί ακόμα πρόσμεναν κοσμοχαλασιά, καταφέρνει μια στο μάγουλο του θεού, και πέφτει το μάγουλο κάτω. Άλλη μια τσεκουριά, κατόπι άλλη, και κατρακυλούν τα κομμάτια, ώσπου θρουβαλιάστηκε όλο το άγαλμα. Τραβούσαν έπειτα τα κολοβωμένα του πόδια στους δρόμους. Άλλα μέρη του κορμιού του τάφεραν και τα κάψανε στ’ Αμφιθέατρο, και ξεφώνιζαν από τη χαρά τους του Αρχιεπισκόπου οι φίλοι.

Αυτά είναι τα καμώματα του Θεοφίλου, που βάλθηκε κι αυτός να ειρηνέψη τις προσταγές του Θεοδοσίου με τρόπο που αφήνει φριχτό σημάδι στην ιστορία του.

Πρόσμεναν ύστερα οι Εθνικοί να στερέψη ή να πλημμυρίση ο Νείλος, να χαλάση ο κόσμος. Πλημμύρισε ο Νείλος, είναι αλήθεια· μα κατέβηκε πάλι, αφού καλοπότισε τα χωράφια.

Κ’ έτσι κατάντησαν οι Εθνικοί της Αφρικής και της Ανατολής σαν είδος Εβραίοι και χειρότεροι, αφού μήτε δικούς τους πια ναούς δεν είχαν, παρά σέρνανε και πηγαίνανε στις εξοχές κ’ έκαμναν κάτω από δέντρα τις τελετές τους. Σφάζανε και ψήνανε ζώα εκεί αποκάτω, έψελναν ύμνους, μα τα σπουδαιότερα σημάδια της παλιάς λατρείας ταπόφευγαν, επειδή ταπαγόρευαν οι Θεοδοσιανοί νόμοι. Μα και τις θυσίες τις κατάργησε το στερνό πρόσταγμα του Θεοδοσίου, και μάλιστα τις τιμωρούσε με θάνατο εκείνος ο νόμος.

Όσο για την καθαυτό Ελλάδα, εκεί, καθώς είπαμε, τέτοιοι φοβεροί κατατρεγμοί τέτοιες ρήμαξες δεν έγιναν. Ίσως δε βρέθηκαν εκεί Μαρκέλλοι και Θεόφιλοι να τις σκαρώσουνε. Δούλεψε όμως κ’ εδώ η νομοθεσία του Θεοδοσίου, και στα 394, ύστερ’ από διακόσες ενενήντα τρεις Ολυμπιάδες, καταργήθηκαν τέλος κ’ οι περίφημοι Ολυμπιακοί Αγώνες, κ’ έτσι έσβυσε κι αυτή η πολυξάκουστη δόξα της αρχαιότητας.

Λες και πλέρωνε τώρα ο δύστυχος ο Εθνισμός για του Διοκλητιανού τις αμαρτίες! Τι να κάμουν οι Εθνικοί, μέσα σε τέτοιον ανεμοστρόβιλο, θέλανε δε θέλανε πήγαιναν κ’ αυτοί στην Εκκλησιά. Όσο κι αν τους απόμνησκε ακόμα μερικώνε θάρρος να γράφουν εθνικά συγγράμματα και λόγους, όσο και να σώζουνταν ακόμα κάμποσοι Εθνικοί με μεγάλα αξιώματα, ο λαός όμως που θέλει πάντα να βλέπη χειροπιαστά πράματα στη λατρεία του, μην μπορώντας πιά να τελή θυσίες και πανηγύρια, γύριζε αγάλι αγάλι με το Χριστιανισμό, ώσπου σε μερικά χρόνια αρχίνησε να βουλιάζη κι αυτό τανεμοδαρμένο καράβι της αρχαιότητας μέσα στα κύματα της νέας ζωής.

Ο Θεοδόσιος Α΄ (Flavius Theodosius Augustus, 11 Ιανουαρίου 347 – 17 Ιανουαρίου 395), γνωστός και ως Μέγας Θεοδόσιος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 379 έως το 395, ως ο τελευταίος αυτοκράτορας τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό ήμισυ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Θεοδόσιος Α΄ (Flavius Theodosius Augustus, 11 Ιανουαρίου 347 – 17 Ιανουαρίου 395), γνωστός και ως Μέγας Θεοδόσιος, ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 379 έως το 395, ως ο τελευταίος αυτοκράτορας τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό ήμισυ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Έγραφαν ακόμα, καθώς είπαμε, και λαλούσαν οι ρήτορες. Σκοτάδι και κοσμοχαλασιά τον ονόμαζαν αυτό τον ξολοθρεμό της παλιάς λατρείας. Λόγια δεν έβρισκαν αρκετά σιχαμερά για καλόγερους και μαρτύρους. Δεν τόβλεπαν πως η επανάσταση ήταν αποτελειωμένη, πως τα ιερολείψανα του Αποστόλου Πέτρου ήταν πιά τώρα το καθαυτό προσκυνητάρι της παλιάς Ρώμης, καθώς των Αποστόλων Αντρέα, Λουκά, και Τιμοθέου, της νέας.

Εποχή μα την αλήθεια ιερολειψάνων, αγίων, και θαμάτων η εποχή εκείνη. Κάπου κάπου δίχως άλλο κρυφογλιστρούσαν και ψεύτικοι άγιοι. Με σκοπό να ωφεληθούν από την ευλάβεια που συνεπήρε τον κόσμο· καθώς και ψεύτικα θάματα κ’ ιερολείψανα. Αυτά όμως δεν είναι μήτε της ώρας μήτε της ιστορίας μας. Εκείνο που αξίζει περαστικά να σημειώσουμε είναι πως τ’ αρχαιολατρικό το συνήθιο ναποδίνουνται ανθρώπινα συστατικά στους Θεούς μεταφέρθηκε κάπως κι αυτό στη Χριστιανωσύνη, με το να πίστευαν οι πιότεροι τότες πως τις ένοιωθαν οι άγιοι και τις χαίρουνταν τις τιμές που τους έκαμναν, καθώς πάλε πως έστελναν κεραυνούς και παρόμοια δεινά για να τιμωρούν τους άπιστους και κακούς. Η αποστολική απλότητα αγάλι αγάλι περνούσε και πήγαινε, κ’ έμπαινε στον τόπο της η νέα αυτή μορφή της θρησκείας, που δίχως άλλο τη χρωστούσε στους κατατρεγμένους εκείνους Εθνικούς.

Έτσι πλήθηναν αυτή την εποχή κ’ οι τελετές, κι άλλα φανταχτερά σημάδια πούμειναν ως τα σήμερα στις Ακολουθίες μας. Οι παράταξες κ οι πομπές, τα πανηγύρια κ’ οι γιορτές των Αγίων, τα θυμιάματα, οι λαμπάδες κ’ οι πολυελαίοι, τα προσκυνήματα και τα φιλήματα των ιερών εικόνων, οι λιτανείες, τέλος τα χαριτωμένα εκείνα συστήματα των χωριών μας και των νησιών μας, οι λειτουργίες στα ξωκκλήσια των Άγιων, πολλές φορές κάτω από δέντρα που σκεπάζουν τα ιερά τοιχογυρίσματα αντίς στέγες, τα μικρά νομίσματα που ως τις προάλλες ταποθέτανε στα στόματα των νεκρών, και μύρια άλλα παρόμοια θρησκευτικά μας έθιμα -τι άλλο είναι παρά συνήθια της αρχαιότητας μεταφερμένα στο Χριστιανισμό από την κατατρεγμένη παλιά θρησκεία, απαράλλαχτα καθώς ακόμα πρωτύτερα παραλάβανε τα εκκλησιαστικά μας αξιώματα και τις ονομασίες τους από τις παλιές πολιτείες; Κ’ είναι για τα μας ιερά μα την αλήθεια και σεβαστά εθνικά φυλαχτήρια όλα εκείνα τα συστήματα, κι άλλη μια αφορμή να τη θεωρούμε εθνική τη θρησκεία μας.

Μα έμειναν κι άλλα πολύτιμα απομεινάρια της αρχαίας λατρείας. Όταν ο Ρωμιός ο Χριστιανός παρακαλούσε για την υγεία του, η γυναίκα του για ν’ απολάψη τέκνα ή να γλυτώση από αρρώστια όσα είχε γεννημένα· όταν μελετώντας ταξίδι ζητούσε τη βοήθεια από Άγιο και μεταγυρίσαντας πήγαινε κι άναβε κερί ή έδινε προσφορά ή λειτουργούσε στο παρακκλήσι του ή στάγιο λείψανο, -τι τί άλλο έκαμνε και κάμνει ακόμα η ψυχή του παρά ναντιλαλή ταπλοϊκά συστήματα της κλασικής του θρησκείας, και να τα αιωνίζη, λείψανα μα τον Ύψιστο κι από πολλά μαρτυρικά λείψανα ιερώτερα.

Κ’ έτσι ο Θεοδόσιος, που με μερικές κοντυλιές κατάργησε την αρχαία θρησκεία, δεν μπορούσε όμως να θάψη μαζί της και τις μύριες συνήθειες της, παρά χρησίμεψε μάλιστα με ταυστηρά μέτρα του και να φυλαχτούν πάμπολα εθνικά μας σημάδια, που ως τα σήμερα τάχουμε και ταγαπούμε και τα λατρεύουμε.

(Εμφανιστηκε 1,306 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.