2 Οκτωβρίου 2018 at 19:01

Στρατής Μυριβήλης: Στο Βαλκανικό Μέτωπο

από

Στρατής Μυριβήλης: Στο Βαλκανικό Μέτωπο

Κείμενο: Στρατής Μυριβήλης

Κάθε συνεργείο πρέπει να βαθύνει το χαράκωμα ορισμένα εκατοστά του μέτρου. Κατόπι μπορεί να γυρίσει πίσω και να τεμπελιάσει ως την άλλη νύχτα. Ετούτο το αδιάκοπο σκάψιμο δεν μπορούνε να το χωνέψουν οι δικοί μας. Εμείς ήρθαμε να κάνουμε πόλεμο, λένε. Να βοηθήσουμε τους Γάλλους και τους Σέρβους ενάντια στο Γερμανό και στο Βούλγαρο. Ενάντια στο Βασιλιά. Δεν ήρθαμε να πιάσουμε κασμά. Αμ’ αν ήταν έτσι καθόμασταν εκεί στον τόπο μας και σκάβαμε τις ελιές του πατέρα μας, όχι τα βουνά της Σερβίας. Οι αξιωματικοί μας κι οι φραντσέζοι οδηγοί του τομέα αδιαφόρετα πολεμούνε να τους δώσουν να καταλάβουν πως αυτό το σκάψιμο είναι ίσα-ίσα ή σωτηρία της ζωής μας. Ένας λοχαγός τόπε επιγραμματικά:

– Όποιος δε σκάβει το χαράκωμα, σκάβει το λάκκο του…

Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912)
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912)

Από μακριά έρχεται ως εδώ ώρες-ώρες ο θόρυβος του πολέμου. Είναι οβίδες που σκίζουν τον αγέρα και κάπου πέρα σκάνουν. Είναι πολυβόλα που δουλεύουν ήσυχα σα ραπτομηχανές. Κατόπι σωπαίνουν. Κατόπι ξαναρχίζουν. Είναι κι οι ρουκέτες που ανθίζουν μέσα στη νύχτα σαν ξωτικά φωτερά λουλούδια, ταξιδεύουν αργά-αργά στον αγέρα, κατόπι σιγά-σιγά μαραίνουνται και σβήνουν χάμου ή χάνουνται από τα μάτια μας πίσω απ’ τους λόφους. Ένα άλλο που δεν μπορούν οι φαντάροι μας να κόψουν είναι η φασαρία. Σωστή οβρέικη χάβρα. Ξεχνιούνται κι αρχίζουν κουβέντες, καβγάδες και σαχλαμάρες. Οι Φραντσέζοι φρενιάζουν. […]

Μελετήσαμε τις θέσες, τις σκοπιές, τ’ «αμπριά βομβαρδισμού» (άλλη λαχτάρα αυτά), τις «φωλιές» για τις χειροβομβίδες. Γνωρίσαμε το δαίδαλο του χαρακώματος, τα συρματοπλέγματα και την έβγασή τους. Τη σφαλνά σαν πόρτα ο «αχινός», ένα σύστημα από σιδερόβεργες και μπερδεμένα σύρματα, όλο μυτερά ατσαλένια αγκάθια. Εγκαταστήσαμε τις φρουρές και κοιμηθήκαμε ως την άλλη το μεσημέρι.

Εδώ το χαράκωμα είναι πολύ πιο περιποιημένο, πιο βαθύ και πιο νοικοκυρεμένο. Μεριές -μεριές περπατάμε μέσα ολόρθοι. Είναι σκαμμένο πάνω απ’ ένα μπόι. Και το σπουδαιότερο, όλοι μας λίγο – πολύ βρήκαμε έτοιμη από μια τρύπα αρκετά σίγουρη και συγυρισμένη, κάτ’ από τη γης, για να κουρνιάσουμε. Εγώ μένω πάλι με τον αδερφό μου. Είναι ένα αμπρί ολότελα παράξενο.

Κατεβαίνεις μες στη γης τέσσερα σκαλιά σανιδένια και βρίσκεσαι μπροστά, σ’ έναν τάφο σκοτεινό, αρκετά φαρδύ για έναν άνθρωπο, πολύ στενό για δυο. Είναι σκαμμένος υπομονετικά μέσα σ’ ένα βράχο σκληρό. Τούτη η πετρένια σπηλιά είναι τρυπημένη στο γρανίτη σπυρί-σπυρί, με το καλέμι. Ο ήλιος δεν την ξέρει. Είναι μέρα μεσημέρι κι ακόμα έχω αναμμένο το κερί για να μπορώ να βλέπω. Σιμώνω τη φλόγα στο ταβάνι, στα τοιχώματα. Παντού το ξύσιμο του σμιλαριού. Συλλογιούμαι πόσοι άνθρωποι, πόσα μερόνυχτα να δούλεψαν εδώ μέσα για να γίνει τούτη η δουλειά που προστατεύει σήμερα το κεφάλι μας. Αιστάνουμαι τρυφερή ευγνωμοσύνη για δαύτους. Φίλοι ή οχτροί, ο Θεός να φυλάει τα δάχτυλά τους, αν ζούνε. Και ο Θεός ν’ αναπάψει τα χεράκια τους, αν σκοτώθηκαν».

Στράτης Μυριβήλης, Η Ζωή εν τάφω. Το βιβλίο του πολέμου, Αθήνα, Εστία, 1958, σελ. 94, 129-130.

(Εμφανιστηκε 1,061 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.