2 Μαΐου 2017 at 10:41

Το νεοφιλελεύθερο πνεύμα και ο πόλεμος στο Ιράκ

από

          Το νεοφιλελεύθερο πνεύμα και ο πόλεμος στο Ιράκ

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Οι λόγοι που κυβέρνηση Μπους επικαλέστηκε για να πραγματοποιήσει την εισβολή στο Ιράκ είναι γνωστοί. Ο Σαντάμ κατείχε όπλα μαζικής καταστροφής που θα απειλούσαν όχι μόνο την Αμερική, αλλά τον πλανήτη ολόκληρο.

Ο Eliot Weinberger στο βιβλίο του «Τι άκουσα για το Ιράκ» έχει σταχυολογήσει δηλώσεις αποτυπώνοντας το πνεύμα της εποχής: «Άκουσα τον Πρόεδρο να λέει: “Το Ιράκ έχει φτιάξει ένα στόλο με τηλεκατευθυνόμενα ή και κανονικά αεροπλάνα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ρίξει βιολογικά όπλα σε τεράστιες περιοχές”. Τον άκουσα να λέει πως το Ιράκ “μπορεί να εξαπολύσει επίθεση με βιολογικά ή χημικά όπλα μέσα σε 45 λεπτά απ’ τη στιγμή που θα δοθεί η διαταγή”». (σελ. 14).

Και βέβαια, δεν ήταν μόνο ο Πρόεδρος Μπους που διέβλεπε τη μεγάλη απειλή. Υπήρξαν κι άλλοι που επιβεβαίωναν τον κίνδυνο: «Άκουσα τον Τόνυ Μπλαιρ να λέει: ”Μας ζητούν να δεχτούμε πως ο Σαντάμ αποφάσισε να καταστρέψει αυτά τα όπλα. Εγώ λέω πως αυτός ο ισχυρισμός είναι εντελώς παράλογος”». (σελ. 15).

Φυσικά, ο φόβος της ισλαμικής τρομοκρατίας μετά τους δίδυμους πύργους έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Και μόνο η σύνδεση του Σαντάμ με την Αλ Κάιντα αρκούσε για να σπείρει τον πανικό: «Άκουσα τον Πρόεδρο να λέει: “Ξέρουμε ότι το Ιράκ και η Αλ Κάιντα είχαν επαφές υψηλού επιπέδου εδώ και δέκα χρόνια. Μάθαμε ότι το Ιράκ εκπαίδευσε μέλη της Αλ Κάιντα στην κατασκευή βομβών, στη χρήση δηλητηρίων και θανατηφόρων αερίων. Η συμμαχία με τους τρομοκράτες δίνει τη δυνατότητα στο Ιράκ να επιτεθεί στην Αμερική χωρίς να αφήσει δακτυλικά αποτυπώματα”». (σελ. 15).

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας είχε απήχηση χωρίς προηγούμενο. Σχεδόν όλη η κυβέρνηση Μπους έσπευσε να επιβεβαιώσει τις σχέσεις του Ιράκ με τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα: «Άκουσα τον αντιπρόεδρο να λέει: “Υπάρχει σωρεία αποδείξεων ότι υπήρξε επαφή ανάμεσα στην Αλ Κάιντα και την κυβέρνηση του Ιράκ. Είμαι απολύτως σίγουρος ότι είχαν σχέση συνεργασίας”. Άκουσα τον Κόλιν Πάουελ να λέει: “Οι Ιρακινοί αξιωματούχοι αρνούνται πως έχουν σχέσεις με την Αλ Κάιντα. Οι διαψεύσεις τους, απλώς, δεν μπορούν να γίνουν πιστευτές”. Άκουσα την Κοντολίζα Ράις να λέει: “Υπάρχουν επαφές ανάμεσα στην Αλ Κάιντα και τον Σαντάμ Χουσεΐν που μπορούν να αποδειχθούν”. Άκουσα τον Πρόεδρο να λέει: “Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην Αλ Κάιντα και τον Σαντάμ”». (σελ. 15 – 16).

Σαντάμ Χουσεΐν
Σαντάμ Χουσεΐν

Η κλιμάκωση των δηλώσεων αυτού του είδους δεν ήταν παρά τα προεόρτια της εισβολής. Ο κοινή γνώμη έπρεπε να πειστεί για το δίκιο της επιχείρησης και όλοι έπρεπε να συνδράμουν προς αυτή την κατεύθυνση: «Άκουσα τον Κόλιν Πάουελ να λέει στη Γερουσία ότι “έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Δεν αφορά μια αντίδραση ακαδημαϊκής μορφής των ΗΠΑ, σε στιγμή θυμού. Μιλάμε για πραγματικά όπλα. Μιλάμε για άνθρακα. Μιλάμε για νευροξίνη. Μιλάμε για προγράμματα κατασκευής ατομικών όπλων”. Άκουσα τον Ντόναλντ Ράμσφελντ να λέει: “Κανένα άλλο κράτος-τρομοκράτης δεν αποτελεί αμεσότερη απειλή για την ασφάλεια του λαού μας”». (σελ. 16).

Όμως, τη χαριστική βολή όφειλε να τη δώσει ο Πρόεδρος: «Άκουσα τον Πρόεδρο, “τρέμοντας απ’ τα νεύρα του”, να λέει: “Να δώσουμε περισσότερο χρόνο; Πόσο χρόνο χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να αφοπλιστεί μόνος του; Καθυστερεί. Κοροϊδεύει. Κερδίζει χρόνο. Παίζει κρυφτούλι με τους επιθεωρητές. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν καταστρέφει τα όπλα. Σίγουρα οι φίλοι μας έχουν μάθει το μάθημά τους από το παρελθόν. Όλα αυτά μοιάζουν με επανάληψη μιας κακής ταινίας που δεν με ενδιαφέρει να τη δω”». (σελ. 16 – 17).

Όσο για τις αποδείξεις ότι πράγματι υπάρχουν αυτά τα όπλα μαζικής καταστροφής ο Ράμσφελντ είναι ξεκάθαρος: «Άκουσα τον Ντόναλντ Ράμσφελντ να λέει ότι δεν πρόκειται να παρουσιάσει συγκεκριμένες αποδείξεις για τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ, γιατί έτσι θα προκληθεί ζημιά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αποκαλύπτοντας στη Βαγδάτη τι γνωρίζουν οι ΗΠΑ». (σελ. 17).

Κι ενώ οι αποδείξεις για την ύπαρξη των όπλων δεν έγιναν ποτέ σαφείς, η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ» θα καταδείξει ότι το μόνο σαφές ήταν το σχέδιο της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, που θα διέλυε την οικονομία στο Ιράκ επιβάλλοντας τις γνωστές μεθοδεύσεις του Φρίντμαν: «Οι αρχιτέκτονες της εισβολής στο Ιράκ ήταν αφοσιωμένοι οπαδοί του δόγματος του σοκ – γνώριζαν ότι, καθώς οι Ιρακινοί θα επικεντρώνονταν στις καθημερινές ανάγκες τους, εκείνοι θα μπορούσαν να ξεπουλήσουν διακριτικά τη χώρα τους και στη συνέχεια να ισχυριστούν ότι επρόκειτο για τετελεσμένο γεγονός. Όσο για τους δημοσιογράφους και τους ακτιβιστές, ενδιαφερόμασταν περισσότερο για τις εντυπωσιακές πράξεις βίας, ξεχνώντας ότι αυτοί που κερδίζουν τα περισσότερα από τέτοιες καταστάσεις δεν εμφανίζονται ποτέ στα πεδία των μαχών. Και στο Ιράκ το κέρδος ήταν μεγάλο: Η χώρα δε διέθετε μόνο τα τρίτα σε μέγεθος παγκοσμίως πετρελαϊκά αποθέματα, αλλά ήταν και ένα από τα τελευταία εναπομείναντα οχυρά αντίστασης στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας παγκόσμιας αγοράς η οποία θα βασιζόταν στο όραμα του Φρίντμαν για την επιβολή ενός αχαλίνωτου καπιταλισμού. Μετά την κατάληψη της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας, ο αραβικός κόσμος ήταν το τελευταίο σύνορο που δεν είχε ακόμα κατακτήσει η νεοφιλελεύθερη εκστρατεία». (σελ. 438 – 439).

Τζορτζ Χέρμπερτ Ουώκερ Μπους
Τζορτζ Χέρμπερτ Ουώκερ Μπους

Ο άνθρωπος που θα επέφερε τη νεοφιλελεύθερη οικονομική εισβολή στο Ιράκ (σχεδόν ταυτόχρονα με τη στρατιωτική) ήταν ο Πολ Μπρέμερ: «Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 ο Μπρέμερ εργαζόταν ως διοικητικός διευθυντής και “κύριος πολιτικός σύμβουλος” του ασφαλιστικού γίγαντα Marsh & McLennan. Τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας καταστράφηκαν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, καθώς βρίσκονταν στο Βόρειο Πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Τις πρώτες μέρες μετά τις επιθέσεις αγνοούνταν 700 από τους εργαζόμενους της εταιρείας. Τελικά, επιβεβαιώθηκε ο θάνατος 295 από αυτούς. Ακριβώς ένα μήνα μετά, στις 11 Οκτωβρίου, ο Πολ Μπρέμερ ίδρυσε την Crisis Consulting Practice, μια νέα θυγατρική της Marsh & McLennan με ειδίκευση στην παροχή συμβουλών και βοήθειας σε πολυεθνικές εταιρείες ώστε να είναι προετοιμασμένες για τρομοκρατικές επιθέσεις και άλλες κρίσεις. Διαφημίζοντας την εμπειρία του ως υπευθύνου για την αντιτρομοκρατία επί κυβέρνησης Ρέιγκαν, ο Μπρέμερ παρείχε στους πελάτες της εταιρείας του ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, από ασφαλιστικά συμβόλαια έναντι πολιτικών κινδύνων μέχρι δημόσιες σχέσεις και συμβουλές για είδη προς αποθήκευση ώστε να υπάρχει απόθεμα». (σελ. 462 – 463).

Όταν ο Μπρέμερ ανέλαβε τα καθήκοντά του ως κορυφαίος απεσταλμένος της Αμερικής στο Ιράκ, δεν άφησε να χαθεί ούτε δευτερόλεπτο: «Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων μηνών αφότου αντικατέστησε το συνετό στρατηγό Τζέι Γκάρνερ στη θέση του κορυφαίου απεσταλμένου των ΗΠΑ στο Ιράκ ο Μπρέμερ εστίασε σχεδόν αποκλειστικά στον οικονομικό μετασχηματισμό της χώρας, θέτοντας σε ισχύ μια σειρά νόμων που επέβαλλαν το πρόγραμμα της θεραπείας-σοκ της Σχολής του Σικάγου. Πριν από την εισβολή η οικονομία του Ιράκ εξαρτιόταν από την εθνική πετρελαϊκή εταιρεία και από διακόσιες κρατικές εταιρείες που παρήγαν τα βασικά είδη διατροφής των Ιρακινών και επεξεργάζονταν τις πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες της χώρας: από τσιμέντο και χαρτί μέχρι μαγειρικό λάδι. Ένα μήνα μετά το διορισμό του ο Μπρέμερ ανακοίνωσε ότι έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν αμέσως οι διακόσιες κρατικές εταιρείες. “Είναι ουσιώδες για την οικονομική ανάκαμψη του Ιράκ να περάσουν  σε ιδιωτικά χέρια οι μη αποδοτικές κρατικές εταιρείες”, δήλωσε». (σελ. 463).

Φυσικά, η νομοθεσία στο Ιράκ έπρεπε να αλλάξει: «Ακολούθησε η νέα νομοθεσία για την οικονομία. Για να προσελκύσει ξένους επενδυτές τόσο για να πάρουν μέρος στο χορό των ιδιωτικοποιήσεων όσο και για να ανοίξουν νέα εργοστάσια και πολυκαταστήματα λιανικών πωλήσεων στο Ιράκ, ο Μπρέμερ έθεσε σε ισχύ μια σειρά ριζοσπαστικών νόμων, τους οποίους εκθείασε ο Economist γράφοντας ότι ήταν “ένας κατάλογος με όλες τις ευχές που οι ξένοι επενδυτές και οι δωρητές ονειρεύονται να εκπληρωθούν στις αναπτυσσόμενες αγορές”». (σελ. 463).

Το τι προέβλεπε αυτή η «νέα νομοθεσία» δε χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις: «Η φορολόγηση των εταιρειών στο Ιράκ μειώθηκε από 45% στο 15% (μια νομοθετική ρύθμιση βγαλμένη από το συνταγολόγιο του Μίλτον Φρίντμαν). Ένας άλλος νόμος επέτρεπε σε ξένες εταιρείες να κατέχουν το 100% των περιουσιακών στοιχείων μιας ιρακινής επιχείρησης, αποτρέποντας μια επανάληψη αυτού που είχε συμβεί στη Ρωσία, όπου οι εγχώριοι ολιγάρχες απέσπασαν τη μερίδα του λέοντος. Επιπλέον, οι ξένοι επενδυτές μπορούσαν να μεταφέρουν έξω από τη χώρα το 100% των κερδών που αποκόμιζαν στο Ιράκ. Δεν ήταν υποχρεωμένοι να επενδύσουν ένα μέρος των κερδών τους στη χώρα και τα κέρδη τους δε φορολογούνταν. Το νομοθετικό διάταγμα όριζε επίσης ότι οι ξένοι επενδυτές μπορούσαν να αποκτήσουν άδειες και να τους ανατεθούν συμβάσεις διαρκείας τουλάχιστον σαράντα χρόνων, ενώ θα ήταν οι πρώτοι υποψήφιοι για την ανανέωση των αδειών και των συμβάσεων μετά το τέλος της ισχύος τους, κάτι που σήμαινε ότι οι μελλοντικές εκλεγμένες κυβερνήσεις θα δεσμεύονταν από συμφωνίες που είχαν υπογράψει οι κατοχικές Αρχές». (σελ. 463 – 464).

Μόνο το πετρέλαιο δεν μπόρεσαν να βάλουν ολοκληρωτικά στο χέρι: «Το μοναδικό ζήτημα στο οποίο έκανε πίσω η Ουάσιγκτον ήταν το πετρέλαιο: Οι Ιρακινοί σύμβουλοί της την προειδοποίησαν ότι θα θεωρούνταν αιτία πολέμου οποιαδήποτε προσπάθεια να ιδιωτικοποιηθεί η εθνική πετρελαϊκή εταιρεία ή να εκχωρηθούν δικαιώματα για τα ανεκμετάλλευτα αποθέματα πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μια ιρακινή κυβέρνηση. Ωστόσο οι κατοχικές Αρχές δέσμευσαν 20 δισεκατομμύρια δολάρια από τα έσοδα της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας του Ιράκ, για να τα διαθέσουν κατά το δοκούν». (σελ. 464).

Στην ουσία, το Ιράκ ήταν το μεγάλο πείραμα του νεοφιλελευθερισμού που πλέον θα περνούσε τη διεξαγωγή του πολέμου και την ανοικοδόμηση μιας ολόκληρης χώρας στα χέρια των εταιρειών. Η Κλάιν σχολιάζει: «Η τολμηρή καινοτομία του ιρακινού πειράματος συνίστατο στο ότι μετέτρεπε την εισβολή, την κατοχή και την ανοικοδόμηση σε μια ενδιαφέρουσα, πλήρως ιδιωτικοποιημένη νέα αγορά. Η αγορά αυτή, όπως και το σύμπλεγμα της βιομηχανίας εθνικής ασφάλειας στο εσωτερικό των ΗΠΑ, δημιουργήθηκε με τεράστιες ποσότητες δημόσιου χρήματος. Μόνο για την ανοικοδόμηση το κογκρέσο των ΗΠΑ ενέκρινε 38 δισεκατομμύρια δολάρια, άλλες χώρες έδωσαν 15 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και 20 δισεκατομμύρια δολάρια από τα έσοδα της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας του Ιράκ». (σελ. 465).

Ο Πόλεμος του Κόλπου (2 Αυγούστου 1990 - 28 Φεβρουαρίου 1991) ήταν πολεμική σύρραξη μεταξύ διεθνούς συμμαχίας από τουλάχιστον 31 κράτη υπό την καθοδήγηση των Η.Π.Α. και την εξουσιοδότηση του Ο.Η.Ε. κατά του Ιράκ, για την απελευθέρωση του Κουβέιτ.
Ο Πόλεμος του Κόλπου (2 Αυγούστου 1990 – 28 Φεβρουαρίου 1991) ήταν πολεμική σύρραξη μεταξύ διεθνούς συμμαχίας από τουλάχιστον 31 κράτη υπό την καθοδήγηση των Η.Π.Α. και την εξουσιοδότηση του Ο.Η.Ε. κατά του Ιράκ, για την απελευθέρωση του Κουβέιτ.

Για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε μπροστά στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της κρατικοδίαιτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι ιδιωτικές εταιρείες καρπώνονται ξανά τα λεφτά των φορολογουμένων παριστάνοντας ότι υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Το ζήτημα δεν είναι να γίνουν επενδύσεις που θα αποβούν κερδοφόρες προσφέροντας μεροκάματα. Το ζήτημα είναι να βρεθεί ο τρόπος να αρπαχθεί το έτοιμο κρατικό χρήμα, χωρίς να προσφερθεί απολύτως τίποτε.

Το αστείο είναι ότι προσπάθησαν να παραλληλίσουν τα κονδύλια για το Ιράκ με το σχέδιο Μάρσαλ: «Ο Μπους επεδίωξε αυτό τον παραλληλισμό, δηλώνοντας ότι η ανοικοδόμηση ήταν “η μεγαλύτερη οικονομική δέσμευση αυτού του είδους από την εποχή του Σχεδίου Μάρσαλ” και ανακοινώνοντας σε ένα τηλεοπτικό του διάγγελμα τους πρώτους μήνες της κατοχής ότι “η Αμερική έχει επιτελέσει αυτού του είδους το έργο και στο παρελθόν. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανορθώσαμε τα ηττημένα έθνη της Ιαπωνίας και της Γερμανίας και σταθήκαμε στο πλευρό τους καθώς οικοδομούσαν αντιπροσωπευτικούς θεσμούς διακυβέρνησης”». (σελ. 466).

Η Κλάιν θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Στην πραγματικότητα, το υπουργικό συμβούλιο του Μπους εφάρμοσε ένα αντι-Σχέδιο Μάρσαλ, ένα σχέδιο που ήταν ακριβώς αντίθετο του Σχεδίου Μάρσαλ, υπό οποιαδήποτε πιθανή οπτική γωνία κι αν το δει κανείς. Το σχέδιο της κυβέρνησης Μπους εξασφάλισε την ακόμα μεγαλύτερη υπονόμευση του ήδη εξασθενημένου δημόσιου τομέα του Ιράκ, αλλά και την εκτίναξη στα ύψη της ανεργίας. Ενώ το Σχέδιο Μάρσαλ απαγόρευε στις ξένες εταιρείες να επενδύουν, ώστε να αποφευχθεί η αίσθηση ότι εκμεταλλεύονταν χώρες που ήταν αποδυναμωμένες, το σχέδιο της κυβέρνησης Μπους επεδίωκε να δελεάσει την κορπορατική Αμερική (ενώ προέβλεπε και μερικά ψίχουλα για εταιρείες που έδρευαν σε χώρες οι οποίες μετείχαν στη “Συμμαχία των Προθύμων”). Αυτή η κλοπή από τους Ιρακινούς των κεφαλαίων που προορίζονταν για την ανοικοδόμηση του Ιράκ, η οποία δικαιολογήθηκε με ρατσιστικές αναφορές στην ανωτερότητα των Αμερικανών και στην κατωτερότητα των Ιρακινών (και όχι μόνο με τη συνήθη επίκληση των δαιμόνων της “διαφθοράς” και της “αναποτελεσματικότητας”), καταδίκασε το σχέδιο εξαρχής». (σελ. 466).

Για την ακρίβεια, η ανοικοδόμηση του Ιράκ θα γινόταν με χρήματα του δημοσίου, χωρίς όμως να συμμετέχουν στο ελάχιστο οι Ιρακινοί: «Ούτε ένα δολάριο δε δόθηκε στα ιρακινά εργοστάσια ώστε να ξαναρχίσουν να λειτουργούν, αποτελώντας τα θεμέλια για μια βιώσιμη οικονομία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας και χρηματοδοτώντας ένα σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών. Οι Ιρακινοί δεν είχαν πραγματικά καμία συμμετοχή στην υλοποίηση του σχεδίου. Αντίθετα, οι συμβάσεις έργου που ανέθεσε σε διάφορες αμερικανικές εταιρείες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ, κυρίως μέσω της USAID, προωθούσαν ένα είδος “λυόμενης αγοράς” η οποία είχε σχεδιαστεί στη Βιρτζίνια και στο Τέξας και η συναρμολόγησή της θα γινόταν στο Ιράκ». (σελ. 466 – 467).

Η αμερικανική ανοικοδόμηση δε χρειαζόταν ούτε τα ιρακινά εργατικά χέρια. «Ούτε καν το φτηνό εργατικό δυναμικό του Ιράκ δε χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία συναρμολόγησης, επειδή οι μεγάλες εργοληπτικές εταιρείες, όπως η Halliburton, η Bechtel και ο μηχανολογικός κολοσσός Parsons, που εδρεύει στην Καλιφόρνια, προτίμησαν να φέρουν από το εξωτερικό εργάτες, θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να τους ελέγχουν καλύτερα». (σελ. 467).

Ο λαός του Ιράκ ήταν ο μεγάλος κομπάρσος των εξελίξεων που γίνονταν ραγδαία μέσα στην ίδια του τη χώρα. Οι δυνάμεις της «απελευθέρωσης» έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διαλύσουν οποιαδήποτε ιρακινή παραγωγική δραστηριότητα: «Ενώ οι ξένες εταιρείες εισέβαλλαν στη χώρα, οι μηχανές των διακοσίων κρατικών εταιρειών του Ιράκ έμεναν ανενεργές, ακινητοποιημένες από τις επαναλαμβανόμενες διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος. Το Ιράκ διέθετε κάποτε την πιο εξελιγμένη βιομηχανική οικονομία της περιοχής, όμως πλέον οι μεγαλύτερες ιρακινές εταιρείες αδυνατούσαν να αναλάβουν ακόμα και την πιο ασήμαντη υπεργολαβία για την ανοικοδόμηση της χώρας τους. Για να μπορέσουν να αποσπάσουν μερίδιο από την πίτα, οι ιρακινές εταιρείες χρειάζονταν γεννήτριες ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν όταν γίνονταν διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ έπρεπε να προβούν και σε μερικές βασικές επιδιορθώσεις στο μηχανολογικό εξοπλισμό τους (κάτι που δε θα έπρεπε να αποτελεί αξεπέραστο πρόβλημα, δεδομένης της ταχύτητας με την οποία η Halliburton κατασκεύαζε στρατιωτικές βάσεις που έμοιαζαν με προάστια των μεσοδυτικών Πολιτειών)». (σελ. 469).

Η Κλάιν θα επικαλεστεί και τη μαρτυρία του Μοχάμαντ Τόφικ: «Ο Μοχάμαντ Τόφικ μου είπε ότι ως υπουργός Βιομηχανίας είχε επανειλημμένα ζητήσει γεννήτριες, επισημαίνοντας ότι οι δεκαεφτά κρατικές τσιμεντοβιομηχανίες του Ιράκ είχαν τη δυνατότητα να παράγουν τα οικοδομικά υλικά για την ανοικοδόμηση, προσφέροντας ταυτόχρονα δουλειά σε χιλιάδες Ιρακινούς. Οι τσιμεντοβιομηχανίες δεν πήραν τίποτα: ούτε γεννήτριες ούτε συμβάσεις ούτε κανενός είδους βοήθεια. Οι αμερικανικές εταιρείες προτίμησαν να εισαγάγουν από το εξωτερικό το τσιμέντο που χρειάζονταν (όπως είχαν κάνει και με το εργατικό δυναμικό), παρόλο που το κόστος ήταν δεκαπλάσιο. Ένα από τα οικονομικά διατάγματα του Μπρέμερ απαγόρευε ρητά στην κεντρική τράπεζα του Ιράκ να χρηματοδοτεί κρατικές επιχειρήσεις (γεγονός που έγινε γνωστό αρκετά χρόνια μετά). Ο Τόφικ μου εξήγησε ότι ο λόγος για αυτό το αποτελεσματικό μποϊκοτάζ της ιρακινής βιομηχανίας δεν ήταν πρακτικός, αλλά ιδεολογικός. Και πρόσθετε ότι κανείς από αυτούς που έπαιρναν τις αποφάσεις “δεν πίστευε στο δημόσιο τομέα”». (σελ. 469).

Φυσικά, το όλο εγχείρημα της ανοικοδόμησης του Ιράκ ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Η Κλάιν δίνει το στίγμα: «Όπως όλοι γνωρίζουμε σήμερα, το αντι-Σχέδο-Μάρσαλ του Μπους δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι Ιρακινοί δεν είδαν την ανοικοδόμηση ως ένα “δώρο”. Οι περισσότεροι τη θεώρησαν μια εκσυγχρονισμένοι μορφή λεηλασίας, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες δεν εντυπωσίασαν κανέναν με την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητά τους». (σελ. 470)

Η έκρηξη της βίας ήταν το απολύτως λογικό επακόλουθο. «Κάθε λανθασμένος υπολογισμός κλιμάκωνε την αντίσταση, τα ξένα στρατεύματα αντιδρούσαν αυξάνοντας την καταστολή, και τελικά η χώρα βυθίστηκε σε μια κόλαση βίας. Σύμφωνα με μια αξιόπιστη μελέτη, ο πόλεμος στο Ιράκ είχε ως συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους 650.000 Ιρακινοί μέχρι τον Ιούλιο του 2006, άνθρωποι που δε θα είχαν πεθάνει αν δεν είχε γίνει η εισβολή και δεν είχε επακολουθήσει η κατοχή». (σελ. 470).

Από την πλευρά του ο Weinberger συνεχίζει να μας πληροφορεί γι’ αυτά που άκουσε: «Άκουσα πως έχουν σκοτωθεί 1.000 Αμερικανοί στρατιώτες και έχουν τραυματιστεί 7.000. Άκουσα ότι ο μέσος όρος των ημερησίων επιθέσεων εναντίον των αμερικανικών στρατευμάτων είναι 87. Άκουσα την Κοντολίζα Ράις να λέει: “Τα πράγματα δεν πήγαν όπως ακριβώς θα θέλαμε”. Άκουσα τον Κόλιν Πάουελ να λέει: “Κάναμε λάθος υπολογισμό σχετικά με τις δυσκολίες”». (σελ. 57).

Πόλεμος του Κόλπου
Πόλεμος του Κόλπου

Και τα νέα όλο και χειροτερεύουν. « Άκουσα το συνταγματάρχη Τόμας Νημάγιερ να λέει: “Η μοναδική μέθοδος για να εξαλειφθεί η ανταρσία είναι η εξόντωση ολόκληρου του πληθυσμού”. [… …] Άκουσα τον αντιπρόεδρο να λέει: “Με τέτοιους εχθρούς δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αναχαίτιση ή να διαπραγματευτείς μαζί τους. Μόνον η εξόντωσή τους είναι λύση. Και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε”». (σελ. 57 – 58).

Ο Weinberger αρχίζει και ακούει φρικτά πράγματα: «Άκουσα τον Πρόεδρο να λέει: “Η Αμερική δεν πρόκειται να εκδιωχθεί από το Ιράκ, από μια συμμορία κακοποιών και δολοφόνων”. Άκουσα για τη γαμήλια δεξίωση που βομβαρδίστηκε από αμερικανικά αεροπλάνα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 45 καλεσμένοι και ο φωτογράφος που κατέγραφε σε βίντεο την εκδήλωση, μέχρι που σκοτώθηκε και αυτός. Και παρόλο που το βίντεο παίχτηκε στην τηλεόραση, άκουσα το στρατηγό Κίμμιτ να λέει: “Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι επρόκειτο για γαμήλιο δεξίωση. Ίσως ήταν κάποια γιορτή αλλά και οι κακοί άνθρωποι γιορτάζουν”. Άκουσα έναν Ιρανό να λέει: “Ορκίζομαι ότι είδα τα σκυλιά να τρώνε το πτώμα μιας γυναίκας”. Άκουσα άλλον Ιρανό να λέει: “Υπάρχουν το λιγότερο 700 νεκροί. Πολλές γυναίκες και παιδιά. Η μυρουδιά από τα πτώματα, σε πολλά σημεία της πόλης, είναι ανυπόφορη”». (σελ. 59 – 60).

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν απομένουν και πολλές επιλογές στο λαό του Ιράκ. Η Κλάιν διευκρινίζει: «… οι σεχταριστικοί διχασμοί και ο θρησκευτικός εξτρεμισμός που μαστίζουν το Ιράκ δεν μπορούν να διαχωριστούν, πολύ βολικά, από την εισβολή και την κατοχή. Παρόλο που οι τάσεις αυτές υπήρχαν, ασφαλώς, και πριν από τον πόλεμο, ήταν πολύ πιο αδύναμες προτού το Ιράκ μετατραπεί από τις ΗΠΑ σε ένα εργαστήριο δοκιμαστικής εφαρμογής του δόγματος του σοκ. Αξίζει να θυμίσουμε ότι το Φεβρουάριο του 2004, έντεκα μήνες μετά την εισβολή, μια δημοσκόπηση της Oxford Research International έδειξε πως στην πλειοψηφία τους οι Ιρακινοί ήθελαν ένα κοσμικό κράτος: Μόνο το 21% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι το πολιτικό σύστημα που προτιμούσαν ήταν “ένα ισλαμικό κράτος”, ενώ μόλις το 14% είπαν ότι θα ήθελαν οι πολιτικοί ηγέτες να είναι “κληρικοί”». (σελ. 471).

Η δράση όμως της αμερικανικής κατοχής θα αλλάξει άρδην το τοπίο: «Έξι μήνες αργότερα, και ενώ η κατοχή είχε περάσει σε μια νέα, πιο βίαιη φάση, μια άλλη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 70% των Ιρακινών ήθελαν ο ισλαμικός νόμος να αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κράτους. Όσο για τη σεχταριστική βία, κυριολεκτικά δεν υπήρχε πριν από το πρώτο έτος της κατοχής. Το πρώτο σοβαρό συμβάν, οι βομβιστικές επιθέσεις σε σιιτικά τεμένη κατά τη διάρκεια της εορτής της Ασούρα, συνέβη το Μάρτιο του 2004, έναν ολόκληρο χρόνο μετά την εισβολή. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η κατοχή βάθυνε και πυροδότησε τα σεχταριστικά και θρησκευτικά μίση». (σελ. 471).

Από την πλευρά του ο Μπρέμερ εξακολουθούσε να οδηγεί το νεοφιλελεύθερο καλπασμό με «την απόλυση περίπου 500.000 εργαζομένων από τον κρατικό τομέα, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν στρατιωτικοί, ενώ ανάμεσά τους υπήρχαν επίσης και γιατροί, νοσοκόμες, δάσκαλοι και μηχανικοί. Υποτίθεται ότι το κίνητρο για την “απο-μπααθοποίηση”, όπως αποκλήθηκε, ήταν να εκκαθαριστεί το κράτος από τους πιστούς του Σαντάμ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό ήταν ένα από τα κίνητρα, όμως δεν αρκεί για να εξηγηθεί η κλίμακα των απολύσεων ή το συνολικό πλήγμα που δέχτηκε ο δημόσιος τομέας, καθώς τιμωρήθηκαν ακόμα και εργαζόμενοι που δεν ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι. Ανάλογες επιθέσεις εναντίον του δημόσιου τομέα είχαν γίνει παντού όπου εφαρμόστηκε η θεραπεία-σοκ, αρχής γενομένης από τότε που ο Μίλτον Φρίντμαν συμβούλεψε τον Πινοτσέτ να περικόψει τις κρατικές δαπάνες κατά 25%». (σελ. 472).

Σε αντίθεση με τον διαρκώς υπό συρρίκνωση δημόσιο τομέα, οι ιδιωτικές εταιρείες έκαναν χρυσές δουλειές: «Η κομβικές αρμοδιότητες για την ανοικοδόμηση του Ιράκ είχαν ήδη ανατεθεί στη Halliburton και στην KPMG όταν έφτασαν στη Βαγδάτη τα συντηρητικά πολιτικά στελέχη. Στο εξής το έργο τους ως δημόσιων λειτουργών θα περιοριζόταν απλώς στη διαχείριση του ταμείου, κάτι που σήμαινε την παράδοση στις εργοληπτικές εταιρείες πακέτων με δεσμίδες χαρτονομισμάτων των εκατό δολαρίων. Πρόκειται για μια παραστατική απεικόνιση του αποδεκτού ρόλου της κυβέρνησης σε ένα κορπορατικό κράτος: να λειτουργεί ως μεταφορικός ιμάντας για να μεταβιβάζεται δημόσιο χρήμα σε ιδιωτικά χέρια, ένα έργο για το οποίο η ιδεολογική αφοσίωση είναι πολύ πιο σημαντική από την εμπειρία». (σελ. 476 – 477).

Κι αυτό ακριβώς ήταν το νόημα ολόκληρης της επιχείρησης: «Αυτός ο αδιάκοπα κυλιόμενος μεταφορικός ιμάντας ήταν ένας από τους λόγους της οργής των Ιρακινών για την επιμονή των ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια αυστηρά ελεύθερη αγορά, χωρίς επιδοτήσεις ή προστατευτικούς δασμούς. Σε μια από τις πολλές ομιλίες του σε Ιρακινούς επιχειρηματίες ο Μάικλ Φλάισερ εξήγησε ότι “οι προστατευόμενες επιχειρήσεις δε γίνονται ποτέ ανταγωνιστικές”. Δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την ειρωνεία της κατάστασης: Η Halliburton, η Bechtel, η Parsons, η KPMG, η RTI, η Blackwater και οι υπόλοιπες αμερικανικές εταιρείες που είχαν σπεύσει στο Ιράκ για να επωφεληθούν από την ανοικοδόμηση βρίσκονταν κάτω από μια τεράστια προστατευτική ομπρέλα, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε δημιουργήσει νέες αγορές για αυτές τις εταιρείες με τον πόλεμο, είχε εμποδίσει τους ανταγωνιστές τους να μπουν στο παιχνίδι, τις πλήρωνε για να φέρουν σε πέρας το έργο της ανοικοδόμησης και εγγυόταν το ελάχιστο κέρδος τους – και όλα αυτά με χρήματα των φορολογουμένων». (σελ. 477).

Πόλεμος του Κόλπου
Πόλεμος του Κόλπου

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο «Παράθυρο στο Χάος» δίνει το στίγμα της «ελεύθερης» αγοράς: «Ας διαπιστώσουμε, πρώτα απ’ όλα, πόσο υποκριτικά χρησιμοποιούνται στην εποχή μας, είτε από τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, τα επιχειρήματα περί ελεύθερου εμπορίου. Το ελεύθερο εμπόριο είναι καλό όταν πρόκειται για την εξαγωγή των δικών μας εμπορευμάτων…». (σελ.113). Και είναι ακόμη καλύτερο όταν γίνεται ξένα με λεφτά, όπως συνέβη στο Ιράκ.

Κι ο Καστοριάδης συνεχίζει: «Αν συντάξετε έναν κατάλογο των προϊόντων που αγοράζετε, θα διαπιστώσετε ότι μόνο σε πολύ λίγες περιπτώσεις – στο 15% ή στο 20% ενδεχομένως – οι τιμές διαμορφώνονται από αυτό που ένας οικονομολόγος θα αποκαλούσε “διαδικασία της αγοράς”. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις οι τιμές καθορίζονται από τα μονοπώλια, τα ολιγοπώλια, ή από κάποιες συμφωνίες, ελεγχόμενες ή επιχορηγούμενες από το Κράτος, επιβαρυνόμενες με τεράστια έξοδα διαφήμισης κλπ». (σελ. 113).

Οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς αποσκοπούν διαρκώς στο δημόσιο χρήμα προστατεύοντας τα κέρδη συγκεκριμένων εταιρειών ακόμα κι από τον ανταγωνισμό, τον οποίο δήθεν θέλουν να υπηρετήσουν. Ο πόλεμος στο Ιράκ χαράσσει τα νέα ήθη του νεοφιλελεύθερου δόγματος.

Ο (βραβευμένος από τον Κλίντον) Τζων Ρωλς στο βιβλίο του «Το Δίκαιο των Λαών» αναφέρει: «Όταν μια φιλελεύθερη κοινωνία εμπλέκεται σε πόλεμο για λόγους αυτοάμυνας, το κάνει, για να προστατέψει και να διαφυλάξει τις βασικές ελευθερίες των πολιτών της και τους συνταγματικά δημοκρατικούς, πολιτικούς θεσμούς της. Πράγματι μία φιλελεύθερη κοινωνία δεν μπορεί δικαίως να απαιτεί από τους πολίτες της να πολεμήσουν, για να αποκτήσει οικονομικά οφέλη ή να αποκτήσει φυσικούς πόρους, πόσο μάλλον για να αυξήσει την ισχύ της και να καταστεί αυτοκρατορία». (σελ. 164).

Προφανώς, άλλο μια φιλελεύθερη κοινωνία κι άλλο μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία. Η νεοφιλελεύθερη κοινωνία δε θα διστάσει να πολεμήσει, αν πρόκειται για τα συμφέροντα συγκεκριμένων εταιρειών. Αυτό που μένει είναι παίξει καλά το παιχνίδι της προπαγάνδας. Να πείσει δηλαδή ότι δεν αποσκοπεί σε κέρδη, αλλά στην εδαφική της ακεραιότητα και την ασφάλεια των πολιτών παριστάνοντας τη φιλελεύθερη. Να περάσει στο λαό ότι ενδιαφέρεται για την ελευθερία και την αυτονομία των λαών.

Ο Weinberger πληροφορεί: «Άκουσα ότι το 47% των Αμερικανών πιστεύει πως ο Σαντάμ Χουσεΐν βοήθησε στο σχεδιασμό των επιθέσεων στις 11/9 και ότι το 44% πιστεύει πως οι αεροπειρατές ήταν Ιρακινοί. Το 61% πιστεύει πως ο Σαντάμ αποτελούσε σοβαρή απειλή για τις ΗΠΑ και το 76% πως ο ιρακινός λαός περνάει καλύτερα τώρα». (σελ. 84).

Η Αρουντάτι Ρόι στο βιβλίο του «Η άλγεβρα της αιώνιας δικαιοσύνης» σχολιάζει: «Στις διάφορες συζητήσεις που γίνονται από επιχειρηματίες υποστηρίζεται πως τα συμβόλαια για την ανοικοδόμηση του Ιράκ θα μπορούσαν να δώσουν νέα ώθηση στην παγκόσμια οικονομία. Είναι όντως παράξενο πόσο συχνά τα συμφέροντα των αμερικανικών εταιρειών συγχέονται τόσο επιτυχώς και τόσο εσκεμμένα με τα συμφέροντα της παγκόσμιας οικονομίας. Ενώ τελικά τα έξοδα του πολέμου θα τα πληρώσει ο αμερικανικός λαός, οι εταιρείες πετρελαίου, οι κατασκευαστές όπλων, οι πωλητές όπλων και οι εταιρείες που θα αναμειχθούν στην ανοικοδόμηση του Ιράκ θα έχουν άμεσα κέρδη από τον πόλεμο. Πολλοί απ’ αυτούς είναι παλιοί φίλοι και πρώην εργοδότες της φοβερής κλίκας που απαρτίζεται από τους Μπους, Τσένι, Ράμσφελντ και Ράις. Ο Μπους ζήτησε από το Κογκρέσο εβδομήντα πέντε δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις για συμβόλαια “ανοικοδόμησης”. Οι ειδήσεις αυτές δε φτάνουν σ’ εμάς γιατί πολλά από τα μέσα ενημέρωσης ανήκουν και διευθύνονται από τις ενδιαφερόμενες για τα συμβόλαια εταιρείες». (σελ. 258 – 259).

Όταν κάποιος ελέγχει την κοινή γνώμη σε τόσο μεγάλο βαθμό, είναι βέβαιο ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Ακόμη και να ισοπεδώσει το Ιράκ στο όνομα της ελευθερίας. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο βιβλίο «καιρός» αναρωτιέται: «Τι θα ‘πρεπε να ‘ναι μια αυτόνομη κοινωνία; Μια αυτόνομη κοινωνία θα ‘πρεπε να ‘ναι μια κοινωνία που ξέρει πως οι θεσμοί της, οι νόμοι της είναι δικό της έργο και δικό της προϊόν. Κατά συνέπεια, μπορεί να τους αμφισβητήσει και να τους αλλάξει». (σελ. 31). Από αυτή την άποψη δεν μπορεί να πιστεύει κανείς ότι το Ιράκ έγινε αυτόνομο (απαλλαγμένο από την τυραννία του Σαντάμ) μετά την αμερικανική επέμβαση.

Από την άλλη, ο Julian Nida-Rumelin στο βιβλίο «Δημοκρατία και Αλήθεια» παραθέτει την άποψη των ανθρώπων που δεν πιστεύουν στην ισότητα (μη-εξισωτιστές), οι οποίοι «υποστηρίζουν ότι η ισότητα είναι – κυρίως σε διεθνές επίπεδο – μια χίμαιρα. Τα πολιτικά προγράμματα που επικαλούνται την ισότητα, δεν έχουν, λένε, καμία ελπίδα απέναντι στις πραγματικότητες της καθημερινής ζωής. Ποιος θέλει πραγματικά να υπάρχουν ίσες συνθήκες αυτόνομης ζωής στις φτωχογειτονιές της Καλκούτας και στο Μπέβερλι Χιλς;» (σελ. 131).

Είτε το δούμε ιδεολογικά (Καστοριάδης) είτε κυνικώς ρεαλιστικά (μη-εξισωτιστές) το 76% των Αμερικανών συνηγορούν στο ότι η εισβολή ήταν προς όφελος των Ιρακινών. Κι αφού ο μέσος Αμερικάνος συναινεί, ο στρατός θα επέμβει.

Ο Weinberger πληροφορεί και πάλι: «Άκουσα ότι μόνο τον περασμένο χρόνο, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν περιοχές του Ιράκ με 127 τόνους απεμπλουτισμένο ουράνιο, ισόποσο σε ραδιενέργεια με 10.000 βόμβες όπως εκείνη του Ναγκασάκι. Άκουσα ότι η χρήση του απεμπλουτισμένου ουρανίου κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου θεωρείται ο κύριος παράγοντας για τα προβλήματα υγείας που έχουν 580.400 απόστρατοι. Δέκα χρόνια μετά έχουν πεθάνει 11.000 και 325.000 πάσχουν από διάφορες μορφές αναπηρίας. Το ουράνιο, που μεταδόθηκε με το σπέρμα στις συζύγους και τις φιλενάδες τους, προκάλεσε υψηλά ποσοστά ενδομητρίωσης που οδήγησαν σε υστερεκτομή. Φαντάροι που πριν από τον πόλεμο έκαναν υγιή παιδιά, μετά τον πόλεμο το 67% των παιδιών τους γεννήθηκαν με σοβαρές αναπηρίες, χωρίς χέρια, πόδια, όργανα ή μάτια. Άκουσα τον Ντόναλντ Ράμσφελντ, όταν ρωτήθηκε γιατί οι στρατευμένοι παραμένουν στο Ιράκ πέρα από την κανονική υπηρεσία τους, να λέει: “Ελάτε τώρα. Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για περιπέτειες. Μπορείς να τους πηγαίνεις από εδώ, εκεί”». (σελ. 63 – 64).

Η Antonia Juhasz στο βιβλίο της «Η Ατζέντα Μπους» θα καταδείξει τις σχέσεις διαπλοκής ανάμεσα στις κυβερνητικές αποφάσεις και τα συμφέροντα των εταιρειών: «Η αμυντική βιομηχανία εκπροσωπείται […] πολύ καλά στην κυβέρνηση Μπους. Ιδίως η Lockheed Martin, που είχε να επιδείξει όχι λιγότερα από δεκαέξι, νυν και πρώην, μέλη Δ.Σ. και διευθυντές (συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του αντιπροέδρου), τα οποία έχουν υπηρετήσει στην κυβέρνηση του Τζορτζ Γ. Μπους. Η κατασκευαστική βιομηχανία έχει επίσης ισχυρή παρουσία, ειδικότερα η Bechtel Corporation, στελέχη-κλειδιά της οποίας – συμπεριλαμβανομένου του διευθύνοντος συμβούλου Ράιλι Μπέχτελ – καταλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις με επιρροή. Οι Chevron, Halliburton, Lockheed Martin και Bechtel εκπροσωπούν τρεις βασικούς πυλώνες της Ατζέντας Μπους: πετρέλαιο, πόλεμο και χτίσιμο των υποδομών της εταιρικής παγκοσμιοποίησης». (σελ. 114).

Πόλεμος του Κόλπου
Πόλεμος του Κόλπου

Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες λεπτομέρειες, η Juhasz θα δώσει: «Για παράδειγμα, όσο ο Τσένι ήταν υπουργός άμυνας του πατέρα Τζορτζ Μπους, το υπουργείο του πλήρωσε στη Halliburton 9 εκατομμύρια δολάρια για να εκπονήσει μια μελέτη σχετικά με το αν πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν οι υπηρεσίες διοικητικής μέριμνας του στρατού. Αφού η Halliburton γνωμοδότησε καταφατικά, κέρδισε και το πρώτο συμβόλαιο ιδιωτικοποίησης. Τρία χρόνια αργότερα, ο Τσένι έγινε διευθύνων σύμβουλος της Halliburton. Από τη θέση αυτή συνηγόρησε υπέρ του πολέμου στο Ιράκ, ενώ η εταιρεία του ταυτόχρονα διεκπεραίωνε ένα συμβόλαιο ύψους 73 εκατομμυρίων δολαρίων με τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ως αντιπρόεδρος έσπρωξε τη χώρα σε πόλεμο κατά του Ιράκ, ενώ η Halliburton σύνηψε με την αμερικανική κυβέρνηση συμβόλαια ύψους 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που αφορούσαν τις στρατιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες είχαν ιδιωτικοποιηθεί με φροντίδα του Τσένι. Τα κεφάλαια της Halliburton τριπλασιάστηκαν μετά την εισβολή στο Ιράκ. Ο Τσένι είναι μέτοχος τόσο στη Halliburton όσο και στη Lockheed Martin». (σελ. 114).

Όμως και η περίπτωση του Μπρους Τζάκσον είναι εξόχως ενδιαφέρουσα: «Ο Μπρους Τζάκσον, στέλεχος της Lockheed Martin από το 1992 ως το 2002 περιγράφεται σαν “συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην αμυντική βιομηχανία και τους νέοσυντηρητικούς. […]. Το 2000, ενώ βρισκόταν ακόμη στη Lockheed Martin, ο Τζάκσον συνέγραψε την πλατφόρμα εξωτερικής πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το 2002, ο Τζάκσον υπήρξε συνιδρυτής της Επιτροπής για την Απελευθέρωση του Ιράκ, η οποία πίεζε για την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν – πολιτική που τελικά ακολούθησε ο Τζορτζ Γ. Μπους. Το μετοχικό κεφάλαιο της Lockheed Martin, όπως και της Halliburton, τριπλασιάστηκε μετά την εισβολή. Η εταιρεία αύξησε επίσης τις πωλήσεις της κατά 11 δισεκατομμύρια δολάρια και σύνηψε συμβόλαια 5,6 δισ. δολαρίων για παραγγελίες της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ στο Ιράκ». (σελ. 114 – 115).

Και βέβαια δε θα μπορούσε να παραλειφθεί η περίπτωση της Κοντολίζα Ράις που υπηρετούσε τα συμφέροντα της Chevron: «Η Κοντολίζα Ράις επί προεδρίας Μπους πατρός υπήρξε διευθύντρια υποθέσεων Σοβιετικής Ένωσης και Ανατολικής Ευρώπης του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Εκεί συμμετείχε στο σχεδιασμό της πολιτικής εταιρικής παγκοσμιοποίησης για τη νεοαπελευθερωθείσα Σοβιετική Ένωση. Ύστερα κάθισε στο τραπέζι του Δ. Σ. της Chevron, ως ειδικευμένη στο Καζακστάν, σε μια περίοδο που η εταιρεία κινήθηκε επιθετικά προς την περιοχή της Κασπίας. Αυτό επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στις οικονομικές πολιτικές που είχαν χαραχτεί με την άμεση συμβολή της Κοντολίζα. Επίσης η ίδια προήδρευε στην Επιτροπή Δημόσιας Πολιτικής της Chevron όταν η εταιρεία είχε το αποκλειστικό προνόμια στην αμερικανική αγορά πετρελαιοειδών, βάσει συμβολαίου, να πουλάει ιρακινό πετρέλαιο υπό την αιγίδα του προγράμματος του ΟΗΕ “Πετρέλαιο – Αντί Τροφίμων”. Ήταν η μοναδική εξαίρεση που είχαν θεσπίσει τα Ηνωμένα Έθνη στο διεθνές εμπάργκο κατά του Σαντάμ. Σήμερα που η Κοντολίζα Ράις είναι υπουργός Εξωτερικών, η Chevron παίρνει την κατάλληλη θέση για να επωφεληθεί από το μεγάλο άνοιγα των πετρελαϊκών τομέων της Κασπίας, του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Ήδη, το 2004 και το 2005 καταγράφηκαν ως οι πιο επικερδείς χρονιές στην 126ετή ιστορία της Chevron». (σελ. 115).

Η Juhazs θα αναφερθεί και στην περίπτωση Τζορτζ Σουλτς: «Ο Τζορτζ Σουλτς υπηρέτησε ως πρόεδρος και διευθυντής της Bechtel Company από το 1974 ως το 1982. Όταν εγκατέλειψε την εταιρεία, έγινε υπουργός Εξωτερικών του Ρόναλντ Ρίγκαν. Στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ εργάστηκε με ζήλο για την εν γένει ενίσχυση των οικονομικών δεσμών Ηνωμένων Πολιτειών – Ιράκ, και ειδικότερα για έναν πετρελαιαγωγό από το Ιράκ στην Ιορδανία, που θα κατασκεύαζε η Bechtel. Όταν ο Σουλτς έφυγε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, προπαγάνδιζε επιθετικά υπέρ του πολέμου κατά του Ιράκ, ως πρόεδρος της Επιτροπής Τζάκσον για την Απελευθέρωση του Ιράκ. Σήμερα ο Σουλτς έχει επιστρέψει στη Bechtel ως διευθυντής και απολαμβάνει τα συμβόλαια ύψους σχεδόν 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανοικοδόμηση του Ιράκ, που εξασφάλισε η εταιρεία». (σελ. 115).

Από την πλευρά του ο Weinberger πληροφορεί ξανά: «Άκουσα ότι ο φετινός ετήσιος προϋπολογισμός περιλαμβάνει 105 δισ. δολάρια για το Ιράκ, που σημαίνει ότι έτσι θα φτάσουμε τα 300 δισ. δολάρια. Άκουσα ότι η εταιρεία Χαλιμπάρτον υπολογίζει την αμοιβή της, για τις υπηρεσίες που προσφέρει στα αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ, σε 10 δισ. δολάρια. Άκουσα ότι οι οικογένειες των Αμερικανών φαντάρων που σκοτώνονται στο Ιράκ, παίρνουν αποζημίωση 12.000 δολάρια. Άκουσα ότι ο Λευκός Οίκος παρέλειψε φέτος εντελώς το κεφάλαιο από την Ετήσια Οικονομική Αναφορά του Προέδρου, με τη δικαιολογία ότι δεν είναι συμβατό με το γενικότερο πνεύμα, που είναι αισιόδοξο». (σελ. 85).

Και συμπληρώνει «Άκουσα την Κοντολίζα Ράις σε αιφνίδια επίσκεψη στο Ιράκ να λέει: “Είμαστε τόσο ευγνώμονες που υπάρχουν Αμερικανοί οι οποίοι προσφέρονται να θυσιαστούν, ώστε η Μέση Ανατολή να παραμείνει ενωμένη, δημοκρατική και ειρηνική”. Την ίδια μέρα βρέθηκαν τα πτώματα 34 ανδρών σε μαζικό τάφο». (σελ.100).

Η Ναόμι Κλάιν έχει τη διάθεση να κάνει και μια μικρή αναφορά στο «έργο» των εταιρειών στο Ιράκ προτού το εγκαταλείψουν: «Όταν η Bechtel αποχώρησε από το Ιράκ, τον Νοέμβριο του 2006, απέδωσε στην “εξάπλωση της βίας” την αδυναμία της να ολοκληρώσει τα έργα που της είχαν ανατεθεί. Όμως η αποτυχία των εργοληπτικών εταιρειών είχε διαφανεί πολύ πριν γιγαντωθεί η ένοπλη αντίσταση στο Ιράκ. Τα πρώτα σχολεία που ανοικοδόμησε η Bechtel προκάλεσαν αμέσως πολλές διαμαρτυρίες. Στις αρχές Απριλίου του 2004, προτού η βία κλιμακωθεί στο Ιράκ, επισκέφτηκα το Κεντρικό Νοσοκομείο Παίδων της Βαγδάτης. Υποτίθεται πως το είχε ανοικοδομήσει μια αμερικανική εργοληπτική εταιρεία, όμως στους διαδρόμους υπήρχαν βοθρολύματα, καμία από τις τουαλέτες δε λειτουργούσε και οι άνθρωποι που προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν τα προβλήματα ήταν τόσο φτωχοί, ώστε δεν είχαν καν παπούτσια – ήταν υπο-υπο-υπο-υπο-υπεργολάβοι, σαν τις γυναίκες που ράβουν με το κομμάτι στις κουζίνες των σπιτιών τους για τον υπεργολάβο ενός δεύτερου υπεργολάβου που έχει αναλάβει το έργο από έναν εργολάβο της Wal-Mart». (σελ. 479 – 480).

Και η Κλάιν συνεχίζει: «Η κακοδιαχείριση συνεχίστηκε για τριάμισι χρόνια, έως ότου αποχώρησαν από το Ιράκ όλες οι μεγάλες αμερικανικές εργοληπτικές εταιρείες, έχοντας δαπανήσει δισεκατομμύρια, αλλά αφήνοντας πίσω τους ημιτελές το έργο τους. Η Parsons εισέπραξε 186 εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευάσει εκατόν σαράντα κλινικές. Μόνο έξι ολοκληρώθηκαν. Ακόμα και όσα έργα θεωρήθηκαν επιτυχίες του σχεδίου ανοικοδόμησης αμφισβητήθηκαν». (σελ. 480).

Από τον Τύπο υπήρξαν σοβαρές καταγγελίες: «Σύμφωνα με τους New York Times, Αμερικανοί ελεγκτές επιθεώρησαν τον Απρίλιο του 2007 οχτώ έργα τα οποία είχαν ολοκληρώσει αμερικανικές εργοληπτικές εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων ενός μαιευτηρίου και ενός συστήματος καθαρισμού του νερού) και διαπίστωσαν ότι “τα εφτά από αυτά δε λειτουργούσαν πλέον βάσει των προδιαγραφών”. Η εφημερίδα ανέφερε επίσης ότι το 2007 το ηλεκτροπαραγωγικό δίκτυο του Ιράκ παρήγε λιγότερη ηλεκτρική ενέργεια από ό,τι το 2006. Το Δεκέμβριο του 2007, όταν πλέον είχαν εκπνεύσει όλες οι συμβάσεις για την ανοικοδόμηση του Ιράκ, το Γραφείο Γενικής Επιθεώρησης ερεύνησε ογδόντα εφτά περιπτώσεις ενδεχόμενης απάτης στις οποίες ενέχονταν αμερικανικές εργοληπτικές εταιρείες. Η διαφθορά δεν ήταν αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης, αλλά μια πολιτική απόφαση: Αν το Ιράκ ήταν το νέο σύνορο που έπρεπε να κατακτήσει ο καπιταλισμός της Άγριας Δύσης, δε θα έπρεπε να υπάρχουν νόμοι». (σελ. 480).

Όσο για τη δικαιοσύνη που επιβλήθηκε στις εταιρείες, η περίπτωση της εταιρείας υπηρεσιών ασφαλείας Custer Battles είναι χαρακτηριστική: «Το Μάρτιο του 2006 οι ένορκοι ενός ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Βιρτζίνια αποφάνθηκαν ότι η εταιρεία είχε διαπράξει το αδίκημα της απάτης και την υποχρέωσαν να καταβάλει αποζημίωση 10 εκατομμυρίων δολαρίων. Όμως η εταιρεία ζήτησε από το δικαστή να ακυρωθεί η δικαστική απόφαση, επικαλούμενη ένα ιδιαίτερα αποκαλυπτικό υπερασπιστικό επιχείρημα: ισχυριζόμενη ότι η Προσωρινή Συμμαχική Αρχή δεν υπαγόταν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, άρα δεν υπόκειτο στη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι προεκτάσεις αυτής της υπερασπιστικής γραμμής ήταν τεράστιες: Η κυβέρνηση Μπους είχε προσφέρει ασυλία από την ιρακινή νομοθεσία στις αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στο Ιράκ, συνεπώς, αν η Προσωρινή Συμμαχική Αρχή δεν υπόκειτο στη νομοθεσία των ΗΠΑ, αυτό σήμαινε ότι οι εργοληπτικές εταιρείες δεν υπόκειντο σε καμία νομοθεσία, ούτε στην αμερικανική ούτε στην ιρακινή. Ο δικαστής αποφάνθηκε υπέρ της εταιρείας». (σελ. 481).

Αυτό που μένει είναι το τι άκουσε και πάλι ο Eliot Weinberger: «Άκουσα ότι οι ΗΠΑ ξοδεύουν 195 εκ. δολάρια την ημέρα για τον πόλεμο και το συνολικό κόστος έχει ήδη ξεπεράσει κατά 50 δισ. δολάρια τα έξοδα των ΗΠΑ σε ολόκληρη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Άκουσα πως το ποσό των 195 εκ. δολαρίων καλύπτει τα έξοδα για δώδεκα γεύματα την ημέρα σε κάθε πεινασμένο παιδί του πλανήτη». (σελ. 141).

Eliot Weinberger: «Τι άκουσα για το Ιράκ», εκδόσεις ΑΓΡΑ, Αθήνα 2006.

Naomi Klein: «Το Δόγμα του Σοκ, η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής», Εκδοτικός Οργανισμός Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ. Αθήνα 2010.

Antonia Juhazs: «Η Ατζέντα Μπους, τέσσερις πολυεθνικές εξαργυρώνουν την “εισβολή στον πλανήτη”», εκδόσεις «Το Ποντίκι», Αθήνα 2007.

Τζων Ρωλς: «Το δίκαιο των Λαών και “η ιδέα της δημόσιας λογικής αναθεωρημένη”, εκδόσεις «Ποιότητα», σειρά «Βιβλιοθήκη Πολιτικής Φιλοσοφίας των Διεθνών Σχέσεων και Φιλοσοφίας του Δικαίου Νο 1», Γ΄ έκδοση, Αθήνα 2003.

Κορνήλιος Καστοριάδης: «καιρός», εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987.

Αρουντάτι Ρόι: «Η άλγεβρα της αιώνιας δικαιοσύνης», εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ», Αθήνα 2005.

Julian NidaRumelin: «Δημοκρατία και Αλήθεια», ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, Αθήνα 2009.

Κορνήλιος Καστοριάδης: «Παράθυρο στο Χάος», εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2007.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CF%8C%CE%BB%CF%80%CE%BF%CF%85

http://www.pronews.gr/portal

 

(Εμφανιστηκε 437 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.