1 Απριλίου 2017 at 21:47

Η ερασιτεχνία ως αξία

από

Η ερασιτεχνία ως αξία

(Ζητήματα θεωρίας της Λαογραφίας)

του Μ. Γ. Μερακλή

Η λέξη ερασιτεχνία (ερασιτέχνης, ερασιτεχνικός) είναι νεότερη στη γλώσσα μας. Καρπός και αυτή της θαυμαστής προσπάθειας που ξεκίνησαν οι λόγιοι μετά την απελευθέρωση να εμπλουτίσουν την ελληνική και συγχρόνως να την αποκαθάρουν από ξένα στοιχεία, τα οποία είχαν εισδύσει στους αιώνες της ξένης κυριαρχίας. Τη βρίσκουμε στο λαμπρό έργο του Στεφάνου Α. Κουμανούδη, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων[1].

Η λέξη πλάστηκε κατ’ αναλογίαν προς υπάρχουσες ήδη στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενες κυρίως στην ποίηση, λέξεις[2]. Και είναι, κι αυτή, μια ωραία λέξη. Το ρήμα «εράω» («ερώ»), που το θέμα του υπάρχει στο πρώτο συνθετικό μέρος της, δηλώνει ένα πολύ δυνατό ερωτικό αίσθημα προσώπου προς πρόσωπο, αλλά και προς πράγματα, αξίες κ.λπ., αγαπώμενα εξίσου δυνατά• όπως στις Φοίνισσες του Ευριπίδη (στ. 359)• «πατρίδος εράν». Ερασιτέχνης τελικά είναι εκείνος που, χωρίς να είναι ειδικός, αγαπά δυνατά μια τέχνη με τη διπλή σημασία της: μια «καλήν», ωραία τέχνη (π.χ. τη ζωγραφική), ή και ένα επιτήδευμα (π.χ. του μαραγκού). Ευνόητα η ασχολία του αυτή του δίνει μεγάλην ευχαρίστηση. Οπωσδήποτε τίθεται εδώ το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου.

Στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη οι λέξεις σχολή και otium παραπέμπουν σε κάτι σχετικό. Otium εν πρώτοις σημαίνει μη απασχόληση επαγγελματική, πράγμα που δίνει στον πολίτη τη δυνατότητα ν’ αφιερώνει το χρόνο του σε ευχάριστες (συνήθως πνευματικές) ασχολίες. Έφτασε στο σημείο να έχει και τη φιλοσοφική έννοια της (επικούρειας) «αταραξίας», που την εξασφάλιζε η φυγή από τη θορυβώδη και πολυάσχολη πόλη[3]. Πρακτικότερη εμφανίζεται η αρχαία ελληνική σχολή, η οποία σήμαινε ελεύθερο χρόνο, που μπορεί να αξιοποιηθεί και πνευματικά, αλλά, πολύ νωρίς, χαρακτηρίστηκε και «αεργίη», μεμπτή ήδη από τον Ησίοδο ως «όνειδος» (Έργα και Ημέραι, στ. 311). Και ο Ευριπίδης πολύ αργότερα θα αναγνωρίσει πως η απραξία, το να μην κάνει κάποιος κάτι πρακτικό, δεν είναι θετική αξία, αλλά, παρά ταύτα, είναι ευχάριστη: «σχολή τερπνόν κακόν» (Ιππόλυτος, στ. 384).

Είναι αλήθεια, πως η έννοια (αλλά και η πραγματικότητα) του ελεύθερου χρόνου αντιμετωπίστηκε κοινωνικότερα και ρεαλιστικότερα στους τελευταίους αιώνες. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, με τη δουλοκτητική συγκρότηση της κοινωνίας τους και τον ανάλογο τρόπο παραγωγής των αγαθών, είχαν πολύ, ή και όλον (η οικονομική αριστοκρατία) το χρόνο δικό τους, ελεύθερο. Ο Πλάτωνας, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, δεν χρειάστηκε να ασκήσει κάποιο επάγγελμα, κι έτσι μπόρεσε ν’ αφοσιωθεί ολόψυχα στη φιλοσοφία. Αλλά και ο Σωκράτης, που άρχισε για ένα διάστημα το επάγγελμα του γλύπτη πατέρα του, στη συνέχεια αφιερώθηκε σε μιαν ιδιότυπη διδασκαλία, συνομιλώντας με τους νέους στην «αγοράν», χωρίς καμιάν αμοιβή, σύμφωνα και με την κατηγορηματική διαβεβαίωσή του κατά την απολογία του.

Όταν με τη λεγάμενη βιομηχανικήν επανάσταση και την αξιοποίηση της μηχανής οι ρυθμοί παραγωγής γίνονταν ολοένα πιο γρήγοροι, γιατί η εκπληκτική απόδοση της μηχανής ηύξανε τη βουλιμία εκείνων που την κατείχαν (εδώ ίσως βρίσκεται και η υποβόσκουσα τραγικότητα της σύγχρονης προόδου), οι εργάτες των εργοστασίων και οι άλλοι με την εξαρτημένη εργασία άρχισαν να διεκδικούν το δικαίωμα κάποιου ελεύθερου χρόνου. Αλλ’ όταν η διεκδίκηση αυτή ικανοποιήθηκε στον ένα ή τον άλλο βαθμό, ο ελεύθερος χρόνος άρχισε να αναλώνεται κατά κανόνα σε χρόνο άλλης μορφής εργασίας, ώστε να ικανοποιείται η ολοένα αυξανόμενη καταναλωτική ροπή του πολίτη εξαιτίας των στρατηγικών της αγοράς, η οποία ανέδειξε και μια νέα, από τις περισσότερο κερδοφόρες μάλιστα, βιομηχανία: τη βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου[4]. Η αγορά δημιουργεί καταναλωτικές επιθυμίες ακόρεστες, και το χρήμα που είναι αναγκαίο για την ικανοποίησή τους κερδίζεται «μ’ ένα πρωτοφανές ξόδεμα της ζωής του σώματος και της ψυχής»[5]. Αν ο παλαιός εργάτης και κάθε εργαζόμενος αλλοτριωνόταν μέσα στο χρόνο της εργασίας του, τώρα ο αστός (και ο αστικοποιημένος εργάτης) αλλοτριώνει ο ίδιος και τον ελεύθερο χρόνο του, πιασμένος στην παγίδα μιας ύπουλης ευμάρειας και ποιότητας ζωής.

Αυτή είναι η γενική θεώρηση του φαινομένου. Αλλά υπάρχουν άτομα, και τώρα ακόμα, που κατορθώνουν να κρατήσουν αναλλοτρίωτο τον ελεύθερο χρόνο τους, να τον διαθέτουν γι’ αυτό που ήταν προορισμένος: για να ηρεμούν από την τύρβη της σύγχρονης εξωτερικής ζωής αλλά και από την αφόρητη ρουτίνα της («το αύριο σαν αύριο να μη μοιάζει») με μιαν προσφιλή ή και αγαπημένη τους ενασχόληση. Η ενασχόλησή τους αυτή, με την εσωτερική ικανοποίηση ή και πλήρωση που τους χαρίζει, αντιρροπεί την κόπωση του εργασιακού χρόνου, της επαγγελματικής απασχόλησης, η οποία συνήθως πραγματοποιείται σε συνθήκες έντασης, άγχους, ανίας.

Οι ερασιτέχνες μάχονται στο βάθος (συχνά αυθόρμητα, χωρίς καν να το εκλαμβάνουν έτσι) εναντίον της αλλοτρίωσης, αναδεικνύοντας την ερασιτεχνικήν ενασχόλησή τους σε μια θετικήν αξία, γιατί διευρύνουν τον ορίζοντα, πολλαπλασιάζουν τα ενδιαφέροντα και τα κίνητρα δράσης του ανθρώπου προπάντων τώρα, όπου κυριαρχεί ο τύπος του μονοδιάστατου (συμπαγώς oeconomicosexualis) ανθρώπου. Αυτό είναι που πρέπει να εξαρθεί, πέρα από περιττές αξιολογήσεις και ιεραρχήσεις ενασχολήσεων. Ο γιατρός, ο δικηγόρος, ο εκπαιδευτικός, ο θετικός επιστήμονας, ο διανοούμενος εν γένει, ο υπάλληλος, ο εργάτης, ο οποιοσδήποτε, που ασχολείται με τη συλλογή παλαιών ή εξειδικευμένων αντικειμένων, με την κατασκευή, με μιαν από τις καλές τέχνες, με την ιστορία (τοπική κατεξοχήν• θυμάμαι και τους «εξηγητάς», τους τοπικούς πληροφορητές δηλαδή, ιδιαίτερα χρήσιμους στις περιηγήσεις του Παυσανία)[6] ή κάποιαν άλλην επιστήμη, εκτός της προσωπικής βαθιάς ικανοποίησης που βιώνουν, αποτελούν και παραδείγματα μιας humanitas που, φαίνεται, δεν σβήνει.

Πολλοί είναι οι ερασιτέχνες, που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη λαογραφία, ακόμα και πολύ πιο πριν η απασχόληση αυτή προσδιορισθεί ως επιστήμη (στην Ελλάδα αυτό έγινε το 1909). Κι όταν ύστερα από αιώνων κατάκτηση αναγνωρίστηκε η οντότητα ενός μικροσκοπού αρχικά κράτους, και για διάφορους λόγους αμφισβητήθηκε, αν όχι η ύπαρξή του, η ταυτότητά του εν σχέση προς την ιστορική συνέχειά του, διαμορφώθηκε ένα αυθόρμητο ευρύτατο πατριωτικό πνευματικό κίνημα από ανθρώπους διαφορετικής παιδείας και επαγγέλματος, που ξεκίνησαν να συγκεντρώνουν υλικό (γλωσσικό, εθιμικό, πολιτισμικό εν γένει), που θα αμφισβητούσε την αμφισβήτηση[7]. Αλλά υπήρξε κι ένας ακόμα λόγος γι’ αυτή την κίνηση. Αυτό το φυσικό αίσθημα δεσμού, που νιώθουν οι άνθρωποι με τον τόπο που γεννήθηκαν και ανατράφηκαν και μεγάλωσαν ή και πέρασαν τη ζωή τους ολόκληρη. Και θέλουν, —προπάντων όταν συντρέχουν και άλλα αίτια, όπως στην προκειμένη περίπτωση—, να το εκφράσουν εμπράκτως, αποτυπώνοντάς το σε σχετικές συγγραφές, οι οποίες πολλές φορές αποκαλύπτονται χρήσιμες ή και πολύτιμες με στοιχεία που διασώζουν.

Βεβαίως οι συντάκτες αυτών των κειμένων πρέπει να περιορίζονται σε περιγραφική κατάθεση στοιχείων για πράγματα, συμβάντα, καταστάσεις που βίωσαν. Το να είναι οι περιγραφές αυτές και συγκινησιακά φορτισμένες, δεν αποτελεί μειονέκτημα απαραιτήτως• ακόμα και η συγκίνηση (ο βαθμός, ο τρόπος, το ύφος της συγκίνησης) είναι, και αυτή, μια χρήσιμη μαρτυρία καθ’ εαυτή, για το μελετητή που θα σκύψει κάποτε πάνω από τέτοια κείμενα, για να αντλήσει, κριτικά, στοιχεία χαρακτηριστικά μιας εποχής[8]. Πλήρως θεμιτό είναι να γίνεται, αν ο συγγραφέας έχει σπουδάσει επιστήμη (π.χ. Οικονομικά ή και οποιαδήποτε θετική επιστήμη) ή ασκεί επάγγελμα (π.χ. δημοσιογραφία) και κριτική παρουσίαση του αποθησαυρισμένου υλικού. Λάθος είναι να επιχειρείται η διαχρονική π.χ. ερμηνεία φαινομένων, που απαιτούν γνώση, πιο καλά σπουδή εξειδικευμένων κλάδων (π.χ. ιστορίας, αρχαιολογίας, κλασικής φιλολογίας, γλωσσολογίας)• τέτοιο είναι το ζήτημα της συνέχειας ενός έθνους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η μεγάλη αρετή της εργασίας είναι να καταθέτει το υλικό όσο πιο διεξοδικά είναι δυνατό, όμως αρχαιολογικά κ.λπ. ασχολίαστο.

Στη συνέχεια δίνω μερικά παραδείγματα, από την περιοχή Καλαμάτας-Μεσσηνίας[9].

[Για να διαβάσετε τη συνέχεια με την απαρίθμηση διάφορων μελετών που αναφέρει ο Μ.Γ. Μερακλής, μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρο το άρθρο σε μορφή pdf εδώ]

[1] Αθήνα, 1900• φωτοανατυπώθηκε το 1980, με προλεγόμενα του Κ. Θ. Δημαρά. Όπως βλέπουμε, και μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς οι πατριώτες λόγιοι έδιναν τη μάχη τους για τη γλώσσα.

[2] ερασίμολπος• αυτός που αγαπά τα τραγούδια, ερασιπλόκαμος• αυτός (αυτή) που έχει ‘αξιέραστες’, άξιες να τις ερωτευτεί κάποιος, πλεξούδες• αλλά και ερασιχρήματος: αυτός που έχει έρωτα με το χρήμα, που λατρεύει το χρήμα. Ο μεγάλος κλασικός φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής σ’ ένα κείμενό του υπό τον τίτλο «Φιλοσοφία της ζωής», μιλώντας για τον τύπο του ανθρώπου που έχει μιαν ηρωική αντίληψη της ζωής, έπλασε τη λέξη «ερασιθάνατος» (Μελέται και Άρθρα, σ. 632).

[3] Βλ. Κωνσταντίνου Γρόλλιου, Οράτιος, Οι ωδές, Βιβλίο II, ερμηνευτική έκδοση. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ερμηνεία, Αθήνα, 1992, σ. 188• χαρακτηρίζει τη λέξη «πολυσήμαντη». Στη 16η ωδή η ίδια λέξη «χρησιμεύει στον Οράτιο για να δηλώσει ό,τι ίσως διαφορετικά και πιο πεζά θα λεγόταν: quietae vitae status» (κατάσταση μιας ήσυχης ζωής). Αντίθετα στον Κάτουλλο, στον Κικέρωνα και άλλους σημαίνει απλώς «τον ελεύθερο αργόσχολο χρόνο» (ό.π.).

[4] Ζαν Κλώντ Μισεά, Το αδιέξοδο Άνταμ Σμιθ. Οι εκλεκτικές συγγένειες Αριστεράς και Φιλελευθερισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα (2008), σ. 9.

[5] Μιχαήλ Γ, Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, Αθήνα 2007 (δεύτερη έκδοση), σ. 127.

[6] Βλ. Άννα Λυδάκη, Ποιοτικές μέθοδοι της κοινωνικής έρευνας, Αθήνα 2001, σ. 100.

[7] Σχετικά με το θέμα τούτο βλ.: Μ. Γ. Μερακλής, «Ο Φαλμεράγερ και η ελληνική λαογραφία» στον τόμο: Ένας κόσμος γεννιέται. Η εικόνα του ελληνικού πολιτισμού στη γερμανική επιστήμη κατά τον 19ο αι., Επιστημονική επιμέλεια: Ευάγγελος Χρυσός), Αθήνα 1996, σ. 269-76• επίσης στον ίδιο τόμο: Walter Puchner, «Οι ιδεολογικές βάσεις της επιστημονικής ενασχόλησης με τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό το 19ο αιώνα», σ. 247-67.

[8] Έχω γράψει προλογίζοντας το βιβλίο του Δημητρίου I. Κολέτσου, Της βρύσης ο ανήφορος. Τα δημοτικά τραγούδια (από το χωριό μου), Αθήνα 2006 (δεύτερη έκδοση): «Όσον αφορά τον υποκειμενικό χρωματισμό, όχι του υλικού, αλλά της πλαισίωσής του, αυτός είναι πλήρως διακριτός από το πρώτο (ενν. το υλικό), ώστε να μην έχει νόημα η αξιωματικά επιστημονική συμβουλή δήθεν, να δίνεται το υλικό ασυνόδευτο από τους συγκινησιακούς κραδασμούς του κ. Κολέτσου. Απεναντίας και αυτοί προσφέρουν τα απαραγνώριστα διαπιστευτήρια της ανεκτίμητης βιωματικής σχέσης του με αυτό, ενώ συνιστούν, επιπλέον, οι συγκινήσεις του υποκειμένου, μαρτυρίες για γούστα, φορτίσεις, ενδιαφέροντα που επίσης αξίζει να καταγραφούν». Ο κ. Κολέτσος είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου (ΑΣΟΕΕ) και διετέλεσε ανώτερο στέλεχος της ΔΕΗ. Το χωριό του είναι η Αυλώνα Τριφυλίας. Ήδη το 1997 είχε εκδώσει και την εργασία του, Η Αυλώνα και τα τοπωνύμιά της.

[9] Επιθυμία μου είναι να μπορέσω να δώσω κάποτε ένα βιβλίο (μελέτη και ανθολογώ), αφιερωμένο στους Μεσσήνιους ερασιτέχνες λαογράφους, ίσως και με τη συνεργασία του εξαιρετικού μαθητή μου κ. Γιώργου Κούζα. Κατά καιρούς έχω δημοσιεύσει παρουσιάσεις έργων θεραπόντων της λαογραφίας στο περιοδικό Λαογραφία• βλ. ενδεικτικά το βιβλίο του φιλολόγου Βασίλη Κ. Μαστραγγελόπουλου, Δημοτικά τραγούδια Άνω Μεσσηνίας, Καλαμάτα 1997.

(Εμφανιστηκε 1,183 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.