29 Μαρτίου 2017 at 12:55

Νίκος Τσιφόρος – Περί της Ελενάρας της Κουκλάρας

από

Νίκος Τσιφόρος – Περί της Ελενάρας της Κουκλάρας

Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τσιφόρου Ελληνική Μυθολογία (εκδ. Ερμής, 1993)

Πηγή

Μεγάλη υπόθεση νάσαι ωραία κοπέλλα! Ε, ρε! Περνάνε οι σερνικοί με φλογοματιές, τους πέφτουνε τα σάλια, αναστενάζουνε βορεινά και πετάνε την κουβέντα τους την καυτή:

-Αμάν μπαρμπουνάρα μου!

Κάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν’ ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωση του “σελφ-σέρβις”…, στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι’ αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος…

Κι η ωραία το καμαρώνει. Όλες οι ωραίες της γης. Κάτου στα Μπουένος Αύρες είναι ένας δρόμος, που τον λένε Αβεντίττα Ντε Φλόρες. Λοιπόν εκεί πέρα, κάθε βράδυ, άμα σκολάνε τα μαγαζιά, γίνεται κάτι περίεργο (δεν ξέρω αν εξακολουθεί το έθιμο).

Οι άντρες μαζεύουνται στα πεζοδρόμια της Αβεντίττα, που είναι πολύ μεγάλη, και τα κορίτσια περπατάνε στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Χιλιάδες κορίτσια, όχι πρόστυχα. Απ’ αυτά που δουλεύουνε, απ’ αυτά που βγήκανε να σεργιανίσουνε, από τις αστικές τάξεις. Κι’ οι άντρες τα πειράζουνε. Χωρίς βρωμιές, ιπποτικά και χαριτωμένα, γιατί οι Σπανιόλοι τόχουνε να λένε χαριτωμένα πράματα στις γυναίκες. Κι’ όποια κοπέλλα δεν την πειράξουνε, είτε από τύχη, είτε γιατί είναι ασήμαντη, είτε γι’ άλλο λόγο, πέφτει σε μαύρη δυστυχία και πάει σπίτι της να κλάψη απαρηγόρητη…

Που θα πη ότι κάθε γυναίκα, θέλει να την λένε ωραία και να την θαυμάζουνε και να την πειράζουνε χαριτωμένα, όχι βρώμικα… Και της αρέσει να ποζάρη για όμορφη, αλλιώς δεν θάβαφε τα μάτια, ούτε θα κατέβαζε τα μαλλιά μέσα στα γκαβά της σα σκυλί πεκινουά. Το όπλο της γυναίκας είναι η φιλαρέσκεια…

Τούτος δω ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή… Κι’ εκτός από την Αφροδίτη, τις Χάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Ελένη, ένα είδος θεάς και γυναίκας. Με όλα τα προσόντα και με όλα της τα ελαττώματα…

Το Λενάκι, από μικρούλι, το έκλεψε ο Θησέας. Κι’ όταν την πήρανε πίσω τ’ αδέρφια της, οι Διόσκουροι, “ήξερε πολλά” για να μην πούμε ότι “ήξερε περισσότερα”.

Έτσι και γύρισε, λοιπόν, στον μπαμπά της, τον Τυνδάρεω, άρχισε να μεγαλώνη η φήμη της…

-Έχει έναν κόμματο ο Τυνδάρεω…

-Μάλιστα, αλλά ξέρετε; Ο Θησεύς…

-Ωχ, αδερφέ. Τέτοια θα κυττάμε τώρα;

Κι’ αρχίσανε να μαζεύωνται οι γαμπροί μελίσσι.

Εικοσιεννιά, λέει, τη ζητάγανε όλοι μαζί. Δώσε μου και μένα μπάρμπα. Ο μπαμπάς Τυνδάρεω τάχασε.

-Σιγά – σιγά, ρε παιδιά. Δεν μπορείτε να την πάρετε όλοι.

Ήτανε, λέει, ο Ασκάλαφος κι’ ο Ιάλμενος, αγόρια του θεού του Άρη. Ήτανε ο Αίας, ήτανε ο Ποδαλείριος και ο Μαχάων, παιδιά του Ασκληπιού, ήτανε ο Οδυσσέας, ήτανε ο Πάτροκλος, ήτανε ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι’ ο Μενέλαος.

Άμα λέμε Μενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος και ασυγχώρητον, παρακαλώ. Γιατί ο Ατρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχροινός, γεροδεμένος και λεβένταρος.

Έρριξε, λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στο Μενέλαο.

 -Αυτόν θέλω.

-Το σκέφτηκες καλά;

-Ναι, καλέ μπαμπά.

O Τυνδάρεω είπε να δώση την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια…

-Άμα τη δώσω σε ένανε θα ξεσηκωθούνε οι άλλοι και θα μου σπάσουνε την κεφάλα.

Πάνω σ’ αυτά νάσου και μπαίνει στη μέση ο Οδυσσέας.

-Κύριε Τυνδάρεω, του κάνει, να σας πω εγώ μια λύση;

-Μα καλά, εσύ είσαι υποψήφιος.

-Μάλιστα, αλλά όχι φανατικός.

-Γιατί; Δεν την θες την Ελένη;

-Άλλη θέλω γω. Την Πηνελόπη.

-Εμ τότε, τι ήρθες για γαμπρός;

-Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Μπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως πάνε άλλοι να δώσουνε το παρών και να λένε ότι δεν τους καλέσανε. Βοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;

-Βοήθησα.

-Εν τάξει κι’ άσε με.

Φωνάζει, λοιπόν, ο Οδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή εξήγηση:

-Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρη τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε ότι όποιον διαλέξη, οι άλλοι θα τον σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σαν λεβέντες που είμαστε. Θέλετε;

-Θέλουμε.

Τους έβαλε λοιπόν όλους και ορκιστήκανε και μετά είπε στην Ελένη:

-Κάνε παιγνίδι.

Και ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Μενέλαο.

Καλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, τούπλενε κανά σκουτί, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι’ ένα κορίτσι, την Ερμιόνη (μερικοί λένε ότι και υιός εγένετο αυτοίς Νικόστρατος ονόματι). Κι’ άμα τα κακάρωσε ο Τυνδάρεω, ο Μενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι’ ένα κομμάτι από τη Μεσσηνία.

Όπου νάσου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Τρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:

-Πάρις γκελντίν.

-Τι λέτε, μωρέ;

-Ήρθ’ ο Πάρις.

-Και γιατί το λέτε τούρκικα;

-Άμ’ από κει που ήρθε;

Ο Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι’ έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ’ ανάκτορα να επιδώση τα διαπιστευτήριά του.

Τον δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι’ έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κ’ ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι άνθρωποι. Τούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθή, η μάνα του, μαντάμ Εκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρντόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.

-Είδατε τοιούτον όναρ;

-Γιες, μα το θεό.

-Έτσι και το βγάλεις, σκότωστο.

-Το πιδί;

 -Μωρέ σκότωστο που σου λέμε μεις.

Και το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Το παιδί μεγάλωσε και έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνη κομπόστα). Και μια μέρα έστειλε ο μπαμπάς του ο Πρίαμος στο κοπάδι, να του φέρουνε ένα βόιδι.

-Το θέλουμε καλό. Γι’ αγώνες.

-Τι θα κάνη το βόιδι; Θα βαράη κουτουλιές;

-Όχι αδερφέ. Θα το πάρη ο νικητής των αγώνων που γίνονται στη μνήμη του Πάρι.

Διαλέξανε ένα βόιδι δεκατεσσάρων ίππων, μεγαλείο κατασκεύασμα. Αλλά ο Πάρις τ’ αγαπούσε

το βόιδι αυτό και δεν ήθελε να το χωριστή. Πήγε, λοιπόν, μαζί του κάτου στην πόλη.

Λέει τώρα:

-Να λάβω κι’ εγώ μέρος, κύριοι, στους αγώνες;

-Ρώτα τον ΣΕΓΑΣ.

O ΣΕΓΑΣ τούδωσε την άδεια, και ο Πάρις έλαβε και νίκησε. Μάλιστα ο αδερφός του ο Δηίφοβος, όταν κι’ είδε ότι τους νίκησε ένα βοσκόπουλο, έγινε εκτός εαυτού. Έβγαλε, λοιπόν, το σπαθί και ώρμησε να σκοτώση τον νικητή.

Πέσανε να τον σταματήσουνε οι άλλοι.

-Γιατί ρε Δηίφοβε; Σ’ αδίκησε ο διαιτητής;

-Όχι, αλλά ήτανε οφ – σάιντ.

O Πάρις είδε ότι δεν την βγάζει καθαρή και πήδηξε πάνω στο βωμό του Ερκείου Διός. Και τότε η αδερφή του η Κασσάνδρα που ήτανε και μάντις τον γνώρισε:

-Καλέ, αυτός είναι τ’ αδερφάκι μας, ο Πάρις.

Πέσανε οι γονιοί του, τον αγκαλιάσανε, κλάψανε όλοι και μόνο που δεν έγινε ταινία με τον τίτλο “Μητέρα είμαι ένα βοσκόπουλο”. Και μετά πια έμεινε στ’ ανάκτορα και πέρναγε ζάχαρη. Για τον ταύρο δεν μάθαμε, δυστυχώς, τι απόγινε.

Κάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μια αποστολή στη Σπάρτη να πάη να φέρη λάδια μαύρη αγορά. Και νάσου τον εδώ που τον αφήσαμε.

Καλά πέρναγε στο παλάτι και δεν την είχε δη την Ελένη. Και ξαφνικά ο Μενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.

-Μεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Κρήτη.

-Τι να κάνω;

-Ν’ αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα.

Έφυγε ο Μενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Και, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώση και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νάσου να τον κρυφομπανίζη η Λένα.

H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Μόλις κ’ έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νάσου την να τον δη σώνει και καλά.

Αυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Μόλις και τον είδε τρελλάθηκε.

Μπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρις και μουρλάθηκε κι’ ελόγου του.

Να κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία… φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το απροχώρητο. Κι’ όταν φτάσανε στο “τέρμα τα δίδραχμα”, η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.

-Δεν συγκρίνεσθε με τον Μενέλαόν μου.

-Καλύτερος εγώ;

-Καλέ, ξερολούκουμο.

 Ύστερα στέναξε.

-Αχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ’ αυτόν. Αχ, που δεν με καταλαβαίνει. Αχ που αδικούμαι.

Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Και το Λενιώ τα ίδια. Κι’ άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, τούπεσε στο γεμάτο.

-Πάμε να φύγουμε.

-Πού να πάμε;

-Στον τόπο σου.

Το άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, το μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρι της και το άλλο πρωί, από το νησάκι την Κραναή πούναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Τροία.

Φτάσανε καμμιά φορά και λέει ο πατέρας του Πάρι, ο Πρίαμος.

-Χαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμμιά φωτιά.

-Μη φοβάσθε, πάτερ.

Γύρισε ο Μενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Κρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του είπανε:

-Πήγατε για ξυλοκέρατα;

-Μάλιστα.

-Τι τα θέλατε που έχουμε τα δικά σας;

Έξαλλος ο Μενέλαος φώναξε τους πρίγκηπες όλους.

-Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;

-Ναι.

-Μου φάγανε τη Λένα.

Μαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε την προσβολή. O Οδυσσέας που είχε και μυαλό, έκανε μια πρόταση:

-Να πάω εγώ με τον Μενέλαο, μπας και μας την δώσουνε χωρίς καυγά;

-Να πάτε.

Πήγανε, λένε “θέλουμε την Ελένη”, γελάγανε στην Τροία.

-Ρε άντε από δω, κερχελέδες.

Και τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Αυλίδα (Ιφιγένεια) στην Τροία.

Άμα κι’ είδανε οι Τρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή μορφή, κιοτέψανε.

Λέει, λοιπόν, ο Μενέλαος:

-Νάρθη αυτός ο κερατάς ο Πάρις να μονομαχήσουμε.

-Παρντόν, του αποκριθήκανε, αλλά ο κερατάς είσθε σεις.

-Θάρθη;

Πήγε ο Πάρις, αλλά ο Πάρις δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος και ωραίος δεν γίνεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ’ αλατιού ο Μενέλαος, μπήκε στη μέση η Αφροδίτη και τον γλύτωσε.

Τότε είναι που άναψε ο Τρωικός πόλεμος και η Ελένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρις, αλλά τον ήθελε και τον Μενέλαο.

Τέλος πάντων, ξέρουμε για τον Τρωικό πόλεμο, να μην τα ξαναλέμε και να μην κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του…

Καλοπέρναγε πάντα ο Πάρις και δεν μάλωνε και πολύ και η Ελένη άρχισε να τον σιχαίνεται.

-Άντρας είσαι συ;

Μέχρι που βρέθηκε εκείνο το παλληκαράκι ο Φιλοκτήτης και τον στρίμωξε τον Πάρι και τον καθάρισε.

H Ελένη έκλαψε για τα μάτια, αλλά τάφτιαξε με τον κουνιάδο της τον Δηίφοβο να μη μένη κι’ απότιστη. Δια πυρός και σιδήρου, που λένε, η Λενιώ.

Όταν οι Έλληνες πήρανε την Τροία, ο Μενέλαος βγήκε έξω θηρίο.

-Πού είναι ο Δηίφοβος;

-Κάπου έχει πάει, έρχεται.

Τον περίμενε, λοιπόν, και μόλις ήρθε τον έβαλε στο κοντό με τον κοντό του.

-Άτιμο ον…

-Στάσου.

-Να με διπλοκερατώσης, ρε;

-Μα…

-Μαξ, είπε ο Μενέλαος και εφόνευσεν αυτόν πάραυτα. Και μετά πήγε στην Ελένη.

-Παλιοπ…

Κι’ όπως ήτανε να την σκοτώση κι’ αυτήν, την είδε και τ’ ανάψανε τα μεράκια.

-Άντε στη χαρίζω.

Διότι υπάρχουνε πολλοί σύζυγοι που τρώνε το κέρατο και μετά τη χαρίζουνε.

Την πήρε λοιπόν, ελαφρώς μεταχειρισμένη, και φύγανε. Μάλιστα, λέει, πριν γυρίσουνε στη Σπάρτη, κάνανε και μια κρουαζιέρα Αίγυπτο, Συρία, Κρήτη και άλλα μέρη. Οχτώ χρόνια βάσταξε αυτό το ταξιδάκι, και, επί τέλους, γυρίσανε στη Σπάρτη.

H Ελένη έμεινε με τον κύριό της.

Πιστή. Δηλαδή δεν το ξέρουμε, διότι άμα και κάνεις πεντέξη απιστίες, τι σημασία έχει; Τι έξη, τι εξήντα; Τώρα όμως που είχε πείρα ό,τι και νάκανε τόκανε με ωραίο τρόπο και δεν την μυρίστηκε άνθρωπος και λένε “πάει ησύχασε”. Θα μου πης τώρα ήτανε και δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερη, ποιος γύριζε να την κυττάξη; Ε! Άμα “ήσουνε όμορφη” όλο και βρίσκονται κάτι θερινά υπόλοιπα.

Λέει τώρα μια παροιμία: “Άμα θα νοιώση ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του”.

Όλα καλά και η Ελένη πέθανε στη Ρόδο. Και να, δηλαδή, ακριβώς με ποιον τρόπο:

Οι γυιοι του Μενελάου, ο Νικόστρατος και ο Μεγαπέμθης, το φέρανε βαριά που ο μπαμπάς τους κ.λ.π., κ.λ.π. Κι’ άμα πέθανε ο Μενέλαος, την πιάνουνε την Ελένη και την αγριεύουνε.

-Να φύγης, μωρή, που μας έχεις κάνει ρεζίλι εις τους αιώνας, αμήν.

Έφυγε, λοιπόν, η Λένα και πήγε στη Ρόδο που είχε μια φιλενάδα, την Πολυξώ.

Ο άντρας της όμως της Πολυξώς είχε σκοτωθεί στην Τροία εξ αιτίας της Ελενάρας και τούτη η Πολυξώ δεν την χώνευε.

-H βρώμα, για να γλεντήση αυτή, χήρεψα εγώ.

Έκανε όμως ότι την δέχτηκε μετά χαράς μεγάλης και στ’ αλήθεια της το φύλαγε μανιάτικο.

Μια μέρα μπαίνει η Λενιώ στο μπάνιο να καθαριστή, διότι όσο νάναι είχε σκόνες πολλές και η Πολυξώ πιάνει δυο δούλες της, άσχημες σαν την νύχτα, και τις μασκαρεύει σε Ερινύες. Με το που σαπουνιζότανε, λοιπόν, το Ελενάκι στο μπάνιο, μπουκάρουνε οι Ερινύες και την κατατρομάξανε.

-Μαμά!

Κι’ ύστερα τρελλάθηκε που δήθεν την κυνηγάνε οι Ερινύες να την τιμωρήσουνε και νόμιζε ότι είναι αχλάδι και πήγε και κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Πάει η Έλεν. Τέρμα.

Για την μακαρίτισσα λένε πολλά· ότι την είχε περιποιηθή και ο Κινύρας, ότι με τον Αχιλλέα κάτι είχε κάνει, ότι και άλλοι πολλοί την δροσίσανε, αλλά αυτά είναι λόγια του κόσμου και ο κόσμος είναι κακός. Βέβαια, να πούμε και μιαν αλήθεια. Άμα ο κόσμος λέη κάτι, “κάτι είναι”. Άμα σου λέη ο Τάδε είναι απατεώνας, είναι απατεώνας. Γιατί δεν λένε και για όσους δεν είναι; Και άμα σου λένε “αυτή είναι παλουκοπηδήχτρα”, είναι παλουκοπηδήχτρα οπωσδήποτε. Και άμα ψάξης τα βρίσκεις και έξω δεν πέφτεις.

Αυτή είναι η ιστορία της Ελενάρας της κουκλάρας. Όμορφη ήτανε, δεν μπορούσε να γλυτώση.

Εδώ δεν γλυτώνουνε οι άσχημες. Και καμμιά φορά και… οι άσχημοι.

(από την Ελληνική Μυθολογία, Ερμής 1993)

Νίκος Τσιφόρος

 

(Εμφανιστηκε 4,208 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.