21 Οκτωβρίου 2014 at 01:10

Αρβανίτες: Οι Δωριείς του Νέου Ελληνισμού

από

Αρβανίτες: Οι Δωριείς του Νέου Ελληνισμού

Κείμενο: Βασίλης Ραφαηλίδης

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (17.5.87)

ΜΙΑ σειρά κειμένων για τους ‘Ελληνες και την ελλη­νικότητα που δημοσιεύτηκαν σ’ αυτή τη σελίδα με αφορμή τη σχετικά πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Γεράσιμου Κακλαμάνη «Επί της δομής του νεοελληνι­κού Κράτους», δημιούργησαν πάρα πολλές αντιδρά­σεις, θετικές και αρνητικές.

Για να υπάρξει, στο μέτρο του δυνατού, ένας στοι­χειώδης έστω διάλογος, κυρίως με τους αντιφρονούν­τες, θα δημοσιεύσουμε σχολιασμένα τα πιο ενδιαφέ­ροντα γράμματα που έφτασαν στα χέρια μας, με την ελπίδα πως ο αναγνώστης θα σχηματίσει έτσι μια σαφέ­στερη εικόνα για την άποψη που έχουν οι Νεοέλληνες για τον εαυτό τους.

Άποψη που, όπως θα αντιληφθείτε, είναι περισσό­τερο συναισθηματική παρά επιστημονική, ή έστω απλά λογική. Πιστεύουμε πως η «αγάπη για την πατρίδα», όταν δεν είναι λογικά τεκμηριωμένη, είναι μια οιονεί ερωτική κατάσταση που δεν εξυπηρετεί ούτε την πατρίδα, ούτε τους ερωτευμένους με την πατρίδα. ‘Αλλω­στε, σύμφωνα με τον Βίλχελμ Ράιχ, τέτοιες ερωτικές καταστάσεις που δεν έχουν σαν αντικείμενο ένα συγ­κεκριμένο πρόσωπο, αλλά ένα κοινωνικό μόρφωμα, όπως λέμε τις υπερπροσωπικές συσσωματώσεις αν­θρώπων, οδηγούν κατ’ ανάγκην στον φασισμό, του οποίου αποτελούν το ψυχολογικό υπόβαθρο. Γιατί, όπως είναι γνωστό, ο φασισμός δεν είναι κοινωνικό σύ­στημα, αλλά μια ψυχοπαθολογική κατάσταση που πε­ριβάλλει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα, τον καπιταλισμό. Πιστεύουμε πως από τα κείμενα που προηγήθηκαν έγινε αντιληπτό πως ο άκριτος εθνικι­σμός δεν είναι παρά το σπέρμα του φασισμού, σε όλες του τις παραλλαγές.

ΠΡΟΣΕΞΤΕ λοιπόν καλά το γράμμα ενός Αρβανίτη από την Ελευσίνα που δημοσιεύουμε στη συνέχεια για να επισημάνετε από την αρχή μια μορφή σοβινισμού, πολύ διαφορετική ωστόσο από την κρατούσα, αλλά εξίσου καταδικαστέα μ’ αυτήν παρά τα πάμπολλα ιστορικά άλλοθι που θα μπορούσε να επικαλεσθεί ο φίλος Ντίνος Ρούσσης.

 – Αγαπητέ Ραφαηλίδη, είμαι Αρβανίτης και φίλος του κινηματογράφου. Διαβάζω αρκετές φορές τα άρθρα σου στο κυριακάτικο «Έθνος». (Μια φορά έτυχε και να συζητήσουμε στην Ελευσίνα που είχες έρθει πριν μερικά χρόνια, προσκεκλημένος της τοπικής κινηματο­γραφικής λέσχης.) Διάβασα τα άρθρα σου που έγραψες με αφορμή το βιβλίο του Γερ. Κακλαμάνη. Έμπλεξες και τους Αρβανίτες εκεί μέσα, έδειξες ότι μας συμπα­θείς. (Την έρευνα για τους Αρβανίτες εννοώ ότι δείχνεις να συμπαθείς.)

Αισθάνθηκα την ανάγκη να απαντήσω σε ένα γνωστό μου (γνωστό από τον κινηματογράφο, βέβαια) με την πεποίθηση ότι δε λάθεψα στην εκτίμησή μου ότι πρά­γματι υπάρχει ενδιαφέρον για μελέτη σ’ αυτό το ζήτη­μα από την πλευρά σου, και όχι για «να βάλω τα πρά­γματα στη θέση τους». 1 Γράφεις: «Γιατί οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες, οι Σλάβοι, οι Πομάκοι, οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι που κατοικούν σ’ αυτήν την χώρα να συνεχίζουν να αισθά­νονται οιονεί φιλοξενούμενοι σ’ έναν τόπο που είναι και δικός τους;» Περιορίζομαι και απαντώ (δικαιωμα­τικά) για τους Αρβανίτες: Το ρήμα φιλοξενώ προϋποθέ­τει δύο πρόσωπα, ή ομάδες προσώπων, το φιλοξενούν­τα και το φιλοξενούμενο. Οι Αρβανίτες-φιλοξενούμε­νοι από ποιον φιλοξενούνται; Από τους ‘Ελληνες; Ποι­ους Έλληνες; Τους αρχαίους ή τους σημερινούς; Μα, οι Αρβανίτες είναι αναπόσπαστο (και ουσιώδες) συστατι­κό του νέου Ελληνισμού. Η ειρηνική κάθοδος τους στα νότια μέρη της ελληνικής χερσονήσου συμπίπτει (και συντείνει) με την αρχή της δημιουργίας της ελληνικής λαότητας. Έτσι, γίνεται απ’ τα κύρια (και το πιο δυ­ναμικό) συστατικό της. Το ομόαιμον με τους ‘Ελληνες, νοούμενον ως αδιάλειπτος συνέχεια των αρχαίων ημών προγόνων είναι πρόβλημα που απασχολεί άλλους.

Louis Dupré, Photo Pikos from Souli. Σουλιώτης
Louis Dupré, Photo Pikos from Souli. Σουλιώτης

Οι αγώνες τους κατά του τούρκικου επεκτατισμού, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, είναι φοβεροί και αιματηρότατοι. Ονόματα μεγάλων ανδρών υπάρ­χουν πολλά. Η ιστορία που διδασκόμαστε στα σχολεία, σταματάει με την πτώση της Πόλης και αφήνει (σκόπι­μα) ένα τεράστιο κενό, αυτό της ιστορίας της Μεσαιω­νικής Ελλάδας, και αρχίζει λίγο μετά την Επανάσταση του ‘ 21. Και είναι ακριβώς σ’ αυτό το τμήμα της Ιστο­ρίας που αρχίζει να διαμορφώνεται, μέσα από μια πανσπερμία φυλών, η νεοελληνική λαότητα (…). Η οθωμα­νική επικράτηση σε όλα τα Βαλκάνια ανάγκασε πολ­λούς Αρβανίτες να καταφύγουν στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία, όπου οι ορθόδοξοι υπάρχουν και σήμερα, διατηρώντας τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους, το χα­ρακτήρα τους (οι καθολικοί Αρβανίτες διαλύθηκαν στην ιταλική κοινωνία, και χάσανε την ιδιαιτερότητά τους). Ερώτηση: Να αισθάνονται άραγε φιλοξενούμενοι αυτοί της ορθόδοξης νησίδας μέσα στον ωκεανό του καθολικισμού; Το κομμάτι αυτό του νεοελληνισμού, που έχει καθη­μερινή γλώσσα την αρβανίτικη, έπαιξε τον κύριο ρόλο στη δημιουργία του κράτους αυτού που ζούμε σήμερα από στρατιωτική και οικονομική άποψη. Γιατί λοιπόν η πολιτική πρωτιά ανήκει, σε άλλα κομμάτια; (Ο Φαλμεράιερ, αφού πολύ τον γουστάρετε, γράφει ότι η Ελληνι­κή Επανάσταση υπήρξε στην πραγματικότητα έργο των Αλβανών.) Μάλιστα, στο κράτος που προέκυψε αμέσως μετά το ’21 (του Καποδίστρια και του ‘Οθωνα) σχεδόν η πλειοψηφία των κατοίκων του μιλούσε αρβανίτικα. Και το πιο σημαντικό (ποσοτικά και ποιοτικά) κομμάτι της άρχουσας τάξης του ήταν Αρβανίτες.

ΑΝΤΙΓΡΑΦΩ απ’ το βιβλίο του Φίνλεΐ «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», γραμμένο στα μέσα του 19ου αιώνα, τόμος Α, σελ. 45: «Σήμερα, οι Αλβανοί έποικοι κατοικούν σ’ όλη την Αττική και τη Μεγαρίδα, εκτός απ’ την Αθήνα και τα Μέγαρα, όπου μέρος μόνο του πληθυσμού τους είναι Αλβανοί. Κατέχουν επίσης το μεγαλύτερο τμήμα της Βοιωτίας και μια μικρή περι- οχή της Λοκρίδος, κοντά στην Αταλάντη. Αλβανούς συ­ναντά, επίσης, κανείς στη Νότια Εύβοια και στα βόρεια της νήσου Άνδρου, σ’ ολόκληρη τη Σαλαμίνα και σε ένα τμήμα της Αίγινας. Πολλοί περισσότεροι εξακολου­θούν ακόμα να είναι στην Πελοπόννησο, όπου κατέ­χουν ολόκληρη την Αργολιδοκορινθία και φτάνουν ως τα βόρεια της Αρκαδίας και τα ανατολικά της Αχαΐας. Στη Λακωνία, είναι εγκαταστημένοι στις πλαγιές του Ταϋγέτου, τα Βαρδούσια, που καταλήγουν στην πεδιά­δα του ‘Ελους. Πέρα απ’ τον Ευρώτα ποταμό, Αλβα­νούς βρίσκουμε σε μια μεγάλη έκταση γύρω απ’ τη Μονεμβασία ως και στα νότια της Τσακωνιάς και στη βόρεια πλευρά του Κάβο – Μαλιά, εκεί όπου υπάρχει ολιγάριθμη εγκατάσταση Ελλήνων, στην περιοχή με τ’ όνομα Βάτικα. Στα δυτικά της Πελοποννήσου εξουσιά­ζουν σημαντική ορεινή έκταση από το Λάλα ως τη βο­ρειοανατολική ακτή της Μεσσηνίας, στα νότια του Νέδοντος». Αρβανίτικο αίμα (και ως κάποια ιστορική στιγμή και αρβανίτικη γλώσσα) υπάρχει στα νησιά Κέα, Κύθνος, Ιος, Σάμος, Ψαρά, Κάσος, Σκόπελος (Βλ. Απ. Βακαλόπουλου «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» τ. Β, σ. 131), καθώς και στη Ζάκυνθο, Κεφαλληνία, Ιθάκη, Λευκά­δα, Κέρκυρα, Κύπρο, (Βλ. Κ. Μπίρη «Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού», σ. 156).

ΣΗΜΕΡΑ, πέρα απ’ αυτές τις περιοχές, Αρβανίτες υπάρχουν στο Νομό Θεσπρωτίας. (Άξιο να σημειωθεί ο βίαιος ξεριζωμός από δω το 1945 των μουσουλμάνων Αρβανιτών Τσιάμηδων και ο εξαναγκασμός τους να πε­ράσουν στο Αλβανικό κράτος, αφού δεν είχαν προηγού­μενα κατορθώσει να τους στείλουν στην Τουρκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών: Κάθε ορθόδοξος ‘Ελληνας, κάθε μουσουλμάνος, Τούρκος!!).

Επίλογος: Αν επιμένουμε στο ρήμα φιλοξενώ, οι Αρ­βανίτες είναι φιλοξενούντες. Και έτσι αισθάνονται. Εί­ναι δυνατό στην Αθήνα οι Πλακιώτες να αισθάνονται φιλοξενούμενοι;

_ Υστερόγραφο: Στον κατάλογο των φιλοξενουμένων που παραθέτεις ξεχνάς τους Γύφτους – Τσιγγάνους. Γι­ατί; Μήπως αυτοί είναι χειρότερα και από φιλοξενού­μενοι;

2 Γράφεις: «Διότι, για να φτιαχτεί «Ελλάδα» πρέπει προς τούτο να υπάρχουν «’ Ελληνες», το πλάσμα δηλα­δή που έβλεπαν οι φιλελεύθεροι ιστορικοί του περασμέ­νου αιώνα στις αρχαιοελληνικές σπουδές τους». Και αφού δεν υπήρχαν τέτοιοι, έπρεπε να φτιαχτούν.

Δε φταίνε, βέβαια, μόνο οι φιλελεύθεροι ιστορικοί.

Φταίνε και οι Φαναριώτες, αυτό το καρκίνωμα του νέου Ελληνισμού. Φταίνε και οι Βαυαροί. Φταίει και ο Φαλμεράιερ που είπε μερικές αλήθειες. Φταίνε και τα δάνεια. Όλοι αυτοί στράφηκαν καταπάνω στο λαό, στις δημοκρατικές και λαϊκές παραδόσεις του. Και πρώτα απ’ όλα στράφηκαν ενάντια στη γλώσσα του (δημοτική και αρβανίτικη). Γιατί το μόνο επιχείρημα που απόμεινε στους λογιότατους, στις περί άμεσα εκ των αρχαίων θεωρίες τους για τη γέννηση του νέου Ελληνισμού, ήταν η γλώσσα. Τα αρβανίτικα κυνηγήθηκαν επίσημα και από τους ίδιους τους Αρβανίτες, αφού ένα σημαντικό κομμάτι της άρχουσας τάξης ήταν Αρβανίτες. Με την πάροδο των δεκαετιών πείστηκαν, ή εξαναγκάστηκαν να πειστούν, (η αλήθεια είναι ότι «πεί­στηκαν») ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους, αν θέλουν να γίνουν γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και άξιοι πολίτες του ελληνικού κράτους. Η επίθεση αυτή ήταν ολομέτωπη και σε όλα τα επίπε­δα. Άλλαξαν τα ονόματα των χωριών. Έτσι τα Κόκλα γίνανε Πλαταιές, τα Παραπούγγια γίνανε Λεύκτρα, το Μπράτσι έγινε Τανάγρα, και καυχιώνται οι δύσμοιροι, σε αντίθεση με εμάς από το Νταριμάρι που έγινε Δά­φνη, που δεν έχουμε τέτοιους ενδόξους προγόνους. Γι­ατί, δεν πρέπει να είμαστε αυτό που είμαστε. Άλλα­ξαν, λοιπόν, τα ονόματα των τοπωνυμίων. Και οι δά­σκαλοι κυνηγούσαν τα παιδιά μη μάθουν αρβανίτικα. Οι «μορφωμένοι» Αρβανίτες, οι υπάλληλοι, οι «κυριλέδες και δοξαπατρίδες» συμβούλευαν τους συγχωρια­νούς τους να μη μάθουν τα παιδιά τους αρβανίτικα.

Απ’ αυτή την «κοσμογονία» δεν μπορούσε, βέβαια, να λείψει και η Εκκλησία μας. Αντιγράφω από το βιβλίο του Γ.Ν. Σαχίνη «Υδραϊκή ψυχή», σελ. 39:

«Έτσι, μέχρι εδώ και λίγες δεκάδες χρόνια (1900) στα βουνά του νησιού ομιλείτο μόνο η αρβανίτικη γλώσσα, άλλη δεν εγνώριζαν, και μόνο όταν άρχισε η ακατάπαυτη καταπολέμησή της από το μητροπολίτη ‘Υδρας κλπ. Προκόπιο Καραμάνο σιγά σιγά επεκράτη­σε η ελληνική. Σήμερα, αρβανίτικα γνωρίζουν στην Ύδρα όσοι έχουν περάσει τα 75 τους χρόνια, απ’ αυτούς όχι όλοι, και θεωρείται σαν γλώσσα της παλιάς ‘Υδρας». Σημείωση: Το εθνικό έργο επετελέσθη, και η ‘Υδρα άγει την οδό των πεπρωμένων της, ήτοι της ερημώσεως και της τουριστικοποιήσεως. Αμήν.

3 Γράφεις: «Γιατί δε μας δίδαξαν στο σχολείο ότι το κράτος του Αλή Πασά ήταν ελληνικό; Οι Αλβανοί ιστορικοί Ροllο-Ρυtο στην «Ιστορία της Αλβανίας» πολύ σωστά μιλάνε για το μεγάλο αλβανικό πασαλίκι των Ιω­αννίνων, για τον Αλβανό Αλή Πασά και «… τη φυλή των Σουλιωτών, που είχαν χριστιανική θρησκεία και αποτε­λούνταν από ελεύθερους βουνίσιους Αλβανούς με πο­λεμική παράδοση».

Για μένα δεν υπάρχει στις δύο θέσεις αντίθεση. Συμ­φωνώ απόλυτα με σένα και με ενθουσίασε η τόσο ρητή σου διατύπωση.

Θα μπορούσα να σου γράψω και άλλα. ‘Ομως, τι θα πούμε στην Ελευσίνα, όπου κατοικώ, όταν έρθεις προ­σκεκλημένος της Κινηματογραφικής Λέσχης μας για να αναλύσουμε καμιά ταινία; Οι Αρβανίτες είναι φιλόξενοι άνθρωποι και μπεσαλήδες (μπέσα: αρβανίτικη λέξη). 10 Μαρτίου 1987, Ντίνος Ρούσσης.

Το παραπάνω γράμμα – κείμενο του φίλου Ντίνου Ρούσση είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Καταρχήν γι­ατί τοποθετεί το πρόβλημα των Αρβανιτών στη σωστή του βάση, με ενάργεια και σαφήνεια. Κι ύστερα διότι μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη δύσκολη μοίρα των Αρβανιτών σ’ έναν τόπο που είναι και δικός τους, δεδομένου ότι κατοικούν σ’ αυτόν απ’ τον 14ο αιώνα, πριν καταλάβουν την Ελλάδα οι Τούρκοι. Οι Αλβανοί προωθήθηκαν προς Νότον σε διαδοχικά κύματα, και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ειρηνικά και χωρίς να συναντήσουν καμιά απολύτως αντίσταση απ’ τους γη­γενείς, που εξαρχής τους υποδέχτηκαν σαν δικούς τους. Ο μεγάλος εποικισμός ωστόσο έγινε το 1380 όταν δύο ισχυρές φυλές Αλβανών με επικεφαλής τον Μπούα Σπάτα και τον Πέτρο Λιόσια ήρθαν και εγκαταστάθη­καν καταρχήν στην Αττική. Τα σημερινά τοπωνύμια Σπάτα και Λιόσια διαιωνίζουν τη μνήμη των δύο Αλβα­νών φυλάρχων – ηγετών που οδήγησαν τους πεινασμέ­νους ορεσίβιους σε πιο εύφορες περιοχές.

Σήμερα, το ένα τέταρτο τουλάχιστον των Ελλήνων εί­ναι αλβανικής καταγωγής – κι’ όποιος αμφισβητεί τη συμβολή των Αρβανιτών στο γράψιμο της νεοελληνικής ιστορίας είναι τουλάχιστον μωρός, όταν δεν είναι είτε ολικά αγράμματος, είτε υποδειγματικά κακοήθης.

ΟΜΩΣ, στο κατά τα άλλα έξοχο κείμενο του Ντίνου Ρούσση λανθάνει, εκτός απ’ τη δίκαιη πίκρα για την αποσιώπηση του ρόλου των Αρβανιτών, στην οποία συ­νέβαλαν και οι ίδιοι, στις περιπτώσεις που περνούσαν στην άρχουσα τάξη. ‘Οπως πολύ σωστά τονίζει ο επι­στολογράφος μας, στο κείμενο λοιπόν του Ρούσση λανθάνει ένα είδος «αρβανίτικου σοβινισμού». Είναι φανερό πως ο Ρούσσης αισθάνεται υπερήφανος που εί­ναι Αρβανίτης. Και τούτη ακριβώς η υπερηφάνεια είναι που μας κάνει να πιστεύουμε πως η πίκρα και ο καη­μός του Ρούσση κάπου έχουν μπερδευτεί με την αρβα­νίτικη μπέσα του, που σημαίνει αξιοπρέπεια και μαζί εντιμότητα και πείσμα. Μα, φίλε Ρούσση, δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς Αρβανίτης για να είναι μπεσαλής – και δεν είναι μπεσαλήδες όλοι οι Αρβανίτες. Υπάρχουν και ανάμεσά σας τόσα καθαρματάκια και τό­σοι ψοφοδεείς, όσοι και σε οποιαδήποτε άλλη εθνότη­τα, απ’ αυτές που συναποτελούν τους Νεοέλληνες. Αρβανίτες δεν ήταν μόνο ο Μιαούλης και η Μπουμπουλίνα, αλλά και ο Κωλέττης, αν δεν κάνω σοβαρό λά­θος. Και οι Αρβανίτες Μποτσαραίοι, μετά τη δημιουρ­γία του νέου ελληνικού κράτους, γίνανε κι αυτοί κατα­πιεστές και εκμεταλλευτές.

Πέραν τούτων, δεν έχει κανένα σοβαρό νόημα να αι­σθάνεται κανείς υπερήφανος διότι κάποιοι πρόγονοι του έχουν την Α και όχι τη Β φυλετική ρίζα. Άλλωστε, όπως δεν υπάρχουν «καθαρόαιμοι» ‘ Ελληνες, έτσι δεν υπάρχουν και «καθαρόαιμοι» Αρβανίτες.

Και όπως δε δικαιολογείται η φυλετική υπερηφά­νεια για τους Έλληνες, άλλο τόσο δε δικαιολογείται και για τους Αρβανίτες.

 

(Εμφανιστηκε 7,781 φορές, 2 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

10 Σχόλια

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.