24 Φεβρουαρίου 2014 at 21:46

Tο αφηνιασμένο άλογο του Παρθενώνα

από

Tο αφηνιασμένο άλογο του Παρθενώνα

Αφηνιασμένο άλογο στην Πομπή των Ιππέων, δυτική πλευρά ζωφόρου Παρθενώνα.
Αφηνιασμένο άλογο στην Πομπή των Ιππέων, δυτική πλευρά ζωφόρου Παρθενώνα.

Γράφει η Titania Matina

Το 1802 ο Thomas Bruce, Ζ’ Κόμης του Elgin και Πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη, έχοντας τεχνιέντως αποσπάσει άδεια σε σχετικό φιρμάνι από τον Σουλτάνο Selim III, ολοκλήρωνε, μετά από 18 μήνες εντατικών εργασιών, μια γιγαντιαία επιχείρηση αφαίρεσης γλυπτών από τα αετώματα του Ναού των Ειδώλων, τμημάτων της ζωφόρου του και πολλών μετοπών.

Ο Ζ’ Κόμης ήταν μέγας διπλωμάτης κι, όπως πολλές φορές συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, προέκυψε μέγας απατεώνας. Ενώ το φιρμάνι τού επέτρεπε να κατεβάσει γλυπτά από τον Ναό των Ειδώλων για να αποτυπωθούν από ζωγράφους και γλύπτες σε σχέδια και γύψινα εκμαγεία, αυτός μετέφερε στην Αγγλία το 1812 τα πρωτότυπα και το 1816 τα πούλησε, έναντι του ποσού των 35.000 λιρών, στην κυβέρνησή του, η οποία τα παρέδωσε προς φύλαξη στο Βρετανικό Μουσείο. Κι έτσι, ο Sir Thomas μια χαρά τον έστρωσε τον δρόμο για τους επιγόνους του. Ο γιος του (James), Η΄ Κόμης, αναγορεύτηκε σε Κυβερνήτη της Τζαμάικα, του Καναδά και των Ινδιών κι ο εγγονός του (Victor), Θ΄ Κόμης, σε Αντιβασιλέα των Ινδιών. Όμως κανείς απ’ τους νεώτερους δεν απέκτησε τη φήμη του γεννήτορα: γιατί ο Ζ΄ Κόμης έμεινε στην Ιστορία ως Ο Κλέφτης των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Για τον λεηλατημένο Ναό των Ειδώλων έχουν, έκτοτε, χυθεί τόνοι δακρύων.

Όταν ο Δισδάρης (Στρατιωτικός Διοικητής στην Ακρόπολη που, σύμφωνα με το φιρμάνι της Πύλης όφειλε να αφήσει τα συνεργεία του Elgin να δρουν ανενόχλητα) είδε ότι είχαν κατεβάσει από τα ικριώματα και το τελευταίο ανάγλυφο που μπορούσε να αφαιρεθεί, άφησε παράμερα την πίπα του και, δακρυσμένος, είπε «Τέλος». Και δικαίως.

Όταν ο Lord George Gordon Byron ο Στ΄ θρήνησε στο «Προσκύνημα του Childe Harold” και στην “Κατάρα της Αθηνάς”, με τα ποιήματά του αυτά προκάλεσε άλλους τόσους θρήνους. Και δικαίως.

Σήμερα, δάκρυα υποκριτικά χύνονται από αστέρες, αστερίσκους, πολιτικούς, πολιτικίσκους…  Και το θέμα επανέρχεται στη δημοσιότητα είτε για την φτηνή κατανάλωση του θεαθήναι, είτε ως ευκαιρία για να υψωθούν εκ νέου εθνικιστικές κορώνες. Για να φουσκώσει εις μάτην το υπερτροφικό υπερεγώ μιας κοινωνίας που, επειδή το νοιώθει ότι είναι τελειωμένη στο ιστορικό παρόν της, αναζητεί δεκανίκια σε μύθους παρελθοντικούς, το βάθος των οποίων –παρεμπιπτόντως– σκοπίμως αγνοεί.

Αδίκως –λέω– ο νέος σαματάς! Αδίκως πάει να μας πείσει…. Μόνον οι κάθε λογής πατριδολάγνοι αναπαράγουν ετούτη τη ρητορική, με τον “βαρύ” οπλισμό των “νομικών” και “εθνικών” τους επιχειρημάτων.

Και κάνουν σαν να το ξεχνάνε –αν και μάλλον πράγματι δεν το γνωρίζουν καν οι πιο πολλοί– ότι αυτά που ονομάζουμε είτε “εθνικό δικαίωμα” είτε “εθνικό πολιτισμό” αποτελούν σχετικά πρόσφατα ιστορικά μορφώματα, παράγωγα της συγκρότησης, τον 19ο αιώνα, ενός νέου τύπου κρατών στο δυτικό κόσμο, με άλλα λόγια της συγκρότησης μιας ταυτότητας που, στην εποχή της, φαινόταν (ή ίσως και να ήταν) προοδευτική, αλλά στο μεταξύ μαράθηκε η φρεσκάδα της στη ροή του αίματος μισαλλόδοξων εθνικιστικών πολέμων.

Κι επίσης κάνουν σαν να το ξεχνάνε –ή μάλλον πράγματι δεν το γνωρίζουν καν οι πιο πολλοί– ότι η αρχαιότατη, η ομηρική σημασία της λέξης “έθνη” παρέπεμπε απλώς στα μεγάλα πλήθη, στις αδιαφοροποίητες μάζες και στα κοπάδια ζώων (έτσι όπως το λέει κι ο φίλος μου ο Θοδωρής από ορεινό χωριό της Κρήτης, παραφθείροντας ευλόγως, από άποψη φωνητικής, τον δασύ οδοντικό φθόγγο –θ–  σε δασύ ουρανικό –χ– “τα ζεστά καλοκαίρια μού καταλούν τα έχνη” – κι ο Θοδωρής μιλάει, κατηγορηματικά, μονάχα για τα πρόβατά του.

Με τέτοιες σκέψεις περί εθνικών καταλύσεων πήρα κι εγώ το δρόμο να ανέβω στην πολύπαθη Ακρόπολη, που είναι μια βόλτα που πολύ αγαπάω. Και την ένιωσα μπροστά μου τόσο υπέροχα εύθραυστη, τόσο ακέραια λαβωμένη και πλήρως ελλειμματική! Να αποπνέει αυτό το δέος που γεννάει κάθε αρχαιολογικός χώρος, όπου γης: το δέος που προέρχεται απ’ την ανελέητη φθορά του χρόνου πάνω στα πράγματα, το δέος που προκαλεί η Ιστορία της Σκόνης, το δέος το Αδυσώπητο. Όταν τα πράγματα, σαν τους ανθρώπους, φθείρονται με τον καιρό, γερνούν, λεηλατούνται και φέρνουν πάνω τους αυτούσια τα σημάδια τους, τόσο ανελέητα σημάδια, που μονάχα η ποίηση ψάχνει γι’ αυτά λέξεις απ’ τις ανθρώπινες, πασχίζοντας να ονοματίσει. Ψάχνει, πασχίζει…

Κι έτσι, αναπόφευκτα μου ’ρθε στο νου ο Σεφέρης. Σκόρπιες εικόνες και ήχοι…

Επί Ασπαλάθων…

 Κι εκείνοι εκεί οι στίχοι απ’ τον αγαπημένο Βασιλιά της Ασίνης:

Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα

κι ο βασιλιάς τής Ασίνης που τον γυρεύαμε δυο χρόνια τώρα

άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο

μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη

ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.

Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως

σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·

κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.

Ο βασιλιάς τής Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα

παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:

«Ασίνην τε…Ασίνην τε…»

και τα παιδιά του αγάλματα

κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας

στα διαστήματα των στοχασμών και τα καράβια του

αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·

κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Και μου ’ρθε επίσης κι εκείνο το αγριεμένο άλογο σε θέση κεντρική, αν κι όχι απόλυτα κεντραρισμένη, στην δυτική πλευρά της ζωφόρου του Παρθενώνα. Σ’ εκείνη που εικονίζει τους ιππείς και που αναρωτιέμαι αν στεκόμαστε πραγματικά να την αποθαυμάσουμε στο Μουσείο Ακρόπολης (αν και μας σώζεται σχεδόν ακέραια) έτσι που κλαίμε γοερά για την άλλη την πλευρά με τους θεούς που, σε μεγάλο μέρος της, την κλέψαν οι Εγγλέζοι…

Σκεφτόμουνα το άλογο που αφήνιασε, κτήνος πραγματικό, θεριό μονάχο, αποτινάσσοντας τον καβαλάρη του, παραφωνία στην ομαλότητα του καλπασμού των άλλων κι εμπόδιο στον ρυθμό τους. Με φουσκωμένες φλέβες στον λαιμό και στο κορμί του, με τεντωμένα τα ρουθούνια του, έτσι που να φαντάζεσαι καυτό το χνώτο του μες στη δροσιά του πρωινού και να το νοιώθεις, με γυρισμένη ανάστροφα την κόρη του ματιού, έτσι που να το αφήνει να φαίνεται τρομαχτικό το ασπράδι…

Το άλογο το πρόωρα εξπρεσσιονιστικό, γλυμμένο πάνω στο μάρμαρο με αδρές αυλακώσεις από τη σμίλη του Φειδία.

Και κάτι μέσα μου μίλησε σαν την Ισμήνη προς την Αντιγόνη:

θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις.

*(Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ. 87)

(Εμφανιστηκε 2,079 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

  1. Pingback: Υπέρ της Επανένωσης των Μαρμάρων του Παρθενώνα - Ερανιστής

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.