Απάντηση Ρουπακιώτη στον Αλέξη Τσίπρα για την ξενοφοβία και τον ρατσισμό
Δελτίο Τύπου*
Απάντηση Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Αντώνη Ρουπακιώτη σε επίκαιρη ερώτηση του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα.
Απάντηση Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Αντώνη Ρουπακιώτη στην υπ’ αριθμόν 1410/14-5-2013 επίκαιρη ερώτηση του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Ενωτικού Κοινωνικού Μετώπου κ. Αλέξη Τσίπρα για την απόσυρση του σχεδίου νόμου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ : Κύριε Πρόεδρε, ευχαριστώ που μου δίνεται η δυνατότητα να βεβαιώσω εσάς, το Κοινοβούλιο και τον ελληνικό λαό, στο μέτρο που μας παρακολουθεί, για τα εξής πράγματα:
Το νομοσχέδιο κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας δεν αποσύρεται. Είναι η πολιτική βούληση του κυρίου Πρωθυπουργού και των δύο κομμάτων που συμμετέχουν στην Κυβέρνηση. Οι επικοινωνίες μαζί τους είναι τέτοιες ώστε να μου δίνουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να διαβεβαιώσω εσάς, τους κυρίους και τις κυρίες Βουλευτές, ότι το νομοσχέδιο θα προωθηθεί στη Βουλή.
Ετοιμάσαμε ως Υπουργείο Δικαιοσύνης ένα σχέδιο νόμου, κύριε Πρόεδρε, το οποίο συντάξαμε με τη δική μου πολιτική ευθύνη και τη συμμετοχή μιας ομάδας πέντε αξιοτάτων δικαστών, τους οποίους έχει ορίσει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, με τα δικά του επιστημονικά και θεσμικά κριτήρια.
Αυτό το νομοσχέδιο, επειδή ξέρουμε ότι πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή να υπερασπιστεί τους πολίτες και τη δημοκρατία κατά του μισαλλόδοξου ρατσιστικού λόγου και πρέπει ταυτόχρονα, να διαφυλάξει τα όρια ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης και από την άποψη αυτή –και θα ήταν τιμή για εμάς να ακούσουμε τις απόψεις και όλων εσάς και όλων των κυρίων Βουλευτών- επιδέχεται πάντα παρεμβάσεις. Αυτό είναι το πρώτο.
Το δεύτερο είναι ότι την προηγούμενη Παρασκευή, ως είχα χρέος, απέστειλα το σχέδιο, τα προηγούμενα σχέδια και την αιτιολογική έκθεση στον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης, στον κύριο Υπουργό Επικρατείας και στους Προέδρους των δύο άλλων κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Αριστεράς. Αυτό επέβαλε η πολιτική τάξη και αυτό επέβαλε και το πολιτικό μου ήθος, το οποίο υπερασπίζομαι με ιδιαίτερη ένταση.
Κατά τα άλλα, μετά την Παρασκευή τίποτα απολύτως από την πλευρά μας δεν έγινε, γιατί πράξαμε αυτό που οφείλαμε να πράξουμε. Χθες τυποποιήσαμε ακριβώς αυτή την πολιτική μας συμπεριφορά και τη θεσμική μας υποχρέωση, αποστέλλοντας εκ νέου στον Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης το ίδιο υλικό με το συνοδευτικό έγγραφο για τα περαιτέρω. Αυτό επέβαλε η τάξη.
Είναι φληναφήματα φθηνής επικοινωνιακής πολιτικής ότι δεν κατετέθη στη Βουλή.
Και πώς θα ήταν δυνατόν να κατατεθεί ένα νομοσχέδιο στη Βουλή, αν προηγουμένως δεν αποστέλλετο στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, αν προηγουμένως δεν το εξέταζε η κεντρική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αν προηγουμένως δεν δινόταν σε διαβούλευση, αν προηγουμένως δεν το εξέταζε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους;
Άρα, κάποιες ανακοινώσεις, που δεν ξέρω τι θέλουν να υπηρετήσουν, είναι ως να ανοίγουν ανοιχτά παράθυρα, ως να παραδίδουν μαθήματα πρώτης δημοτικού. Επιτρέψτε μου να σας πω ότι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης κι εγώ προσωπικά μάλλον έχουμε περάσει την πρώτη δημοτικού.
Άρα, οι όποιες επικοινωνιακού χαρακτήρα ανακοινώσεις όχι μόνο μας προσβάλλουν αλλά και δεν ενδυναμώνουν ακριβώς αυτή την απόφαση του Πρωθυπουργού και τις αποφάσεις των άλλων δύο Προέδρων για να προωθηθεί το νομοσχέδιο.
Κύριε Πρόεδρε, στην δευτερολογία μου θα αναφερθώ περισσότερο. Θα παρακαλέσω, όμως, να δεχθείτε τη διαβεβαίωση ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης με τη συλλογική άσκηση της διοίκησης -με τον Υφυπουργό, με τους Γενικού Γραμματείς, διαφορετικών μάλιστα κομματικών αναφορών- επιχειρούμε να υπερασπιστούμε τη νομιμότητα έναντι παντός.
Άρα, είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε, στο μέτρο της δικής μας λειτουργικής αρμοδιότητας –και δεν ήλθαμε εδώ να πούμε ότι είμαστε οι μόνοι- τη δημοκρατική τάξη, το Σύνταγμα και τη νομιμότητα από έναν μεγάλο κίνδυνο: Τον κίνδυνο του νεοναζισμού που έρχεται να αμφισβητήσει θεμελιώδη στοιχεία της δημοκρατίας μας και να προσβάλλει τους θεσμούς με ένα οξύ ρύγχος που θέλει να διατρήσει κατακτήσεις, πολιτισμικές παραδόσεις και δικαιώματα.
Θα ήθελα να πω ότι τούτο το νομοσχέδιο δεν έχει ταυτότητα. Δεν κατευθύνεται εναντίον κανενός. Δεν ηρωοποιεί κανένα. Τώρα, αν μέσα στις ρυθμίσεις κάποιοι αναζητούν και βρίσκουν τον εαυτό τους, ως πρόσωπα, ως ομάδες, ως κόμματα, είναι θέμα δικό τους. Σε εμάς το νομοσχέδιο έχει οριοθετήσεις. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η υπεράσπιση ποιών; Εκείνων, οι οποίοι βάλλονται με την εκπομπή του μισαλλόδοξου ρατσιστικού λόγου, για λόγους που έχουν να κάνουν με την εθνική τους καταγωγή, με την εθνοτική καταγωγή, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Και δεν αγγίζει καν τα όρια, τα οποία διασφαλίζουν την ελευθερία της έκφρασης, τις πολιτικές ή τις ιδεολογικές αναφορές.
Ωστόσο, παρακαλώ ως πολίτης να δεχτείτε ότι αυτός ο κίνδυνος που διαχέεται σε όλη την Ευρώπη, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, κύριε Πρόεδρε, με δύο νόμους ή τρείς ή πέντε νόμους. Πρώτα, πρέπει να δούμε τις αιτίες και όλοι μαζί να τις πολεμήσουμε. Όλοι μαζί. Και δεύτερον, να αντιληφθούμε ότι σε επίπεδο θεσμών και υπεράσπισης της δημοκρατίας -σας ζητώ συγγνώμη, κύριε Πρόεδρε, δεν δίνω συμβουλές, ως πολίτης παριστάμαι ενώπιον όλων σας- εάν δεν υπάρξουν συγκλίσεις των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, να αναζητηθούν οι αναγκαίες εκείνες θεσμικές επιλογές, θα μου επιτρέψετε να πω ότι ένα νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης όσο και πλήρες να είναι, δεν φαίνεται να μπορεί να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Ευχαριστώ.
Δευτερολογία Υπουργού: Κύριε Πρόεδρε, προέρχομαι από ένα μεγάλο δημοκρατικό ρεύμα –και το λέω με τη συγκίνηση της συμμετοχής μου ως νέος- από το ρεύμα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς και ο εκ δεξιών σας καθήμενος γνωρίζει ότι στις δύσκολες, πολύ περισσότερο από σήμερα, στιγμές αναζητούσαμε συγκλίσεις σε όλους τους πολιτικούς χώρους, γιατί ο κίνδυνος για τη Δημοκρατία, τους θεσμούς και τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν μείζων.
Αναμφισβήτητα, δεν έχουμε ταυτότητα εποχών και συνθηκών. Δεν κάνω τέτοια ιστορικά λάθη. Ωστόσο, έχουμε και σήμερα έναν μείζονα κίνδυνο, όχι μόνο ως Ελλάδα εν γένει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κατακτήσεων των εργαζομένων, αλλά κίνδυνο σε βάρος του στενού πυρήνα της Δημοκρατίας και των θεσμών.
Θα επαναλάβω την παράκληση μου ως πολίτης αυτής της χώρας πως, εάν δεν αναζητηθούν συγκλίσεις μεταξύ των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές διάφορες, κανένα νομοσχέδιο δεν μπορεί να αντικρούσει αυτόν τον κίνδυνο.
Δεύτερον, το Σύνταγμα του 1952, κύριε Πρόεδρε –σας ζητώ συγγνώμη και πάλι δεν κάνω διδασκαλία- ήταν το Σύνταγμα μετά τον Εμφύλιο και οι πολίτες υπερασπιστές της Δημοκρατίας και τα κόμματα επικαλούνταν ένα και μόνο άρθρο το 114 τίποτα άλλο, σύμφωνα με το οποίο η τήρηση αυτού του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, μόνο που αυτό το σκέφθηκαν όλες οι δυνάμεις της χώρας μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας, όταν κάποιοι βρέθηκαν δεσμώτες στο Πικέρμι.
Και ερωτώ: Πώς τότε συνέκλιναν οι πάντες και οι πάσες και δεν είχαν το πολιτικό θάρρος και την πολιτική ευθύνη να συγκλίνουν πριν την κήρυξη της δικτατορίας και την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, επικαλούμενοι –επαναλαμβάνω- ένα και μόνο άρθρο;
Τρίτον, κύριε Πρόεδρε, οι νομικές μου σκέψεις έχουν καταχωρηθεί σε ό, τι αφορά την επιστράτευση σε ανύποπτο χρόνο και εννοείται ότι δεν δικαιούμαι να αποστώ από αυτές. Είμαι Υπουργός της Κυβέρνησης, την προνομία την έχει ο Πρωθυπουργός, αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ως Υπουργός Δικαιοσύνης δεν σχολιάζω την όποια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Τέταρτον, παρακαλώ, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, να συμφωνήσουμε ότι είναι πιο εύκολο από τον άνθρωπο να αξιοποιεί τα ακατέργαστα υλικά του και να συναντάει δυνάμεις βίας παρά να υπηρετεί τους θεσμούς, γιατί η υπηρέτηση της δημοκρατίας είναι θητεία ισόβια, είναι θέμα αγωγής, είναι θέμα πίστης, είναι θέμα θυσιών!
Από την άποψη αυτή θα παρακαλέσω ιδιαιτέρως σε μια κρίσιμη κοινωνική και οικονομική εποχή να γίνει αντιληπτό, ότι είναι πολύ μεγαλύτερος ο κίνδυνος κατάργησης των θεσμών ή αμφισβήτησης ακριβέστερα του στενού πυρήνα της δημοκρατίας, εάν δεν αντιληφθούμε ότι αυτά τα ακατέργαστα υλικά υπάρχουν και τα οποία μπορεί να ωθήσουν σε συναντήσεις πολιτικών σχηματισμών που και μέσα στο Κοινοβούλιο υμνούν τον Χίτλερ, κύριε Πρόεδρε!
Ευτυχώς σε ό, τι αφορά την καταπολέμηση του μισαλλόδοξου ρατσιστικού λόγου, την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων, αυτή έχει ξεκινήσει από μακριά και το ξέρετε, από το 1966 με την από 7-3-1966 Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ που πρέπει να πω ότι την είχαν δεχθεί, κύριε Πρόεδρε και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση τότε.
Δεύτερον, δυστυχώς ως προς αυτή τη Σύμβαση θα λέγαμε ότι είχαμε το δύσμορφο ότι ψηφίστηκε και ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το νομοθετικό διάταγμα 494/1970 επί δικτατορίας, ωστόσο επικαιροποιήθηκε με τον ν. 927/1999 που θεωρήθηκε ότι είναι σταθερή αναφορά κατά των φυλετικών διακρίσεων και της εκπομπής του μισαλλόδοξου λόγου και για άλλα κράτη της Ευρώπης.
Στη συνέχεια η νομοθεσία μας εμπλουτίστηκε με νόμους του 1984, του 2005 και του 2008, έτσι ώστε να τιμωρείται η διάκριση λόγω διαφορετικότητας στη θρησκεία, στη συνέχεια δε στον τομέα εργασίας και τέλος σε ό, τι αφορά το γενετήσιο προσανατολισμό.
Τούτο το νομοσχέδιο, κύριε Πρόεδρε, έρχεται ακριβώς να αναδείξει την ανάγκη υπεράσπισης του πολίτη με τις αναφορές τις οποίες έκανα θρησκεία, εθνικότητα, εθνότητα, γενεαλογικές καταβολές, χωρίς να ακουμπάει –το τονίζω ιδιαιτέρως- στα όρια έκφρασης της ελευθερίας της γνώμης, γιατί πρέπει να σεβαστεί τα άρθρα 10 και 17 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να σεβαστεί τα άρθρα 5, 14, 16 και 25 του Συντάγματος, να σεβαστεί τα άρθρα 19 και 21 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, να σεβαστεί το Χάρτη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επομένως, ό,τι ακούγεται ότι μπορεί να φτάσει το νομοσχέδιο αυτό έστω και στις παρυφές αμφισβήτησης της ελευθερίας του λόγου και της ανάπτυξης δράσης των πολιτικών κομμάτων θα είναι ασεβές, ανιστόρητο, ιστορική ασυγχρονία.
Τέλος, εμείς δεν είμαστε αλαζόνες να πούμε ότι το νομοσχέδιο έχει πληρότητα. Κάθε νομοσχέδιο, γι’ αυτό ακριβώς δίδεται στη διαβούλευση, για να διατυπώνονται απόψεις από νομικούς, από κόμματα, από πολίτες, γι’ αυτό έρχεται στη Βουλή. Έχει, όμως, αυτό το νομοσχέδιο ένα ιστορικό προηγούμενο.
Επειδή είμαστε υποχρεωμένοι από την Οδηγία πλαίσιο –με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου του 2008- του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να την έχουμε ενσωματώσει στη δική μας νομοθεσία –η προθεσμία ήταν έως τις 30 Νοεμβρίου του 2010- είχε ετοιμαστεί νομοσχέδιο από τον τότε Υπουργό κ. Καστανίδη και ολοκληρώθηκε από τον κ. Παπαϊωάννου. Είχε κατατεθεί στη Βουλή και είχε ψηφιστεί, κύριε Πρόεδρε, στην Επιτροπή, μόνο που ανακόπηκε στην πορεία του προς την Ολομέλεια για κάποιους λόγους.
Αυτό, λοιπόν, επικαιροποιημένο έρχεται ξανά. Στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο νομοσχέδιο ακριβώς του κ. Παπαϊωάννου σε συνεργασία που κάναμε και με τη Δημοκρατική Αριστερά και με το ΠΑΣΟΚ, αλλά και με ιδέες που μας έδωσαν –επιτρέψτε μου να σας το πω- και Βουλευτές του κόμματος σας, αλλά οφείλω να πω και άλλοι Βουλευτές.
Αυτά εμείς τα αξιοποιήσαμε και τα εντάξαμε μέσα σε αυτές τις ρυθμίσεις με την προσδοκία ότι εσείς, όλοι οι Βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου, θα το συμπληρώσετε. Άρα, δεν διεκδικούμε την τελειότητα κανενός νομοσχεδίου.
Στο ίδιο νομοσχέδιο Παπαϊωάννου προβλεπόταν ότι νομικά πρόσωπα -όποιας μορφής- εάν παραβιάσουν το νόμο θα έπρεπε να έχουν κυρώσεις και επειδή δεν είναι φυσικά πρόσωπα, γίνεται αντιληπτό ότι προβλεπόταν -όπως προβλεπόταν- η επιβολή προστίμου. Αυτό επαναλαμβάνεται και τώρα. Συνεπώς, όσα γράφονται παραδείγματος χάριν ότι μπορεί να αμφισβητηθούν οι δράσεις προσώπων ή ενός προσώπου ή κομμάτων είναι επιεικώς ασεβή προς το ό,τι γράφει το νομοσχέδιο.
Πρώτον, επαναφέρω τη διαβεβαίωση του κυρίου Πρωθυπουργού, του κ. Κουβέλη και του κ. Βενιζέλου ότι αυτό θα προωθηθεί.
Δεύτερον δεν χρειάζονται δηλώσεις για το τι θα δεχθώ ή τι δεν θα δεχθώ. Θα κάνω το αυτονόητο, θα υπηρετήσω δηλαδή τη θεσμική λειτουργία και την νομική τάξη, με την έννοια ότι θα ακούσουμε όλες τις απόψεις στην ανάρτηση, στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και εσάς, όλους τους Βουλευτές. Θα συμπληρωθεί το νομοσχέδιο, χωρίς να εγκαταλειφθεί καμμία από τις βασικές αρχές, κανένας από τους βασικούς άξονες που το προσδιορίζουν.
Σε ό, τι αφορά τον εαυτό μου -μιας και κάποιοι συνεχώς τόσο αστόχαστα λησμονούν ότι αυτή είναι Κυβέρνηση τριών κομμάτων και όχι ενός- με τη δύναμη που δίνει η στήριξη του κόμματος και ο Πρόεδρος που με έχουν προτείνει εδώ, οφείλω να δηλώσω ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα υπερασπιστεί και υπερασπίζεται το σύνταγμα, τους θεσμούς, τα δικαιώματα.
Ο Υπουργός δεν είναι διατεθειμένος να αποστεί, πρώτον, γιατί βαθύτατα θέλει να υπερασπιστεί τη δέσμη ιδεών που τον προσδιορίζουν μια ζωή και δεύτερον, γιατί ξέρει ότι το Υπουργείο του και η καρέκλα του δεν έχουν κόλλα. Ευχαριστώ πολύ.
* ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ρουπακιώτης προσθέτει ότι στην κατάρτιση του νομοσχεδίου συνέδραμε η Ν.Δ. και ο Υφυπουργός κ. Κώστας Καραγκούνης με προτάσεις που κατέθεσε στη Νομική Επιτροπή από δικαστές του Υπουργείου και οι οποίες προτάσεις σε μέγιστο βαθμό έγιναν δεκτές.
Πηγή: http://www.ministryofjustice.gr/site/el/%CE%91%CE%A1%CE%A7%CE%99%CE%9A%CE%97.aspx