30 Απριλίου 2013 at 07:35

Ο Ουμπέρτο Έκο, το μικρό επιμύθιο και η στοιχειώδης λογοτεχνική συμπεριφορά

από

Ο Ουμπέρτο Έκο, το μικρό επιμύθιο και η στοιχειώδης λογοτεχνική συμπεριφορά

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

The Name of the Rose, Umberto Eco
The Name of the Rose, Umberto Eco

Είναι γνωστό ότι το «Όνομα του Ρόδου» συνοδεύεται από ένα μικρό συμπληρωματικό εγχειρίδιο, ούτε 100 σελίδων, που τιτλοφορείται ως «Επιμύθιο στο Όνομα του Ρόδου». Ο τίτλος αποδεικνύεται παραπλανητικός, αφού επιμύθιο σημαίνει διδακτικός επίλογος μιας ιστορίας ή, ακόμα καλύτερα, επίλογος που ξεκαθαρίζει το ηθικό δίδαγμα μιας αφήγησης. Υπό αυτή την έννοια θα περιμέναμε μια καθαρά επεξηγηματική παρέμβαση, ένα τελικό ξεκαθάρισμα του τι τελοσπάντων είναι το «Όνομα του Ρόδου», σε τι αποσκοπεί, τι θέλει να αναδείξει, ποιο είναι το βαθύτερο νόημά του, αν οι κριτικές ερμηνείες βρίσκουν σύμφωνο τον Έκο κτλ. Με δεδομένη την πολλαπλότητα του έργου, που χαρακτηρίστηκε από αστυνομικό μυθιστόρημα ως καθαρή ιστορική αναπαραγωγή της νοσηρής μεσαιωνικής θρησκευτικότητας, ίσως μια τέτοιου είδους επεξηγηματική παρέμβαση να είχε ενδιαφέρον, όχι τόσο για την αποκατάσταση μιας χαμένης συγγραφικής αλήθειας, αυτό λίγο μας αφορά, όσο για την κατάδειξη της χαοτικής απόστασης που πολλές φορές χωρίζει τον πομπό από το δέκτη, το συγγραφέα από τον αναγνώστη, και που μπορεί να δημιουργήσει παρερμηνείες τόσο εποικοδομητικές που να αποτελούν, όχι συμπλήρωμα, αλλά μια νέα οπτική που να ξαφνιάζει ακόμα και τον ίδιο τον συγγραφέα. Η νέα οπτική του αναγνώστη δεν είναι παρά η παρέμβασή του στο έργο, δηλαδή η μαγεία της τέχνης στο απόγειό της, αφού ένα έργο ολοκληρώνεται μόνο με την αναγνωστική συμμετοχή που επισφραγίζει την ολοκλήρωση μιας βαθύτερης επικοινωνίας. Είναι η στιγμή που το έργο φεύγει ολοκληρωτικά από τα χέρια του φυσικού δημιουργού και ιδιοποιείται από τους ανθρώπους στους οποίους απευθυνόταν εξ’ αρχής. Η ιδιοποίηση του έργου από το κοινό είναι η μέγιστη συγγραφική καταξίωση, αφού η πολλαπλότητα των αναγνώσεων δεν καταδεικνύουν μόνο την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης προσέγγισης απέναντι σε όλα τα ερεθίσματα, αλλά και το καλλιτεχνικό βάθος ενός έργου που είναι αδύνατο να εξαντληθεί υπό το πρίσμα μιας μοναδικής οπτικής. Η πολλαπλότητα των οπτικών δεν είναι παρά η πολλαπλότητα της ίδιας της ζωής και υπό αυτή την έννοια αποκτά τις διαστάσεις του βαθύτερου ρεαλισμού. Το έργο που δεν αφήνει περιθώρια πολλαπλών αναγνώσεων – ερμηνειών είναι καταδικασμένο στη θνησιμότητα, όχι μόνο γιατί δεν αφήνει τον αναγνώστη να συμμετέχει, αλλά γιατί μοιραία θα προβάλλει το διδακτισμό, θα προβάλλει δηλαδή το συγγραφέα δάσκαλο – κάτοχο μιας αλήθειας που πρέπει να υιοθετηθεί, κι αυτό είναι η κατάλυση της τέχνης. Γιατί η τέχνη είναι απελευθερωτικός μηχανισμός, που διασφαλίζεται μέσα από την αναζήτηση και την ανατροπή όλων των ιδεών και όλων των αισθητικών κριτηρίων. Γιατί η τέχνη δεν στηρίζεται ούτε στην επιβολή, ούτε στην από θέση αρχής ανωτερότητα. Γι’ αυτό δεν ανέχεται δόγματα. Ούτε μοναδικές αλήθειες. Γι’ αυτό, σε τελική ανάλυση, η τέχνη ανήκει στο λαό της. Γι’ αυτό η δημιουργική ανάγνωση δεν είναι παρά διερεύνηση νέων οπτικών, είναι δηλαδή από μόνη της μια καλλιτεχνική διαδικασία. Γι’ αυτό, επί της ουσίας, η χαμένη συγγραφική αλήθεια μας αφορά λίγο κι ο Έκο το ξέρει αυτό πολύ καλά. Αποφεύγει την παγίδα της προσωπικής ερμηνείας από την αρχή, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: «Ο συγγραφέας θα ‘πρεπε να πεθαίνει μετά τη συγγραφή. Για να μην διαταράσσει την πορεία του κειμένου».  Κι αμέσως μετά: «Ο συγγραφέας δεν πρέπει να ερμηνεύει. Μπορεί όμως να αφηγηθεί γιατί και πώς έγραψε. Τα λεγόμενα συγγράμματα ποιητικής δεν χρησιμεύουν πάντοτε για να κατανοήσουμε το έργο που τα ενέπνευσε, όμως είναι χρήσιμα για να κατανοήσουμε πώς λύνεται το τεχνικό εκείνο πρόβλημα που είναι η παραγωγή ενός έργου………Και ως ποιητικό αποτέλεσμα θα όριζα την ικανότητα του κειμένου να γεννά διαρκώς διαφορετικές αναγνώσεις χωρίς ποτέ να εξαντλείται οριστικά». (σελ. 14 – 15). Κι εδώ ακριβώς εστιάζει ο Έκο στο «Επιμύθιό» του. Στις τεχνικές λεπτομέρειες και τα προβλήματα που αντιμετώπισε στο στήσιμο όλου αυτού του οικοδομήματος, από την αρχή μέχρι τις τελικές λεπτομέρειες.       

Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) είναι σύγχρονος Ιταλός λόγιος, ακαδημαϊκός καθηγητής και συγγραφέας.
Ο Ουμπέρτο Έκο (Umberto Eco) είναι σύγχρονος Ιταλός λόγιος, ακαδημαϊκός καθηγητής και συγγραφέας

Φυσικά, το «Όνομα του Ρόδου» είναι μεσαιωνικό μυθιστόρημα. Αφορά δηλαδή την απόδοση μιας εποχής που ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν και που ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει από πρώτο χέρι. Κι είναι επίσης αυτονόητο ότι ένα μεσαιωνικό μυθιστόρημα οφείλει πρωτίστως να εξασφαλίσει την ανάλογη μεσαιωνική ατμόσφαιρα, αφού μόνο έτσι μπορεί να γίνει αποδεκτό. Η εξασφάλιση της ατμόσφαιρας δεν είναι απλό λογοτεχνικό τέχνασμα αναγνωστικής προσέλκυσης ή εμπορικότητας ή επιτηδευμένη απόπειρα υποβολής προμελετημένων συναισθημάτων, αλλά ταυτίζεται με την ίδια την υπόσταση του έργου, αφού διαφορετικά είναι αδύνατο να πείσει. Αποκτά, δηλαδή, διαστάσεις ζωής και θανάτου καθώς διασφαλίζει τη ρεαλιστικότητα του εγχειρήματος, που χωρίς αυτή καταλύεται κάθε σοβαρότητα. Με άλλα λόγια είναι η κατασκευή ενός κόσμου μέσα στον οποίο θα εκτυλιχθεί η υπόθεση. Ένα ολόκληρο σύμπαν: «Δουλεύοντας το μυθιστόρημά μου, τον πρώτο χρόνο τον είχα αφιερώσει στην κατασκευή του κόσμου. Εκτενείς πίνακες όλων των βιβλίων που θα ήταν δυνατόν να βρεθούν σε μια μεσαιωνική βιβλιοθήκη. Κατάλογοι ονομάτων και προσωπικά στοιχεία για πολλούς ήρωες, πολλοί από τους οποίους αργότερα αποκλείστηκαν από την ιστορία. Αξίζει να πω ότι όφειλα ακόμη να ξέρω ποιοι ήταν οι υπόλοιποι μοναχοί που δεν εμφανίζονται στο βιβλίο και δεν ήταν απαραίτητο να τους γνωρίζει ο αναγνώστης, μα θα έπρεπε να τους ξέρω εγώ……..έγιναν μεγάλες αρχιτεκτονικές έρευνες, πάνω σε φωτογραφίες και σχέδια της Εγκυκλοπαίδειας της Αρχιτεκτονικής, για να καθορίσω την κάτοψη της μονής, τις αποστάσεις, ως και τον αριθμό των σκαλοπατιών μιας κυκλικής σκάλας». (σελ. 26 – 27). Η αυστηρή διευθέτηση του χώρου, των προσώπων κτλ, δεν είναι παρά η ενσωμάτωση του ίδιου του Έκο στην ιστορία, γιατί η ανάπλαση ενός κόσμου προϋποθέτει τη συμμετοχή σ’ αυτόν. Ο Έκο δεν είχε άλλη επιλογή από την περιχάραξη αυτού του κόσμου με κανόνες αυστηρούς στους οποίους όφειλε να προσαρμόσει όλη τη δράση. Οι περιορισμοί που επιβάλλει ο εκ των προτέρων διαμορφωμένος λογοτεχνικός κόσμος είναι η επισφράγιση της λογοτεχνικής ελευθερίας, καθώς η ανατροπή όλων των νόμων καταλύουν κάθε συναισθηματική προοπτική. Σ’ ένα λογοτεχνικό κόσμο αδόμητο, όπου ανά πάσα στιγμή όλα μπορούν να συμβούν, ο αναγνώστης αδυνατεί να επενδύσει συναισθηματικά, αφού όλα τα συναισθήματα (αγωνία, λύπη, φόβος, χαρά) δεν είναι παρά η συγκρουσιακή στάση των ηρώων με τους προκαθορισμένους κανόνες. Κι όσο πιο αυστηροί είναι οι κανόνες τόσο μεγαλύτερες και οι συναισθηματικές επενδύσεις. Το συναίσθημα, ως κορυφαία συμμετοχική μορφή είναι το καταστάλαγμα κάθε τέχνης που λειτουργεί εξιλεωτικά πρεσβεύοντας την ελευθερία της ολοκληρωτικής λύτρωσης. Ένα θρίλερ που δεν φοβόμαστε δεν έχει καμία αξία. Και δεν φοβόμαστε γιατί ο κόσμος του δεν είναι σωστά διαμορφωμένος. Υπό αυτούς τους όρους ακόμα και η πιο εξωφρενική επιστημονική φαντασία οφείλει να έχει κανόνες. Όμως οι κανόνες δεν μπορούν παρά να προέρχονται από την πραγματικότητα είτε ως αναπαραγωγή είτε ως ανατροπή της, κι αυτό είναι ο ύψιστος ρεαλισμός. Γιατί αυτό που ορίζει την πραγματικότητα είναι οι κανόνες, και οι αλλαγή των κανόνων δεν είναι άρνηση αλλά αποδοχή της πραγματικότητας με άλλους όρους. Μόνο η απουσία των κανόνων είναι άρνηση της πραγματικότητας κι αυτό είναι αντίθετο με την τέχνη. Με άλλα λόγια η τέχνη αναπλάθει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί την πραγματικότητα, αφού πηγάζει από την πραγματικότητα όσο κι αν παραλλάσσει τους κανόνες που την ορίζουν: «Χρειάζεται να δημιουργείς περιορισμούς για να μπορείς να επινοείς ελεύθερα……Στην αφήγηση, ο περιορισμός δίδεται από τον υποκείμενο κόσμο. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ρεαλισμό (έστω κι αν εξηγεί ακόμα και το ρεαλισμό). Μπορεί κανείς να δημιουργήσει έναν κόσμο εντελώς εξωπραγματικό, όπου οι γάιδαροι πετούν και οι πριγκιποπούλες συνέρχονται μ’ ένα φιλί. Όμως, πρέπει ο κόσμος αυτός, αποκλειστικά πιθανός κι εξωπραγματικός, να υπάρχει σύμφωνα με δομές που έχουν εξ αρχής καθοριστεί…..» (σελ. 27). Ο Έκο έφτασε τέτοια σημεία ασφυκτικών κανονισμών για να διασφαλίσει τη ρεαλιστικότητα του κόσμου του που: «Κάποτε ο Μάρκο Φερρέρι μου είπε ότι οι διάλογοί μου είναι κινηματογραφικοί επειδή έχουν σωστή διάρκεια. Προφανώς. Όταν δύο από τους ήρωές μου συζητούσαν πηγαίνοντας από την τραπεζαρία στην περίστυλο αυλή, έγραφα έχοντας την κάτοψη μπροστά στα μάτια μου, κι όταν έφταναν στον προορισμό τους έπαυαν να μιλούν». (σελ.27).         

The Name of the Rose, Umberto Eco
The Name of the Rose, Umberto Eco

Όμως η κατασκευή του λογοτεχνικού κόσμου δεν είναι παρά η κατασκευή του αναγνώστη, που, από θέση αρχής, υποχρεούται να αποδεχτεί τους κανόνες αυτού του κόσμου. (Σε διαφορετική περίπτωση οφείλει να εγκαταλείψει το βιβλίο). Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η λεπτή ισορροπία όλης της λογοτεχνικής παραγωγής. Γιατί κάθε έργο είναι προορισμένο για το κοινό. Επιθυμία του συγγραφέα είναι να διαβαστεί. Η προσαρμογή στις απαιτήσεις του κοινού είναι μια επιλογή. Όμως η προσαρμογή του καλλιτέχνη στο κοινό είναι η στασιμότητα της τέχνης. Είναι η εύπεπτη καλλιτεχνική κατανάλωση που αναμασά χωρίς να δημιουργεί. Είναι ο λαϊκισμός της τέχνης. Το σκλαβοπάζαρο. Ο συγγραφέας δεν είναι ο σφυγμομέτρης της αγοράς, που λανσάρει εμπορεύματα. Ο συγγραφέας οφείλει να είναι τίμιος. Οφείλει δηλαδή, να προχωρά στην προσωπική λογοτεχνική παραγωγή υπηρετώντας την προσωπική λογοτεχνική οπτική. Να διαπλάθει το κοινό κι όχι να διαπλάθεται: «Ένα κείμενο επιδιώκει να είναι μια εμπειρία μετασχηματισμού για τον αναγνώστη του». (σελ. 49). Όμως ο αναγνώστης δεν μπορεί να μετασχηματιστεί παρά μόνο με την αποδοχή του κατασκευασμένου λογοτεχνικού κόσμου. Με τη μύηση στους κανόνες του κόσμου αυτού και τη ρεαλιστική κίνηση των χαρακτήρων. Με το βούλιαγμά του στο ρυθμό, την ανάσα και την ένταση του συγγραφέα. Με το ξεπέρασμα του ίδιου τού του εαυτού. Μόνο μ’ αυτούς τους όρους το κείμενο μετατρέπεται σε εμπειρία, δηλαδή σε συναισθηματική συμμετοχή που θα γεννήσει την πολλαπλότητα των αναγνώσεων. Μόνο έτσι θα φύγει οριστικά από τα χέρια του συγγραφέα: «Όταν διάβασαν το χειρόγραφο οι φίλοι μου στον εκδοτικό οίκο, μου συνέστησαν να περικόψω τις πρώτες εκατό σελίδες τις οποίες θεώρησαν πολύ βαριές και κουραστικές. Χωρίς να διστάσω, αρνήθηκα, διότι υποστήριζα ότι αν κάποιος ήθελε να μπει στη μονή και να ζήσει εκεί επτά μέρες, όφειλε να αποδεχτεί το ρυθμό της. Αν δεν το κατόρθωνε, δεν θα κατάφερνε ποτέ να διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο. Επομένως οι πρώτες εκατό σελίδες λειτουργούν ως επιτίμιο, ως μύηση και σ’ όποιον δεν αρέσει κακό δικό του, μένει στη ρίζα του βουνού. Η είσοδος σ’ ένα μυθιστόρημα είναι σαν μια εξόρμηση στο βουνό: πρέπει να μάθεις την αναπνοή, να βρεις το βηματισμό, αλλιώς θα σταματήσεις αμέσως». (σελ.41). Και κάπου εδώ ξεκινά η ευθύνη του αναγνώστη.

Ουμπέρτο Έκο «ΕΠΙΜΥΘΙΟ στο ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ» εκδόσεις Γνώση Αθήνα 1990

(Εμφανιστηκε 2,423 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.