Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης
Ελλάδα: Από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην περιθωριοποίηση της ΕΠΕΝ
Γράφει ο Pierre Milza*
Από το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1949) ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η Ελλάδα χρειάστηκε να αντιμετωπίσει, με φόντο οικονομικές δυσκολίες και διεκδικητικά κοινωνικά κινήματα, ένα διπλό πρόβλημα: στον εσωτερικό τομέα, μιαν ενδημική αστάθεια συνοδευόμενη με την απειλή συγκρότησης «λαϊκού μετώπου», για την οποία η δεξιά πρέσβευε ότι έμελλε να ανοίξει το δρόμο στην κομμουνιστική ανατροπή, στον δε εξωτερικό τομέα σοβαρές εντάσεις σχετιζόμενες με το Κυπριακό. Για τη λύση, σε μεγάλο βαθμό, αυτών των δύο προβλημάτων, στα οποία η αποκατασταθείσα από το 1946 μοναρχία δεν στάθηκε ικανή να δώσει απάντηση, εγκαθιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1967, μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα, ένα καθεστώς του οποίου τα χαρακτηριστικά θυμίζουν από πολλές απόψεις εκείνο του οποίου είχε ηγηθεί ο στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς από το 1936 ως το θάνατο του το 1941, εμπνεόμενος από τη μουσσολινική εμπειρία.

Πράγματι, αν δούμε τις δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται η εξουσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, βλέπουμε φυσικά το στρατό, ή μάλλον το τμήμα του στρατού που δεν έμεινε πιστό στη μοναρχία (είναι αλήθεια ότι από την απόπειρα βασιλικού αντιπραξικοπήματος του Δεκεμβρίου 1967 κι έπειτα έγιναν δραστικές εκκαθαρίσεις στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων), αλλά επίσης -και τούτο εξαρχής, πράγμα που αποτελεί θεμελιακή διαφορά σε σχέση με την Ισπανία και την Πορτογαλία- την πλειονότητα των επιχειρηματιών και των βιομηχάνων, καθώς και ορισμένα στρώματα της αγροτιάς και της μικροαστικής τάξης. Έχουμε λοιπόν μιαν αντικειμενική συμμαχία των μεγάλων συμφερόντων και των μεσαίων τάξεων που αποτελεί, ως γνωστόν, ένα από τα μείζονα χαρακτηριστικά του φασισμού-καθεστώτος. Για να ικανοποιήσει αυτή τη διπλή πελατεία άλλωστε ο Παπαδόπουλος έπαιξε ταυτόχρονα το χαρτί της οικονομικής ανάπτυξης (ο ρυθμός της κυμαινόταν στο 8% όταν κατέλαβε την εξουσία και, για να αποφύγει μια πολύ γρήγορη πτώση του, ο δικτάτορας διατήρησε στη θέση της ένα μέρος της ομάδας προγραμματισμού που είχε διορίσει ο Γ. Παπανδρέου) και εκείνο της (μερικής) απομάκρυνσης του κατεστημένου προς όφελος της μικρής αγροτιάς και των μεσαίων τάξεων της πόλης.
Φυσικά, αυτή η δομική συγγένεια με το φασισμό συνοδεύεται με αναλογίες όσον αφορά τις μεθόδους καταπίεσης και ελέγχου του πληθυσμού: στρατόπεδα συγκέντρωσης, παντοδύναμη και πανταχού παρούσα αστυνομία, εκκαθαρίσεις και αυστηρή επιτήρηση των δημοσίων υπηρεσιών και των ενόπλων δυνάμεων, χειραγώγηση του κλήρου, μαζική χρήση των μεγάλων MME, έλεγχος των ηθών και της πολιτιστικής κατανάλωσης, προσπάθεια διαπαιδαγώγησης της νεολαίας, κτλ. Αλλά αυτές οι μέθοδοι που απαντούμε την ίδια περίοδο στην πλειονότητα των δικτατορικών καθεστώτων, είτε αυτά είναι αντιδραστικά είτε «προοδευτικά», δεν αρκούν για να χαρακτηριστεί ένα σύστημα πραγματικά φασιστικό. Οφείλουμε μάλιστα να αναγνωρίσουμε ότι, αν και η καταστολή στην Ελλάδα, όπως και στην Πορτογαλία, τη Βραζιλία ή αργότερα στη Χιλή και την Αργεντινή, υπήρξε στυγνή και πιο απάνθρωπη απ’ ό,τι ήταν στην εποχή του ο ιταλικός φασισμός, ο ολοκληρωτισμός ήταν λιγότερο προωθημένος. Δεν υπήρχε ένα μοναδικό παντοδύναμο κόμμα, όπως στα καθαρά φασιστικά καθεστώτα. Δεν υπήρχε συντεχνιακό σύστημα και μόνιμη κινητοποίηση της κοινής γνώμης με συνθήματα προετοιμασίας για πόλεμο. Δεν υπήρξε ((πολιτιστική επανάσταση» που να αποβλέπει στη σφυρηλάτηση ενός “νέου ανθρώπου”.
Οι συνταγματάρχες δεν ήταν παρά το όργανο που χρησιμοποίησε η ακραία συντηρητική μερίδα της αστικής τάξης για να εξασφαλίσει την ενίσχυση της εξουσίας της και να ανακόψει την άνοδο των φιλελεύθερων και δημοκρατικών δυνάμεων, τις οποίες η δεξιά είχε βιαστεί, για λόγους που τη βόλευαν, να βαφτίσει «φιλοκομμουνιστικές».
Φτάνουμε εδώ στη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στο καθεστώς των συνταγματαρχών και εκείνο του Μουσσολίνι. Πράγματι, ο φασισμός επιδιώκει να ενσωματώσει τις μάζες και προέρχεται ο ίδιος από ένα μαζικό κίνημα. Το καθεστώς τού Παπαδόπουλου επιβλήθηκε στον ελληνικό λαό με στρατιωτικό πραξικόπημα. Αναμφίβολα, τούτο ήταν έργο αξιωματικών μικροαστικής καταγωγής, εχθρικά διακείμενων έναντι της αριστοκρατικής μοναρχικής κάστας από την οποία προέρχονταν τα υψηλόβαθμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Μόνο που η λαϊκή συμμετοχή ήταν ανύπαρκτη και δεν μπορούμε να μιλήσουμε, όπως για την Ιταλία του 1922, για αντικατάσταση της παραδοσιακής άρχουσας τάξης από μια “εναλλακτική ελίτ”. Οι συνταγματάρχες δεν ήταν παρά το όργανο που χρησιμοποίησε η ακραία συντηρητική μερίδα της αστικής τάξης για να εξασφαλίσει την ενίσχυση της εξουσίας της και να ανακόψει την άνοδο των φιλελεύθερων και δημοκρατικών δυνάμεων, τις οποίες η δεξιά είχε βιαστεί, για λόγους που τη βόλευαν, να βαφτίσει «φιλοκομμουνιστικές».
Το γεγονός ότι η CIA δεν ήταν αμέτοχη στην υπόθεση, ή το ότι υπήρχαν στους οπαδούς του Παπαδόπουλου κίνητρα «ελληνο-τουρκιστικά» που απέβλεπαν στην ένωση της Ελλάδας με την Τουρκία, δεν αλλάζουν σημαντικά τον ουσιαστικό χαρακτήρα του πραξικοπήματος, το οποίο απέβλεπε στην κατάργηση της δημοκρατίας στην Ελλάδα επικαλούμενο μιαν επαναστατική απειλή της οποίας τα αριστερά και μετριοπαθή κόμματα ήταν, υποτίθεται, oι φορείς.
![Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Σε επίσημη ακρόαση στην Αμερικάνικη Γερουσία, η CIA αρνήθηκε ότι ο Γ. Παπαδόπουλος υπήρξε ποτέ πράκτοράς της, και ισχυρίστηκε ότι η οποιαδήποτε σχέση είχαν αυτή ήταν στα πλαίσια της πάγιας συνεργασίας (από την εποχή του εμφυλίου πολέμου) CIA και ΚΥΠ την περίοδο που ο Παπαδόπουλος υπηρετούσε στην ΚΥΠ. Στην ίδια ακρόαση ενώπιον της Γερουσίας ο διευθυντής της CIA ισχυρίστηκε ότι ο Παπαδόπουλος ουδέποτε εκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ (από την CIA [1]](http://eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/2013/04/fetcher_1173.jpeg?x59960)
Για τούτο, οι εντολείς της «προληπτικής αντεπανάστασης» είχαν ανάγκη από εκτελεστικά όργανα. Τα είχαν βρει αρχικά στις ακροδεξιές οργανώσεις, μεταξύ των τρομοκρατών των ομάδων «Μαύρη χειρ» ή «Καρφίτσα» που έβριθαν από νεοναζιστές και παλιούς συνεργάτες των Γερμανών όπως ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, ένας από τους δολοφόνους του αριστερού βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, υπόθεση που την αναπαρέστησε τέλεια ο Κώστας Γαβράς στην ταινία Ζ. Κατόπιν, όταν δεν αρκούσαν πλέον ο εκφοβισμός και η τρομοκρατία, ώθησαν στο προσκήνιο την πιο ακραία μερίδα του στρατού. Η τελευταία, στην οποία ορισμένοι απέδωσαν στην αρχή «νασερικές» (δηλαδή λαϊκιστικές) τάσεις, δεν άργησε να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο. Κάτω από μια φασίζουσα και επαναστατική φρασεολογία, αρκέστηκε να συνεχίσει την πολιτική που είχε επιβάλει ως τότε στη χώρα η άρχουσα τάξη, με περισσότερη αποτελεσματικότητα, βέβαια, και ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις φιλοδοξίες των ίδιων των αρχηγών της. Η δικτατορία των συνταγματαρχών, η οποία απορρίφθηκε σύντομα από την πλειοψηφία του λαού και καταδικάστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν έμελλε να επιβιώσει της καταστροφικής περιπέτειας στην Κύπρο, ούτε και να αφήσει πολλά ίχνη στο ελληνικό πολιτικό τοπίο. Μετά τα σοβαρά επεισόδια που σημειώθηκαν τον Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα (κατάληψη του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές) και την καταστολή που ακολούθησε, ο σκληρός πυρήνας της στρατιωτικής χούντας ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, θεωρώντας τον ανίκανο να ((διαφυλάξει την τάξη», και τον αντικατέστησε με το στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη. Οι νέοι κάτοχοι της εξουσίας πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν το κύρος τους με μια επιτυχία στον εξωτερικό τομέα. Αλλά η απόπειρα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο (15 Ιουλίου 1974), έργο ελλήνων αξιωματικών της κυπριακής εθνοφρουράς «δανεισμένων» από τη χούντα, έδωσε το σήμα για την εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο. Απομονωμένο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, «εγκαταλελειμμένο» από τους Αμερικανούς, οι οποίοι το είχαν στηρίξει ως τότε για γεωστρατηγικούς λόγους (βλ. τη μικρή φράση που είπε ο Κίσσινγκερ στις 22 Ιουλίου σχετικά με αναμενόμενες «αλλαγές στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης»), το καθεστώς των συνταγματαρχών κατέρρευσε μέσα στη γενική αδιαφορία, αφήνοντας τη θέση του σε μια πολιτική κυβέρνηση υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Οι συνταγματάρχες δεν ήταν παρά το όργανο που χρησιμοποίησε η ακραία συντηρητική μερίδα της αστικής τάξης για να εξασφαλίσει την ενίσχυση της εξουσίας της και να ανακόψει την άνοδο των φιλελεύθερων και δημοκρατικών δυνάμεων, τις οποίες η δεξιά είχε βιαστεί, για λόγους που τη βόλευαν, να βαφτίσει «φιλοκομμουνιστικές».
Παρά τη διεθνή απομόνωσή της και την ισχνή επιρροή της στον ντόπιο πληθυσμό, η δικτατορία των συνταγματαρχών υπήρξε για μερικά χρόνια σημείο αναφοράς, και ταυτόχρονα επιμελητειακό στήριγμα, για τους ευρωπαίους νεοφασίστες, με πρώτο το ιταλικό κίνημα Όρντινε Νουόβο. Αν λοιπόν η κατάρρευση του άφησε κάποιο κενό, το άφησε σε αυτόν και μόνο τον τομέα. Στην ίδια την Ελλάδα, ο Παπαδόπουλος και οι συνεργάτες του ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα. Από τις τρεις χώρες με τις οποίες ασχολούμαστε σε τούτο το κεφάλαιο, η Ελλάδα είναι εκείνη που υπέφερε λιγότερο από την αντεπίθεση των αντιδημοκρατικών δυνάμεων. Βεβαίως, ο στρατός δεν προσχώρησε αμέσως στο νέο καθεστώς. Αλλά η ταχεία εκκαθάριση των στοιχείων που είχαν εγκαθιδρύσει τη δικτατορία και είχαν μετάσχει στην κατασταλτική της δράση, διευκόλυνε τη βαθμιαία ενσωμάτωση του στην εθνική κοινότητα.
Ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η ελληνική άκρα δεξιά κατάφερε λίγο ως πολύ να επιβιώσει, καθώς οι διάφορες συνιστώσες της (μοναρχικοί, νεοφασίστες, χριστιανοί αντιδραστικοί) επιχείρησαν να συσπειρώσουν τις δυνάμεις της σε εφήμερους εκλογικούς συνασπισμούς. Η «Εθνική Παράταξη» πήρε έτσι περίπου το 7% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 1977, το «Εθνικό Μέτωπο» 6,82% δύο χρόνια αργότερα αλλά, το 1981, το ποσοστό της άκρας δεξιάς, με όλες τις συνιστώσες της, περιορίστηκε στο 2%. Στους κόλπους αυτών των ετερόκλητων συνασπισμών, οι οποίοι διαλύονταν πριν προλάβουν να συγκροτηθούν, η μόνη κάπως υπολογίσιμη οργάνωση ήταν η «Εθνική Πολιτική Ένωσις» (ΕΠΕΝ). Σφόδρα αντικομμουνιστική, υπέρμαχος της ηθικής τάξης και της θρησκείας, τασσόμενη υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στο NATO, αυτή η οργάνωση, που δεν έκρυψε ποτέ τη συμπάθειά της για τον (κρατούμενο τότε) πρώην δικτάτορα Παπαδόπουλο, πήρε το 2,35% των ψήφων στις ευρωεκλογές του 1984, εκλέγοντας τον ηγέτη της Χρύσανθο Δημητριάδη. Ποσοστό το οποίο έπεσε κάτω του 1% στις βουλευτικές του 1993 και του 1996, και δείχνει σαφώς το επίπεδο της επιρροής αυτού του «ιστορικού» -αφού το «Προοδευτικό Κόμμα» του Σπύρου Μαρκεζίνη και η «Εθνική Παράταξη» έχουν ουσιαστικά εκλείψει- κόμματος.

Οι βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2000 επιβεβαίωσαν την πλήρη διάλυση της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα. Οι δύο οργανώσεις που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, η «Πρώτη Γραμμή» και η «Εθνική Συμμαχία», συγκέντρωσαν το 0,18% και το 0,22% των ψήφων, αντίστοιχα. Δεν θα μπορούσαν να πέσουν χαμηλότερα. Ωστόσο, δεν θα ήταν σωστό να συμπεράνουμε ότι οι Έλληνες είναι αλλεργικοί στα θέματα τα οποία κινητοποιούν, κάτω από άλλους ουρανούς, κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την πελατεία των εθνικολαϊκιστικών οργανώσεων. Η ξενοφοβία, η εχθρότητα έναντι των μειονοτήτων, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, όπως δείχνει, επί παραδείγματι, μια σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης που έγινε την άνοιξη του 1993 και σύμφωνα με την οποία το 89% των Ελλήνων τρέφει αντιπάθεια έναντι των Τούρκων, το 76% έναντι των Αλβανών, το 57% έναντι των Εβραίων και το 55% έναντι των Τσιγγάνων. Το 84% των ερωτηθέντων βρίσκουν ότι «πολλοί από τους αλλοδαπούς που ζουν στην Ελλάδα αποτελούν δημόσιο κίνδυνο» και το 90% εκτιμούν ότι «παίρνουν τις δουλειές των Ελλήνων».Σ’ αυτή τη χώρα όπου επικρατεί έντονος εθνικισμός, συντηρούμενος από τη διαιώνιση του Κυπριακού και το πρόβλημα των θρησκευτικών μειονοτήτων, όπου ο νόμος επέβαλε μέχρι πρόσφατα, την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, όπου τα «ξένα θρησκεύματα» είναι μόλις και μετά βίας «ανεκτά», βλέπουμε ότι δεν λείπουν τα συστατικά τα οποία, αλλού, συνθέτουν το εθνικολαϊκιστικό κράμα. Μέχρι στιγμής, καμιά υπολογίσιμη πολιτική δύναμη δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί από αυτή την κατάσταση.
*Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Pierre Milza, Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης.
[1] http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82
Οι φωτογραφίεςγια τη σφαγή του Δίστομου είναι από εδώ: http://viotikoskosmos.wikidot.com/distomo-fotografies
Leave a Reply