29 Μαρτίου 2013 at 05:36

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και Η Πολιτική εν Ελλάδι ρητορεία

από

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και Η Πολιτική εν Ελλάδι ρητορεία

Εν ενί λό­γω, όπως όλοι οι Εσκιμώοι είναι αλιείς, όλοι οι Άραβες ιππείς και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται,

ούτως και όλοι οι σημερινοί Έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι,

όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου κάπως ρήτορες εξ ανάγκης!

Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας

Εδώ και ενάμιση αιώνα περίπου, στην πολιτική πανίδα της χώρας ενδημεί ένα σπάνιο είδος ανθρώπου που μπορεί να κάνει απίθανα πράγματα: είναι σε θέση να μεταβάλλει  τους αχυρώνας εις δημοτικά σχολεία, να μετατρέψει τα χωράφια εις οικόπε­δα, τους ακτήμονας εις κτηματίας, τους χρηστούς υπαλλήλους εις παυσανίας, τους βλαχοδημάρχους εις ιππότας του Σωτήρος, τους δικαστάς εις αδικητάς και τους ξυλοσχίστας εις καθηγητάς. Το όχι και τόσο δυσεύρετο αυτό ιθαγενές πλάσμα είναι ο Έλληνας βουλευτής, όπως τον περιγράφει ο μεγάλος Εμμανουήλ Ροΐδης σε ένα ξεχασμένο κείμενο του με τίτλο Η Πολιτική εν Ελλάδι  ρητορεία.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης στο βήμα της Βουλής
Ο Χαρίλαος Τρικούπης στο βήμα της Βουλής

Είναι γνωστό ότι ο Ροΐδης αρθρογραφούσε τακτικά σε εφημερίδες και περιοδικά για πολλά θέματα και υποστήριζε  την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη. Στην τελευταία περίοδο της πρωθυπουργίας του τελευταίου (Κυβέρνηση 1893-1895), η Ελλάδα πτώχευσε και σταμάτησε μονομερώς να αποπληρώνει δάνεια που είχε λάβει από το εξωτερικό. Από το  1827 μέχρι το 1878, η χώρα ήταν αποκλεισμένη από τα δυτικά χρηματιστήρια. το 1873. Ο ίδιος ο Ροΐδης έχασε σχεδόν όλη την περιουσία του, καθώς την είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής, η οποία χρεοκώπησε παταγωδώς.  Από τα χρόνια ακόμα του Αγώνα της ανεξαρτησίας είχαν διαμορφωθεί στον ελλαδικό χώρο δυο ευδιάκριτα πολιτικά ρεύματα: το πρώτο ήταν η λεγόμενη τάξη των Φαναριωτών, η οποία αποτελούνταν κυρίως από εμπόρους, χρηματιστές της ελληνικής διασποράς και μέρος των διανοούμενων της εποχής, οι οποίοι σπούδαζαν συνήθως στο εξωτερικό.

Το δεύτερο ρεύμα είναι εγχώριο και συγκροτείται από τα ονομαζόμενα τζάκια, κατά βάση  τους προκρίτους και τους αρματολούς, οι οποίοι, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις τους, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση. Οι κλέφτες και τα πλήθη των ατάκτων  κατά περιοχές συντάχθηκαν πότε με τη μια και πότε με την άλλη παράταξη. Γενικότερα, τα τοπικά δίκτυα των καπεταναίων, οι αμοιβαίες έχθρες, οι εξαγορές  και τα αρματολίκια δημιουργούσαν περίπλοκες και μεταβαλλόμενες ισορροπίες ισχύος, οι οποίες δεν μπορούσαν να λυθούν παρά μόνο με την επιβολή ισχυρής κεντρικής Επαναστατικής εξουσίας και τακτικού στρατού, κάτι που όπως ξέρουμε δεν συνέβη.

Το καθ’ ημάς, θεωρούμεν απεναντίας ως μέγα κέρδος την απολύμανσιν του ημετέρου βήματος από τοιούτου είδους ευγλωττίας. Αύτη χάριτι θεία φαίνεται εκλείψασα οριστικώς. Κύκνειον αυτής άσμα ήτο ο παρά τίνος Πατρινού βουλευτού πανηγυρισμός του αποτελέσματος των εκλογών της 7 Απριλίου δια του απομείναντος εις την μνήμην μας βροντοφωνήματος: «Από τον ουρανών κατέρ­χονται oι κεραυνοί του Θεού, από τας κάλπας ανέρχονται οι κεραυνοί του λαού!». Εμμανουήλ Ροΐδης

O Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832- 30 Μαρτίου 1896) ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και Πρωθυπουργός. Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας 19 χρονια από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Στην τελευταία του κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει έναντι των ξένων δανειστών με συνέπεια να επέλθει η πτώχευση της Ελλάδας με την ιστορική φράση του "δυστυχώς επτωχεύσαμεν".
O Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832- 30 Μαρτίου 1896) ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και Πρωθυπουργός. Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας 19 χρονια από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Στην τελευταία του κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει έναντι των ξένων δανειστών με συνέπεια να επέλθει η πτώχευση της Ελλάδας με την ιστορική φράση του “δυστυχώς επτωχεύσαμεν”.

Η οικονομία του νεοσύστατου κράτους παραμένει βασικά αγροτική σε όλο το 19 αιώνα. Οι εμπορευματικές σχέσεις και ο εκχρηματισμός των συναλλαγών αναπτύσσονται βεβαίως, ωστόσο δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να πούμε ότι κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Τα κεφάλαια δεν επενδύονται στην σχεδόν ανύπαρκτη βιομηχανία και η εκμηχάνιση της αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής βρίσκεται συχνά σε πρωτόγονο  στάδιο. Η εμπορική ναυτιλία, ο μόνος τομέας της ελληνικής οικονομία που αναπτύσσεται σε διεθνώς ανταγωνιστικό επίπεδο, στηρίζεται ακόμα στα ιστιοφόρα, ενώ η Δύση διανύει ήδη τη δεύτερη φάση της βιομηχανικής επανάστασης και επενδύει στα σύγχρονα ατμόπλοια. Στα 1850 υπήρχαν μόνο τρία με πέντε ατμοκίνητα πλοία στην Ελλάδα. Τελικά η παλιά γαιοκτησία, αφού έχασε πολλά από τα προνόμια της στην κατάσταση που προέκυψε μετά την Επανάσταση, σε συμμαχία με το κλεφταρματολικό στοιχείο, επιχείρησαν και πέτυχαν τον έλεγχο του κράτους και κυρίως των εσόδων του, τα οποία φάνταζαν απεριόριστα. Ο εξωτερικός δανεισμός και η διασπάθιση των χρημάτων έγιναν καθεστώς.

Η ταξική πάλη λοιπόν- περί αυτού πρόκειται – επικεντρώθηκε γύρω από το κεντρικό κράτος, την περίφημη κεντρικήν γαστέραν. Το πελατειακό δίκτυο των κομμάτων εξαπλώνεται, ο κρατικός υπαλληλικός μηχανισμός διογκώνεται και η χώρα καθυστερεί σημαντικά να αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνάμεις. Κάτι τέτοιο δεν επιθυμούν εξάλλου ούτε οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ούτε οι ομογενείς του εξωτερικού, οι οποίο αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις γης σε πολύ χαμηλές τιμές.

Οι μικροϊδιοκτήτες και μικροκαλλιεργητές γης, έρμαια της δυσβάστασχτης φορολογίας και των τοκογλύφων, στάθηκε αδύνατο να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή. Ο μόνος μηχανισμός που θα μπορούσε να στηρίξει πρακτικά και αποτελεσματικά την ανάπτυξη ήταν εν πολλοίς στα χέρια των παρασιτικών ομάδων που αναφέραμε. Με άλλα λόγια, το κράτος της εποχής δεν αναπτύσσει τη χώρα σε όφελος της ανερχόμενης αστικής τάξης, όπως συνέβη σε αλλού, αλλά στέκεται εμπόδιο σε μια τέτοια ανάπτυξη και κύρια αποστολή του είναι να ικανοποιεί τις ποικίλες απαιτήσεις των ομάδων που λυμαίνονται κυριολεκτικά τα κρατικά ταμεία. Την Ελλάδα που περιγράψαμε μέσες άκρες έχει υπόψιν του ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Το πολυπλόκαμο πελατειακό δίκτυο που διαμορφώθηκε, η πολιτική κληρονομιά του ασιατισμού μπολιασμένη με δυτικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς, έδωσε στο βουλευτή τις πρωτοφανείς αρμοδιότητες που στηλιτεύει ο Συριανός φιλόλογος. Ο πολιτευτής στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα διαφέρει σημαντικά ως προς το βαθμό αρμοδιότητας από κάθε ευρωπαίο συνάδελφό του• η εξουσία του είναι πρακτικά σχεδόν απεριόριστη και επεκτείνεται σε ολόκληρη τη δημόσια σφαίρα:

“Την τοιαύτην εν Ελλάδι εξαιρετικώς υπέροχον θέσιν του βουλευτού αρκεί να εξηγήση το γεγονός, ότι εις μεν τας άλλας χώρας η δύναμις αύτου περιορίζεται εις το ν’ ανατρέπη τας κυβερνήσεις,  ενώ εν Ελλάδι ουδείς υπάρχει της παντοδυναμίας του περιορισμός. Από το βουλευτή εξαρτάται όχι μόνον της κυβερνήσεως ο βίος αλλά και η τιμή, η περιουσία, η ασφάλεια, ο επιούσιος άρτος ή τουλάχιστον η πλήρωσις πόθου τινός των πλείστων Ελλήνων. Φήμην, υπεροχήν, κοινωνικάς διακρίσεις, αξιώματα και τιμάς δύναται να ελπίση μόνο ο πολιτευτής μπορεί να απολαύσει στο Ελληνικό Βασίλειο, ακόμα κι αν είναι μηδαμινό:

“Τα πάντα παρ’ ημίν είναι σκιαί, είδωλα και φαντάσματα και ζωήν αληθινήν έχει μόνη η πολιτική. Μόνη αύτη έχει το προνόμιον να ελκύη την αμέριστον προσοχήν και να εξεγείρη το ενδιαφέρον πάντων των Ελλήνων, διότι μόνη αύτη δύναται να πορίση δημοτικότητα, δύναμιν, υπόληψιν, βαρύτητα και σημασίαν και εις αυτά τα μηδαμινά. Εις τας άλλας χώρας πολλά είναι τα στάδια τα αναγόμενα εις την ανθρωπίνην δραστηριότητα και φιλοδοξίαν. Φήμην, υπεροχήν, κοινωνικάς διακρίσεις, αξιώματα και τιμάς δύναται να ελπίση και ο επιστήμων και ο συγγραφεύς και ο καλλιτέχνης και αυτός ο ποιητής, αλλά παρ’ ημίν μόνος ο πολιτευτής.”

 Το πελατειακό δίκτυο προστασίας αγκαλιάζει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, και ουσιαστικά κανείς δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε χωρίς τη μεσολάβησή του. Ο τρόπος που είναι οργανωμένος η κοινωνία και η πρακτική απουσία κράτους δικαίου κάνουν τον βουλευτή απαραίτητο και τη συνενοχή της πλειονότητας των ψηφοφόρων αναπόφευκτη. Όσα λέγονται για τα ρουσφέτια θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί μόλις χτες. Οικόπεδα, οφειλές, εκκρεμείς δίκες, θέσεις εργασίας ή αργομισθίας στο δημόσιο, κυβερνητικές παραχωρήσεις μεταλλείων, αλλαγές στο δασμολόγιο, πεζοδρόμια που γίνονται σφαγεία ή πάγκοι λαχανοπωλείων, ακόμη και θυγατέρες δυνάμενες να ατιμασθούν παρελαύνουν στις σελίδες του Ροΐδη:

“Ούδ’ υποπίπτομεν εις υπερβολήν λέ­γοντες «των πλείστων», αφού δεν είναι βεβαίως πολλοί οι μα­κάριοι εκείνοι Έλληνες, οι μη έχοντες ουδέν να φοβηθώσιν ή να ελπίσωσι παρά βουλευτού, ούτε οικόπεδον δυνάμενον να καταπατηθεί ή να περιληφθή εις το σχέδιον της πόλεως, ούτε οφειλήν προς το δημόσιον ή απαίτησιν παρ’ αύτου καμμίαν, ούτε δίκην εκκρεμή, ούτε φόβον να χάσωσι δημοσίαν θέσιν εκ της οποίας αποζώσιν ή επιθυμίαν ν’ αποκτήσωσι τοιαύτην, ούτε συγγένειαν ή συμπάθειαν προς υπόδικον δυνάμενον ν’ αθωωθή ή κατάδικον δυνάμενον νά χαριτωθή, ούτε όρεξιν οιασδήποτε κυβερνητικής παραχωρήσεως, μεταλλείου, σιδη­ροδρομικής γραμμής, εργολαβίας, προμηθείας, μεταρρυθμίσεως εδαφίου τίνος του δασμολογίου, ή αδείας να μεταβάλωσι τα πεζοδρόμια εις σφαγείον ή παραρτήματα λαχανοπωλείου, ούτε αγρόν δυνάμενον να ερημωθή, ούτε θυγατέρα δυναμένην ν’ ατιμασθή ή τουλάχιστον ράχιν δυναμένην αυθαιρέτως να ξυλοφορτωθή, μετά την επικειμένην μάλιστα κατάργησιν της στρα­τιωτικής αστυνομίας. Για όλα όσα εις πάσαν άλλην χώραν ο νόμος, το δίκαιον, η προτίμησης της ικανότητος, το κοινόν συμφέρον και το σέβας προς την κοινήν γνώμην,  εν Ελλάδι εξαρτώνται  εκ μόνου του θελήματος του βουλευτού.”

Οι μαθημένοι ψηφοφόροι ζητούν σημεία και τέρατα:

“O κύκλος της αρμοδιότητος και της ενεργείας του είναι δεκάκις ευρύτερος παρά εις πάσα άλλην χώραν και η πεποίθησις εις την παντοδυναμίαν του τοσαύτη ώστε, ως oι Εβραίοι παρά του Χριστού τέρατα και σημεία, ούτω ζητούσι και οι Έλληνες εκλογείς παρά του βουλευτού να θαυματουργή, μεταβάλλων τους αχυρώνας εις δημοτικά σχολεία, τα χωράφια εις οικόπε­δα, τους ακτήμονας εις κτηματίας, τους χρηστούς υπαλλήλους εις παυσανίας, τούς βλαχοδημάρχους εις ιππότας του Σωτήρος, τούς δικαστάς εις αδικητάς και τους ξυλοσχίστας εις καθηγητάς.”

Η πολιτική έχει τη θέση και την ισχύ ευαγγελικής ρήσης:

Το “Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου” δύναται προς χρήσιν των σημερινών ‘Ελλήνων να μετατράπη εις “Αρχή σοφίας φόβος βουλευτού”.

Ουδέ θα είχον δίκαιον να παραπονεθώσιν οι εκδόται του διά τούτο, αφοί αι μεν μεγαλόσχημοι ημών εφημερίδες πλησιάζουσι να φθάσωσι τας ευρωπαϊκάς κατά την αφθονίαν της ύλης, την ταχείαν μετάδοσιν των ειδήσεων και την τελειότητα του οργανισμού, ενώ τα ημέτερα περιοδικά κατήντησαν, εκ της ανικανότητος αυτών ν’ αμείβωσι συντάκτας, άπλα δοχεία νεανικών γυμνασμάτων, ατοίχιστοι μάνδραι όπου δύναται πας αυτοχειροτόνητος λόγιος να υπάγη να αποπατήση. Εμμανουήλ Ροΐδης

Γελοιογραφία εποχής στον Νέο Αριστοφάνη που αποτυπώνει τον Χ. Τρικούπη δαφνοστεφή με το ανάθεμα της πτώχευσης της χώρας.
Γελοιογραφία εποχής στον Νέο Αριστοφάνη που αποτυπώνει τον Χ. Τρικούπη δαφνοστεφή με το ανάθεμα της πτώχευσης της χώρας.

Όλα σχεδόν τα επισκιάζει και τα εκμηδενίζει το μέσον, με τον τρόπο που στο παρελθόν η Θεολογία έπνιγε στις αγκάλες της πάσαν μάθησιν και επιστήμην:

“Όπως κατά τούς μεσαιωνικούς χρόνους παρελάμβανεν ή μάλλον έπνιγεν εις τας αγκάλας της η Θεολο­γία πάσαν μάθησιν και επιστήμην, εκμυζώσα όλην του έθνους την πνευματικήν δραστηριότητα, ούτω και παρ’ ημίν απορροφά και εκμηδενίζει τα πάντα ή πολιτική, δια τον λόγον ότι ουδέν ημπορεί να υπάρξει ανεξάρτητον απ’ αύτής, ότι δύναται αύτη ν’ αντικαταστήση τα πάντα και υπ’ ουδενός ν’ αντικατασταθή.”

Το θέμα των εκλογών συζητιέται σε κάθε πατρική καλύβα, για προφανείς λόγους:

“H τοιαύτη εξαιρετική και εις την οικουμένην μοναδική σημασία παρ’ ημίν της πολιτικής, επόμενον ήτο να καταστήση αύτην αποκλειστικόν μέλημα πάντων των Ελλήνων. Υπό την στέγην της πατρικής του καλύβης περί ουδενός άλλου ακούει ο ελληνόπαις τους οικείους του συζητούντας, παρά περί της πιθανής εκβάσεως των εκλογών και των ωφελημάτων τα όποια δύνανται να καρπωθώσιν εκ της εξυπηρετήσεως τού­του ή εκείνου του υποψηφίου•”

Οι δάσκαλοι -μια κάποια ελπίδα του έθνους…- σύρονται και οι ίδιοι ως ερπετά προ των ποδών παντός κομματαρχίσκου, ή  σφενδονίζωνται από Καλαμών εις Τρίκκαλα κατά πάσαν μετάστασιν υπουργικού βουλευτού:

“Ουδέ δύναται άλλο τι να διδαχθή εις το σχολείον παρά να περιφρονή τα γράμματα και να σέβεται τας ψήφους, βλέπων τους διδασκάλους του να σύρωνται ως ερπετά προ των ποδών παντός κομματαρχίσκου, να παύωνται ή να σφενδονίζωνται από Καλαμών εις Τρίκκαλα κατά πάσαν μετάστασιν υπουργικού βουλευτού, να συνιστώσι βουλευτικά χάρβαλα ως κατάλληλα προς εγκατάστασιν Γυμνα­σίων, να παρέχωσιν απολυτήρια εις ψηφούχους αναλφαβήτους και να δέρωνται ως κτήνη εν μέση αγορά αν αρνηθώσι να πράξωσι τούτο.

Στη Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα, και για πολλά χρόνια αργότερα, ή ασχολείσαι με την πολιτική – εμπλέκεσαι δηλαδή με τον ένα ή το άλλο τρόπο στο ατέλειωτο πελατειακό αλισβερίσι – ή μένεις ένα μηδενικό, ακόμα κι αν είσαι επώνυμος, επιστήμονας ή και καθηγητής πανεπιστημίου. Ένα νεύμα του κομματάρχη αρκεί:

“Εις πάντα εν ενί λόγω Έλληνα πρόκειται η αίρεσις μεταξύ πολιτικού και μηδενικού. Τι άλλο τω όντι είναι παρά στρογγύλα μηδενικά οι απέχοντες της πολιτικής παλαίστρας, οσονδήποτε και αν διαπρέψωσιν εις πάσαν άλλην; Αληθές είναι ότι δύναται να παραγνωρισθή και εις άλλους τόπους η αξία, αλλά μόνον εις την Ελλάδα να υποταχθή και η ανεγνωρισμένη εις τον ζυγόν της πολιτικής. Παρά πολιτευτού, αν συμπέση κατ’ εξαίρεσιν να έχη και αξιώσεις ανθρωπισμού, δύναται να έλπιση πρωτεύων τις φιλόλογος ή επιστήμων να τύχη μειδιάματος συγκαταβάσεως και προ­στασίας• πώς όμως να φαντασθή, όσην και αν έχη έπαρσιν, ότι είναι ισότιμος αύτου ή πώς να μη κατανοήση την μηδαμινότητά του, έχων υπ’ όψιν ότι εξ ενός βουλευτικού νεύματος εξαρτάται να παραγκωνισθή ο Κουμανούδης εις την Αρχαιολογικήν Εταιρίαν, ν’ αποβληθή ο Γαλβάνης εκ του Πανεπι­στημίου, να εξαναγκασθή ο μόνος ημών παλαιογράφος Σακκελίων εις αυτοχειρίαν, να καταδικασθή εις θάνατον εξ ασιτίας ο Βιζυηνός ή να σταλή ο Βερναρδάκης να φυτεύη λάχανα εις την Μυτιλήνην;”

Τα βασικότερα προσόντα ενός φιλόδοξου νέου δεν είναι ούτε η επιστημοσύνη, ούτε ενδεχομένως η εργατικότητα, η τιμιότητα και η εξυπνάδα. Η προαγωγή  και ο επιούσιος αυτού άρτος εξαρτώνται μάλλον από την ικανότητά του  να οσφραίνεται εγκαίρως υπουργικάς κρίσεις, και από την προθυμία  του να φθέγγεται ως το άγαλμα του Μέμνονος εις τον ανατέλλοντα ήλιον. Διαφορετική και αξιοπρεπέστερη σταδιοδρομία στην Ελλάδα – άνευ του απαιτουμένου ποσού βουλευτικής προστασίας- μπορεί  να προτιμήσει μόνος ο αφιλότιμος, ο ασκητής, ο κυνικός φιλόσοφος, ο περιφρονητής παντός επιγείου αγαθού και υποψήφιος κληρονόμος της βασιλείας των Ουρανών.

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης (Λαγκάδια Αρκαδίας, 19 Μαΐου 1824 - Αθήνα, 31 Μαΐου 1905 (81 ετών) ) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός, πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις και πέντε φορές πρωθυπουργός στο διάστημα 1885-1903. Η δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης (Λαγκάδια Αρκαδίας, 19 Μαΐου 1824 – Αθήνα, 31 Μαΐου 1905 (81 ετών) ) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός, πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις και πέντε φορές πρωθυπουργός στο διάστημα 1885-1903. Η δολοφονία του Θεόδωρου Δηλιγιάννη

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο:

 Η Πολιτική εν Ελλάδι  ρητορεία

Κείμενο: Εμμανουήλ Ροΐδης

Oλιγώτερον παντός άλλου άχαρι είναι το έργον του επιχειρούντος να εκτιμήση την παρ’ ημίν πολιτικήν ευγλωττίαν. Τι τω όντι θα είχε να είπη περί της σημερινής ημών φιλολο­γίας, τέχνης ή επιστήμης ή πώς σπουδάζων να ισχυρισθή ότι, αν ουχί ακμαίαι, είναι τουλάχιστον ζωνταναί;

Τα πάντα παρ’ ημίν είναι σκιαί, είδωλα και φαντάσματα και ζωήν αληθινήν έχει μόνη η πολιτική. Μόνη αύτη έχει το προνόμιον να ελκύη την αμέριστον προσοχήν και να εξεγείρη το ενδιαφέρον πάντων των Ελλήνων, διότι μόνη αύτη δύναται να πορίση δημοτικότητα, δύναμιν, υπόληψιν, βαρύτητα και σημασίαν και εις αυτά τα μηδαμινά. Εις τας άλλας χώρας πολλά είναι τα στάδια τα αναγόμενα εις την ανθρωπίνην δραστηριότητα και φιλοδοξίαν. Φήμην, υπεροχήν, κοινωνικάς διακρίσεις, αξιώματα και τιμάς δύναται να ελπίση και ο επιστήμων και ο συγγραφεύς και ο καλ­λιτέχνης και αυτός ο ποιητής, αλλά παρ’ ημίν μόνος ο πολιτευ­τής.

Την τοιαύτην εν Ελλάδι εξαιρετικώς υπέροχον θέσιν του βουλευτού αρκεί να εξηγήση το γεγονός, ότι εις μεν τας άλλας χώρας η δύναμις αυτού περιορίζεται εις το ν’ ανατρέπη τας κυβερνήσεις, ενώ εν Ελλάδι ουδείς υπάρχει της παντοδυναμίας του περιορισμός.

Εκ του βουλευτού εξαρτάται όχι μόνον της κυβερνήσεως ο βίος αλλά και η τιμή, η περιουσία, η ασφάλεια, ο επιούσιος άρτος ή τουλάχιστον η πλήρωσις πόθου τινός των πλείστων Ελλήνων.

Ούδ’ υποπίπτομεν εις υπερβολήν λέ­γοντες «των πλείστων», αφού δεν είναι βεβαίως πολλοί οι μα­κάριοι εκείνοι Έλληνες, οι μη έχοντες ουδέν να φοβηθώσιν ή να ελπίσωσι παρά βουλευτού, ούτε οικόπεδον δυνάμενον να καταπατηθεί ή να περιληφθή εις το σχέδιον της πόλεως, ούτε οφειλήν προς το δημόσιον ή απαίτησιν παρ’ αύτου καμμίαν, ούτε δίκην εκκρεμή, ούτε φόβον να χάσωσι δημοσίαν θέσιν εκ της οποίας αποζώσιν ή επιθυμίαν ν’ αποκτήσωσι τοιαύτην, ούτε συγγένειαν ή συμπάθειαν προς υπόδικον δυνάμενον ν’ αθωωθή ή κατάδικον δυνάμενον να χαριτωθή, ούτε όρεξιν οιασδήποτε κυβερνητικής παραχωρήσεως, μεταλλείου, σιδη­ροδρομικής γραμμής, εργολαβίας, προμηθείας, μεταρρυθμίσεως εδαφίου τίνος του δασμολογίου, ή αδείας να μεταβάλωσι τα πεζοδρόμια εις σφαγείον ή παραρτήματα λαχανοπωλείου, ούτε αγρόν δυνάμενον να ερημωθή, ούτε θυγατέρα δυναμένην ν’ ατιμασθή ή τουλάχιστον ράχιν δυναμένην αυθαιρέτως να ξυλοφορτωθή, μετά την επικειμένην μάλιστα κατάργησιν της στρα­τιωτικής αστυνομίας.

Πάντα ταύτα, περί των όποιων αποφασίζει εις πάσαν άλλην χώραν ο νόμος, το δίκαιον, η προτίμησης της ικανότητος, το κοινόν συμφέρον και το σέβας προς την κοινήν γνώμην, εξαρτώνται παρ’ ημίν εκ μόνου του θελήματος του βουλευτού. O κύκλος της αρμοδιότητος και της ενεργείας του είναι δεκά­κις ευρύτερος παρά εις πάσα άλλην χώραν και η πεποίθησις εις την παντοδυναμίαν του τοσαύτη ώστε, ως oι Εβραίοι παρά του Χριστού τέρατα και σημεία, ούτω ζητούσι και οι Έλληνες εκλογείς παρά του βουλευτού να θαυματουργή, μεταβάλλων τους αχυρώνας εις δημοτικά σχολεία, τα χωράφια εις οικόπε­δα, τους ακτήμονας εις κτηματίας, τους χρηστούς υπαλλήλους εις παυσανίας, τούς βλαχοδημάρχους εις ιππότας του Σωτήρος, τούς δικαστάς εις αδικητάς και τους ξυλοσχίστας εις καθηγητάς.

Το «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» δύναται προς χρήσιν των σημερινών ‘Ελλήνων να μετατραπη είς «Αρχή σοφίας φόβος βουλευτού». Όπως κατά τούς μεσαιωνικούς χρόνους παρελάμβανεν ή μάλλον έπνιγεν εις τας αγκάλας της η Θεολο­γία πάσαν μάθησιν και επιστήμην, εκμυζώσα όλην του έθνους την πνευματικήν δραστηριότητα, ούτω και παρ’ ημίν απορροφά και εκμηδενίζει τα πάντα ή πολιτική, δια τον λόγον ότι ουδέν ημπορεί να υπάρξει ανεξάρτητον απ’ αυτής, ότι δύναται αύτη ν’ αντικαταστήση τα πάντα και υπ’ ουδενός ν’ αντικατασταθή. Άλλο πλην αύτης στάδιον δύναται εν Ελλάδι να προτιμήση μόνος ο αφιλότιμος, ο ασκητής, ο κυνικός φιλόσοφος, ο περιφρονητής παντός επιγείου αγαθού και υποψήφιος κληρο­νόμος της βασιλείας των Ουρανών. Εις πάντα εν ενί λόγω Έλληνα πρόκειται η αίρεσις μεταξύ πολιτικού και μηδενικού.

Τι άλλο τω όντι είναι παρά στρογγύλα μηδενικά οι απέχοντες της πολιτικής παλαίστρας, οσονδήποτε και αν διαπρέψωσιν εις πάσαν άλλην; Αληθές είναι ότι δύναται να παραγνωρισθή και εις άλλους τόπους ή αξία, αλλά μόνον εις την Ελλάδα να υποταχθή και η ανεγνωρισμένη εις τον ζυγόν της πολιτικής. Παρά πολιτευτού, αν συμπέση κατ’ εξαίρεσιν να έχη και αξιώσεις ανθρωπισμού, δύναται να έλπιση πρωτεύων τις φιλόλογος ή επιστήμων να τύχη μειδιάματος συγκαταβάσεως και προ­στασίας· πώς όμως να φαντασθή, όσην και αν έχη έπαρσιν, ότι είναι ισότιμος αύτου ή πώς να μη κατανοήση την μηδαμινότητά του, έχων υπ’ όψιν ότι εξ ενός βουλευτικού νεύματος εξαρτάται να παραγκωνισθή ο Κουμανούδης εις την Αρχαιολογικήν Εταιρίαν, ν’ αποβληθή ο Γαλβάνης εκ του Πανεπι­στημίου, να εξαναγκασθή ο μόνος ημών παλαιογράφος Σακκελίων εις αυτοχειρίαν, να καταδικασθή εις θάνατον εξ ασιτίας ο Βιζυηνός ή να σταλή ο Βερναρδάκης να φυτεύη λάχανα εις την Μυτιλήνην;

Ουδέ δυνάμεθα βεβαίως να κατηγορηθώμεν ως υπερβολικοί ισχυριζόμενοι ότι και Βιρχοβίους, Βιλλεμαίνους και Εγέλους αν ηδύνατο σήμερον η Ελλάς να γεννήση, δύσκολον θα ήτο εις αυτούς άνευ του απαιτουμένου πο­σού βουλευτικής προστασίας ν’ αξιωθώσι της τιμής να γείνωσι συνάδελφοι των ελέω ψήφου καθηγητών.

H τοιαύτη εξαιρετική και εις την οικουμένην μοναδική σημασία παρ’ ημίν της πολιτικής, επόμενον ήτο να καταστήση αύτην αποκλειστικόν μέλημα πάντων των Ελλήνων. Υπό την στέγην της πατρικής του καλύβης περί ουδενός άλλου ακούει ο ελληνόπαις τους οικείους του συζητούντας, παρά περί της πιθανής εκβάσεως των εκλογών και των ωφελημάτων τα όποια δύνανται να καρπωθώσιν εκ της εξυπηρετήσεως τού­του ή εκείνου του υποψηφίου· ουδέ δύναται άλλο τι να διδαχθή εις το σχολείον παρά να περιφρονή τα γράμματα και να σέβε­ται τας ψήφους, βλέπων τους διδασκάλους του να σύρωνται ως ερπετά προ των ποδών παντός κομματαρχίσκου, να παύωνται ή να σφενδονίζωνται από Καλαμών εις Τρίκκαλα κατά πάσαν μετάστασιν υπουργικού βουλευτού, να συνιστώσι βου­λευτικά χάρβαλα ως κατάλληλα προς εγκατάστασιν Γυμνα­σίων, να παρέχωσιν απολυτήρια εις ψηφούχους αναλφαβήτους και να δέρωνται ως κτήνη εν μέση αγορά αν αρνηθώσι να πράξωσι τούτο.

Αν εις άλλας χώρας δύνανται να κόψωσι τον ύπνον φιλοτίμου εφήβου η δόξα του Pasteur, τα τρόπαια του Μόλτκε, τα κέρδη του Ζολά, oι μεγαλόσταυροι του Βέρδη ή αι δάφναι του Τενυσώνος, παρ’ ημίν δεν έχει άλλας να ζηλεύση παρά τας των αειμνήστων Δεληγεώργη, Τρικούπη και Κουμουνδούρου, ούδ’ άλλο μέσον ν’ αποφύγη την ασημότητα παρά την ψηφοθηρίαν. Αλλά και αν στερούμενος φιλοτιμίας ή επαρχιακής επιρροής στέρξη αντί βουλευτού να γείνη υπάλληλος, πρόξενος, αξιωματικός, δικαστής ή και καθηγητής, ουδέ τότε βεβαίως απαλλάττεται από πολιτικών φροντίδων, αφού πολύ μάλλον ή εκ της ευδοκιμήσεως εις το έργον, εξαρτάται ή προαγωγή ή και ο επιούσιος αυτού άρτος εκ της ικανότητος αυτού να οσφραίνεται εγκαίρως υπουργικάς κρίσεις, και της προθυμίας του να φθέγγεται ως το άγαλμα του Μέμνονος εις τον ανατέλλοντα ήλιον.

Εις μόνον την τοιαύτην μονομερή του πνεύματος ημών καλλιέργειαν πρέπει ν’ αποδοθή το φαινόμενον, ότι δύσκολον θα ήτο ν’ ανευρεθή μεταξύ των Ελλήνων άνθρωπος οσονδήποτε αμόρφωτος και πάσης άλλης γνώσεως ενδεής, και μη δυνάμενος εν τούτοις να συζητήση λογικώς και μετ’ άφθονου παρατάξεως επιχειρημάτων περί της δεδηλωμέ­νης, των καθηκόντων του Στέμματος, της ανάγκης της Γερουσίας, της στρατιωτικής αστυνομίας ή της προοδευτικής φορο­λογίας. Όσα αλλαχού υπάγονται εις την αρμοδιότητα μόνον των εξ επαγγέλματος πολιτευτών, κατέχει επαρκώς πας φοι­τητής ελληνικού καφενείου, ενώ ή παντελής άγνοια των όσα θεωρούνται απαραίτητα εφόδια παντός πλύνοντος τας χείρας του Ευρωπαίου δεν θα εθεωρείτο καταισχύνουσα ουδέ καθηγητήν του ημετέρου πανεπιστημίου.

 Ουχί ολιγώτερον χαρακτηριστικόν σύμπτωμα των προόδων της κατατρυχούσης ημάς πολιτικής υπερτροφίας είναι η συμπίπτουσα μετά της από τίνων ετών τεραστίας αναπτύξεως της πολιτικής δημοσιογρα­φίας έκλειψις παντός αξίου του ονόματος φιλολογικού περιο­δικού, ενώ ευτυχούσι να έχωσιν αξιόλογα τοιαύτα η Ρωμου­νιά και αυτή η Βουλγαρία. Υπέρ τας πεντήκοντα εκδίδονται τακτικώς εν Ελλάδι πολιτικαί εφημερίδες και ουδέν περιοδικόν δύναται πλέον  ουχί να ευδοκιμήση, αλλ’ ούδε καν να ζήσει.

Ουδέ θα είχον δίκαιον να παραπονεθώσιν οι εκδόται του διά τούτο, αφοί αι μεν μεγαλόσχημοι ημών εφημερίδες πλησιάζουσι να φθάσωσι τας ευρωπαϊκάς κατά την αφθονίαν της ύλης, την ταχείαν μετάδοσιν των ειδήσεων και την τελειότητα του οργανισμού, ενώ τα ημέτερα περιοδικά κατήντησαν, εκ της ανικανότητος αυτών ν’ αμείβωσι συντάκτας, άπλα δοχεία νεανικών γυμνασμάτων, ατοίχιστοι μάνδραι όπου δύναται πας αυτοχειροτόνητος λόγιος να υπάγη να αποπατήση.

Εν ενί λό­γω, όπως όλοι οι Εσκιμώοι αλιείς, όλοι οι Άραβες ιππείς και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται, ούτως και όλοι οι σημερινοί Έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου κάπως ρήτορες εξ ανάγκης!

Εκδηλώσεις της δραστηριότητος του ελληνικού πνεύματος πραγματικαί, ζωνταναί και άξιαι προσοχής δεν υπάρχουσιν άλλαι πλην της αρθρογραφίας και της πολιτικής ρητορείας.

Πολύ εν τούτοις θα ηπατάτο ο αγόμενος εκ των ανωτέρω να πιστεύση ανάλογον της σπουδαιότητος της πολιτικής την χρησιμότητα της ρητορικής. Αύτη, πλην εκτάκτων τινών περι­στάσεων, δεν είναι παρά δευτερεύων παράγων εκλογικής επιτυχίας, απλούν επικούρημα λυσιτελεστέρων προς άγραν ψή­φων αγκίστρων.

Πολύ τω όντι χρησιμώτερα των όσα δύναται ο υποψήφιος να βροντοφωνήση από του εξώστου αποτεινόμενος απεύθειας εις τούς εκλογείς, είναι όσα ψιθυρίζει εις το ωτίον του δημάρχου και του κομματαρχίσκου, αφού μόνον κατ’ όνομα άμεσοι και πράγματι έμμεσοι απομένουσιν ακόμη εν Ελλάδι αι εκλογαί. Δια να είμεθα εν τούτοις ακριβείς πρέπει να προσθέσωμεν, ότι από τίνων ετών φαίνεται τείνουσα ν’ αύξήση η χρησιμότης της δημοκοπίας, αφού εις ταύτην κυρίως πρέπει ν’ αποδοθώσιν αι εκλογικαί επιτυχίαι του λαοπροβλήτου ημών πρωθυπουργού.

Κατά παράδοξον όμως αντίθεσιν, εφ’ οσον αύξάνει κατά τας εκλογάς η αξία τις δημεγερτικής ευγλωττίας, κατά τοσούτον φαίνεται ελαττουμένη και σχεδόν εκλείπουσα η χρησιμότης της ρητορικής δεινότητος από του βήματος της Βουλής. Αν αρκή να παρασύρη τον εκλογέα η παρά του τυχόντος δημοκόπου ενδεκάτη επανάληψις δεκάκις ήδη αθετηθείσης υποσχέσεως, αδύνατον αφ’ έτέρου θα ήτο εις τον άριστον των ημετέρων ρητόρων να πείση τους εν τη Βουλή συναδέλφους του ότι έχουσιν άδικον να θεωρώσι τετράγωνον την σελήνην ή συμφέρουσαν την κατάργησιν της στρατιωτικής αστυνομίας. Τοιούτο κατόρθωμα θα ήτο ανώτερον όχι μόνον της ευγλωττίας του Κικέρωνος και του Δημοσθένους, αλλά και αυτής ίσως της ικανότητος του Ορφέως να συγκινή τους λίθους.

Την εξήγησιν της τοιαύτης πρωτοφανούς αντιστάσεως των ημετέρων αντιπροσώπων κατά πάσης εφόδου της αυτοφώτου αληθείας και της στοιχειώδους λογικής, δύναται τις ίσως ν’  ανεύρη αντιστρέφων την δημώδη των Γάλλων παροιμίαν και αντί «ventre affame n’a pas doreilles» λέγων, «δεν έχει ώτα του χορτάτου κυβερνητικού βουλευτού η κοιλία». Αλλ’ εις τι δύναται τότε να χρησιμεύση των ρητόρων της αντιπολιτεύσεως η βοή εν τη ερήμω; Εις ουδέν βεβαίως, αν απέβλεπαν εις κέρ­δος ψήφων διά της πειθούς, αντί ν’ αποβλέπει εις κέρδος μόνον χρόνου και την εξέγερση της κοινής γνώμης κατά των μέσων, δια των οποίων γεμίζει ή κυβέρνησες την γαστέρα και φράσσει τα ώτα των οπαδών της, θεωρούσα ασύγγνωστον παρ’ αυτοίς έγκλημα την χρήσιν του λογικού των και περιορίζουσα τα κα­θήκοντα αυτών εις το: «Πίστευε και μη ερεύνα», όπως και τα  της βασιλείας εις το: «Υπόγραφε και μη ερεύνα».

Αφού δε το πολίτευμα ημών ουδέν άλλο πράγματι είναι παρά δικτατορία ουδενός δεκτική περιορισμού αλλά μόνον ανατροπής διά δημα­γωγίας, επόμενον ήτο ν’ αποβή και η ρητορεία κατ’ ουσίαν δημαγωγική. Ουδέ δύναται ν’ αποδοθή εις άλλο τι η τοιαύτη αύτης τροπή παρά εις μόνην την ανεπαρκή πολιτικήν αγωγήν των εκλογέων.

Άλυτον δι’ ήμας αίνιγμα είναι πώς ο ελληνικός λαός, ο φιλόνομος, ο νηφάλιος, ο πρακτικός, ο ουδενός άλ­λου κατά την οξύτητα του πνεύματος υστερών και άριστος των ιδίων του υποθέσεων οικονόμος, απεδείχθη αδεξιώτερος παντός άλλου διαχειριστής, ανίκανος να επιβάλη εις τους αντιπροσώπους του την υπεράσπισιν του συμφέροντος των πολλών και ουχί των ολίγων, πρόθυμος εις κατάποσιν παντός δολώ­ματος, ανεπίδεκτος σωφρονισμού υπό της πείρας, επιλήσμων πάσης συμφοράς και προς ουδέν άλλο ικανός παρά μόνον να παρασύρεται και έπειτα να μετανοή, να κράζη «Ήμαρτον» τύπτων το στήθος και να υποπίπτει μετ’ ολίγον εις την αύτην αμαρτίαν, να εξοστρακίζη τον άριστον αυτού πολιτικόν άνδρα και να χύνει έπειτα επί του τάφου του θύματος αυτού δάκρυα κροκοδείλου, έξυπνον τέλος πάντων και αγαθόν, πιστεύομεν, αλλ’ άνίκανον να ανδρωθή παιδίον.

Πώς λοιπόν ν’ απαιτήσωμεν από τους επιδιώκοντας την εύνοιαν και τας ψήφους του να ομιλώσι προς αυτόν άλλην γλώσσαν παρά την αρέσκουσαν εις τα παιδία, λησμονούντες τας δάφνας των δημοκολάκων και την εκλογικήν πανωλεθρίαν του εξόχου ανδρός, όστις και επί τη υποθέσει ότι διεπράχθησαν παρ’ αύτου σφάλματα, κατεδικάσθη υπό του δήμου ουχί διά ταύτα, αλλά μόνον διότι εθεώρει ασυμβίβαστον προς το αξίωμα κυβερνήτου του δημοκόλακος την τέχνην.

Πλην της κατ’ ανάγκην δημοκοπίας, πρέπει να θεωρήσωμεν ως μέγα μειονέκτημα της παρ’ ημίν ρητορικής το μοναδικόν της Ελλάδος ευτύχημα της ανυπαρξίας ζητημάτων δυνα­μένων να διαιρέσωσιν εις αντίπαλα στρατόπεδα, ουχί τους πολιτευτάς, άλλ’ αυτό το έθνος.

Ούτε δυναστικούς έχομεν ούτε δη­μοκρατικούς, ούτε κληρικόφρονας ούτε αντικληρικούς, ούτε σοσιαλιστάς ούτε μίσος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αφού εξ ίσου σπάνιοι είναι παρ’ ημίν οι τρώγοντες καθ’ ημέραν φασιανούς, όσον και oι στερούμενοι του επαρκούς προς χορτασμόν τεμαχίου λευκού ή μέλανος άρτου, ούτε φόβον βιομηχανικών ή χρηματιστικών κρίσεων πλην των προκαλουμένων υπό της ημετέρας ακρισίας, ουδέ πιστεύομεν Έλληνα κανένα μη ευχόμενον εξ όλης καρδίας την υποτίμησιν του συναλλάγματος και την υπερτίμησιν της σταφίδος.

Άδικον λοιπόν θα ήτο εν τοι­αύτη απουσία μεγάλων ζητημάτων ν’ απαιτήσωμεν την ανάπτυξιν υψηγόρου ευγλωττίας, αφού πρώτος και απαράβατος κανών της ρητορικής τέχνης είναι ο ανάλογος  προς το ύψος του θέματος όγκος του λόγου. Τι όμως κοινόν δύνανται να έχωσι προς τας συνήθως εν τη ημετέρα Βουλή συζητούμενα αι αποστροφαί του Μιραβώ, η Έξαρσις του Σατωβριάνδου, ο λυ­ρισμός του Λαμαρτίνου, ο ενθουσιασμός του Γαμβέττα ή και του Jaures η παραφορά, και τις δεν ενθυμείται πόσον έγιναν προ τριακονταετίας γελοίοι οι απομιμούμενοι το ύφος των ρη­τόρων της γαλλικής επαναστάσεως ήρωες της ημετέρας μεταπολιτεύσεως, οι αποκαλούντες «τύραννον» τον αγαθώτατον των βασιλέων και κηρύττοντες κατεπείγουσαν την απολύμανσιν δι’ αίματος της πολιτικής ημών κονίστρας;

Το καθ’ ημάς, θεωρούμεν απεναντίας ως μέγα κέρδος την απολύμανσιν του ημετέρου βήματος από τοιούτου είδους ευγλωττίας. Αύτη χάριτι θεία φαίνεται εκλείψασα οριστικώς. Κύκνειον αυτής άσμα ήτο ο παρά τίνος Πατρινού βουλευτού πανηγυρισμός του αποτελέσματος των εκλογών της 7 Απριλίου δια του απομείναντος εις την μνήμην μας βροντοφωνήματος: «Από τον ουρανών κατέρ­χονται oι κεραυνοί του Θεού, από τας κάλπας ανέρχονται οι κεραυνοί του λαού!».

 Έκτοτε επεκράτησαν οριστικώς, ως ελπίζομεν, το μόνον αρμόζον εις τα παρ’ ήμιν συζητούμενα απέριττον, αναλυτικόν και κάπως ξηρόν ύφος λόγου των άλλων ρητόρων και του μακαρίτου Θιέρσου. Τας ελλείπουσας από του ποιου των συζητουμένων νομοσχεδίων αφορμάς διεγέρσεως σφοδρού πάθους παρέχει εκ διαλειμμάτων των κομματικών και προσωπικών αντεγκλήσεων η αγριότης.

Αλλά τότε τους μεγάλους λόγους αντικαθιστώσιν oι χονδροί, και τα ρητορικά σχήματα γρόνθων και ράβδων υψώσεις ή και καταπτώσεις, αίτινες ουδέν παρέχουσιν επιχείρημα προς κατηγορίαν των Ελλήνων βουλευτών επί ιδιαζούση αγροικία, αφού διαπλεύσαντες προ πολλών ήδη ετών τον ωκεανών εισήχθησαν οι τοιούτοι αμερικανισμοί και εις λοιπά ευρωπαϊκά κοινοβούλια και ιδίως τα της Γαλλίας και Ιταλίας. Πολύ μάλλον ιδιάζον γνώρισμα του ημετέρου είναι ή απεραντολογία και αι επ’ άπειρον των αυτών επιχειρημάτων αναμασσήσεις.

Ούδ’ αύται όμως δύναν­ται να δικαιολογήσωσι την υπαγωγήν των ημετέρων αγορητών εις την τάξιν των αναμασσητικών μαστοφόρων, αφού δεν προ­έρχονται εκ προαιρέσεως, άλλ’ εκ της ανυπαρξίας άλλου μέσου αμύνης κατά της αυθαιρεσίας των επιχειρούντων να περιορίσωσιν εις άφωνον κατάφασιν τα καθήκοντα του βουλευτού και την εξάμηνον διάρκειαν της συνόδου εις τρεις εβδομάδας. Εις μόνην την βίαν των πραγμάτων πρέπει ν’ αποδοθή, ότι τας αρχαίας διαιρέσεις της ρητορικής πρέπει ν’ αντικαταστήση η διαίρεσις της σημερινής εις δύο μόνον είδη: την  «δημοκοπικήν» και την «κωλυσιεργικήν».

Ουδέν άλλο υπολείπεται παρά να εκτιμήσωμεν, ανεξαρτήτως του επιβληθέντος αύτη υπό των περιστάσεων τύπου, την καθ’ εαυτήν αξίαν της παρ’ ημίν ρητορείας. Τούτο είναι, ως εν αρχή είπομεν, ικανώς εύχαρι έργον. Άνευ τω όντι φό­βου να υπερτιμήσωμεν τα ημέτερα, δυνάμεθα αδιστάκτως ν’ αποφανθώμεν ότι, αναλόγως του αριθμού των Ελλήνων αντιπροσώπων και του πληθυσμού εκ του οποίου εκλέγονται, εγκλείει η ημετέρα Βουλή ανώτερον πάσης άλλης ποσόν αγορευτικής ικανότητος.

Ουδένα μεν μέγαν ρήτορα μετά τον αποκλεισμόν του μόνου αξίου τοιούτου επιθέτου, ούδ’ ελπίδα προσε­χούς ανορθώσεως της ζημίας, μετά την κατάβασιν αύτου εις τον τάφον, πλείστους όμως τους δυναμένους αδεώς να παραβληθώσιν, αν ουχί προς τους πρωτεύοντας, προς τους διαπρέ­ποντας εν τη Δύσει συναδέλφους των. Αν δεν έχωμεν τάλαντον μονοκόμματον κανέν, έχομεν όμως μνας πλειοτέρας ίσως παν­τός άλλου κοινοβουλίου. Το προ πάντων διακρίνον τους ημετέρους ρήτορας είναι η ικανότης αυτών ταχίστης οικειώσεως προς παν το δεκτικόν συζητήσεως εν τη Βουλή και η δια της οξύτητος της αντιλήψεως αναπλήρωσις της ειδικής πείρας.

Το προσόν τούτο διακρίνει όχι μόνον τους μετερχομένους το επάγγελμα δικηγόρους βουλευτάς, αλλά και τούς ουδέν έχοντας κοινόν προς το συζητείν de omni re scibili εκ του προχείρου. Πώς δε να μη θαυμάση τις τον κ. Θεοτόκην, τον κ. Σκουλούδην ή τον σημερινόν αυτών διάδοχον αγορεύοντας περί ναυτι­κών πραγμάτων εν πλήρει γνώσει των διεπόντων ταύτα νόμων και των ελαχίστων της υπηρεσίας λεπτομερειών και χειριζομένους απροσκόπτως το πλήθος των δυσλήπτων ναυτικών όρων, τον κ. Εύταξίαν δυνάμενον να ομιλή επί όλοκλήρους ώρας μετ’ ίσης αρμοδιότητος και ευρυμαθείας περί αγροτικών, βιομηχα­νικών, οικονομικών ή παιδαγωγικών ζητημάτων, ή τον ήρωα της ληξάσης Συνόδου κ. Στάην μεταβαίνοντα από του αμειλίκτου ελέγχου των υπερβασιών του κ. υπουργού της Παιδείας εις τας των μετασκευαστών της Μπουμπουλίνας;

Ούδ’ ελλείπουσι πλην των εγκυκλοπαιδικών οι διακρινόμενοι δι’ αναμφισβήτητων ειδικότητα άνδρες, προ πάντων περί τα οικονομικά. Του κ. Σιμοπούλου αι αναλύσεις του προϋπολογισμού δύνανται να υπομείνωσι την σύγκρισιν προς οιουδήποτε Ευρωπαίου συ­ναδέλφου του ομοίαν εργασίαν, του δε κ. Καραπάνου είναι προ πάντων αξιοσημείωτος η ικανότης να καθιστάνη δια της σαφή­νειας και χάριτος του λόγου του προσιτά και εις τους αμύητους τα άδυτα της χρηματιστικής, όπως ο Βύχνερ τα της φυσιολο­γίας και ο Αραγώ τα της αστρονομίας. Παρ’ αυτοίς θα κατετάσσομεν βεβαίως και τον κ. Σωτηρόπουλον, αν πολύ μάλλον της οικονομικής αυτού εμπειρίας δεν επροτιμώμεν να θαυμάσωμεν ως φιλόλογοι παρ’ αυτώ το χάρισμα της μοναδικής ομαλότητος του ύφους του και εκφραστικής διαυγείας, δυναμένης να ομοιωθή προς την του βοημικού κρυστάλλου. Ή προ ετών αγόρευσις αυτού περί πολλαπλής ψήφου και μονοκουκκίου εί­ναι αριστουργημάτιον, το όποιον πλειστάκις άνεγνώσαμεν μεθ’ όσης τα φυλλάδια του Λουδοβίκου Κουρριέρου ηδονής.

Ο κ. Δεληγεώργης θα ηρίστευε βεβαίως από του βήματος, αν δεν επροτίμα ως ο Κορμενίνος τον κάλαμον του λόγου, έχων ίσως ύπ’ όψιν το «verba volant, scripta manent». Πάν­τες γνωρίζουσιν ότι ο κ. Ράλλης είναι ο συνοπτικώτατος των ημετέρων ρητόρων, απαξιών να διατριβή περί τας λεπτομερείας και περιοριζόμενος εις μόνην των πραγμάτων την ουσίαν. Η κυρία αυτού δύναμις έγκειται εις την ικανότητα του να εξεγείρη κατά της διοικητικής ημών αχρειότητος την συνείδησιν παντός τιμίου ανθρώπου.

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη, όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη, όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.

Λησμονών πολλάκις ότι η τοιαύτη αχρειότης προέρχεται πολύ μάλλον εξ υποταγής εις την ανάγκην ή εις προαιρέσεις των κυβερνώντων, επιτίθεται κατ’ αυτών μεθ’ ορμής δυναμένης να παραβληθή προς έφοδον εμβολοφόρου θωρακωτού. Εύκολον θα ήτο να προσθέσωμεν εις τούς ανωτέρω όλας δεκάδας εντός της Βουλής, ή αποκλεισθέντων εξ αυτής ευπροσώπων ρητόρων, πολύ όμως της τοιαύτης προσ­θήκης συντελεστικώτερον προς δικαίαν εκτίμησιν της παρ’ ημίν ρητορείας είναι, να υπομνήσωμεν ότι δύνανται σήμερον ν’ αριθμηθώσιν έπι των δακτύλων οι τελείως ανίκανοι να εκφράσωσι τας ιδέας των εν λογική σειρά και μετ’ επαρκούς γνώσεως των πραγμάτων βουλευταί.

Μετά τον θάνατον των άλλως συμπαθεστάτων Ρηγοπούλου και Ρόκκου Χοϊδά εξέλιπον εκ της Βουλής οι κοπανισταί αέρος, ούδ’ ανεφάνη ο ικα­νός ν’ αντικαταστήση τον κ. Δουζίναν ακούσιος γελωτοποιός. Τους δε κλίνοντας να μη θεωρήσωσιν ως μέγα πράγμα την ικανότητα παντός βουλευτού να συνδέη λογικώς τας εννοίας του και να ηξεύρη περί τίνος ομιλεί, παρακαλούμεν να μας υποδείξωσι που αλλαχού πλην της Βουλής δύναται ή τοιαύτη ικανότης ν’ ανευρεθή, ή αν ηυτύχησαν ποτέ ν’ αναγνώσωσι φιλολογικήν ή άλλην πραγματείαν δυναμένην να συγκριθή προς αγόρευσιν, δεν λέγομεν του αειμνήστου Τρικούπη, αλλά και οιουδήποτε άλλου εξέχοντος βουλευτού.

Ο σημερινός Έλλην εξαγόμενος της πολιτικής ομοιάζει οψάριον έκτος του ύδατος. Η διάνοια αυτού είναι αγρός τον οποίον αφήνει ως επί το πολύ χέρσον, διότι κάλλιστα γνωρίζει ότι το προϊόν της συγκομιδής δεν θα εκάλυπτε τα έξοδα της καλλιεργείας. Συνηθίσας παιδιόθεν να βλέπη χρησιμεύον ως μόνον μέτρον εκτιμήσεως της ανθρωπινής άξιας το ποσόν της πολιτικής επιρροής, άγεται να θεωρήση ματαιόσπουδον και αναξίαν φιλοτίμου άνδρός πάσαν άλλην ενασχόλησιν και μελέτην. Η πολιτική παρ’ ημίν δύναται να ομοιωθεί προς τα εκμυζώντα πάσαν ικμάδα του εδάφους αδηφάγα εκείνα φυτά, παρά τα όποια ουδέν άλλο δύναται να βλάστηση. Ταύτα αρκούσι, πιστεύομεν, να εξηγήσωσι πώς, πλην ικανού αριθμού ευπροσώπων ρητόρων, ουδέν άλλο άξιον συγκρίσεως προς τα των άλλων εθνών έχει σήμερον η Ελλάς να επιδείξη.

(Εμφανιστηκε 3,635 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.